Τον λένε Σπύρο Χατζηαντωνίου κι έγραψε στο Facebook το κείμενο που αναδημοσιεύει σήμερα η στήλη:
...«Απόγευμα Σαββάτου κι αποφασίζει να πάει επιτέλους σούπερ μάρκετ. Οπότε βάζει την ξινισμένη του φάτσα, γυαλιά ηλίου και βουτάει ένα μπουφάν. Κλειδιά, πορτοφόλι, κινητό, όλα κομπλέ.
Περπατάει με τα χέρια στις τσέπες και κοιτάζει κάτω. Κρύο. Τι κρύο δηλαδή, ψόφος. Τρακόσια μέτρα απόσταση αλλά βρίζει που δεν πήρε αμάξι. Και γάντια. Τα γάντια πάντα τα ξεχνάει.
Λίγο πριν μπει μέσα ακούει μια φωνή κοριτσίστικη σβησμένη: "κύριε συγγνώμη". Παρορμητικά σκέφτεται να την αγνοήσει. Τι σκατά τον θέλουν πάλι; "Ασε με ήσυχο γαμώ το κέρατό μου όποιος κι αν είσαι. Δεν έχω όρεξη ούτε να ακούσω ούτε να μιλήσω". Αλλά αυτά δε λέγονται και τελικά σηκώνει το κεφάλι να δει ποιος τον φωνάζει.
Είναι μια κοπελίτσα, ούτε 18, μ’ ένα παλιό τζην κι ένα φούτερ. Τα χέρια και τα μάγουλα φωτιά απ’ το κρύο, βλέμμα ικετευτικό αλλά όχι λυπήσου με. Οχι ό,τι έχετε ευχαρίστηση. Καρφί απεγνωσμένο, βλέμμα δεν μπορώ άλλο αλλιώς δε θα το ’κανα. Αξιοπρέπεια μέχρι τέρμα. Με το που την κοιτάζει, η φωνή της χαμηλώνει κι άλλο. Σα να μιλάει η εκπνοή της απ’ την κούραση να παλεύει κάτι που δεν καταφέρνεται ποτέ και με τίποτε. "Κύριε αν θα μπορούσατε..." κάνει παύσεις από ντροπή, "έχω τις αδελφές μου, η μία είναι μωρό, η άλλη οχτώ. Μόνες μας. Ο πατέρας μας έχει φύγει". Κι άλλη παύση να πάρει ανάσα. Κρύος αέρας. "Να πάρω μερικά πράγματα, λίγο κρέας, γάλα, πάνες για το μωρό". Κρατάει να μη βάλει τα κλάματα, σφίγγει γροθιές που ασπρίζουν τα χέρια της.
"Ναι, έλα μαζί. Πάρε ό,τι θες". Δεν του περισσεύουν αλλά εδώ δεν τίθεται θέμα. Μπαίνουν μέσα κι εκείνη περπατάει δυο βήματα πιο πίσω κι η σιωπή είναι πολύ δύσκολη. Εκείνος προσπαθεί να την κάνει να νιώσει λίγο άνετα, αλλά δεν είναι και ο πιο επικοινωνιακός τύπος κι εκείνη ντρέπεται τόσο που σχεδόν δεν αναπνέει. "Κοίτα, μην αισθάνεσαι άσχημα. Πέρασα κι εγώ πολλά. Δεν είναι ντροπή. Πάρε ό,τι χρειάζεσαι, μη σε νοιάζει". Εκείνη γλιστράει στους διαδρόμους και παίρνει πράγματα. Τα κρατάει αγκαλιά μέχρι που δε φαίνεται το κεφάλι της. Της τα παίρνει και τα βάζει στο καρότσι. "Βάζε τα μέσα". Θέλει επιβεβαίωση στο κάθε της βήμα, σα ζώο που μεγάλωσε με κλωτσιές και κρύβεται όταν βλέπει πόδια.
Φτάνουν στο ταμείο. Εκείνη περνάει γρήγορα και βγαίνει έξω. Στέκεται ακουμπώντας στην μπάρα του πάρκινγκ και τον κοιτάζει φοβισμένα. Της κάνει σήμα να ξαναμπεί. Να τα βάλουν μαζί σε σακούλες. Γιατί εκείνη θέλει να βοηθήσει αλλά αισθάνεται ότι ο χρόνος της τελειώνει και όπου να 'ναι ξαναρχίζουν οι κλωτσιές. "Ελα μέσα, να ξεχωρίσουμε τις σακούλες σου".
Καθώς η ταμίας περνάει τις συσκευασίες μία μία, το μάτι του πέφτει σε αυτά που πήρε. Ολα μα όλα είναι διαλεγμένα και είναι οι φτηνότερες μάρκες. Πάνες, γάλα, ρύζι, μακαρόνια, ψωμί, κρέας. Διάλεξε τα φτηνότερα, τα πιο εμφανώς ευτελή, τα μικρότερα, τα λιγότερο επώδυνα. Πρώτη φορά βλέπει περηφάνια τόσο πάνω απ’ την ανάγκη.
Εξω. "Πήρες ό,τι ήθελες; Σίγουρα;". Κουνάει καταφατικά με υποψία χαμόγελου. "Ευχαριστώ πάρα πολύ". Ακούς την ανακούφιση ακόμα και στο α του "πάρα". "Να σε πάω σπίτι; το αυτοκίνητο είναι εδώ πιο κάτω", "όχι, όχι, ευχαριστώ, έχω το καρότσι μου, θα περπατήσω". "Σίγουρα;" αλλά δε θέλει να επιμείνει γιατί εκείνη τώρα είναι καλά έστω για λίγο. Δεν μπορεί να της προσφέρει τίποτ’ άλλο, απλά θα την κάνει να αισθανθεί άσχημα. "Σας ευχαριστώ" καθώς απομακρύνεται σέρνοντας το καρότσι της.
Παίρνει το δρόμο για το σπίτι με τις σακούλες του μοιρασμένες στα χέρια. Κρύο. Τι κρύο δηλαδή, ψόφος. Τρακόσια μέτρα απόσταση και τα γάντια πάντα τα ξεχνάει.
Τα γαμημένα τα γάντια»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου