Είναι καιρός και χρέος του Δήμου Ζωγράφου να μετονομαστεί η οδός Υφασίου, όπου βρίσκεται το πατρικό του σπίτι, σε οδό Νίκου Μαραμπότα
Ο Νίκος Μαραμπότας ο επονοελασίτης που υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των Ταγμάτων Ασφαλείας, στις Ανατολικές Συνοικίες της Αθήνας εκτελέστηκε στην Κεφαλονιά στις 19 Μάη του 1949. Μετά από 75 ολόκληρα χρόνια ολόκληρη η κοινωνία του Δήμου Ζωγράφου χρωστάει, ανεξάρτητα από την ιδεολογική τοποθέτηση του καθενός, να αποκαταστήσει τη μνήμη αυτού του αγωνιστή που έδωσε τα πιο ευαίσθητα χρόνια της ζωής του στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους φασίστες κατακτητές, στην υπεράσπιση των δίκαιων του λαού των Ανατολικών Συνοικιών, με αγνά κίνητρα χωρίς να υπολογίζει νιάτα και ζωή. Είναι σίγουρο ότι έκανε και λάθη, η προσφορά του όμως είναι τεράστια και τιμά το σύνολο των κατοίκων της περιοχής.
ΑΠΟ ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΕΝΕΖΑΚΗΣ
Στις Ανατολικές Συνοικίες της Αθήνας πολλές εκατοντάδες νέοι και νέες μπήκαν στον αγώνα ενάντια στους Γερμανο-ιταλούς Ναζί κατακτητές και τους προδότες ντόπιους συνεργάτες τους, μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ. Αρκετοί απ’ αυτούς έδωσαν τα νιάτα τους, τη ζωή τους την ίδια, θυσία στον βωμό της λευτεριά του λαού μας. Ενας απ’ αυτούς ο Νίκος Μαραμπότας, ο Επονοελασίτης που υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, στις Ανατολικές Συνοικίες της Αθήνας και εκτελέστηκε στην Κεφαλονιά στις 19 Μάη του 1949. Ο Νίκος Μαραμπότας, παιδί του Αγγελου και της Ειρήνης Μαραμπότα γεννήθηκε το 1927. Εκτός από την Ελένη που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερη, είχε άλλα τρία αδέλφια, μικρότερα, τον Γιώργο, τον Αντώνη και τον Στέλιο. Στην αρχή της Κατοχής, τέλος του 1941, ξεκίνησε ο φοβερός χειμώνας. Η μεγάλη πείνα έχει ρημάξει ολόκληρη την Ελλάδα και ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα. Η οικογένεια Μαραμπότα φεύγει από τα Κουπόνια, τα Ανω Ιλίσια, βρίσκει καταφύγιο σε ένα μεγάλο αγρόκτημα στην Κολοκυνθού, στο Κτήμα Λεμπέση, όπου η μάνα εργαζόταν μαγείρισσα.
Στις Ανατολικές Συνοικίες της Αθήνας πολλές εκατοντάδες νέοι και νέες μπήκαν στον αγώνα ενάντια στους Γερμανο-ιταλούς Ναζί κατακτητές και τους προδότες ντόπιους συνεργάτες τους, μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ. Αρκετοί απ’ αυτούς έδωσαν τα νιάτα τους, τη ζωή τους την ίδια, θυσία στον βωμό της λευτεριά του λαού μας. Ενας απ’ αυτούς ο Νίκος Μαραμπότας, ο Επονοελασίτης που υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, στις Ανατολικές Συνοικίες της Αθήνας και εκτελέστηκε στην Κεφαλονιά στις 19 Μάη του 1949. Ο Νίκος Μαραμπότας, παιδί του Αγγελου και της Ειρήνης Μαραμπότα γεννήθηκε το 1927. Εκτός από την Ελένη που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερη, είχε άλλα τρία αδέλφια, μικρότερα, τον Γιώργο, τον Αντώνη και τον Στέλιο. Στην αρχή της Κατοχής, τέλος του 1941, ξεκίνησε ο φοβερός χειμώνας. Η μεγάλη πείνα έχει ρημάξει ολόκληρη την Ελλάδα και ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα. Η οικογένεια Μαραμπότα φεύγει από τα Κουπόνια, τα Ανω Ιλίσια, βρίσκει καταφύγιο σε ένα μεγάλο αγρόκτημα στην Κολοκυνθού, στο Κτήμα Λεμπέση, όπου η μάνα εργαζόταν μαγείρισσα.
Δεν πέρασαν ούτε δυο μήνες. Ατίθασο, περήφανο και σκληρό παιδί ο Νίκος τσακώθηκε με έναν επιστάτη για ένα μανταρίνι, τα παράτησε όλα, σηκώθηκε και έφυγε από το κτήμα επιστρέφοντας μόνος του στα Κουπόνια.
Γρήγορα ο 14χρονος Νίκος περνάει τον Ηριδανό (ρέμα του Ντερέ) και έρχεται σε επαφή με τις δυνάμεις του ΕΑΜ που είχαν μόλις εμφανιστεί στην περιοχή της Καισαριανής. Εντάσσεται από τους πρώτους στον ΕΛΑΣ και η ζωή του πια αφιερώνεται ολοκληρωτικά στην υπόθεση της Αντίστασης και της υπεράσπισης του δοκιμαζόμενου λαού της περιοχής.
Ο μικρόσωμος αλλά γεροδεμένος Μαραμπότας, ατρόμητος, παράτολμος, ασταμάτητος πήρε μέρος σε όλες τις μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ στις Ανατολικές συνοικίες. Ενθουσιώδης, περήφανος και χωρίς να υπολογίζει τους κινδύνους και την ίδια του τη ζωή ακόμα, δεν χρησιμοποίησε ποτέ ψευδώνυμο, κωδική ονομασία, και μάλιστα μετά από κάθε επίθεση, κάθε μάχη, βροντοφώναζε το όνομά του, ανελέητος απέναντι στους Γερμανούς κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες του.
Γρήγορα ο 15χρονος Νίκος Μαραμπότας, και μέχρι τα 17 του που τον συνέλαβαν, πέρασε στο χώρο του θρύλου, έγινε ο φόβος και ο τρόμος Γερμανών και Ταγματασφαλιτών. Οι συναγωνιστές του ήξεραν καλά ποιος ήταν.
Για τους εχθρούς του και τους εχθρούς του λαού της συνοικίας, μια και ήταν το μόνο αναγνωρίσιμο όνομα, ήταν «ο κομμουνιστής με το όπλο στο χέρι που σκότωνε όποιον βρισκόταν μπροστά του», ήταν ο εκτελεστής όλων των φόνων που έγιναν, ακόμα και για εκείνους που δεν έγιναν, ανεξάρτητα από την παρουσία του ή όχι στα συμβάντα. Μέχρι που στη δίκη του, η οποία οδήγησε στην καταδίκη του σε θάνατο και εκτέλεση, «μάρτυρες» κατέθεσαν ότι ο 15χρονος Μαραμπότας ήταν ο… αρχηγός της ΟΠΛΑ στου Ζωγράφου…
Από τη δράση του Νίκου Μαραμπότα
Στις 5 Απρίλη 1944 οι Ανατολικές Συνοικίες δίνουν την πρώτη μάχη του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, την μάχη για τους πέντε κρεμασμένους. Οι γερμανοτσολιάδες σε αντίποινα για την εκτέλεση του ταγματασφαλίτη Κ. Μανωλάκου, ο οποίος απειλούσε και ακινητοποίησε με το όπλο του και σκοπό τη σύλληψή τους, τρεις νεαρούς επονίτες που διενεργούσαν έρανο την 25 Μάρτη, έξω από το Αλεξ, κρέμασαν πέντε στελέχη του ΚΚΕ από το νοσοκομείο Συγγρού.
Ο ΕΛΑΣ της περιοχής αποφασίζει να επιτεθεί στους γερμανοτσολιάδες στο Αλεξ και να ξεκρεμάσει τα κορμιά των πέντε αγωνιστών. Ο Νίκος Μαραμπότας συμμετέχει και δίνει την μάχη με την ομάδα του Ζωγράφου, μαζί με τους Κώστα Καραβίδα, Νίκο Βασάλο, Αγγελο Ευαγγελάτο, Χρήστο Γιαννόπουλο, Γεράσιμο Μολφέτα και έναν ακόμα.
Για την υπόθεση της εκτέλεσης του Μανωλάκου, μια από τις επτά υποθέσεις για τις οποίες κατηγορήθηκε, δικάστηκε τον Ιούνη του 47, και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Στις 18 Απρίλη συμμετέχει στην ανατίναξη της σκάλας του σχολείου της Καισαριανής, και έτσι ματαιώθηκε η εγκατάσταση των Ταγματασφαλιτών στην καρδιά της πόλης της Καισαριανής.
Τρεις μέρες αργότερα, 21 Απρίλη 1944 το μεσημέρι, με μια ομάδα του 3 λόχου (Ζωγράφου) μαζί με τον Κ. Καραβίδα και τον Ν. Βασάλο μπαίνουν πρώτοι στη μάχη αντιμέτωποι με την πρώτη ισχυρή επίθεση των Γερμανών και των γερμανοτσολιάδων στην ηρωική Καισαριανή.
Στις 10 Ιούνη 1944, μετά από αρκετές μέρες ερευνών του ΙΙΙου τάγματος του ΕΛΑΣ (Καισαριανής – Ζωγράφου – Κουπονιών) για να βρεθεί η σφηκοφωλιά της ΟΕΔΕ στα Κουπόνια, που τα μέλη της, αποθρασυμένα, κάνουν επιδρομές, συλλαμβάνουν ΕΑΜίτες και, άγρια ξυλοκοπημένους, τους παραδίνουν στον υπαστυνόμο Βασίλη Σακελλαρίου (Διοικητής του Παραρτήματος Γεν. Ασφάλειας στο Αστυνομικό Τμήμα Ζωγράφου) κι αυτός στη συνέχεια στους μπουραντάδες, μια περίπολος του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον διμοιρίτη Νίκο Μαραμπότα, πέφτουν πάνω σε τρεις ύποπτους άγνωστους άνδρες που κυκλοφορούσαν, δήθεν άσκοπα, στους δρόμους των Κουπονιών.
Μόλις αρχίζουν να τους πλησιάζουν οι ΕΛΑΣίτες, οι τρεις άνδρες το βάζουν στα πόδια . Οι δυο μπαίνουν σε ένα μπακάλικο, διώχνουν τον μπακάλη κι αμύνονται με τα πιστόλια τους περιμένοντας ενισχύσεις.
Ο διμοιρίτης Μαραμπότας βλέπει ότι είναι δύσκολο να τους εξουδετερώσει χωρίς απώλειες, διατάσσει τους υπόλοιπους της περιπόλου να τους απασχολούν με πυρά, από την πρόσοψη του μπακάλικου, αυτός βρίσκει μια σκαλίτσα ξύλινη και ανεβαίνει στο φεγγίτη στο πίσω μέρος του μαγαζιού, σπάει το τζάμι και ρίχνει μια χειροβομβίδα «μιλς» μέσα. Και οι δυο ΟΕΔίτες πέφτουν νεκροί.
Ο τρίτος ΟΕΔίτης παραδόθηκε στην ΕΛΑΣίτικη περίπολο και πρόθυμα έδωσε την διεύθυνση της μονοκατοικίας που στεγαζόταν το κρυφό αρχηγείο της ΟΕΔΕ στα Κουπόνια (Αβύδου και Ισσού – σήμερα Ούλωφ Πάλμε) και αποκάλυψε ότι οι ταγματασφαλίτες προετοίμαζαν μεγάλη επίθεση στην Καισαριανή στις 15 Ιούνη 1944.
Το αρχηγείο της ΟΕΔΕ στα Κουπόνια χτυπήθηκε από τον ΕΛΑΣ στις 13 Ιούνη και από τότε δεν χρησιμοποιήθηκε ξανά.
Η μεγάλη επίθεση στην Καισαριανή στις 15 Ιούνη αποκρούστηκε με επιτυχία. Χάρη στην πληροφορία του αιχμαλωτισμένου ΟΕΔίτη ο ΕΛΑΣ είχε προετοιμαστεί όσο καλύτερα γινόταν.
Ο Νίκος Μαραμπότας ήταν παρών σε όλες τις μάχες που δόθηκαν στη Καισαριανή.
Η φίλη Ρ.Α., γειτόνισσα της οικογένειας των Μαραμποταίων, οκτώ χρόνων εκείνη την εποχή, μας διηγήθηκε:
«Αυτό το παιδί δεν έπρεπε να το τουφεκίσουν. Αυτό το παιδί σκότωσε 100 Γερμανούς μαζεμένους.
Ητανε η μαμά μου και η θεία του η Κατίνα. Πήγαιναν στην Καισαριανή, ψωνίζαμε τότε τις λαχανίδες που μαγειρεύαμε. Εκεί ήτανε οι αγορές. Ο,τιδήποτε θέλαμε να ψωνίσουμε ήταν εκεί.
Η θεία του και η μαμά μου ήτανε φίλες. Εμενε ακριβώς στη γωνία στο καφενείο. Δικό τους ήτανε το σπίτι.
Πηγαίνανε μαζί στην Καισαριανή και κάποια στιγμή ακούει:
«– Θεία, θεία…», φώναζε ο Νίκος… «Φύγετε, φύγετε, φύγετε…». Ητανε ζωσμένος, λέει, έτσι, έτσι, έτσι (σ.σ. δείχνει με το χέρι της πως είχε περάσει χιαστί δυο ζώνες με σφαίρες) και με δυο όπλα στο χέρι. Η μαμά μου, μου τα έχει πει αυτά.
Δεν προφτάσανε να μιλήσουν, να πάνε πουθενά, μόνο πήγε σε ένα σπιτάκι ήταν πιο κει, και τις έβαλε να πέσουν κάτω.
Και φτάνει ένα, δεν ξέρω πως τα λένε αυτά, ένα δεν ξέρω τι διάβολο ήταν… Πολλοί Γερμανοί, πολλοί, δηλαδή πάνω από 50. Αυτές λέγανε πως ήταν 100 αλλά εγώ δεν ξέρω αν ήταν 100.
Κι άρχισε να ρίχνει… αυτά τα είδε η μάνα μου και έκλαιγε ταραγμένη όταν γύρισε πίσω. Να ρίχνει με τα όπλα και να τραβάει τη χειροβομβίδα και να την πετάει και να γίνουν ένα στρώμα οι Γερμανοί κάτω.
Αυτό το είδε η μαμά μου και μας τόλεγε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Αυτή την εμπειρία έχω από τον Νίκο και δεν το ξέρει κανένας, ούτε η μάνα του που λέει ο λόγος… ό,τι της είπε μετά η αδελφή της…
Τα είδε η μαμά μου με τα μάτια της…»
Σίγουρα τα νούμερα που έδωσε η μάνα της φίλης για τους σκοτωμένους Γερμανούς είναι υπερβολικά, αποτέλεσμα της ταραχής και του τρόμου που έζησε η γυναίκα εκείνη τη μέρα. Ακολούθησαν κι άλλες μάχες, το μπλόκο του Ζωγράφου, συνεχείς επιδρομές και μπλόκα στην Καισαριανή και το Παγκράτι. Ο Νίκος πάντα παρών, πάντα στην πρώτη γραμμή.
Σε μια μάχη στην Καισαριανή τραυματίστηκε στο κεφάλι και μια σφαίρα τον βρήκε στον ώμο και του αχρήστευσε το αριστερό χέρι. Δεν τον σταμάτησαν τα τραύματα και συνέχισε να πολεμά τραυματισμένος και με παράλυτο χέρι.
Ο Δεκέμβρης του 1944
Ακολούθησε ο Δεκέμβρης του 1944. Κι εδώ ο Νίκος παρών. Στις 18 Δεκέμβρη, επικεφαλής πλέον του 3ου λόχου του ΕΛΑΣ Ζωγράφου, γράφει η Κατερίνα Μπαλκούρα στο βιβλίο της «Μέρες Κατοχής στην Αθήνα», ο Νίκος Μαραμπότας βρίσκεται ακάλυπτος σε μια πάροδο της Ισσού (σημερινή Ούλωφ Πάλμε) και βλέπει τα βρετανικά Sherman να ανεβαίνουν προς Ζωγράφου και Κουπόνια.
Προσπαθεί, από το παράθυρο του διώροφου σπιτιού που βρισκόταν, πυροβολώντας να ακινητοποιήσει το τανκ που έριχνε όλμους προς το σπίτι. Ολοι πιστεύουν ότι ο Νίκος έχει σκοτωθεί. Εκείνος όμως βγαίνει μέσα από τα συντρίμμια και τους καπνούς και χωρίς να προλάβει να το σκεφτεί, κρίνοντας προφανώς εκείνη τη στιγμή ότι πρέπει να σώσει τη συνοικία του, νιώθει ότι μπορεί να το κάνει, «από την παλικαριά και την παλαβομάρα που τον έδερναν» (Ιωαννίδης 2005, σελ. 204) και αναλαμβάνει μόνος του το ρόλο του υπερασπιστή όλης της συνοικίας μπροστά σ’ ένα τάνκ που μπορούσε να τον κάνει κομμάτια.
Βγαίνει σε μια πάροδο της λεωφόρου με το αυτόματο στο χέρι, προτάσσει το στήθος του, ανοίγει τα χέρια του όσο μπορούσε και φωνάζει δυνατά «Εδώ Μαραμπότας ρεεε» κι αρχίζει να πυροβολεί προς το τανκ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι ο Νίκος Μαραμπότας ήταν ήδη τραυματισμένος άσχημα από σφαίρα που τον χτύπησε στον ώμο στη μάχη της Καισαριανής και το ένα του χέρι ήταν παράλυτο. Πυροβολούσε λοιπόν με το ένα χέρι.
Δυο ΕΛΑΣίτες έριξαν καπνογόνες χειροβομβίδες για να τον καλύψουν και εκείνος πέρασε το οπλοπολυβόλο από την άλλη πλευρά του δρόμου, το στερέωσε στις τρύπες της τσιμεντένιας κολώνας του ηλεκτρικού και συνέχιζε να τους πυροβολεί… μόνος του.
Ο συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά «θα πρέπει να εκτίμησαν την παλικαριά αυτού του τρελού που με μια μόνη ριπή θα μπορούσαν να τον εξαϋλώσουν. Αλλιώς δεν εξηγείται γιατί έκαναν πίσω και χάθηκαν προς τον Αη Γιάννη».
Στο τέλος του Δεκέμβρη ακολουθεί τα τμήματα του ΕΛΑΣ, που υποχωρούν πλέον, για το βουνό. Στο δρόμο ένας από αυτούς που προχωρούσαν με τους υπόλοιπους ΕΛΑΣίτες, σίγουρα στημένος, τον «πληροφορεί» ότι έχουν πιάσει και έχουν σκοτώσει τους γονείς του. Αναστατώνεται ο Νίκος και αποφασίζει να γυρίσει πίσω να μάθει τι έχει συμβεί.
Δεν επισκέπτεται τα Κουπόνια, γιατί είναι από τους πλέον καταζητούμενους. Με πολλές προφυλάξεις από τον Κηφισό φτάνει στην Νέα Ιωνία, στο Κωνσταντοπούλειο Νοσοκομείο (Αγία Ολγα) όπου υπηρετούσε ως εθελόντρια νοσοκόμα η αδελφή του Ελένη. Εκείνη τον διαβεβαιώνει ότι κανείς δεν έχει αγγίξει τους γονείς τους.
Αφού βεβαιώνεται ότι οι δικοί του ζουν, προσπαθεί να βρει τρόπο να ξαναφύγει με ασφάλεια για το βουνό. Είναι όμως πια αργά. Τέλος του Γενάρη αρχές του Φλεβάρη του 1945, με τη βοήθεια των χαφιέδων της η Ασφάλεια εντοπίζει και συλλαμβάνει ένα από τα σύμβολα του ηρωικού αγώνα των Ανατολικών Συνοικιών ενάντια στους φασίστες κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες του, τον Νίκο Μαραμπότα, σε ηλικία 18 ετών.
Ο Νίκος Μαραμπότας, τρίτος από αριστερά, με συγκρατούμενούς του, στις φυλακές Αβέρωφ 6/3/1946 Οδηγήθηκε στις Φυλακές Κηφισιάς από εκεί στην Αίγινα και μετά στις φυλακές Αβέρωφ όπου παρέμεινε μέχρι να ενηλικιωθεί. Σε ηλικία 20 ετών, στις 3 Ιούνη 1947 οδηγείται στο Κακουργοδικείο του Πειραιά, μαζί με άλλους 9 Ζωγραφιώτες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, κατηγορούμενος για επτά φόνους και 2 απόπειρες φόνων. Το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο τον Μαραμπότα, ακόμα και για την εκτέλεση του ταγματασφαλίτη λοχαγού Κ. Μανωλάκου, παρά το γεγονός ότι η χήρα του, αυτόπτης μάρτυρας, δήλωσε στο δικαστήριο ότι δεν αναγνώρισε κανένα από τους δράστες στα πρόσωπα των κατηγορουμένων.
Ο Νίκος Μαραμπότας δεξιά, με συγκρατούμενούς του στις φυλακές Αβέρωφ 5/5/1946 Σε κάποιο επισκεπτήριο στις φυλακές όπου κρατούνταν ο Νίκος, η μάνα του συγκινημένη τον πιάνει και τον ρωτά: «παιδάκι μου γιατί τα παίρνεις όλα αυτά πάνω σου. Τα ’κανες; «Όχι μάνα, δεν τα ’κανα όλα», «γιατί τότε τα παίρνεις όλα πάνω σου;» και γυρίζει και της λέει «Τι θέλεις ρε μάνα. Να κλάψουν κι άλλες μανούλες;» Από τις φυλακές Αβέρωφ τον στέλνουν στις φυλακές-κολαστήρια της Κέρκυρας όπου κρατούνται οι μελλοθάνατοι προκειμένου να εκτελεστούν στο Λαζαρέτο. Από την Ε΄ Ακτίνα της Κέρκυρας στέλνει γράμματα και σταθερά ζητάει δυο πράγματα: 1) Να του γράφουν γιατί το γράμμα είναι η μόνη του παρηγοριά για έναν μελλοθάνατο, και 2) να του στέλνουν τσιγάρα …«η μόνη συντροφιά που καίγεται μαζί σου». Ο Νίκος δεν κάπνιζε, ζητούσε τσιγάρα για να τα μοιράζει στους άλλους… Σε μια συζήτηση που είχαν οι μελλοθάνατοι σχετικά με τις ανησυχίες τους για τη ζωή και το θάνατο, για τις απόψεις τους, τα παράπονά τους και τις τελευταίες τους επιθυμίες, όπως θυμάται και καταγράφει ο Θανάσης Σκούρτης στο βιβλίο του «Ωσπου να ξημερώσει», ο Νίκος Μαραμπότας λέει: «– Εγώ παιδιά να σας πω. Όπως θάχει χωνέψει το κυβούρι μου, θέλω να βγάλει πλούσιο γρασίδι, και νάρχονται οι νέοι να κάνουν έρωτα και να ακούω το λαχάνιασμά τους, και συνεχίζει με παράπονο, θα πάω σαν το μουλάρι με το σπόρο μου, δεν πλάγιασα με γυναίκα ακόμα. Δεν το χάιδεψα, δεν το φίλησα αμ ούτε πως είναι ξέρω. Αυτός ο καημός θα με φάει που δεν χάρηκα κι εγώ την αντρειά μου. Μόνο στον ύπνο μου βλέπω κάτι τέτοιο με πρόσωπα, ντρέπομαι και να το λέω, και ξυπνάω βλαστημώντας που δεν κρατάει πολύ παρά μια στιγμή μονάχα. –Σώπα Νίκο μου και δεν είσαι ο μόνος. –Γι΄αυτό που λέτε πολλές φορές σκέπτομαι σαν με ρωτήσουν ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία θα πω ΓΥΝΑΙΚΑ». Στη Κέρκυρα ο κόσμος ξεσηκώνεται και αρχίζει να διαμαρτύρεται για τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στις Φυλακές και τις συνεχείς εκτελέσεις στο Λαζαρέτο. Οι εκτελέσεις στο Λαζαρέτο προς στιγμή ακυρώνονται και οι προς εκτέλεση μεταφέρονται στην Κεφαλονιά. Στις 26 Απρίλη 1949 ο αρχιφύλακας Τζόρας με ένα χαρτάκι στο χέρι φωνάζει τον Μαραμπότα, τον Αία, και τον Γιάννη Δημητράκη από μια άλλη Αχτίδα. Ο Μαραμπότας έπαιζε βόλεϊ εκείνη τη στιγμή. Ο Γιάννη Ντουμένης στα «Αφηγήματα της Εθνικής Αντίστασης» καταγράφει: «…Σταματάει το βόλεϊ και πάει στα κάγκελα που ήταν ο αρχιφύλακας με κάνα δυο φύλακες και στο μέσα μέρος κρατούμενοι. Και ο αρχιφύλακας του λέει: Νικολάκη εσύ ο Αίας και ο Δημητράκης είσαστε για μεταγωγή. Τον κοιτάει στα μάτια ο Νίκος και του λέει, Είμαστε για μεταγωγή ή για… και του κάνει με το δάχτυλο το σχήμα της σκανδάλης. Α!… τι λες Νικολάκη, σε βεβαιώνω γνήσια μεταγωγή απαντάει ο αρχιφύλακας. Και ο Νίκος του απαντάει «Δεν αφήνεις τα κόλπα κ. αρχιφύλακα που φοβάσαι να μας πεις πως πάμε για εκτέλεση και μας λες γνήσια μεταγωγή και τα τέτοια. Θα τελειώσω το βόλεϊ και θα τοιμαστώ. Κάνει μεταβολή και πάει και τελειώνει το παιχνίδι. Τελείωσε το παιχνίδι λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Αρκετοί συναγωνιστές του και φίλοι του, του έλεγαν: «Ισως Νίκο είναι μεταγωγή», όμως ο Νίκος, ο αξέχαστος ΕΠΟΝίτης δεν πίστευε τίποτα, ήτανε σίγουρος ότι πάει για εκτέλεση.» Φεύγοντας από την Κέρκυρα για την Κεφαλονιά, σταματούν για λίγο στο Μεταγωγών Πατρών από όπου στέλνει το τελευταίο γράμμα στην οικογένειά του:
Ο Νίκος Μαραμπότας, τρίτος από αριστερά, με συγκρατούμενούς του, στις φυλακές Αβέρωφ 6/3/1946 Οδηγήθηκε στις Φυλακές Κηφισιάς από εκεί στην Αίγινα και μετά στις φυλακές Αβέρωφ όπου παρέμεινε μέχρι να ενηλικιωθεί. Σε ηλικία 20 ετών, στις 3 Ιούνη 1947 οδηγείται στο Κακουργοδικείο του Πειραιά, μαζί με άλλους 9 Ζωγραφιώτες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, κατηγορούμενος για επτά φόνους και 2 απόπειρες φόνων. Το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο τον Μαραμπότα, ακόμα και για την εκτέλεση του ταγματασφαλίτη λοχαγού Κ. Μανωλάκου, παρά το γεγονός ότι η χήρα του, αυτόπτης μάρτυρας, δήλωσε στο δικαστήριο ότι δεν αναγνώρισε κανένα από τους δράστες στα πρόσωπα των κατηγορουμένων.
Ο Νίκος Μαραμπότας δεξιά, με συγκρατούμενούς του στις φυλακές Αβέρωφ 5/5/1946 Σε κάποιο επισκεπτήριο στις φυλακές όπου κρατούνταν ο Νίκος, η μάνα του συγκινημένη τον πιάνει και τον ρωτά: «παιδάκι μου γιατί τα παίρνεις όλα αυτά πάνω σου. Τα ’κανες; «Όχι μάνα, δεν τα ’κανα όλα», «γιατί τότε τα παίρνεις όλα πάνω σου;» και γυρίζει και της λέει «Τι θέλεις ρε μάνα. Να κλάψουν κι άλλες μανούλες;» Από τις φυλακές Αβέρωφ τον στέλνουν στις φυλακές-κολαστήρια της Κέρκυρας όπου κρατούνται οι μελλοθάνατοι προκειμένου να εκτελεστούν στο Λαζαρέτο. Από την Ε΄ Ακτίνα της Κέρκυρας στέλνει γράμματα και σταθερά ζητάει δυο πράγματα: 1) Να του γράφουν γιατί το γράμμα είναι η μόνη του παρηγοριά για έναν μελλοθάνατο, και 2) να του στέλνουν τσιγάρα …«η μόνη συντροφιά που καίγεται μαζί σου». Ο Νίκος δεν κάπνιζε, ζητούσε τσιγάρα για να τα μοιράζει στους άλλους… Σε μια συζήτηση που είχαν οι μελλοθάνατοι σχετικά με τις ανησυχίες τους για τη ζωή και το θάνατο, για τις απόψεις τους, τα παράπονά τους και τις τελευταίες τους επιθυμίες, όπως θυμάται και καταγράφει ο Θανάσης Σκούρτης στο βιβλίο του «Ωσπου να ξημερώσει», ο Νίκος Μαραμπότας λέει: «– Εγώ παιδιά να σας πω. Όπως θάχει χωνέψει το κυβούρι μου, θέλω να βγάλει πλούσιο γρασίδι, και νάρχονται οι νέοι να κάνουν έρωτα και να ακούω το λαχάνιασμά τους, και συνεχίζει με παράπονο, θα πάω σαν το μουλάρι με το σπόρο μου, δεν πλάγιασα με γυναίκα ακόμα. Δεν το χάιδεψα, δεν το φίλησα αμ ούτε πως είναι ξέρω. Αυτός ο καημός θα με φάει που δεν χάρηκα κι εγώ την αντρειά μου. Μόνο στον ύπνο μου βλέπω κάτι τέτοιο με πρόσωπα, ντρέπομαι και να το λέω, και ξυπνάω βλαστημώντας που δεν κρατάει πολύ παρά μια στιγμή μονάχα. –Σώπα Νίκο μου και δεν είσαι ο μόνος. –Γι΄αυτό που λέτε πολλές φορές σκέπτομαι σαν με ρωτήσουν ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία θα πω ΓΥΝΑΙΚΑ». Στη Κέρκυρα ο κόσμος ξεσηκώνεται και αρχίζει να διαμαρτύρεται για τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στις Φυλακές και τις συνεχείς εκτελέσεις στο Λαζαρέτο. Οι εκτελέσεις στο Λαζαρέτο προς στιγμή ακυρώνονται και οι προς εκτέλεση μεταφέρονται στην Κεφαλονιά. Στις 26 Απρίλη 1949 ο αρχιφύλακας Τζόρας με ένα χαρτάκι στο χέρι φωνάζει τον Μαραμπότα, τον Αία, και τον Γιάννη Δημητράκη από μια άλλη Αχτίδα. Ο Μαραμπότας έπαιζε βόλεϊ εκείνη τη στιγμή. Ο Γιάννη Ντουμένης στα «Αφηγήματα της Εθνικής Αντίστασης» καταγράφει: «…Σταματάει το βόλεϊ και πάει στα κάγκελα που ήταν ο αρχιφύλακας με κάνα δυο φύλακες και στο μέσα μέρος κρατούμενοι. Και ο αρχιφύλακας του λέει: Νικολάκη εσύ ο Αίας και ο Δημητράκης είσαστε για μεταγωγή. Τον κοιτάει στα μάτια ο Νίκος και του λέει, Είμαστε για μεταγωγή ή για… και του κάνει με το δάχτυλο το σχήμα της σκανδάλης. Α!… τι λες Νικολάκη, σε βεβαιώνω γνήσια μεταγωγή απαντάει ο αρχιφύλακας. Και ο Νίκος του απαντάει «Δεν αφήνεις τα κόλπα κ. αρχιφύλακα που φοβάσαι να μας πεις πως πάμε για εκτέλεση και μας λες γνήσια μεταγωγή και τα τέτοια. Θα τελειώσω το βόλεϊ και θα τοιμαστώ. Κάνει μεταβολή και πάει και τελειώνει το παιχνίδι. Τελείωσε το παιχνίδι λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Αρκετοί συναγωνιστές του και φίλοι του, του έλεγαν: «Ισως Νίκο είναι μεταγωγή», όμως ο Νίκος, ο αξέχαστος ΕΠΟΝίτης δεν πίστευε τίποτα, ήτανε σίγουρος ότι πάει για εκτέλεση.» Φεύγοντας από την Κέρκυρα για την Κεφαλονιά, σταματούν για λίγο στο Μεταγωγών Πατρών από όπου στέλνει το τελευταίο γράμμα στην οικογένειά του:
«Σεβαστή μου μανούλα πατερούλη μου και αγαπημένα μου αδέρφοια για σας. Αυτήν την στιγμήν που σας γράφω βρίσκομαι εις το μεταγογώ τον Πατρών και με μεγάλη μου λοίπη σας γράφω ότι προωρίζομαι για τις φυλακές τις Κεφαλωνιάς όπου εκεί θα με εκτελέσουν, γι’ αυτό και το γράμμα μου αυτό είναι και το τελευταίον.
Μητερούλα Πατέρα και αδέρφια μου δεν θέλω να στεναχωρεθήται περισσότερο απ’ ότι θα στεναχωρεθήται με το διάβασμα του γράμματος. Να ήσασται οιπερίβανοι που πεύτω για την υπόθεση του Λαού. Να είσαι υπερίφανη μητέρα που έβγαλες ένα τέτοιο λεβέντη ένα τέτοιο αγωνιστή που και μικρός που είμαι αλλά με καρδιά μεγάλη θα αντικρίσω το εκτελεστικό απόσπασμα με το μέτωπο ψηλά και το τραγούδι στο στόμα γιατί μόνον έτσι το αντικρίζουν η άνθρωποι που ξέρουν να ζήσουν αλλά και να πεθάνουν.
Αυτά δεν σας τα γράφω για να σας παριγωγίσω ή για να λιγοστέψω τον πόνο σας. Σας τα γράφω για να νοιώσεται μέσα στην καρδιά σας και στο μυαλό σας μια για πάντα ότι για τον αγώνα που θα πέσω εγώ έχουν πέσει χιλιάδες και πέσαν διότι είναι δύκαιως, που κάποια μέρα θα γραπτεί με χρυσές σελίδες και όσοι ζουν θα διαβάσουν τα έργα μας της πράξεις μας την αυτοθυσία μας και την παληκαριά μας.
Μητέρα Πατέρα και αδέρφια όταν ήμουν μικρός πολλές φορές σας επίκρανα αλλά πάντοτε από παιδική αφέλια γι’ αυτό σας ζητώ να με συνχωρέσεται σε ότι σας πίκρανα και πιστέβω νξα με συνχωρέσεται μια που φεύγω απ’ αυτό τον κόσμο που για μένα ήταν όλο βάσανα στερίσεις στεναχώριες κακίες και μίση. Και θα πάω στον άλλο κόσμο που δεν υπάρχουν όλα αυτά.
Από εσάς που μένεται πίσω προσωρινά μια και δεν θα ζήσεται αιώνια σας αφήνω τις παρακάτω παραγκελίες.
1.με κανένα τρόπω να μην μαυροφωρέσεται και στο φτωχικό σας να βασειλέψη η χαρά η αγάπη και η ευτυχία.
2.Να καταβάλεται όλες σας τις οικονομικές δυνάμεις για να σπουδάσεται τον μικρό αδερφό τον Στέλειο για να γίνει μια μέρα ένας επιστήμονας χρίσημος για την κοινωνία και το λαό και…
3.ύστερα από όσα σας γράφω εάν βρίσκεται δίκαιο τον αγώνα μου να τον συνεχίσεται και σις.
4.Το γράμμα μου αυτό να το διαβάσουν όλοι οι συγγενείς και όλος ο κόσμος που με αγαπούσε. Περισσότερα δεν μπορώ να σας γράψω γιατί έχω συγκινηθή πολύ και αυτό γιατί δεν μπορώ να αντικρίσω ένα από τα αγαπημένα μου πρόσωπα και να μείνω για λίγω μαζί τους τώρα στης τελευταίες μου όρες.
Σας φιλώ όλους γονείς συγγενείς και λιγοστούς και καλούς μου φίλους.
Πεύτω σαν ήρωας φωνάζοντας Ζήτω η Ελλάδα Ζήτω ο Ελληνικός λαός Ζήτω η Αθάνατη Εθνική Αντίσταση.
Νικόλαος Μαραμπότας»
Στις 19 Μάη 1949, σε ηλικία 22 χρόνων έστησαν στον τοίχο τον Μαραμπότα. Ο Νίκος απευθύνεται στον γιατρό που ήταν παρών δίπλα στον ιερέα: «Γιατρέ είναι αίσχος, έχεις δώσει όρκο στην επιστήμη σου να προσπαθείς να κάνεις καλά τους αρρώστους ενώ εσύ έρχεσαι εδώ για να πιστοποιείς το θάνατο ανθρώπων». Τον ιερέα τον κοίταξε και δεν είπε τίποτα. Σε δευτερόλεπτα έπεφτε νεκρός.
Το μνημείο των εκτελεσθέντων αντιστασιακών στις Φυλακές Κεφαλονιάς 1948 – 1949, στην Κεφαλλονιά. Χρέος η αποκατάσταση της μνήμης του Νίκου Μαραμπότα Μετά από 75 χρόνια ολόκληρη η κοινωνία του Δήμου Ζωγράφου χρωστάει, ανεξάρτητα από την ιδεολογική τοποθέτηση του καθενός, να αποκαταστήσει τη μνήμη αυτού του αγωνιστή που έδωσε τα πιο ευαίσθητα χρόνια της ζωής του στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους φασίστες κατακτητές, στην υπεράσπιση των δίκαιων του λαού των Ανατολικών Συνοικιών, με αγνά κίνητρα χωρίς να υπολογίζει νιάτα και ζωή. Είναι σίγουρο ότι έκανε και λάθη, η προσφορά του όμως είναι τεράστια και τιμά το σύνολο των κατοίκων της περιοχής. Σε τούτη την πόλη, όπου συνυπάρχει η οδός Ναπολέοντος Ζέρβα (αρχηγού του ΕΔΕΣ) και σχηματίζει μάλιστα γωνία με την οδό Αθανασίου Χατζή (Γεν. Γραμματέα του ΕΑΜ), στην περιοχή που υπάρχει οδός Εθνικής Αντιστάσεως αλλά και 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας. Στην περιοχή όπου υπάρχει η οδός αλλά και η προτομή του Π. Σπηλιωτόπουλου, ο οποίος διορίστηκε Αρχηγός της Χωροφυλακής από την κυβέρνηση του δοσίλογου Τσολάκογλου και Στρατιωτικός Διοικητής Αττικής από τον Γ. Παπανδρέου, που προχώρησε στην μετατροπή των ένοπλων αντιΕΑΜικών οργανώσεων σε επίσημες μονάδες του Στρατού και στη συνέχεια έβαψε τα φιλοναζιστικά του χέρια με το αίμα του λαού στα Δεκεμβριανά, και στον εμφύλιο από τον Μάη του 1946 ως Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Είναι καιρός και χρέος να μετονομαστεί η οδός Υφασίου στου Ζωγράφου, όπου βρίσκεται το πατρικό του σπίτι, σε οδό Νίκου Μαραμπότα. ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: –«Μέρες Κατοχής στην Αθήνα» (Ζωγράφου – Γουδί – Κουπόνια) της Κατερίνας Μπαλκούρα, εκδόσεις 24γράμματα, Αθήνα 2021 –«Γειά σας αδέλφια…» Φυλακές Κέρκυρας – Λαζαρέτο 1947 – 1949, Μαρτυρίες, έκδοση Σωματείο Λαζαρέτο, Αθήνα 1996 –«Ωσπου να ξημερώσει» Σταμάτη Σκούρτη, Αθήνα 1976 –«Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας», Ορέστη Μακρή, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985 –Ηχογραφημένες συνεντεύξεις Αντώνη Μαραμπότου, και Ρ.Α., από το αρχείο μου –Πρακτικά Δημόσιας Συνεδριάσεως του Δικαστηρίου των εν Πειραιεί Συνέδρων της 3ης και 4ης Ιουνίου 1947. –«1809 – 2000 – Ανατολικά της Αθήνας – τα ΚΟΥΠΟΝΙΑ», Ιωάννη Ζώρζου , Αθήνα 2001, Εκδοση Γυμναστικού Αθλητικού Συλλόγου «Ιλισός», σελ. 138 – 139. https://www.imerodromos.gr/
Το μνημείο των εκτελεσθέντων αντιστασιακών στις Φυλακές Κεφαλονιάς 1948 – 1949, στην Κεφαλλονιά. Χρέος η αποκατάσταση της μνήμης του Νίκου Μαραμπότα Μετά από 75 χρόνια ολόκληρη η κοινωνία του Δήμου Ζωγράφου χρωστάει, ανεξάρτητα από την ιδεολογική τοποθέτηση του καθενός, να αποκαταστήσει τη μνήμη αυτού του αγωνιστή που έδωσε τα πιο ευαίσθητα χρόνια της ζωής του στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους φασίστες κατακτητές, στην υπεράσπιση των δίκαιων του λαού των Ανατολικών Συνοικιών, με αγνά κίνητρα χωρίς να υπολογίζει νιάτα και ζωή. Είναι σίγουρο ότι έκανε και λάθη, η προσφορά του όμως είναι τεράστια και τιμά το σύνολο των κατοίκων της περιοχής. Σε τούτη την πόλη, όπου συνυπάρχει η οδός Ναπολέοντος Ζέρβα (αρχηγού του ΕΔΕΣ) και σχηματίζει μάλιστα γωνία με την οδό Αθανασίου Χατζή (Γεν. Γραμματέα του ΕΑΜ), στην περιοχή που υπάρχει οδός Εθνικής Αντιστάσεως αλλά και 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας. Στην περιοχή όπου υπάρχει η οδός αλλά και η προτομή του Π. Σπηλιωτόπουλου, ο οποίος διορίστηκε Αρχηγός της Χωροφυλακής από την κυβέρνηση του δοσίλογου Τσολάκογλου και Στρατιωτικός Διοικητής Αττικής από τον Γ. Παπανδρέου, που προχώρησε στην μετατροπή των ένοπλων αντιΕΑΜικών οργανώσεων σε επίσημες μονάδες του Στρατού και στη συνέχεια έβαψε τα φιλοναζιστικά του χέρια με το αίμα του λαού στα Δεκεμβριανά, και στον εμφύλιο από τον Μάη του 1946 ως Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Είναι καιρός και χρέος να μετονομαστεί η οδός Υφασίου στου Ζωγράφου, όπου βρίσκεται το πατρικό του σπίτι, σε οδό Νίκου Μαραμπότα. ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: –«Μέρες Κατοχής στην Αθήνα» (Ζωγράφου – Γουδί – Κουπόνια) της Κατερίνας Μπαλκούρα, εκδόσεις 24γράμματα, Αθήνα 2021 –«Γειά σας αδέλφια…» Φυλακές Κέρκυρας – Λαζαρέτο 1947 – 1949, Μαρτυρίες, έκδοση Σωματείο Λαζαρέτο, Αθήνα 1996 –«Ωσπου να ξημερώσει» Σταμάτη Σκούρτη, Αθήνα 1976 –«Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας», Ορέστη Μακρή, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1985 –Ηχογραφημένες συνεντεύξεις Αντώνη Μαραμπότου, και Ρ.Α., από το αρχείο μου –Πρακτικά Δημόσιας Συνεδριάσεως του Δικαστηρίου των εν Πειραιεί Συνέδρων της 3ης και 4ης Ιουνίου 1947. –«1809 – 2000 – Ανατολικά της Αθήνας – τα ΚΟΥΠΟΝΙΑ», Ιωάννη Ζώρζου , Αθήνα 2001, Εκδοση Γυμναστικού Αθλητικού Συλλόγου «Ιλισός», σελ. 138 – 139. https://www.imerodromos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου