του ΔΑΝΗ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Το 2015 σχεδόν ένα στα δύο παιδιά στην Ελλάδα ζουν σε συνθήκες υλικής αποστέρησης», διαπιστώνει πρόσφατη έκθεση της UNICEF με τίτλο «Η Κατάσταση των Παιδιών στην Ελλάδα 2017 – Τα παιδιά της κρίσης».
Ένα ακόμη στατιστικό στοιχείο, ανάμεσα στα εκατοντάδες στοιχεία, που επιβεβαιώνουν καθημερινά την τραγική κατάσταση των λαϊκών νοικοκυριών στη χώρα μας.
Όμως, θα μας επιτρέψετε να θεωρήσουμε το συγκεκριμένο στοιχείο, πολύ σοβαρότερο από τους άλλους δείκτες που μετρούν το μέγεθος της καταστροφής της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων. Το θεωρούμε, λοιπόν, σοβαρότερο, όχι γιατί οι οι δείκτες της ανεργίας, της φτώχειας, της πείνας, έχουν μικρότερη σημασία, αλλά γιατί αφορά στα παιδιά, στα παιδιά μας.
Είναι λογικό (θα πείτε) τα παιδιά να υφίστανται τις συνέπειες της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας τους. Από την άποψη αυτή, τα παιδιά των ανέργων, των φτωχών, των κοινωνικά αποκλεισμένων, ακολουθούν τη μοίρα των γονιών τους. Υπάρχει όμως μια διαφορά, τα παιδιά έρχονται σ΄ αυτό τον κόσμο με τη δική μας (ατομική) ευθύνη.
Μπορεί, λοιπόν, να απαιτούμε (και σωστά) από το κράτος, να εξασφαλίζει τη σωστή και ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών. Όμως όταν ένα παιδί πεινάει, όταν στερείται τα στοιχειώδη για τη σωματική και πνευματική του ανάπτυξη, δεν φταίει μόνο το κράτος, φταίει και ο γονιός του, αν αδιαμαρτύρητα δέχεται αυτή την κατάσταση.
Δεν υπάρχει ισχυρότερη απόδειξη κοινωνικής εξαθλίωσης, από την απάντηση «Και τι να κάνουμε;» μπροστά σ΄ αυτό το πρόβλημα.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραφε στο «Τραγούδι της Αλληλεγγύης»: «…η πείνα είναι ντροπή».
Προφανώς δεν εννοούσε ότι ένας εργάτης που πεινάει πρέπει να ντρέπεται για την πείνα του. Πρέπει, όμως, να ντρέπεται γιατί στέκεται άβουλος και μοιραίος απέναντι στην αιτία που γεννά την πείνα του. Να ντρέπεται που αφήνει τον καπιταλιστή, τον καπιταλισμό, να τον ταπεινώνει στην έσχατη ένδεια, όταν αυτός (ο εργάτης) είναι ο παραγωγός όλου αυτού του πλούτου. Κι αν είναι μια φορά ταπεινωτικό για τον εργάτη να δέχεται, χωρίς να λέει κουβέντα, αυτόν τον εξευτελισμό, είναι δύο φορές ταπεινωτικό να μένει άπραγος μπροστά στην πείνα και τη στέρηση των παιδιών του.
Αλλά και στο ερώτημα «τι να κάνουμε;», ο Μπρεχτ δίνει, στο ίδιο ποίημα, την απάντηση:
«Τώρα ήρθ’ η ώρα για μάχη και για ζωή
γροθιά μου η γροθιά σου δίπλα φίλε στάσου
η πείνα είναι ντροπή
Όταν σφίξουμε τα χέρια οι λαοί αυτής της Γης
θα γενεί παράδεισος μας κι αφεντάδες της εμείς
Τώρα ήρθ’ η ώρα για μάχη και για ζωή
γροθιά μου η γροθιά σου δίπλα φίλε στάσου
η πείνα είναι ντροπή
Έχουν ρίξει τη διχόνοια και μας τρών’ οι δυνατοί
δούλος τους εσύ να μένεις κι αφεντάδες να `ναι αυτοί
Τώρα ήρθ’ η ώρα για μάχη και για ζωή
γροθιά μου η γροθιά σου δίπλα φίλε στάσου
η πείνα είναι ντροπή
Δούλοι και προσκυνημένοι βάρη άχρηστα της Γης
μαύρη μοίρα τους προσμένει σαν θα ενωθούμε εμείς
Τώρα ήρθ’ η ώρα για μάχη και για ζωή
γροθιά μου η γροθιά σου δίπλα φίλε στάσου
η πείνα είναι ντροπή
Προλετάριε προχώρα με τη γνώση πας μπροστά
μονιασμένη κι ενωμένη θα νικήσει η εργατιά
Βιάσου ήρθε η σειρά σου, έμπα και συ στη γραμμή,
για να γίνεις ο αφέντης στη δική σου την πατρίδα,
στη δική σου τη ζωή.”
Και όταν αυτές τις δύσκολες μέρες αντιμετωπίζουμε τα απορημένα μάτια των παιδιών μας, των «παιδιών της κρίσης», όπως τα βάφτισε η έρευνα της UNICEF, ας τους σιγοτραγουδήσουμε το «Νανούρισμα» που έγραψε (και πάλι) ο Μπέρτολτ Μπρεχτ:
«Αχ, γιέ μου, αχ! Ό,τι κι αν γενείς, το ρόπαλό τους
απάνω απ’ το κεφάλι σου θά ’ναι σηκωμένο·
για σένα η γης είναι τάφος, που για το καλό τους
εκείνοι απέναντι σ’ τον έχουνε ανοιγμένο.
Γιε μου, άκουσε τη μάνα σου – άκου τη μιλιά μου:
φριχτή πανούκλα αντίς ζωή σε περιμένει.
Μα εγώ δεν σε κουβάλαγα μες στην κοιλιά μου,
τροφή για νά ’χει το κακό εξασφαλισμένη.
Υπάρχει ό,τι δεν έχεις – δεν έχάθηκε, όχι!
Αν δεν σ’ τα δίνουνε, ναν τους τα πάρεις μύρια!
Εγώ δεν σ’ έφερα στου κόσμου αυτή την κόχη
τις νύχτες να κοιμάσαι κάτω από γεφύρια.
Ξεχωριστή μπορεί και να μην είσαι πάστα.
Λεφτά δεν έχω, μήτε προσευχές. Μα βίδες
οι ελπίδες μου όλες γίνανε, αν ποτέ πεις: «Άσ’ τα!»,
για να γενείς γραφιάς με κόλλες και σφραγίδες.
Τις νύχτες ξαγρυπνώ σιμά σου ώρα την ώρα·
Σε νιώθω: σφίγγεις τη μικρή γροθιά σου. Φά’ τους!
Για πόλεμο σε λογαριάζω απ’ τα τώρα –
ποτέ μην καταπιείς τα σκατοψέματά τους!
Η μάνα σου ποτέ δεν σ’ έχει κοροϊδέψει·
ξεχωριστός δεν σού ’πε κάτι να περνιέσαι·
αλλά ούτε και με καμμιάν έγνοια σ’ έχει θρέψει,
σε σύρματα –νερό ζητώντας– να κρεμιέσαι.
Με τους συντρόφους σου (αχ, να γλυκαθούν μου οι πόνοι!)
τη δύναμη εκεινών να τήνε κάν’τε σκόνη!
Εσύ, γιέ μου, κι εγώ και όλοι οι όμοιοί μας
αντάμα νά ’μαστε για πάντα στη γραμμή μας,
για νά ’ν’ όλοι οι άνθρωποι ίσοι που η γης σηκώνει!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου