Τι ήτανε να τ’ ανάψει ’κείνο το σιγκαρίλο (ας ήταν τουλάχιστον τσιγαράκι) ο Υπουργός Πολιτισμού κ. Νίκος Ξυδάκης κι έπεσαν να τον φάνε ως και οι οπαδοί της ποτοαπαγόρευσης. Για ένα τσιγαράκι, θα μου πείτε, για ένα ασήμαντο γεγονός που δεν κάνει ούτε για μονόστηλο, γράφτηκαν ρεπορτάζ, σχόλια και σεντονιάδες επί τριήμερον; Τέτοια ρηχοκενότης; όχι ακριβώς! Το αμάρτημα
του κ. Νίκου Ξυδάκη ερέθισε, εν πρώτοις, όλους εκείνους που με αφορμή τις απαγορεύσεις αρπάζουν το δικαίωμα να γίνουν και οι ίδιοι δεκανείς για λίγο ή λοχίες και να υψωθούν επικριτικοί πάνω απ’ τους άλλους, ανώτεροι κι αυτοί για ένα-δυο λεπτά. Γνωστόν το σύνδρομο. Εθισμένοι οι ίδιοι στις απαγορεύσεις θέλουν να ’ναι και οι άλλοι στην ίδια αγέλη - πόσω μάλλον ένας Υπουργός που τόλμησε να παρασπονδήσει κι ας έσπευσε ο ίδιος στη συνέχεια να ζητήσει συγγνώμη για το αμάρτημα που (δεν) έκανε. Ευγενής άνθρωπος ο Νίκος, δεν είχε καιρό για ξόδεμα απέναντι στον κομφορμισμό και την πολιτική ορθότητα πάρεξ για πράγματα εναντίον τους άλλα (πολύ πιο ουσιώδη από ένα τσιγαράκι - κι αυτό στη ζούλα)...
Κι αν το πράγμα σταματούσε εδώ, σκόνη στα παπούτσια μας, έλα όμως που την ευκαιρία την οποία έδωσε ένα κακομαθημένο και ατίθασο τσιγαράκι άρπαξαν οι κήνσορες του «υπαρκτού πολιτισμού» για να ανακαλέσουν τον κ. Ξυδάκη στη (νέα) τάξη που εκπροσωπούν οι ίδιοι με τον πιο ΔΟΛιο τρόπο. Διότι
ο κ. Υπουργός ελέγχεται επειδή δεν είναι αρκούντως μεταμοντέρνος και επαρκώς νεωτερικός. Διότι η ευρυμάθειά του και η ενασχόλησή του με τον πολιτισμό επί δεκαετίες, τον έχουν οδηγήσει να αναζητά την τέχνη που ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους κι όχι εκείνη που επιδοτείται για να αδιαφορεί για αυτούς. Ελέγχεται
λοιπόν ο κ. Υπουργός από τους συνήθεις εξ άμβωνος σπιθαμιαίους για φλερτ με τον πλούτο της πολιτισμικής (και φυσικά πολιτικής) διαδρομής του ελληνισμού, για τη λαϊκή φλέβα, αλλά και τη λόγια ή δημώδη παράδοση που βγάζουν τις τέχνες από τον αποστειρωμένο προορισμό του διασκεδαστή της άρχουσας τάξης.
Πλην όμως, αυτοί που για χρόνια τώρα έχουν επιβάλει την αποξένωση του λαού από την τέχνη και ακόμα περισσότερο τη χρησιμοποιούν για να λοιδορήσουν και να αποκαρδιώσουν τους πολίτες, τρέμουν (ναι, τρέμουν) μπροστά στο ενδεχόμενο μιας τέχνης που θα μπορούσε να βγάλει τη γλώσσα της και να δείξει τα δόντια της στην κρίση.
Κατά τη διάρκεια της ψευδούς ευμάρειας όσον και κατά τη διάρκεια της κρίσης, με τις ευλογίες του Πραιτορίου, έχει σχηματισθεί περί τις τέχνες ένακατεστημένο που τις κρατά αιχμάλωτες στη φορμόλη της εξουσίας. Ενα καθεστώς «ημετέρων» (δημοσιογράφων, καλλιτεχνικών παραγόντων και δομών) που σκοπό έχουν να αναπαράγουν τον εαυτόν τους και να εξασφαλίζουν το χρυσίον τους. Μια κάστα, με τα χρόνια, επιτήδεια και κωλοπετσωμένη που έχει καθιερώσει μια τυραννίδα.
Νέοι συγγραφείς, μουσικοί, ηθοποιοί, εικαστικοί πάνε άκλαυτοι, αν δεν εξασφαλίσουν την εύνοια (και συνεπώς «αδειάσουν» αμέσως) ενός πολυπρόσωπου μηχανισμού δημοσίων σχέσεων, σχέσεων εξουσίας, ακόμα και ερωτικών δοσοληψιών. Κι έτσι,
όχι όλα αλλά τα περισσότερα περί τις τέχνες, ήσυχα-ήσυχα λιμνάζουν δεκαετίες τώρα. Μηρυκάζοντας τα ίδια μεταμοντερνιές, πολιτική ορθότητα, γκαλά και μπιενάλε, Σόρος και γλυκό ψωμί, ΜΚΟ, κολλητιλίκια κι όλα εκείνα που δεν δίνουν δίφραγκο για τον άνεργο, τον κακοπληρωμένο και τον πάσχοντα,
εκτός κι αν η δυστυχία τους είναι ένα «καλό θέμα» για μια «προσέγγιση», μια «αφήγηση» και το λουρί της μάνας τους. Ετσι έχουμε μια «τέχνη» που ως επί το πλείστον αποτυπώνει τη δυστυχία προς ίδιον όφελος, αλλά ούτε ανακουφίζει απ’ αυτήν, ούτε την αντικρούει, ούτε την αντιμάχεται.
Στους χαλεπούς καιρούς, καλοκαιράκι τώρα, είναι ευκαιρία, φίλε και φίλτατε Νίκο, να γεμίσει τις πλατείες των πόλεων και των γειτονιών (κι όχι μόνον της Επιδαύρου ή του Ηρώδειου) το Υπουργείο με παραστάσεις και συναυλίες χωρίς εισιτήριο. Εξω απ’ τα καθιερωμένα. Ας δώσει τα λίγα λεφτά που διαθέτει το ΥΠΠΟ στους καλλιτέχνες, που με αυτά τα λίγα μπορούν να προσφέρουν στους πολίτες πολλά. Εκεί στις γειτονιές τους, με αναγνώσεις βιβλίων, με εκθέσεις, με όσα σχήματα καταξιωμένων ή αναδυόμενων καλλιτεχνών θέλουν να πάρουν τον λόγο.
Τον λόγο της καταγγελίας, της ελπίδας, της διεξόδου. Ας ανοίξει το ΚΑΣ για δύο μήνες τον υπέροχο (και νεκρό) χώρο του Ολυμπίου Διός, όπου με ελαφρές εγκαταστάσεις για έναν καφέ ή ένα ουζάκι θα μπορούσε ο κοσμάκης να παρακολουθεί κάθε βράδυ ένα λαϊκό πανηγύρι, με σινεμαδάκι, παραστάσεις Καραγκιόζη, θεατρικά, εκθέσεις, φωτάκια, τραγουδάκια - κι ας μη φοβάται το ΚΑΣ, δέκα-είκοσι αστυνομικοί και ο ίδιος ο λαός θα προσέξουν και θα φυλάξουν τον χώρο των θεών (θεών των ανθρώπων) σαν τα μάτια τους. Στη Ρώμη κανείς δεν πειράζει το
Πάνθεον όταν πίνει δίπλα του καφέ. Δεν είναι οι Ελληνες χειρότεροι. Και είναι κρίμα αυτή η αλάνα των θεών, με τους στύλους του Διός να κοιτάζουν τον νυχτερινό ουρανό, να είναι τόπος έρημος και βουβός, αντί να εντάσσεται για δυο μήνες κάθε χρόνο στον αστικό ιστό, προσφέροντας στους πολίτες τη χαρά της κληρονομιάς τους και δίνοντας την ευκαιρία στις τέχνες να κοσμήσουν τον νου και τις καρδιές μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου