Την υπάρχουσα κατάσταση αλλά και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επιχειρεί να καταγράψει και να εκτιμήσει η ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, που αναφέρεται στο α΄εξάμηνο του 2017.
Στην έκθεση με τίτλο «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση» που παρουσιάστηκε την Τετάρτη 4/10, υπογραμμίζεται πως η οικονομία βρίσκεται σε σημείο καμπής και αναζητά διέξοδο από την εύθραυστη σταθεροποίησή της στο χαμηλό επίπεδο δραστηριότητας στο οποίο βρίσκεται, μετά τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010-2013.
Η κατανομή και η μεταβολή των μισθών
Στην έκθεση με τίτλο «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση» που παρουσιάστηκε την Τετάρτη 4/10, υπογραμμίζεται πως η οικονομία βρίσκεται σε σημείο καμπής και αναζητά διέξοδο από την εύθραυστη σταθεροποίησή της στο χαμηλό επίπεδο δραστηριότητας στο οποίο βρίσκεται, μετά τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010-2013.
Μεταξύ άλλων σημειώνεται πως η κατανάλωση έχει σταθεροποιηθεί, ο όγκος των εξαγωγών δεν έχει καταστεί βασικός αναπτυξιακός μοχλός, ενώ η συνέχιση της ίδιας πολιτικής δημοσιονομικής προσαρμογής οδηγεί σε συνεχή απώλεια ρευστότητας από τον ιδιωτικό τομέα.
Επίσης, αναφέρεται ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας το α’ εξάμηνο του 2017 είναι βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ωστόσο μια σειρά ποιοτικών δεικτών δημιουργούν προβληματισμό.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το επίσημο ποσοστό ανεργίας το β’ τρίμηνο του 2017 ανήλθε σε 21,1%.
Τα στοιχεία αυτά αντιστοιχούν σε 1.016.571 ανέργους και 3.791.408 απασχολουμένους, ενώ ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ανήλθε σε 4.373.400 άτομα.
Παρατηρούμε όμως ότι το β' τρίμηνο του 2017 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας ήταν στο 28,7% (30,8% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016). Το ποσοστό αυτό συνεκτιμά στο σύνολο των ανέργων τις κατηγορίες των αποθαρρημένων ανέργων, του λοιπού πρόσθετου εργατικού δυναμικού και τους υποαπασχολούμενους.
Τα στοιχεία δείχνουν τα πολύ υψηλά ποσοστά της υποαπασχόλησης, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει σχεδόν τριπλασιαστεί (από 99 χιλιάδες εργαζομένους το 2008 σε 267 χιλιάδες το 2017), και των απογοητευμένων ανέργων, που επίσης υπερτριπλασιάζεται (από 37 χιλιάδες σε 109 χιλιάδες) την αντίστοιχη περίοδο.
Σύμφώνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ για το α’ επτάμηνο (Ιανουάριος-Ιούλιος) του 2017, η πλειονότητα τών νέών προσλήψεών στον ιδιώτικό τομέα αφορά θέσεις μερικής (47,86%) και εκ περιτροπής (13,81%) εργασίας.
Η σημαντική αυτή αύξηση τών επισφαλών θέσεών εργασίας επηρεάζει τη
μεταβολή τών μισθών. Όπώς δείχνουν τα στοιχεία απασχόλησης του ΙΚΑ-
ΕΤΑΜ για τον Νοέμβριο του 2016, ο μέσος μισθός τών απασχολουμένών
με μερική απασχόληση ήταν 397,67 ευρώ.
Με άλλα λόγια, η παρατηρούμενη αλματώδης αύξηση της μερικής και της εκ περιτροπής απασχόλησης ισοδυναμεί με σοβαρή μείώση τών εισοδημάτών και της αγοραστικής δύναμης τών εργαζομένών.
Βασικά συμπεράσματα της έκθεσης:
⇒ Δεν παρατηρούνται οι μακροοικονομικοί και παραγωγικοί μετασχηματισμοί που θα δημιουργούσαν ουσιαστικές προϋποθέσεις μετάβασης της οικονομίας προς μια δυναμική και διατηρήσιμη ανάκαμψη. Οι επενδύσεις έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο κατά 63% χαμηλότερο από αυτό του α’ τριμήνου του 2008, κάνοντας εμφανές το τεράστιο επενδυτικό κενό στο οποίο έχει περιέλθει η οικονομία.
⇒ Η κατανάλωση έχει σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο χαμηλότερο κατά 24 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο του α’ τριμήνου του 2008. Το επίπεδό της δεν θα είναι διατηρήσιμο αν δεν υπάρξει ένα ισχυρό σοκ απασχόλησης και εισοδημάτων στην οικονομία. Τα νέα μέτρα λιτότητας που δεσμεύουν τη χώρα μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος θα συμπιέσουν το διαθέσιμο εισόδημα.
⇒ Ο όγκος των εξαγωγών σε πραγματικούς όρους απέχει πολύ από το να καταστεί βασικός αναπτυξιακός μοχλός της οικονομίας. Η αύξηση του όγκου τους δεν μεταφράζεται σε διατηρήσιμο εμπορικό πλεόνασμα λόγώ της μεγάλης εξάρτησης της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές και, επομένως, δεν αντανακλά κάποια ουσιαστική μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε ένα νέο, πιο εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης.
⇒ Η συνέχιση της ίδιας πολιτικής δημοσιονομικής προσαρμογής σε συνδυασμό με τον αδύναμο παραγωγικό ιστό της οικονομίας, που περιορίζει τη δημιουργία διατηρήσιμων εξωτερικών πλεονασμάτων, οδηγούν σε συνεχή απώλεια ρευστότητας από τον ιδιωτικό τομέα. Η επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων συνεπάγεται έλλειμμα για τον ιδιώτικό τομέα, το οποίο –με δεδομένες τις παρούσες συνθήκες– επιβαρύνει κυρίως τα νοικοκυριά.
⇒ Η μείωση των δημόσιων δαπανών αποκαλύπτει ότι η ασκούμενη δημοσιονομική διαχείριση δεν περιορίζεται μόνο στην υπερφορολόγηση. Αποτελεί ένα μείγμα επιθετικής δημοσιονομικής λιτότητας και προσαρμογής... Η κατάσταση αυτή είναι μη βιώσιμη και δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης αναβάθμισης της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας.
⇒ Ο στόχος του 2% χαρακτηρίζεται από έλλειψη μεσομακροπρόθεσμης βιωσιμότητας. Κατά την εκτίμησή μας, για να συμβάλει στην ανάκτηση της φερεγγυότητας της χώρας, προϋποθέτει μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους που θα διασφαλίζουν ετήσιες πληρωμές τόκων χαμηλότερες του 2% του ΑΕΠ.
⇒ Η κατάσταση στην αγορά εργασίας το α’ εξάμηνο του 2017 είναι βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η εξέλιξη αυτή... δείχνει την αργή μεν αλλά σταθερή έξοδο της οικονομίας από τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010-2013. Εντούτοις, μια σειρά ποιοτικών δεικτών δημιουργούν προβληματισμό.
⇒ Ο βαθμός απασχόλησης του εργατικού δυναμικού παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός (52%)... Η μεταβολή της σχέσης μεταξύ των θέσεών εργασίας πλήρους και επισφαλούς απασχόλησης έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατανομή και τη δυναμική των μισθών, και κατά προέκταση στο διαθέσιμο εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων... Η συμπίεση των μισθών συσχετίζεται με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεών.
⇒ Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο ισορροπημένο μοντέλο ανάπτυξης, ένα επεκτατικό μείγμα εσωστρέφειας και εξωστρέφειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου