Το παλιό πεθαίνει (πληρώνοντας τις αμαρτίες του και το καινούργιο έρχεται (φέρνοντας ενίοτε χειρότερες). Η «Ελευθεροτυπία» ψυχορραγεί. Τη δολοφόνησε, εν μέσω κρίσης, η εκδότριά της, η κυρία Μάνια Τεγοπούλου καθώς και η δύναμη της αδράνειας μιας εφημερίδας που είχε ταυτισθεί τα τελευταία χρόνια με τον εκσυγχρονισμό κι όλες τις διάδοχες παρενδύσεις του.
Η «Ελευθεροτυπία» πέθανε (και τώρα πεθαίνει δεύτερη φορά), η εκδότριά της όμως συνεχίζει τη ζωή της -προφανώς τρώει και πίνει- ενώπλήθος συναδέλφων που εργάζονταν σ’ αυτήν την εφημερίδα ούτε να φάνε έχουν, ούτε ζουν όπως θα έπρεπε να ζει ο εργαζόμενος άνθρωπος. Διότι η κυρία Τεγοπούλου τους έχει φάει, έως τώρα τουλάχιστον, δεδουλευμένα και αποζημιώσεις ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
Περίπου 900 εργαζόμενοι της «Ελευθεροτυπίας», δημοσιογράφοι, διοικητικοί, εργάτες (κι άλλοι 150 της ίδιας εφημερίδας υπό άλλο εκδοτικό σχήμα) έχουν μείνει στον άσσο, άνεργοι οι περισσότεροι, εκτός όσων συμμετέχουν στην έκδοση της «Εφημερίδας των Συντακτών» κι όσων εργάζονται σε άλλα ΜΜΕ.
Δεν θα μείνω στην αναλγησία της κυρίας Τεγοπούλου, η οποία μέχρι να (ξανα)κλείσει η «Ε» έγραφε γρίφους και στιχάκια κατανοητά μόνον στην ίδια, στον περίγυρό της και στους ενδιαφερόμενους στις Φυλακές Κορυδαλλού, θα μείνω όμως στο νομικό και πολιτικό πλέγμα που την προστατεύει. Εφαγε τις δουλειές και τις ζωές εκατοντάδων ανθρώπων κι εξακολουθεί να παίζει μαζί τους τη γάτα
με τα ποντίκια, επιφυλάσσοντας στον εαυτό της, με τις εξαιρετικές ικανότητες στην ανικανότητα που επέδειξε, τον ρόλο της γάτας, της μαύρης γάτας ή μάλλον της μαύρης αράχνης που φχαριστήθηκε διά της καταστροφής, το μίσος της στους δημοσιογράφους, το μίσος της στους αναγνώστες και το μίσος της στο έργο του πατέρα της. (Για το τελευταίο δεν μου πέφτει λόγος, αλλά για την αποστέρηση των αναγνωστών απ’ την εφημερίδα που είχαν επιλέξει, έχω λόγο κι εγώ και χιλιάδες άλλοι πολίτες.)
Διότι τα προβλήματα στον Τύπο έχουν να κάνουν με τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Η «Ελευθεροτυπία», απ’ όταν ήδη ξέσπασε η κρίση στις ΗΠΑ το 2008, είχε την ευκαιρία να επανατοποθετηθεί πλησιέστερα προς τον λαό, να περιγράψει και να αναλύσει την κρίση που φαινόταν ολοφάνερη να καταφθάνει, είχε την ευκαιρία να αναγεννηθεί και να ξεπλύνει (αν αυτό θα ήταν δυνατόν) ένα μέρος απ’ τις αμαρτίες που φορτώθηκε, αβαντάροντας την εξουσία (για τα κρίσιμα), σιγοντάροντας ανώδυνες κυρίως, αλλά και πιασάρικες επιλογές του κυρίαρχου λόγου και υποστηρίζοντας, άλλοτε για ξεκάρφωμα κι άλλοτε επειδή όντως ορισμένοι το πίστευαν, σπαράγματα του αντίλογου, ενίοτε και του ταξικού αντίλογου. Πέρα απ’ την όποια παθολογία της, η «Ελευθεροτυπία» ήταν μια ζώσα κατάσταση με σκιρτήματα που συχνά υπερέβαιναν τον ρόλο της μέσα στο σύστημα ή τη δύναμη της αδράνειας στην οποίαν αυτός ο ρόλος ( κι άλλες πολλαπλές αγκυλώσεις) την καθήλωναν.
Ομως, όχι μόνον η «Ε» δεν αναβαπτίσθηκε κοντράροντας τους υπαίτιους και τις αιτίες της κρίσης, αλλά αφέθηκε να γίνει ένα απ’ τα πρώτα της θύματα.
Η εφημερίδα γονάτισε διότι της έκοψαν τα πόδια όχι τα (μικρά, άλλωστε, και πάντως διαχειρίσιμα) χρέη της, αλλά η δολιότης, η ανικανότητα, η ιδιοτέλεια και κάθε άλλη βαλτωμένη παθογένεια που η κρίση έφερε στον αφρό. Αλλά, αν η «Ε», μια μη διαπλεκόμενη εφημερίδα, έπεσε, οι διαπλεκόμενεςσυνεχίζουν νεκροζώντανες, πνιγμένες σε ασήκωτα χρέη, εξαρτημένες απ’ τις εξουσίες που τις κρατούν στη ζωή τεχνηέντως. Δεν είναι παράδοξο
που οι εφημερίδες αυτές υποστηρίζουν ό,τι υποστήριζαν, όλους αυτούς κι όλα αυτά που μας έφεραν έως εδώ. Το ΠΑΣΟΚ τη Ν.Δ. και τις μεταμορφώσεις τους. Εφημερίδες, κανάλια και ραδιόφωνα, μειωμένου πλέον κύρους, μειωμένης κυκλοφορίας και θεαματικότητας - ακροαματικότητας, παραμένουν γαντζωμένες στο μόνο σύστημα που τις χρειάζεται και μέσα του μπορούν να υπάρχουν: το σύστημα της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Πλην όμως, αν αυτό το μοντέλο πεθαίνει (ή νεκροζώντανο επιμένει), τι είναι αυτό που έρχεται στη θέση του; Αν εξαιρέσουμε τις λίγες εφημερίδες
που βασίζονται στην κυκλοφορία τους και τα διαφημιστικά τους έσοδα, ή αποτελούν συνεταιριστικά εγχειρήματα, οι υπόλοιπες επαναλαμβάνουν το μοντέλο του παρελθόντος, προσπαθώντας να πάρουν θέση στο διαμορφωνόμενο σκηνικό ή να εκφράσουν την ανακατανομή ισχύος και πλούτου που κρίση επιτρέπει και επιβάλλει. Κι όχι μόνον, αλλά
ακόμα πιο «νέα» (και πιο άρρωστα) σχήματα κάνουν την εμφάνισή τους, όπως το μαγαζί της θείας Χάφινγκτον απ’ την Αμερική με μισθούς των 500 ευρώ κι αύριο των 300 ευρώ. Γιατί όμως να μην είναι έτσι αισχρές οι εξελίξεις στον κλάδο, όταν «περιώνυμα» sites όπως το Protagon βασίζονται στις «συνεργασίες» και το άμισθο γράψιμο εδώ και χρόνια;
O δημοσιογραφικός κλάδος εργασιακώς έχει καταστραφεί. Στην καταστροφή αυτή πρωτοστάτησαν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που υποστήριξαν τις δικομματικές και στη συνέχεια μνημονιακές πολιτικές. Ενα μέρος τους (ηλιθιωδώς συν τοις άλλοις) αυτοκαταστράφηκε, πήραν όμως στον λαιμό τους και πολλούςέντιμους δημοσιογράφους, εργάτες του Τύπου, που τώρα είναι άνεργοι, υποαμείβονται ή μένουν απλήρωτοι για όλο και μακρότερα διαστήματα.
Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που από εκδοτικής και δημοσιογραφικής πλευράς, ανεξάρτητη και (εν πολλοίς-εκ των πραγμάτων) αντιμνημονιακή πολιτική ασκούν τα Μέσα εκείνα που βασίζονται στην κυκλοφορία τους, τη σχέση τους δηλαδή με τον αναγνώστη, τα έσοδα απ’ τη διαφήμιση καθώς και τα αυτοδιαχειριζόμενα - συνεταιριστικά έντυπα ή τα κομματικά Μέσα της Αριστεράς.
Να μην τα βάλει στο μάτι η Τρόικα και οι παρακεντέδες της; Να μην τα φάει η Διαπλοκή; Να μην αυξήσει τον ΦΠΑ στο χαρτί απ το 6% στο 23%; Να μην καταργήσει το αγγελιόσημο; Πώς αλλιώς θα οδηγήσουν σε ασφυξία ό,τιδεν ελέγχουν, πόσω μάλλον ό,τι αντιστέκεται;
Μέσα στο πλαίσιο της γενικής απαξίωσης, πολλοί πολίτες αδιαφορούν για τα τεκταινόμενα στον Τύπο. Αυτό το (φασιστικό, ως γενίκευση) «όλοι ίδιοι είναι» έχει δηλητηριάσει τις προσδοκίες τους για το καλύτερο. Το «καλύτερο» υπάρχει κι αγωνίζεται - πλήθος μικρών εντύπων και κάποια μεγάλα, όπως και ικανός αριθμός δημοσιογράφων «πάνε με τον σταυρό (του Συντάγματος και της Δημοκρατίας) στο χέρι». Στον Τύπο αποτυπώνεται η ταξική πάλη που διεξάγεται στην κοινωνία. Ενα μέρος του χειραγωγεί και «διαμορφώνει», κατά το δη λεγόμενο, την κοινή γνώμη, ένα άλλο μέρος προσπαθεί να την εκφράσει.
Ετσι ήταν ως πριν λίγα χρόνια. Τώρα στο σκηνικό έχει προστεθεί και το διαδίκτυο, όπου η γνώμη του πολίτη και η κρίση μπορεί να φθάσει στην αγοράαδιαμεσολάβητη, χωρίς κάποιο Μέσο να τη μεταφέρει. Μπορεί το διαδίκτυο να είναι χαοτικό, μπορεί να μην οργανώνει (ακόμα) τις πληροφορίες σε γνώση ή γνώμη, αλλά πιέζει τον οργανωμένο Τύπο. Τον ελέγχει.
Κάνει επί του Τύπου αυτό που ο Τύπος οφείλει να κάνει επί της εξουσίας. Κι αυτό (αν δεν ανακοπεί ή χειραγωγηθεί), συν τω χρόνω μόνον σε καλό μπορεί να μας βγάλει. Το διαδίκτυο είναι ακόμα σε νηπιακή ηλικία, μπορεί μέσα απ’ αυτό να διαχέεται η παραπληροφόρηση ή ακόμα και οι τερατολογίες, αλλά η κρίση των πολιτών οξύνεται, η πρόσβαση σε δυσπρόσιτους άλλοτε θησαυρούς της γνώσης διευρύνεται και οι πληροφορίες διαδίδονται αυτοστιγμεί. Το διαδίκτυο δεν πρόκειται να υπερβεί τον Τύπο, όπως ο κινηματογράφος δεν υπερέβη το θέατρο. Θα τον επηρεάζει όμως όλο και πιο πολύ, αμφισβητώντας ή επιβεβαιώνοντας το έργο του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου