«Κάτι θα εκραγεί κοινωνικά, δεν θα το αποφύγετε». Αυτό το «κάτι» του Ν. Ρουμπινί εγώ το είδα να έρχεται ανηφορίζοντας την Πανεπιστημίου το περασμένο Σάββατο, μετά την τελευταία προβολή σε ένα ανησυχητικό Ιντεάλ. Δεξιά μου, καμένη η πάλαι ποτέ Λαϊκή Τράπεζα, δίπλα καμένη και η στοά Νικολούδη. Αριστερά, φωταγωγημένο ακόμη το Πανεπιστήμιο, περιφρουρούμενο από νταγκλαρισμένα πρεζόνια. Μπροστά, στην Ακαδημία, ο πανεπόπτης Απόλλων πάνω στη μαρμάρινη κολόνα κρούει τη λύρα που δεν ακούει πλέον κανείς. Αποφασίζω να περάσω τη διάβαση με τα χαλασμένα φανάρια. Στην Κοραή, φωτισμένη μόνο η βιτρίνα του Αστυ σαν το παρήγορο φωτάκι στο δάσος του παραμυθιού. Στον πάγκο των εφημερίδων στην Κλαυθμώνος, τα «κυριακάτικα» ήδη. Αγοράζω ένα «γεμάτο» «Βήμα». Περνάω μπροστά από τη Μarfin και το Αττικόν σαν να μη θέλω να δω.
Στον φανοστάτη της Χρήστου Λαδά, εκεί που σκότωσαν τον Σωτήρη Πέτρουλα, κοντοστέκομαι. Και ξαφνικά αρχίζει από μόνη της η «μέσα» ταινία. Ημουν εκεί την ημέρα της κηδείας; Ημουν τότε; Τώρα είμαι; Είναι ο ίδιος άνθρωπος εκείνος ο φοιτητάκος και ο σκυφτός συνταξιούχος του λόγου μου; Σε ποια Αθήνα συναντήθηκαν οι δύο; Τι είδους επανεγγραφή στη μνήμη συνέβη βραδιάτικα; Ποιος την προκάλεσε; Ακουσα τώρα ή τότε το «Αθάνατος» για τον Πέτρουλα; Με έκανε ανθεκτικότερο από τα ζώα αυτή η ιδιότητα του ανθρώπου, η αθανασία; Παραδοξότερο μέσα στη θνητότητα της μοναξιάς μου; Γιατί θα ήθελα τόσο πολύ να ξαναθυμηθώ; Είναι άραγε ο καλύτερος τρόπος για να ξεχάσω;
Και να ξεχάσω τι; Την αμφιβολία μου πλέον στις αντιπροσωπευτικές διαδικασίες; Την πίστη μου στο ενδεχομενικό και το συμβάν;
Στο σπίτι με περίμενε η έκπληξη. «Η χαμένη άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα, «δώρο» μαζί με την εφημερίδα. Το βιβλίο κλείνει με την κηδεία του Πέτρουλα. Ή μήπως όλα - η κηδεία, η παραίσθηση, εγώ, όλος ο κόσμος - είναι το Βιβλίο;
Γράφει ο Τσίρκας:
«Τούτη η γενιά μπορεί να ξεπεράσει και τη δική μας. (…)
Ισως γιατί διαβάζει περισσότερο, γιατί έμαθε να σκέφτεται μόνη της και να κρίνει. Μπορεί, λέω, δε σου το δίνω γραπτώς». Ούτε κι εγώ το δίνω γραπτώς, αλλά αν μπορούσε θα το ήξερα. Είναι η γενιά μου!
Σκέφτομαι όμως πως κάποιος άλλος πάντα εμφανίζεται σαν μη διαλεκτική ετερότητα κατευθείαν από τον μηχανισμό της ζωής. Κάποιος που η μοιραία άφιξή του δεν αποφεύγεται με τις μεταρρυθμίσεις. Κι όσοι βουλευτές νομίζουν ότι η τρέχουσα πολιτική διαφυλάσσεται με κώδικες ηθικής και δεοντολογίας αυταπατώνται. Κάποιος, λοιπόν, γεννιέται συνεχώς που «περιφρουρεί άγρυπνα την πρωία μέσα από τη φθορά και την καταστροφή της νύχτας», όπως γράφει ο Μπαντιού για τον φιλόσοφο.
Στον φανοστάτη της Χρήστου Λαδά, εκεί που σκότωσαν τον Σωτήρη Πέτρουλα, κοντοστέκομαι. Και ξαφνικά αρχίζει από μόνη της η «μέσα» ταινία. Ημουν εκεί την ημέρα της κηδείας; Ημουν τότε; Τώρα είμαι; Είναι ο ίδιος άνθρωπος εκείνος ο φοιτητάκος και ο σκυφτός συνταξιούχος του λόγου μου; Σε ποια Αθήνα συναντήθηκαν οι δύο; Τι είδους επανεγγραφή στη μνήμη συνέβη βραδιάτικα; Ποιος την προκάλεσε; Ακουσα τώρα ή τότε το «Αθάνατος» για τον Πέτρουλα; Με έκανε ανθεκτικότερο από τα ζώα αυτή η ιδιότητα του ανθρώπου, η αθανασία; Παραδοξότερο μέσα στη θνητότητα της μοναξιάς μου; Γιατί θα ήθελα τόσο πολύ να ξαναθυμηθώ; Είναι άραγε ο καλύτερος τρόπος για να ξεχάσω;
Και να ξεχάσω τι; Την αμφιβολία μου πλέον στις αντιπροσωπευτικές διαδικασίες; Την πίστη μου στο ενδεχομενικό και το συμβάν;
Στο σπίτι με περίμενε η έκπληξη. «Η χαμένη άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα, «δώρο» μαζί με την εφημερίδα. Το βιβλίο κλείνει με την κηδεία του Πέτρουλα. Ή μήπως όλα - η κηδεία, η παραίσθηση, εγώ, όλος ο κόσμος - είναι το Βιβλίο;
Γράφει ο Τσίρκας:
«Τούτη η γενιά μπορεί να ξεπεράσει και τη δική μας. (…)
Ισως γιατί διαβάζει περισσότερο, γιατί έμαθε να σκέφτεται μόνη της και να κρίνει. Μπορεί, λέω, δε σου το δίνω γραπτώς». Ούτε κι εγώ το δίνω γραπτώς, αλλά αν μπορούσε θα το ήξερα. Είναι η γενιά μου!
Σκέφτομαι όμως πως κάποιος άλλος πάντα εμφανίζεται σαν μη διαλεκτική ετερότητα κατευθείαν από τον μηχανισμό της ζωής. Κάποιος που η μοιραία άφιξή του δεν αποφεύγεται με τις μεταρρυθμίσεις. Κι όσοι βουλευτές νομίζουν ότι η τρέχουσα πολιτική διαφυλάσσεται με κώδικες ηθικής και δεοντολογίας αυταπατώνται. Κάποιος, λοιπόν, γεννιέται συνεχώς που «περιφρουρεί άγρυπνα την πρωία μέσα από τη φθορά και την καταστροφή της νύχτας», όπως γράφει ο Μπαντιού για τον φιλόσοφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου