Η γνωριμία με τον Σάββα Ξηρό - Τα Σεπόλια και η Ριανκούρ - Το «ντου» στο αστυνομικό τμήμα Βύρωνα - Η «εθνική» προσέγγιση στα τρομοκρατικά χτυπήματα - Η δολοφονία Γουέλς - Το χτύπημα κατά του αγγλικού αεροπλανοφόρου που δεν έγινε
Τα «Επίκαιρα» δημοσιεύουν αποσπάσματα από το βιβλίο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», στο οποίο το καταδικασθέν σε 17 φορές ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης περιγράφει το πώς «γνώρισε» το χώρο της «ένοπλης πάλης», ακτινογραφεί τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της 17Ν καθώς και με τις άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις, αποκαλύπτει πώς γινόταν η επιλογή των στόχων και οι προετοιμασίες για τα «χτυπήματα». Παράλληλα, φέρνει στο φως άγνωστα στοιχεία για τη δράση των έγκλειστων τρομοκρατών, όπως για παράδειγμα επιθέσεις που οργανώθηκαν αλλά ποτέ δεν έγιναν στην πρεσβεία των ΗΠΑ, αλλά και το σχεδιαζόμενο χτύπημα κατά του αγγλικού αεροπλανοφόρου «Arc Royal» στον Πειραιά την περίοδο του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, που αποτράπηκε την τελευταία στιγμή.
Αναμφίβολα το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα θα καταγράψει μεγάλο αριθμό πωλήσεων. (Συνέβαλε τα μέγιστα σ” αυτό και η εκπρόσωπος τύπου της Ν.Δ. Αννα Ασημακοπούλου). Εξάλλου τα αλλεπάλληλα δημοσιεύματα στον τύπο συντέλεσαν ώστε να διαφημιστεί σε μεγάλο βαθμό το βιβλίου του ανθρώπου που έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την δράση της Ε.Ο 17 Νοέμβρη.
Θα παραθέσουμε το πεντασέλιδο σχετικό δημοσίευμα από το περιοδικό «Επίκαιρα» αλλά πριν απ' αυτό ένα απόσπασμα απ' το βιβλίο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» με τίτλο «Η υπέρβαση του φόβου»:
«Η μεγάλη υπέρβαση όμως ήταν αυτή του φόβου. Πάντα φοβόμουν εκείνους που δεν φοβούνταν (ή έλεγαν πως δεν φοβούνται). Ο ένοπλος αγωνιστής έχει πολλά να χάσει: Τη ζωή, την ελευθερία, την ασφάλεια των δικών του ανθρώπων. Πάνω από όλα, την ίδια τη συνέχεια του αγώνα. Ο φόβος ποτέ δεν του έλειψε και ήταν ο καλύτερος σύμμαχος για να αποφεύγει τα λάθη. Τον ξεπερνούσε με λογική διεργασία: Αφού έπρεπε να γίνουν οι ενέργειες, κάποιος έπρεπε να τις κάνει. Είχε από την αρχή μια προσωπική θεώρηση των πραγμάτων, της ίδιας της ζωής. Από τη στιγμή που πρωτοέπιασε όπλο, ήξερε ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να αντιμετώπιζε όπλα. Και τότε η οποιαδήποτε στιγμή έπαιρνε άλλο νόημα, ήταν στιγμή «δανεισμένη» από το μέλλον. Και από τότε η οποιαδήποτε στιγμή αποκτούσε άλλο βάρος, κάθε στιγμή, κάθε ανάσα, κάθε χρώμα, κάθε τραγούδι, κάθε φιλί, κάθε φωνούλα του παιδιού του, αργότερα. (…)».
Ερχόμαστε τώρα στο δημοσίευμα απ' το περιοδικό «Επίκαιρα», αφού προσθέσουμε ότι η παρουσίαση του βιβλίου είναι άθλια. Οπότε προσπεράστε τα σχόλια και κρατήστε τα αποσπάσματα απ” το βιβλίο που κι αυτή η παράθεση τους είναι προβληματική.
Ενα βιβλίο γραμμένο από το φυλακισμένο «επιχειρησιακό αρχηγό» και εκτελεστή της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη, Δημήτρη Κουφοντίνα, έρχεται να ρίξει φως στην πιο σκοτεινή σελίδα της Μεταπολίτευσης.
Τα «Επίκαιρα» δημοσιεύουν αποσπάσματα από το βιβλίο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», στο οποίο το καταδικασθέν σε 17 φορές ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης περιγράφει το πώς «γνώρισε» το χώρο της «ένοπλης πάλης», ακτινογραφεί τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της 17Ν καθώς και με τις άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις, αποκαλύπτει πώς γινόταν η επιλογή των στόχων και οι προετοιμασίες για τα «χτυπήματα». Παράλληλα, φέρνει στο φως άγνωστα στοιχεία για τη δράση των έγκλειστων τρομοκρατών, όπως για παράδειγμα επιθέσεις που οργανώθηκαν αλλά ποτέ δεν έγιναν στην πρεσβεία των ΗΠΑ, αλλά και το σχεδιαζόμενο χτύπημα κατά του αγγλικού αεροπλανοφόρου «Arc Royal» στον Πειραιά την περίοδο του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, που αποτράπηκε την τελευταία στιγμή.
Ο Κουφοντίνας προχωρά κατ” ουσίαν σε έναν απολογισμό της δράσης των τρομοκρατικών οργανώσεων στη χώρα από τους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης μέχρι και την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη, το καλοκαίρι του 2002. Περιγράφει πώς ο ίδιος εντάχθηκε στον ΕΛΑ, πώς στη συνέχεια υπήρξε η «αποκόλληση» ενός σκληρού πυρήνα που ενίσχυσε τη 17Ν, πώς «άκμασε» η οργάνωση τη δεκαετία 1983-1992, για να ακολουθήσει η σταδιακή κρίση και τελικά η εξάρθρωση της.
Το φθινόπωρο του 77 σκοτώνεται ο Χρήστος Κασσίμης. Ο θάνατός του σηματοδοτεί ανακατατάξειςς στο χώρο του ΕΛΑ, διαφωνίες που θα εξελιχθούν σε μια δεύτερη διάσπαση (είχε προηγηθεί το 1975 η πρώτη αποχώρηση μελών της οργάνωσης που θα ιδρύσουν την 17 Νοέμβρη) και που θα οδηγήσουν στην ουσιαστική διάλυση δυο χρόνια αργότερα. Στις συζητήσεις πρωταγωνιστεί ο Τσουτσουβής. «Στα τέλη του 1979 συναντήθηκαν περίπου δέκα τα «σημαντικότερα» μέλη του ΕΛΑ. Συζητούσαν συνεχώς επί μια εβδομάδα για όλα τα ζητήματα, κυρίως την αναβάθμιση της υποδομής και του επιπέδου των δυναμικών ενεργειών. Η πρόταση που συνόψιζε τη λογική του Χρήστου Τσουτσουβή ήταν να «συγκεκριμενοποιηθεί» η οργάνωση. (_) Η συνάντηση διαλύθηκε. Μαζί της διαλύθηκε και ο ΕΛΑ.
Το σύνολο σχεδόν των μελών αποχώρησε. Ηταν το τέλος του ΕΛΑ της Μεταπολίτευσης. Εκείνοι που αποχώρησαν με σκοπό να δράσουν πήραν μαζί τους κι ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού από τις δυο γιάφκες που κρατούσε η οργάνωση».
Ο Κουφοντίνας θα παραμείνει στη μητρική οργάνωση, όχι όμως για πολύ, καθώς αναζητά τη δράση. Τη δράση που προσφέρει, 17 Νοέμβρη.
«Η οργάνωση είναι η ζωή μου» γράφει σε μια αποστροφή του, επιχειρώντας να καλύψει τα πάντα πίσω από την αφοσίωσή του στον «ένοπλο αγώνα». Ο ίδιος περιγράφει πως το 1981 σε ένα από τα «σπίτια» των τρομοκρατών ήρθε σε επαφή με την πρώτη μαγιά της 17Ν.
«Κάποια στιγμή, μέσα από τους περίπλοκους δρόμους της αλληλεγγύης ήρθε και ακούμπησε δίπλα μου ένα μικρό χαρτόκουτο. Από χοντρό χαρτόνι ένα κουτί συσκευασίας για γάλα εβαπορέ. «Να το φυλάξουμε λίγο καιρό». Δεν ήταν κλειστό. Ούτε υπήρχε υπόδειξη «μην αγγίζετε». Μια μικρή γραφομηχανή, ένας πολύ μικρός πολύγραφος οινοπνεύματος, δύο πινακίδες αυτοκινήτου, δύο μεγάλες μεταλλικές κινέζικες χειροβομβίδες, ο επικρουστήρας της μιας κουνιόταν, είχε κολληθεί με πλατύ λευκοπλάστη, δύο χοντρά μάλλινα γάντια, μία μπερέτα, πιστόλι των 32, άλλο ένα των 32 πιο μικρό, βελγικό, και ένα σαρανταπεντάρι. Φαινόταν πολύ παλιό, η κάννη του ήταν σαν σκαμμένη από το χρόνο και τη χρήση. Βαρύ, σαν Ιστορία. Εκείνο το κιβώτιο ήταν η 17Ν».
Η γνωριμία με τον Σάββα Ξηρό και η αρχή του τέλους
Στο βιβλίο του ο Δημήτρης Κουφοντίνας αποκαλεί τους «συντρόφους» του με ψευδώνυμα – ούτε καν με τα συνθηματικά «παρατσούκλια» τους. Εξαίρεση ο Σάββας Ξηρός και οι νεκροί Χρήστος Τσουτσουβής και Γιάννης Σκανδάλης. Αναφέρει χαρακτηριστικά για τη γνωριμία τους: «Νέες στρατολογίες δυναμώνουν πολιτικά, τεχνικά και επιχειρησιακά την οργάνωση. Μαθαίνω για ένα νέο μέλος με πολύ έξυπνες ιδέες και μεγάλες ικανότητες και δυνατότητες. Συναντώ αμέσως τον Σάββα και γινόμαστε αχώριστοι. Φίλοι και σύντροφοι. Είναι αντικομφορμιστής στη σκέψη, μεθοδικός και σταθερός στη δράση, θεληματικός στις αποφάσεις του. Αναβαθμίζει, ανάμεσα στα άλλα, και το τεχνικό εργαστήρι».
Ο Ξηρός εξελίσσεται στον πιστό συνοδοιπόρο του Κουφοντίνα στις επικίνδυνες αποστολές, μέχρι την τελευταία, στον Πειραιά. «Τελευταία φορά που τον είδα σωματικά ακέραιο, έστριβε ανάμεσα στους θάμνους εκείνο το βράδυ στον Πειραιά. Τα τελευταία σίγουρα βήματα του Σάββα. Δεν μπορούσαμε τότε να φανταστούμε ότι το τέλος μιας ολόκληρης εποχής ήταν μπροστά μας, ότι θα το πλησιάζαμε βήμα το βήμα, θα το φτάναμε. (…) Η έκρηξη ήταν μικρή, υπόκωφη. Μια φευγαλέα λάμψη, ένα σύννεφο καπνού και σκόνης σηκωνόταν στον αέρα. Τόσα χρόνια, κάθε φορά που βάζαμε μια βόμβα, είχαμε φανταστεί τον κρότο, τη λάμψη, το ωστικό κύμα μιας άκαιρης έκρηξης να περνούν από μέσα μας. Αποδεχόμασταν το ρίσκο, προσπαθούσαμε να το μηδενίσουμε. Δε θα μας ξάφνιαζε, δε θα παραπονιόμασταν. «Τουλάχιστον να είναι γερή» χαμογελούσε ο Σάββας. Τώρα τον είχε σωριάσει στο πλακόστρωτο. Το πρόσωπο κατάστικτο, μαύρα και κόκκινα σημάδια, τα μαλλιά μες στο αίμα, η μπλούζα μπροστά είχε εξαερωθεί, έλειπε, όλο το δέρμα ήταν κόκκινο αλλά δεν αιμορραγούσε. (…) «Μπορείς να περπατήσεις;» φώναξα. «Φύγε εσύ. Εσύ φύγε». Εκείνη την ώρα, τόσο κοντά στον παντοτινό μας συνοδοιπόρο, σκεφτόταν μόνο το σύντροφο του. Ήθελε να φύγω, να μη μείνω δίπλα του».
Τα Σεπόλια και η Ριανκούρ
Τα μέλη της 17 Νοέμβρη βρέθηκαν αρκετές φορές αντιμέτωπα και αντάλλαξαν πυροβολισμούς με αστυνομικούς. Ο Κουφοντίνας περιγράφει τη χαρακτηριστικότερη ίσως συμπλοκή, το Νοέμβριο του 1991 στα Σεπόλια. «Εκείνη η μέρα είναι από αυτές που δεν ξεχνάς ποτέ. Που θυμάσαι κάθε στιγμή τους. Όπως και το Σάββατο 29 Ιουνίου 2002 μετά την έκρηξη στον Πειραιά, όταν κοίταζα τα τεράστια μάτια του γιου μου, ξέροντας ότι μπορεί να είναι η τελευταία. Πόσες φορές πιο πριν, για πόσα χιλιοστά του μέτρου, για πόσα χιλιοστά του δευτερολέπτου, από πόσες συμπτώσεις μπορεί να μην τα ξανάβλεπα.
»Αν για παράδειγμα εκείνο το βράδυ στις 20 Νοέμβρη του 1991 στη συμπλοκή με τους αστυνομικούς στα Σεπόλια… Αν ο αστυνομικός καουμπόης που με σημάδεψε στο κεφάλι με το περίστροφο του και με πυροβόλησε είχε πιο δυνατές σφαίρες στο όπλο του… Είχε καλυφθεί στο πλάι της καμιονέτας που είχαμε σκοπό να πάρουμε. (Ο Σάββας στη συνάντηση μας στο νοσοκομείο των φυλακών επέμενε ότι η καμιονέτα πίσω από την οποία είχα καλυφθεί ήταν μια άλλη. Νομίζω ότι έχει δίκιο.)
»Αν για παράδειγμα εκείνο το βράδυ στις 20 Νοέμβρη του 1991 στη συμπλοκή με τους αστυνομικούς στα Σεπόλια… Αν ο αστυνομικός καουμπόης που με σημάδεψε στο κεφάλι με το περίστροφο του και με πυροβόλησε είχε πιο δυνατές σφαίρες στο όπλο του… Είχε καλυφθεί στο πλάι της καμιονέτας που είχαμε σκοπό να πάρουμε. (Ο Σάββας στη συνάντηση μας στο νοσοκομείο των φυλακών επέμενε ότι η καμιονέτα πίσω από την οποία είχα καλυφθεί ήταν μια άλλη. Νομίζω ότι έχει δίκιο.)
«Προχώρησα σκυφτός μέχρι το παράθυρο του συνοδηγού. Σήκωσα το κεφάλι να εκτιμήσω την κατάσταση. Είδα τον αστυνομικό να με περιμένει μέσα στην καουμπόικη έξαρσή του και να σημαδεύει με το περίστροφο, τρία τέσσερα μέτρα απόσταση από το παρμπρίζ της καμιονέτας. Είδα τον πυροβολισμό. «Είδα» τη σφαίρα να τρυπά πρώτα το παρμπρίζ, να κατευθύνεται στο κεφάλι μου, αλλά να σκοντάφτει στο τζάμι του συνοδηγού της καμιονέτας, λίγα χιλιοστά μόνο από μένα. Μάλλον -επειδή είχε συμβεί και σε εμάς- οι σφαίρες του περιστρόφου των 38 όταν μένουν καιρό στο μύλο του όπλου, σαν να χτυπιούνται από την υγρασία ή τον ιδρώτα και να χάνουν σε δύναμη. Θα μπορούσε ακόμα να σημάδευε καλύτερα, λίγο αργότερα, ο άλλος αστυνομικός. Από πίσω, την ώρα που φεύγαμε με το ταξί. Η σφαίρα του καρφώθηκε στο ταμπλό του ταξί, ανάμεσα σε μένα που οδηγούσα και το συνοδηγό, τον Σάββα».
Για το φιάσκο της επιχείρησης κατά της τρομοκρατικής οργάνωσης στη Λουίζης Ριανκούρ έχουν γραφτεί πολλά. Ο Κουφοντίνας δίνει τη δική του εκδοχή. «Η πιο διάσημη συνάντησή μας με τις δυνάμεις καταστολής έγινε στα τέλη Μαρτίου του 1992 στην οδό Λουίζης Ριανκούρ, στους Αμπελόκηπους, για την οποία ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά απίθανα και τερατώδη. (…) Ήταν Παρασκευή 27 Μαρτίου 1992. Στο κείμενο που βγάλαμε αργότερα αναφέραμε ότι είχαμε πάει σε εκείνο το σημείο άλλες δύο φορές, την προηγούμενη μέρα, την Πέμπτη στις 26 και την Τρίτη στις 24 Μαρτίου. Η αλήθεια είναι ότι είχαμε ξαναπάει πάνω από δέκα φορές εκεί, από τον Φεβρουάριο ακόμα. Απλώς, για λόγους ασφαλείας δεν μπορούσαμε να γράψουμε τότε ότι επιμέναμε τόσες πολλές φορές προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια ενέργεια. Μέσα στις τόσες φορές, μέσα στην τόση επιμονή μας, παρότι παίρναμε πολλά μέτρα ασφαλείας, κάποιος μας πρόσεξε. Αργότερα, στην κριτική της ενέργειας καταλήξαμε ότι ήταν ο ηλικιωμένος που περιγράφουμε και στο κείμενο της προκήρυξης. (_) Έφτασε η καμιονέτα, περίμενε, ένας σύντροφος μετακίνησε το αυτοκίνητο που έπιανε τη θέση, ο οδηγός της καμιονετας κατέβηκε, πήγε να καθίσει σε ένα κοντινό παγκάκι. Εμείς, μέσα στο χώρο φόρτισης, είδαμε μέσα από το κουρτινάκι που κάλυπτε το πίσω τζάμι της ένα Φίατ, με τρεις κλασικούς ασφαλίτες όρθιους απέξω. Είχαν κάνει πηγαδάκι, πίνοντας καφέ από τα αιώνια πλαστικά ποτηράκια τους.
»Τότε ο ένας ξεκίνησε, αργά και βαριεστημένα, με το κυπελλάκι τον καφέ στο χέρι να έρχεται προς την καμιονέτα. Ταυτόχρονα, ο ένας από τους άλλους δυο έδειξε με τα μάτια τον οδηγό μας που μόλις είχε καθίσει στο παγκάκι. Ο πρώτος ασφαλίτης είχε φτάσει ήδη στην καμιονέτα και είχε κολλήσει το πρόσωπο του στο πίσω τζάμι προσπαθώντας να δει μέσα. Σαραντάρης, γεμάτος, δεν φαινόταν για εκπαιδευμένος ΕΚΑΜίτης. Δεν το ήξερε, αλλά από την άλλη πλευρά στο τζάμι ακουμπούσε η κάννη ενός αυτόματou όπλου, οπλισμένου, δίχως ασφάλεια, με δυο γεμάτους γεμιστήρες. Ένα άλλο σημάδευε σταθερά τους άλλους δυο ασφαλίτες. Ξεκίνησε αβέβαιος προς τα πίσω, κοίταξε τον αριθμό της καμιονέτας και πήγε στο περίπτερο, στη γωνία όπου τηλεφώνησε αν το νούμερο «απασχολούσε», όπως λένε στην αργκό τους. Απασχολούσε!
Την ίδια ώρα έφτασε ο σύντροφος που είχε μετακινήσει το πρώτο αυτοκίνητο. Είδε αμέσως το ασφαλίτικό τους, κατάλαβε και έδωσε το σήμα «Κίνδυνος»! Μπήκε πίσω στην καμιονέτα, τράβηξε το περίστροφο του, ύστερα το άφησε δίπλα του και έπιασε ένα αυτόματο. Εγώ έφυγα από πίσω και έτρεξα μπροστά να ζητήσω από τον οδηγό που έμπαινε στη θέση του να ξεκινήσει ήρεμα. Πίσω μας οι τρεις ασφαλίτες μπήκαν Φίατ και μας ακολούθησαν. Ισως κατάλαβαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν πλησίασαν πολύ. Δυο αυτόματα τους είχαν κάτω από την κάννη τους, τρεις χειροβομβίδες είχαν βγει από τη θήκη τους. (…) Δεν μας ακολουθούσε κανείς. Από εκείνα τα περίφημα «εξήντα αυτοκίνητα και εκατόν είκοσι άνδρες» που έγραφαν οι εκθέσεις της αστυνομίας δεν είδαμε απολύτως τίποτα».
Το «ντου» στο αστυνομικό τμήμα Βύρωνα
Τον Αύγουστο του 1988, η 17 Νοέμβρη πραγματοποιεί μια απίστευτης θρασύτητας εισβολή στο αστυνομικό τμήμα Βύρωνα, απ” όπου οι τρομοκράτες εφοδιάζονται οπλισμό, στολές και δελτία ταυτοτήτων. Ο Κουφοντίνας περιγράφει:
«Στην ενέργεια πήραμε μέρος πολλοί. Καλοντυμένοι, με κοστούμια ή καλό σπορ ντύσιμο. Από κάτω, οι περισσότεροι φορούσαν βερμούδες και καλοκαιρινά φανελάκια. Στα αυτοκίνητα διαφυγής είχαν προβλεφθεί τσάντες από τις οποίες εξείχαν ψάθες παραλίας, πετσέτες, αναπνευστήρες, που θα τους μετέτρεπαν σε λουσμένους οι οποίοι περιμένουν το λεωφορείο για την πλαζ. Νοικιάσαμε και ένα σπίτι εκεί κοντά. «Μιας χρήσης», προσωρινός σταθμός για τα ογκώδη τουφέκια G3 που θα παίρναμε. Ένα
μαγαζάκι. Αρχίσαμε να το βάφουμε, να το σουλουπώνουμε, καλύψαμε με εφημερίδες την τζαμαρία. Αργότερα το αφήσαμε: «Η κρίση, ξέρετε…». Ήξερε.
μαγαζάκι. Αρχίσαμε να το βάφουμε, να το σουλουπώνουμε, καλύψαμε με εφημερίδες την τζαμαρία. Αργότερα το αφήσαμε: «Η κρίση, ξέρετε…». Ήξερε.
»Πρώτοι μπήκαν στο Τμήμα ένας δικός μας, ντυμένος αστυνομικός που συνόδευε έναν κρατούμενο. Ο κρατούμενος είχε ριγμένο μόρτικα στον έναν ώμο το σακάκι που έκρυβε το αυτόματο. Ο φρουρός, από τη ζέστη, είχε αφήσει το εξωτερικό φυλάκιο, στεκόταν μέσα, στον προθάλαμο. Όταν έγιναν τα αποκαλυπτήρια του εικονικού αστυνομικού, γκρίνιαξε: «Ασ” τις μαλακίες, συνάδελφε. Όρεξη έχεις μεσημεριάτικα;». Χρειάστηκε να προστεθεί στο περίστροφο και το αυτόματο του κρατούμενου. Ούτε αυτό το επιχείρημα τον έπεισε. Ούτε τα όπλα των επόμενων δύο δικών μας. Το μυαλό του δεν μπορούσε να το δεχτεί. Δεν έδινε με τίποτα το όπλο του. Καθυστερούσαμε. Του το πήραμε με το ζόρι κι ακόμα μας κοίταζε σαν χαμένος, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει».
Οι δολοφονίες Μπακογιάννη – Σόντερς και το «λάθος» στο Σύνταγμα
Το Σεπτέμβριο του 1989 η ελληνική κοινωνία παγώνει από την είδηση της δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη, που ήρθε να προστεθεί στη μακρά λίστα των θυμάτων της 17 Νοέμβρη. Οι καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων θέλουν τον Δημήτρη Κουφοντίνα να δολοφονεί τον Μπακογιάννη έξω από το γραφείο του. Ο ίδιος στο βιβλίο περιγράφει τη σκηνή επιλέγοντας να μην «τοποθετήσει» τον εαυτό του στην επιχείρηση:
«Την ώρα που έμπαινε βιαστικός ο Μπακογιάννης στην πολυκατοικία του γραφείου, οι δύο [Σ.Σ.: της 17Ν] τον ακολούθησαν γρήγορα. Η κοπέλα είχε ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ στον Μπακογιάννη, του χαμογελούσε. «Ο κύριος Μπακογιάννης;». Γύρισε, καταπρόσωπο, ενοχλημένος. Η κοπέλα έμεινε ακίνητη. Ύστερα άφησε την πόρτα του ασανσέρ να κλείσει.
»Οι τρεις της 17Ν προχωρούσαν αργά, ανέβαιναν την οδό Ομήρου, μέχρι τη γωνία με τη Σκουφά όπου τους περίμενε το κίτρινο αυτοκίνητο – για να μπερδευτούν τα ελικόπτερα με τόσα κίτρινα ταξί, είπαν. Εκείνα τα δεκάδες βήματα ήταν ατέλειωτα. Ο θυρωρός φώναζε «Πιάστε τους». Οι περαστικοί κοιτούσαν τους τρεις δίχως κανείς να αντιδράσει. Εκτός από ένα σκουπιδιάρη, που πλησίαζε ύπουλα. Ο πρώτος άνοιξε απλώς το ξεκούμπωτο σακάκι με το αριστερό και με το δεξιό δείκτη τού έδειξε το σαρανταπεντάρι. Κεραυνοβολήθηκε, κοίταζε τον ουρανό, το κουράγιο του εξατμιζόταν. Η διαφυγή ήταν από την οδό Δημοκρίτου. Στη γωνία με την οδό Στρατιωτικού Συνδέσμου, φρενάρισμα, στάση για πιθανό «καθάρισμα» από παρακολούθηση. Τίποτα. Ερημιά».
Η δολοφονία του Βρετανού στρατιωτικού ακολούθου Στίβεν Σόντερς το 2000 ήταν το τελευταίο χτύπημα της οργάνωσης δύο χρόνια πριν από την εξάρθρωσή της. Ο Κουφοντίνας ανακαλεί τη στιγμή της δολοφονίας του Άγγλου ταξίαρχου: «Οι πολυδιαφημισμένοι Σέρλοκ Χολμς των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών που ανέλαβαν να ερευνήσουν την ευρύτερη περιοχή της ενέργειας δεν τα κατάφεραν. Δεν βρήκαν καν όλα τα οχήματα που χρησιμοποιήσαμε. Εκεί που διέπρεψαν, όμως, ήταν στην παραπληροφόρηση. Ο ταξίαρχος Σόντερς, ο επιτελικός στρατιωτικός των ένοπλων επεμβάσεων σε όλο τον κόσμο, ο έμπορος των αγγλικών όπλων, μετατράπηκε σε απλό διπλωματικό υπάλληλο. Οι εκτελεστές του ήταν ξένοι επαγγελματίες, πληρωμένοι, Άραβες, πρώην πράκτορες του ανατολικού μπλοκ, Ιταλοί μαφιόζοι…
»Εγώ τα διάβαζα αυτά και σκεφτόμουν τη μηχανή της ενέργειας, το μικρό «παπάκι» με τους δύο της 17Ν, που ελισσόταν ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα, με το τεράστιο τουφέκι G3 ανάμεσά τους. Εκείνο το πρωινό, η Κηφισίας ήταν γεμάτη αυτοκίνητα με όλων των ειδών τους ισχυρούς και μεγαλόσχημους: Υπουργούς, ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους επιχειρηματίες, εφοπλιστές, πράκτορες. Οπλισμένοι οι ίδιοι, με οπλισμένους σωματοφύλακες σε επιφυλακή. Αίγες δεκάδες μέτρα μπροστά από τον Σόντερς είχε προσπεράσει το αυτοκίνητο ενός Αμερικανού πράκτορα. Λίγο πιο πίσω ερχόταν το αυτοκίνητο του Βαρδινογιάννη, με το συνοδευτικό ασφάλειας. Περνώντας ανάμεσα από τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα, χρειαζόταν προσοχή, να μη χτυπήσει το κοντάκι ή η κάννη του G3 στους πλαϊνούς καθρέφτες τους. Αυτοί οι Άραβες (ή Σοβιετικοί ή μαφιόζοι ή…) θα έπρεπε να είχαν πληρωθεί πολύ…».
Από τις αφηγήσεις δεν παραλείπει την «παράπλευρη απώλεια», τον τραγικό θάνατο του Θάνου Αξαρλιάν το 1992, στο πλαίσιο τρομοκρατικής επίθεσης κατά του τότε υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Παλαιοκρασσά, με εκτόξευση ρουκέτας. «Ένας αθώος άνθρωπος, ο Θάνος Αξαρλιάν, ένας από τους δικούς μας, για αυτούς που αγωνιζόμασταν να έχουν ένα καλύτερο αύριο, έμεινε δίχως αύριο. Ο πόνος μας μεγάλος, ο δικός μου αβάσταχτος. (… Χρόνια αργότερα, στο δικαστήριο, ζήτησα συγγνώμη. Είπα ότι ήταν λάθος η επιλογή του τόπου, λάθος η επιλογή του τρόπου. Λάθη έγιναν στην πραγματοποίηση της ενέργειας. Λάθος ήταν και η εμμονή για να γίνει οπωσδήποτε εκεί η ενέργεια. Ένα τραγικό λάθος».
Η «εθνική» προσέγγιση στα τρομοκρατικά χτυπήματα
Μια σειρά από Τούρκους διπλωμάτες έγιναν στόχοι της 17 Νοέμβρη στα χρόνια της δράσης της. Ο Κουφοντίνας διευκρινίζει: «Στις 23 Μαΐου 1988 ανατινάξαμε με βόμβες αυτοκίνητα διπλωματών του τουρκικού φασιστικού καθεστώτος. Ο εντοπισμός τους είχε γίνει μήνες πριν, σε μια έρευνα- χαρτογράφηση των κατοικιών, αρχικά, των διπλωματών. Με απλούς τρόπους και εύκολες μεθόδους. Παρακολουθώντας, για παράδειγμα, το αυτοκίνητο της ΜΙΤ που έκανε ελέγχους ασφάλειας στα σπίτια τους και σταματούσε μπροστά στο καθένα, φανερώνοντας έτσι τον τόπο κατοικίας των διπλωματών.
»Μετά την ενέργεια αυτή περιμέναμε αυτό ακριβώς που έγινε: Οτι θα κατηγορηθούμε ότι εγκαταλείψαμε το μαρξισμό, ότι διολισθήσαμε στον εθνικισμό. Για αυτόν ακριβώς το λόγο είχαμε θυμίσει τότε στην προκήρυξη ότι μία από τις βασικές και πάγιες αρχές του μαρξισμού είναι το δικαίωμα των λαών και εθνοτήτων στην αυτοδιάθεση (…) Τονίζαμε ακόμη ότι η ενέργεια δεν κατευθύνει απέναντι στον αδελφό τουρκικό λαό. Χαιρετίσαμε αγωνιστικά αυτό τον ηρωικό λαό που έχει δείξει πως ξέρει να πολεμά το στυγνό και κτηνώδη τουρκικό καπιταλισμό που σε αυτή του την πάλη έχουν πέσει χιλιάδες αγωνιστές στη μάχη, έχουν εκτελεστεί χιλιάδες τα τελευταία χρόνια• που δεν θα σταματήσει να παλεύει και στα χρόνια που θα έρθουν. (…) Κι ακόμα, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η μισή μας καρδιά βρίσκεται με τους εξεγερμένους της Τουρκίας, τα κελιά μας φωτίζουν τα λόγια τα μεγαλόπρεπα μιας διαδηλώτριας: «Αυτό που γίνεται σήμερα στην Τουρκία είναι η εξέγερση του Ανθρώπου»
Η δολοφονία Γουέλς
Για τη δολοφονία Γουέλς αναφέρει: «Έγινε το σχέδιο της επιχείρησης. Αποφασίστηκε ο ρόλος του καθένα στην ομάδα. Ποιος θα οδηγούσε, ποιος θα κάλυπτε, ποιος θα πυροβολούσε. Όταν έφτασε η μέρα της ενέργειας, φάνηκε ότι άλλο η θεωρία και άλλο η πράξη. Όσο το αυτοκίνητο με την ομάδα της 17Ν πλησίαζε το Ψυχικό, ο oοδηγός επιβράδυνε.Ύστερα σταμάτησε. Είχε πολιτικές διαφωνία με την ενέργεια, με την οργάνωση, με…».
Η πρώτη απόπειρα δεν ολοκληρώθηκε. «Το βράδυ της 23ns Δεκεμβρίου 1975, με άλλο οδηγό που δεν είχε «διαφωνίες», γύρω στις 22:30, το πράσινο Σίμκα, που δεν κλείδωνε το τιμόνι του, πλησίασε το αμάξι του Γουέλς που είχε σταματήσει έξω από την πόρτα του κήπου της βίλας. Ο σύντροφος θα πυροβολούσε με ένα παλιό κολτ των 45, ένα πιστόλι με ιστορία που είχε πάρει μέρος σε μάχες, σε επαναστάσεις… Είχε κάνει αμέτρητες δοκιμές από συγκεκριμένη απόσταση, με το φανταστικό Γουέλς όρθιο απέναντι του. Γι” αυτό του φώναξε «Ψηλά τα χέρια! «,_για να πετύχει την απόσταση και τη στάση των δοκιμών. Για να βρει τη δύναμη να πατήσει τη σκανδάλη, σκεφτόταν -έλεγε χρόνια αργότερα- τα αμέτρητα θύματα της CIA στην Ελλάδα, την Κύπρο, τη Λατινική Αμερική… Τερμάτιζε με σφαίρες μια αιματοβαμμένη πορεία».
Το χτύπημα κατά του αγγλικού αεροπλανοφόρου που δεν έγινε
Στο βιβλίο του ο Δημήτρης Κουφοντίνας αποκαλύπτει την απόπειρα πλήξης με ρουκέτες ενός αγγλικού αεροπλανοφόρου που είχε ελλιμενιστεί στον Πειραιά κατά τη διάρκεια των νατοϊκών επιθέσεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Οπως υποστηρίζει ο ίδιος, οι Αρχές αποσιώπησαν το γεγονός. «Στις 11 Απριλίου 1994 καταπλέει στο λιμάνι του Πειραιά το αγγλικό αεροπλανοφόρο «Ark Royal» από την Αδριατική, όπου έπλεε και υλοποιούσε με τη φωτιά και το σίδερο τη νέα πολιτική «διαίρει και βασίλευε». Αράζει προκλητικά στην Ακτή Ξαβερίου, λίγα μέτρα από το δρόμο, με τα πολεμικά ελικόπτερα στο κατάστρωμα, να τα βλέπουν καλάοι” Ελληνες Ιθαγενείς.
Αποφασίζουμε να το χτυπήσουμε, συμβολικά. (…) Στην ενέργεια πήραμε μέρος τέσσερις. Επειδή εκείνη η περιοχή είναι έρημη τη νύχτα και επειδή η προετοιμασία των μπαζούκας απαιτεί λίγη ώρα αποφασίζουμε να μπούμε και οι τέσσερα μέσα στη μονοκατοικία για να μη δίνουμε στόχο. Πριν μπούμε, εντοπίσαμε μια άσπρη καινούργια καμιονέτα με τον οδηγό μόνο μέσα να κινείται στον παράλληλο δρόμο με την Ακτή Ξαβερίου. (…)
Φρέναρε στη γωνία μόλις είδε τους δυο πρώτους, τη στιγμή που από την είσοδο της μονοκατοικίας έβγαιναν οι άλλοι δυο. Η φάτσα και η έκφραση του οδηγού τα έλεγαν όλα. Το στρατιωτικό ή αστυνομικό του μητρώο δεν θα είχε να προσθέσει τίποτα. Δεν προλαβαίναμε να επιστρέφουμε, να πυροδοτήσουμε έστω απευθείας τις ρουκέτες και να διαφύγουμε με ασφάλεια. (…)
Δεν ανακοίνωσαν τίποτα. Προφανώς εξουδετέρωσαν τους ωρολογιακούς μηχανισμούς της εκτόξευσης, άφησαν επί τόπου τους πυροσωλήνε5 και τις ρουκέτες περιμένοντας να πάμε να τα πάρουμε. Το ίδιο το αεροπλανοφόρο σήκωσε άγκυρες και ανοίχτηκε μακριά από την επικίνδυνη ακτή και τις σφεντόνες των ιθαγενών. Κρίμα! Γιατί το χτύπημα δεν θα ήταν απλώς συμβολικό: Είχαμε σημαδέψει τα δυο πολεμικά ελικόπτερα που βρίσκονταν στο κατάστρωμα…».
από Βαθύ Κόκκινο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου