Στο παλιό μου (νοικιασμένο) σπίτι είχα κήπο. Συχνά τις νύχτες του θέρους και του χειμώνα στις σκιές των δένδρων, τραγούδια ανέβαζαν παραστάσεις και ζωγραφιές έλεγαν ιστορίες. Στο σημερινό (νοικιασμένο) σπίτι μου δεν έχω κήπο, έχω πιλοτή. Ορισμένες βραδιές, όμως, έρχονται επίσκεψη τα δένδρα και οι σκιές τους. Κάνουν τους στύλους της πιλοτής κίονες παιγνιώδεις και τ’ αραγμένα αυτοκίνητα ιστορίες απ’ όσα έχουν δει τα μάτια τους στους δρόμους του κόσμου.
Προ ημερών την ώρα που έβαζα το κλειδί στην πόρτα -ήταν και σκοτεινά διότι συνήθως η λάμπα που φωτίζει την είσοδο είναι καμένη- ήρθε να με βρει ένας παλιός Νοέμβρης. Πέρασαν τα χρόνια μου είπε περιπαικτικά, ο ίδιος παρέμενε λεπτός με τα γένια της γενιάς του, μαύρα κι αραιά σαν χνούδι σε εφηβικό εφήβαιο. Βάλαμε τα γέλια, εγώ με το αμερικάνικο στρατιωτικό τζάκετ που φορούσε, εκείνος απλώς από αγάπη. Ανάψαμε τσιγάρο κι αράξαμε ανάμεσα στα δένδρα και στις σκιές τους, οι αναμνήσεις είναι σχετικές ως προς τον χρόνο και συχνά ένα-δύο λεπτά κρατούν μια-δυο ώρες, τρεις μέρες, σαράντα χρόνια - δεν έχει φεγγάρι απόψε, ούτε πυροβολισμούς και σκοτωμούς στο Πεδίον του Αρεως, ήσυχο το Μαρούσι
ανασαίνει τον καπνό απ’ τα ξύλα και τα παλιόξυλα που θερμαίνουν πολλά απ’ τα σπίτια, τον καπνό των τσιγάρων μας ανασαίνουμε κι εμείς. Τότε η Ελλάδα είχε μέλανα ουρανό και τις μέρες και τις νύχτες. Η χούντα μαγάριζε με αίμα και ξύλο, με εξορίες και παρακολουθήσεις την επικράτεια. Χόρευε τσάμικο με καρφωμένα σημαιάκια στη μύτη της, ξεφτιλίζοντας αρχαία τραγούδια, μίλαγε ελληνικά σαν πολυβόλο που τραυλίζει κορακίστικα κι έπνιγε τις γενναίες λέξεις, την Ιστορία και τους βίους των ανθρώπων σε μια γούρνα αμορφωσιάς και επωφελούς (πολύ το χρυσίον) βλακείας. Δεν
ήταν φασίστες της προκοπής οι χουντικοί, ήταν οι καρικατούρες του τέρατος. Εθνικιστές της οκάς, επίγονοι των δωσιλόγων της Κατοχής, δούλοι και πράκτορες των Αμερικανών, τσόκαρα με περικεφαλαίες, τζουτζέδες. Ούτε πραιτωριανοί ήταν, ούτε μελανοχίτωνες, ούτε γενίτσαροι, μια μπόχα ήταν, μια βδέλλα κι ένα εξαμβλωτικό κατάλοιπο μιας χώρας που 150 χρόνια προσπαθούσε να ολοκληρώσει την Επανάσταση του 1821. Οι χουντικοί ήταν ένας κρίκος (κι όχι ο τελευταίος) στη μακρά αλυσίδα των προδοτών που ανέκαθεν δολοφονούσαν σ’ αυτήν τη μαρτυρική χώρα τους ήρωες και τους αγίους της, τα φυλαχτά της και τα όνειρά της.
Ηταν ωραίο το οδόφραγμα εκείνες τις τρεις ημέρες και τις τρεις νύχτες που συγκλόνισαν τις ψυχές μας. Απ’ τη μια μεριά ήταν η Τιτίκα και ο Γαβριάς, όλα τα ωραία μας βιβλία, τα τραγούδια του Μίκη και οι άγγελοι του Χατζιδάκι απ’ την Πύλη του Αδριανού ορμώμενοι, ήταν μια μεραρχία ευχές από μανάδες, οι κονσέρβες, τα φάρμακα και τα τσιγάρα που έφερναν οι Αθηναίοι, ήταν η γαλανόλευκη που μάτωσε και στα επόμενα χρόνια φούντωσε στις καρδιές μας κόκκινη, ήταν
και το ραδιόφωνο, εδώ Μεσολόγγι, εδώ Γραβιά, εδώ Γοργοπόταμος, εδώ Δίστομο, ελεύθεροι πολιορκημένοι πιτσιρικάδες, εδώ το παράνομο ΚΚΕ, το παράνομο ΚΚΕ Εσωτερικού, εδώ το μέλλον ΠΑΣΟΚ, ήταν
ωραίο οδόφραγμα, τρυφερό, γέννησε έρωτες, πολιτική κι ελπίδες, κόρες που έγιναν παντιέρες, αγόρια που μπήκαν στις λιτανείες των διαδηλώσεων για έναν καλύτερο κόσμο - ήχησε το Πολυτεχνείο στην Οικουμένη και φόρτωσε τους ανθρώπους με νέα καθήκοντα - για άλλους αυτό έγινε προίκα και για άλλους βάρος πέτρας ασήκωτης. Ηταν
λίγοι στο Πολυτεχνείο. Πολλοί έγιναν μετά, η περιώνυμη «γενιά του Πολυτεχνείου» που σκέπασε την επικράτεια με την ορμή της και την ανάσα της, τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ανατρεπτική και ρηξικέλευθη. Μετά μοίρασε τα ιμάτιά της στους δρόμους και τα στέκια της δημοκρατίας.
Αλλοι κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι, άλλοι συνέχισαν, ωρίμασαν και έλαμψαν, άλλοι εξαργύρωσαν κι άλλοι πρόδωσαν. Αλλοι μεταλλάχθηκαν κι άλλοι δημιούργησαν - έτσι γίνεται στη ζωή κι αυτό το οδόφραγμα ζωή γέννησε, όχι ηρώα και μαυσωλεία. Ο Νοέμβρης έβγαλε ένα
μπουκάλι κόκκινο κρασί απ’ το αμπέχονο, έχυσε λίγο στο χώμα, πολλοί σύντροφοι από τότε έχουν πια πεθάνει, μονολόγησε και τράβηξε μια-δυο πυκνές γουλιές. Από την αρχή μας έβριζαν, μου είπε, ότι δεν «υπήρξα», ότι με «έβαλαν οι Αμερικάνοι», πιες για την Κύπρο
τα φανταράκια της Αλβανίας, το ΕΑΜ και τη Μακρόνησο, και πιες καλά, γερά, να μεθύσεις για τις οργανώσεις, τα συνδικάτα, τις διαδηλώσεις κι όλα όσα κάνουν πιο ανθρώπινη τη ζωή μας. Ηπια. Και μνημόνευσε,
πάντα να μνημονεύεις, τα λουλουδάκια των αγρών και τον Καραϊσκάκη, εκείνον που σε έκρυψε κι εκείνον που σε τάισε. Οι σκιές των δένδρων έλεγαν και τα δένδρα απομνημόνευαν στα φύλλα τους, να έρθουν οι άνεμοι και να πάρουν στην αγκαλιά τους τις λέξεις, τις νότες και τις ζωγραφιές. Ρέμβη, νόστος και ελπίδα, το επαναστατικό μας τρικολόρε. Τι κι αν γονάτισες, άμωμος είσαι. Πολύ αίμα, αδερφέ μου, η ιστορία, πολύς φόνος και χλαπαταγή, ούτε ο Γιακωβίνος, ούτε ο Μπολσεβίκος έγιναν μυροβλύτες, μια Κυριακή μπόρεσαν να σου χαρίσουν κι ένα σχολείο για όλους - από ’κεί και πέρα είναι δική σου υπόθεση.
Ωρα να ανέβεις σπίτι, θα χάσεις το Walking Dead, τα άλλα παιδιά τι κάνουν, τους βλέπεις καθόλου; Μια χαρά είναι, πάντα αμφιβάλλουν και πάντα το παλεύουν. Είχαμε και δύο κηδείες τελευταίως, μαζεύτηκε και στις δύο η Κεντρική Επιτροπή της νιότης μας. Ο Νοέμβρης γέλασε, πάντα γελαστόν τον θυμάμαι, όπως κι ο Βασίλης, γελαστός κι αυτός, ώσπου χάθηκε, χάθηκε και για φέτος ο Νοέμβρης μέσα στις σκιές των δένδρων. Του χρόνου πάλι - μπα! όποτε θέλει έρχεται και όπου θέλει πάει. Τον έχω δει να φροντίζει και να παρηγορεί, να ξεσηκώνει και να ανακατεύεται με τους θνητούς στους δρόμους και τις αγορές, να σφυρίζει στο αυτί των τυράννων ότι κι αυτοί θα πεθάνουν, να ζωγραφίζει γκράφιτι και να παίζει στα θέατρα.
Μα η πιο ωραία φορά που τον είδα ήταν όταν είχε στην αγκαλιά του ένα μωρό, έπαιζε με το σταυρουδάκι του και το ρωτούσε: μωράκι μου γλυκό, σαν μεγαλώσεις και γίνεις η Αθηνά η Πρόμαχος, ο Προμηθέας και η Παναγιά των Πόνων μας, θα κάψεις τους Σταυρούς του κόσμου τούτου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου