Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Κιτρινισμός και τρομοκρατία

«Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ»

του Δημήτρη Τσατσούλη*

Γραμμένο το 1974 από τον νομπελίστα Γερμανό συγγραφέα Heinrich Böll (Κολωνία 1917 ‒ Βόννη 1985), το μυθιστόρημα «Η χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» δεν παύει να είναι εντυπωσιακά επίκαιρο καθώς ασκεί
αποκαλυπτική κριτική στον κιτρινισμό κάποιων ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδων ενώ ταυτόχρονα, ανατρέχοντας στο πραγματικό κοινωνικό περιβάλλον, σαρκάζει με θλιβερό τρόπο τις συνέπειες του πανικού της εποχής που χαρακτήριζε την τότε Δυτική Γερμανία απέναντι στη δράση της Φράξιας του Κόκκινου Στρατού, πανικός που ανήγαγε σε ύποπτους τρομοκρατίας, χωρίς πραγματικά τεκμήρια, αθώους πολίτες.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της νεαρής οικιακής βοηθού Καταρίνα Μπλουμ, όμορφης αλλά και συντηρητικής, διαζευγμένης και εργατικής η οποία, σε μια έξοδό της σε φιλικό σπίτι τις μέρες του καρναβαλιού γνωρίζεται και χορεύει με  έναν άντρα (τον Λούντβιχ Γκαίτεν) τον οποίο θα φιλοξενήσει το βράδυ σπίτι της και, κατά πάσα πιθανότητα, θα φυγαδεύσει καθώς αποδεικνύεται ότι αυτός παρακολουθείται από την αστυνομία για ληστεία και τρομοκρατία.

                       Κίτρινος Τύπος όπως «Bild Zeitung»

Το έργο αρχίζει όταν μια γυναίκα (η Καταρίνα) παρουσιάζεται, τέσσερις μέρες μετά την έξοδό της και γνωριμία της με τον Λούντβιχ στο φιλικό σπίτι, στον αστυνομικό διευθυντή  για να ομολογήσει ότι δολοφόνησε έναν δημοσιογράφο στο δικό της διαμέρισμα όπου και βρίσκεται το πτώμα.
Πρόκειται για τον αστυνομικό διευθυντή που είχε ήδη γνωρίσει τέσσερις μέρες πριν όταν η Καταρίνα προσήχθη στο αστυνομικό τμήμα ως ύποπτη συνεργός του καταζητούμενου τρομοκράτη εφόσον πιστοποιήθηκε από τις αστυνομικές αρχές που τον παρακολουθούσαν ότι τον φιλοξένησε τη  νύχτα αλλά  στη συνέχεια, ουδέποτε τον είδαν να φεύγει από το σπίτι της ούτε τον βρήκαν σε αυτό μετά την έρευνά τους.
Από την αστυνομία, ωστόσο, διέρρευσε  σκοπίμως η προσαγωγή και ανάκρισή της με αποτέλεσμα ο δημοσιογράφος της «Die Zeitung» ‒ που σημαίνει «Η εφημερίς» και παραπέμπει ευθέως στη γνωστή λαϊκίστικη φυλλάδα «Bild Zeitung», τη γνωστή και στην Ελλάδα για τον ρόλο της κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης δεξιόστροφη «Bild»  ‒  να κάνει πρωτοσέλιδο της ζωή της και με τα γνωστά ψεύδη ή επινοημένες ιστορίες να καταστρέψει τιμή και υπόληψη της Καταρίνα Μπλουμ.
Ανακαλύπτοντας και παίρνοντας εκβιαστικά συνεντεύξεις από ανθρώπους που γνώριζε η Καταρίνα (νυν και πρώην εργοδότες, φίλες, πρώην σύζυγο, γονείς), ο δημοσιογράφος παραποιεί τα λόγια τους δημιουργώντας ένα πορτραίτο που ταιριάζει στην αντίληψη για μάρκετινγκ της εφημερίδας ενώ φθάνει ως το νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται η μητέρα της, την ενημερώνει σχετικά με την «ενοχή» της κόρης της προσπαθώντας να της αποσπάσει πληροφορίες,  με αποτέλεσμα η γυναίκα να πεθάνει την επομένη της επίσκεψής του.
Στην υπόθεση εμπλέκονται και οι εργοδότες και φίλοι της Καταρίνα, το ζεύγος Blornas καθώς ο μεν κύριος Blornas είναι δικηγόρος αλλά η κυρία Blornas είναι η αρχιτέκτων της πολυκατοικίας στην οποία αγόρασε η Καταρίνα το διαμέρισμά της. 

Η κυρία όμως είναι γνωστή για την εμπλοκή της στον κομμουνισμό όταν ήταν νέα, έχοντας αποκτήσει το προσωνύμιο «κόκκινη» ενώ  εικάζεται ότι είχε ενημερώσει την Καταρίνα για μυστικές διεξόδους του κτιρίου μέσω των οποίων φυγάδευσε τον Λούντβιχ. Μετά τη υπόθεση, το ζεύγος Blornas θα στιγματιστεί και θα γνωρίσει τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Η Καταρίνα θα κλείσει ραντεβού με τον δημοσιογράφο στο σπίτι της για να του παραχωρήσει συνέντευξη παρά την αντίθετη γνώμη φίλων και γνωστών. Με την άφιξή του, όπως μαρτυρεί η ίδια η Καταρίνα, αυτός θα προβεί σε χυδαίες προτάσεις και αυτή θα τον δολοφονήσει. Προμελετημένο έγκλημα; Δίκαιη αντεκδίκηση;
Δεν είναι τυχαίος ο υπότιτλος του μυθιστορήματος του Χάινριχ Μπελ: «Πώς γεννιέται η βία και που μπορεί να οδηγήσει».

                                Δραματουργική διασκευή

Όλος ο θίασος αναφέρεται ως συνδημιουργός του κειμένου της παράστασης, ήτοι της δραματουργικής επεξεργασίας και μετατροπής του μυθιστορήματος σε σκηνική γραφή. Και πράγματι, η ομάδα κατορθώνει να συνοψίσει το μυθιστόρημα αποτελεσματικά και με αξιοθαύμαστη ευκρίνεια.
Δύο στοιχεία διατρέχουν το μυθιστόρημα: η πρωτοπρόσωπη πολυ-εστιακή αφήγηση και το συχνά κωμικό αποτέλεσμα που προκαλούν οι επαναλαμβανόμενες -και συχνά αντικρουόμενες-  απόψεις που κατατίθενται πάνω στην υπόθεση.
Η πολυ-εστιακή αφήγηση είναι ένα είδος αφήγησης με εσωτερική εστίαση αλλά υπό την οπτική όχι μόνον ενός αλλά τις οπτικές γωνίες πολλών προσώπων που μπορεί να αλληλοσυμπληρώνουν τα γεγονότα ή ακόμη και να συγκρούονται μεταξύ τους.
Η παράσταση δίνει φωνή στις διαφορετικές αυτές οπτικές που έτσι, η κάθε μία από αυτές προικίζεται με δική της φωνή την οποία αναλαμβάνουν οι τέσσερις ηθοποιοί σε ποικίλους και διαρκώς εναλλασσόμενους ρόλους ενώ διατηρείται πάντα η σύμβαση της μιας αφηγηματικής, στην ουσία ενδοδιηγητικής φωνής, καθώς εικάζεται ότι αυτή ανήκει σε πρόσωπο που συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στην ιστορία, χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του ενώ παραθέτει, χάριν αξιοπιστίας του λόγου του, μαρτυρίες άλλων εμπλεκομένων στην υπόθεση προσώπων.
Με αυτό τον τρόπο, η πρωτοπρόσωπη (με εγκιβωτισμένες οπτικές) αφήγηση του Χάινριχ Μπελ αποκτά θεατρικότητα ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει ότι η επιλογή της συγκεκριμένης αφηγηματικής  τεχνικής -η οποία αποβλέπει στο να προσεγγίσει την περίπτωση της Καταρίνα Μπλουμ σφαιρικά, σχεδόν δοκιμιακά- έρχεται σε πλήρη  αντίθεση με τη μέθοδο που ακολουθείται από την αστυνομία και κυρίως τον κίτρινο Τύπο ˙ αυτόν που δημιουργεί, χωρίς έρευνα και τεκμήρια  ενόχους, ευτελίζοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Γεγονός που συνεχίζεται ακόμη και όταν ο συλληφθείς κατηγορούμενος ως τρομοκράτης Λούντβιχ δηλώνει την πλήρη άγνοια για την ταυτότητά του και την αθωότητα της Καταρίνα.

                                             Χορικότητα

Ο Φώτης Μακρής σκηνοθετεί το έργο με ταχείς ρυθμούς και συνεχείς εναλλαγές στις εμπλεκόμενες φωνές με λιτά μέσα, χαρίζοντας ροή στην παράσταση ενώ την εμπλουτίζει με συλλογικά τραγούδια εκμεταλλευόμενος καταστάσεις που εμφιλοχωρούν στην υπόθεση, διακωμωδώντας εμμέσως τους μηχανισμούς του κιτρινισμού. Οι γρήγορες εναλλαγές των τεσσάρων ηθοποιών ως προς τα πρόσωπα-μάρτυρες της υπόθεσης ή και αστυνομικών που διερευνούν την υπόθεση με στοιχειώδεις μεταμφιέσεις, η αξιόπιστη ή αναξιόπιστη μαρτυρία τους, η ανά διαστήματα, εν είδει χορικού,  απαγγελία από όλους των όσων γράφει η «Η Εφημερίς», κρατώντας μετωπικά στα χέρια διάφορα φύλλα της πραγματικής «Bild» την οποία κοσμούν γυμνές φωτογραφίες γυναικών αποδεικνύοντας το ήθος και την αξιοπιστία της, δημιουργούν θυμηδία στον θεατή αλλά και οργή για τους τρόπους κατασκευής ενόχων.
Παρόλο που αφορμή αποτελεί η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννηση του Χ. Μπελ, ο  Μακρής δεν μπορούσε να διαλέξει,  με δεδομένη τη σημερινή συγκυρία όπου οι «ψεύτικες ειδήσεις» κατακλύζουν συχνά τον έντυπο  Τύπο αλλά κυρίως το διαδίκτυο, πιο επίκαιρο έργο για να καυτηριάσει την τρέχουσα πραγματικότητα.  Ταυτόχρονα,  υπενθυμίζει θλιβερά ότι ο καθένας μας μπορεί να βρεθεί ξαφνικά «ύποπτος» παράνομης δράσης ή ανομικής συμπεριφοράς επειδή συναντήθηκε ή συναναστράφηκε εν αγνοία του κάποιον καταζητούμενο από την αστυνομία. Και αν η Καταρίνα Μπλουμ προχώρησε μόνη της στην αντεκδίκηση σε τάχιστο διάστημα, ήτοι πριν τελικά σχηματιστεί φάκελος συνέργειας εναντίον της, άλλοι/ες σήμερα βρίσκονται έγκλειστοι στη φυλακή για παρόμοιους ή λιγότερο αποδεδειγμένους λόγους.

Η Στέλλα Κρούσκα κράτησε τον ρόλο της Καταρίνα, μεταπηδώντας σε κάθε σκηνή στις διαφορετικές  διαβαθμίσεις αθωότητας-ενοχικότητας με τις συνεχείς αναλήψεις και προλήψεις της αφήγησης, με καίριες εναλλαγές στη διάθεση, άλλοτε αποτελώντας αντικείμενο του λόγου των άλλων, άλλοτε παρεμβαίνοντας με άμεσο λόγο, καταθέτοντας τη δική της οπτική αλλά πάντοτε αφήνοντας έντεχνα μια υπόνοια αμφισβήτησης των πεπραγμένων της καθώς όλη η ιστορία δεν αποκαλύπτει την πραγματική ή μη ενοχή  της, την πραγματική της γνώση ως προς τη δράση του Λούντβιχ και τη διαφυγή του αλλά, αφήνοντας αυτά τα ερωτήματα να αιωρούνται, επικεντρώνεται στο θέμα του κιτρινισμού του Τύπου και των συνεπειών του. Η Κρούσκα κινήθηκε κινησιακά-εκφραστικά και σε επίπεδο εκφοράς λόγου σε αυτό το επισφαλές μεταίχμιο.
Γύρω της, οι τρεις άλλοι ηθοποιοί, διασφάλισαν με τις αναγκαίες ερμηνευτικές διακυμάνσεις τις εναλλαγές προσώπων και διαθέσεων με απόλυτα ευτυχείς ρυθμούς, ευρηματική κινησιολογία και σωστές δόσεις ενδιάθετου χιούμορ: η Κλεοπάτρα Τολόγκου, ο Μενέλαος Χαζαράκης και ο νεότερος όλων αλλά πολυδιάστατος Βαγγέλης Στρατηγάκος υποστήριξαν έναν πολυμορφικό χορό.
Τα μάλλον θαμπά, ως προς τη θεατρικότητά τους, αλλά με αίσθηση χρονικού δείκτη κοστούμια ήταν του Διονύση Μανουσάκη και οι φωτισμοί του Στέφανου Κοπανάκη.
Ο Φώτης Μακρής έδειξε με την παράστασή του ότι το πολιτικο-κοινωνικό θέατρο αιχμής δεν χρειάζεται να προβάλλει τον διδακτισμό  σε βάρος τόσο της αισθητικής όσο και του ευφυούς, σχεδόν χαρίεντος σαρκασμού για να είναι αποτελεσματικό στο μήνυμά του. Αντιθέτως, αποδεικνύεται δραστικότερο.
Μια παράσταση που ρέει ανάλαφρα, με χιούμορ διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, αφήνοντας όμως την πικρή γεύση του καθημερινού παραλογισμού, της ευκολίας καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εν τέλει του καλλιεργούμενου από τον κιτρινισμό παντός είδους φασισμού.
* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης  στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom