Ο Νίκος Παπάζογλου υπηρέτησε με αρχές και συνέπεια την τέχνη του κι έτσι πορεύτηκε και στη ζωή. Αγαπήθηκε όσο λίγοι καλλιτέχνες, καταχτώντας μια θέση στη συνείδηση και τις καρδιές των ανθρώπων, που αντέχει στο χρόνο, πέρα από τις επιτυχίες, τα όποια σουξέ και τους αριθμούς.
Ενα από τα κύρια χαρακτηριστικά της διαδρομής του Νίκου Παπάζογλου, πέρα από το υπέροχο ηχόχρωμα της φωνής του και τον ιδιαίτερο, μοναδικό τρόπο με τον οποίο ερμήνευε, ήταν η συνέπεια με την οποία υπηρέτησε την τέχνη του, αλλά και πορεύτηκε στη ζωή του. Αυτή, η συνολική του διαδρομή, είναι που έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή και αγαπητό τον συνθέτη, στιχουργό και ερμηνευτή από τη Θεσσαλονίκη που άφησε βαθύ το αποτύπωμά του στα μουσικά πράγματα της χώρας μας.
Από την «Εκδίκηση της γυφτιάς», το 1978, την ηχογράφηση του πρώτου προσωπικού του δίσκου («Χαράτσι»), το 1984, μέχρι το 2010 με τη μια και μοναδική συμμετοχή του σε δίσκο με παραδοσιακά τραγούδια της Κιμώλου, πότε με την «Ταχεία Θεσσαλονίκης», πότε με τη «Λοξή Φάλαγγά» του και πότε μοναχικά, σε στούντιο, θέατρα, μουσικές σκηνές και στάδια, ο Νίκος Παπάζογλου τοποθέτησε αθόρυβα και με μαστοριά το δικό του λιθάρι στο οικοδόμημα του ελληνικού τραγουδιού.
Δεν είναι πολλά τα τραγούδια που έγραψε ή ερμήνευσε, μα το καθένα ξεχωρίζει ως ένα μοναδικό κομμάτι αυτού που ο Νίκος Παπάζογλου υπήρξε και μετέφερε στους πολυάριθμους και πιστούς φίλους-κοινό του, με τους οποίους είχε χτίσει ειλικρινή και τίμια σχέση. Ανήκει στους τραγουδοποιούς που εκτός από την αναγνώριση και την εκτίμηση κέρδισαν και την αγάπη του κόσμου, κατακτώντας με τα τραγούδια αλλά και τον τρόπο που πορεύτηκε μια θέση στις καρδιές των ανθρώπων.
«Εγώ δεν είμαι ποιητής, είμ’ ο λυγμός του
είμαι ένας δείπνος μυστικός,
δίπλα ο Ιούδας κλαίει σκυφτός
κι είμ’ αδερφός του…»
Γεννήθηκε στις 20 του Μάρτη 1948, στη Θεσσαλονίκη. Οι ρίζες του από την πλευρά της μητέρας του έφταναν ως τη Θράκη και του πατέρα του στη Μικρά Ασία. Έφτιαξε το πρώτο του συγκρότημα σε εφηβική ηλικία παίζοντας μπάσο και κιθάρα και βέβαια τραγουδώντας.
Γνωστός άρχισε να γίνεται από τη δεκαετία του 1960, αρχικά ως τραγουδιστής των Olympians, όταν αντικατέστησε μετά από ακρόαση τον τραγουδιστή του συγκροτήματος, Πασχάλη (Αρβανιτίδη), που είχε κληθεί να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Τα επόμενα βήματά του θα τον οδηγήσουν στη Γερμανία, με το συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη Zealot («Ζηλωτής»), σε μια προσπάθεια να αναδειχτεί εκτός συνόρων, που όμως δεν καρποφόρησε.
Με την επιστροφή του, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, στη Θεσσαλονίκη γνωρίζεται με τον Διονύση Σαββόπουλο. Συμμετέχει στο δίσκο του «Αχαρνής – Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια» (1977), μαζί με τους Μανώλη Ρασούλη, Μελίνα Τανάγρη, Σάκη Μπουλά και Νίκο Ζιώγαλα.
Το 1978 θα γίνει ευρύτερα γνωστός με την κυκλοφορία του δίσκου «Η εκδίκηση της γυφτιάς». «Λοιπόν, κυρίες και κύριοι, βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας παρουσιάσω, πρώτον, δυο νέους συναδέλφους, τον στιχουργό Μανώλη Ρασούλη και τον συνθέτη Νίκο Ξυδάκη…και να σας αναγγείλω, δεύτερον, ότι στη Θεσσαλονίκη φτιάχτηκε από τον θαυμάσιο τραγουδιστή και μηχανοτεχνικό Νίκο Παπάζογλου ή Πουσπούλ, όπως θα τον θυμούνται οι παλιότεροι θαμώνες των κέντρων της Αρετσούς και του Καραμπουρνάκι, στούντιο ηχογραφήσεως δίσκων. Το εγκαινιάζουμε με την ‘Εκδίκηση της γυφτιάς’» σημειώνει στο οπισθόφυλλο του δίσκου ο παραγωγός του, Διονύσης Σαββόπουλος, ο άνθρωπος που ουσιαστικά ανακάλυψε τον Νίκο Παπάζογλου.
Λίγοι είναι ακόμα αυτοί που γνωρίζουν το όνομα του χαμογελαστού νεαρού που γεμίζει με το όμορφο κεφάλι του το εξώφυλλο του δίσκου, μα πολλές χιλιάδες είναι όσοι σιγοτραγουδούν ήδη το «Τρελή κι αδέσποτη», το «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» και άλλα τραγούδια που σφραγίζονται ανεξίτηλα από την ερμηνεία του Νίκου Παπάζογλου. Ο δίσκος θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία (πουλάει πάνω από 200.000 αντίτυπα) με τη νέα πρόταση που εισάγει μέσω του στίχου και του ήχου του, και ο Παπάζογλου καταγράφεται θριαμβευτικά ως νεοεισερχόμενος στο χώρο του καλού ελληνικού τραγουδιού.
Η επιτυχημένη συνεργασία του με τους Μανώλη Ρασούλη και Νίκο Ξυδάκη συνεχίζεται το 1979 με την κυκλοφορία του δίσκου «Τα δήθεν», μαζί με τον Δημήρη Κοντογιάννη και τη Σοφία Διαμαντή, όπου ερμνεύει τα «Σαν μια ταινία», «Φίλε αδελφή ψυχή», «Από τη γυναίκα για τη γυναίκα» και άλλα τραγούδια.
Θα ακολουθήσει στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 η κάθοδός του στην πρωτεύουσα και εμφανίσεις σε γνωστή μπουάτ της Πλάκας με το συγκρότημά του «Ταχεία Θεσσαλονίκης».
«…καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό…»
Το 1983 κυκλοφορεί ο πρώτος προσωπικός του δίσκος, με μουσική και στίχους κυρίως δικά του και τη συμμετοχή των Μανώλη Ρασούλη, Τάκη Σιμώτα και Βάσως Αλαγιάννη. Τραγούδια όπως τα «Αύγουστος», «Υδροχόος», «Καρυάτιδα», «Λεμόνι στην πορτοκαλιά», «Πέρασα έτσι δίχως λόγο», «Με το τραγούδι με το κρασί» και άλλα γίνονται μεγάλες επιτυχίες.
«Είμαι ερωτευμένος, δε μ’ ενδιαφέρει ό, τι κι αν πουν,
με μια απ’ τις Καρυάτιδες, με μια απ’ αυτές που λείπουν…»
«Η μουσική μας παιδεία, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι, είναι ένας κυκεώνας και φαίνεται αυτό στη μουσική που συνθέτουμε, φαίνεται και στις επιλογές μας όταν η ανάγκη και η ευκολία μάς θέτουν μπροστά σε εκβιαστικά διλήμματα οπόταν και αναγκαζόμαστε να πάρουμε θέση», σημειώνει ο Παπάζογλου στο οπισθόφυλλο του δίσκου που ίσως περισσότερο από κάθε άλλον του συνυπάρχουν τραγούδια με ήχο ηλεκτρικό, λαϊκότροπα και λαϊκό ύφος. «Πάντως όποια απόφαση και να πάρουμε προδίδουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, γιατί τα ετερόκλητα μάς συνιστούν. Η αγάπη είναι πράγμα ισχυρότερο από τη διαφορά· το ζήτημα είναι να συγκεράσουμε τις μουσικές μας αντιθέσεις, που είναι και οι οι δικές μας οι αντιθέσεις, σ’ ένα μικτό, νόμιμο μουσικό είδος» συνεχίζει ο ίδιος.
Το 1984, μαζί με τους Δημήτρη Κοντογιάννη, Γιάννη Κούτρα, Πασχάλη Τερζή, Νάντια Καραγιάννη και Ηλία Μακρή, συμμετέχει στο δίσκο «Όλοι δικοί μας είμαστε», σε στίχους Μανώλη Ρασούλη και μουσική Χρήστου Νικολόπουλου, ερμηνεύοντας το ομότιτλο τραγούδι, ενώ την επόμενη χρονιά συνοδεύει τη Γλυκερία στο δίσκο «Νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες», ζωντανή ηχογράφηση από το θέατρο Λυκαβηττού, όπου ερμηνεύει τις μεγάλες επιτυχίες «Με το τραγούδι με το κρασί» (στίχοι και μουσική δικά του) και – μαζί με τη Γλυκερία – «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια» σε στίχους Μ. Ρασούλη και μουσική Ν. Ξυδάκη.
Αξέχαστη στιγμή: Η Γλυκερία καλεί το Νίκο Παπάζογλου στη σκηνή του Λυκαβηττού:
Το 1986 θα ερμηνεύσει το θρυλικό «Πότε Βούδας πότε Κούδας» στο δίσκο των Μανώλη Ρασούλη και Πέτρου Βαγιόπουλου με τον ίδιο τίτλο. Είναι το μοναδικό τραγούδι που ερμηνεύει σ’ ένα δίσκο όπου συμμετέχουν η Γλυκερία, η Χριστίνα Μαραγκόζη και ο Λεωνίδας Βελής, και στον οποίο ξεχωρίζει επίσης η συγκλονιστική ερμηνεία του Μ. Ρασούλη στο «Νοιώσε με».
«Πότε Βούδας, πότε Κούδας, πότε Ιησούς κι Ιούδας…»
Την ίδια χρονιά, πάντα από το στούντιο της Τούμπας «Αγροτικόν» κυκλοφορεί ο επόμενος προσωπικός του δίσκος με τίτλο «Μέσω νεφών», στον οποίο καταγράφονται υπέροχα τραγούδια όπως «Ο μοναχός ο άνθρωπος», «Στη ρωγμή του χρόνου», «Φύσηξε ο Βαρδάρης», «Καλημέρα» κ.ά. σε κάποια από τα οποία σμίγουν μοναδικά η ηλεκτρική κιθάρα με το μπαγλαμαδάκι.
«Εδώ, στη ρωγμή του χρόνου
θάβομαι για να μεστώσω
μες στου Διογένη το πιθάρι…»
Το 1988 ο Νίκος Παπάζογλου θα ερμηνεύσει τον «Αύγουστο» και το «Ραγίζει απόψε η καρδιά» στο δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι «Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά» και το 1991 έρχονται τα «Σύνεργα», με τραγούδια στα οποία κυριαρχεί ο λαϊκός ήχος. «Σύνεργα», «Δραπέτες», «Απόψε σιωπηλοί», Βαριά βαλίτσα» είναι μερικά από αυτά που ξεχωρίζουν, δίπλα στη μελαγχολική μπαλάντα «Φεύγω» του Ορφέα Περίδη.
«Απόψε είμαστε κι οι δυο μας σιωπηλοί
ακόμα και οι λέξεις φοβήθηκαν τα χείλη…»
Την ίδια χρονιά συμμετέχει, ερμηνεύοντας την «Κίρκη», στο δίσκο του Σωκράτη Μάλαμα «Παραμύθια» (πριν ξεκινήσει την προσωπική του διαδρομή, υπήρξε για χρόνια κιθαρίστας στο πλευρό του Νίκου Παπάζογλου) και κυκλοφορεί την «Επιτόπιο ηχογράφηση στο θέατρο Λυκαβηττού 30 Σεπτεμβρίου 1991».
Το 1995 κυκλοφορεί ο δίσκος του «Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα», από τον οποίο ξεχωρίζουν τα τραγούδια «Για το χαμόγελο», «Δεν είμαι ποιητής , «Νυκτερινό Α’», «Νυκτερινό Β’», «Μάτια μου», και δέκα χρόνια αργότερα, ο τελευταίος του δίσκος, με τίτλο «Μά ‘ισσα Σελήνη» με τα «Μά ‘ισσα Σελήνη», «Αόρατοι σταυροί», «Πικρό ψωμί», «Ό,τι με πλήγωσε», «Στιγμές» και άλλα όμορφα τραγούδια.
«Κοίταξε την πανσέληνο το γέλιο σου ζητά
την όψη σου ο ουρανός σαν άστρο θα φωτίσει
θα σου γλυκάνουν τις πληγές του χρόνου τα φιλιά
που τάζουν πως θα αναστηθεί όποιος πολύ αγαπήσει…»
Το 2005 επίσης ο Νίκος Παπάζογλου αποσπά Kρατικό Bραβείο (Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) για τη μουσική του στην ταινία της Ελένης Αλεξανδράκη, «Η Νοσταλγός», που είναι βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, με την Όλια Λαζαρίδου στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το 2010 κυκλοφορεί ηχογραφημένο το τελευταίο του τραγούδι, με τίτλο «Αγγελετής», στον δίσκο του δεξιοτέχνη του βιολιού Νίκου Οικονομίδη, «Πέρασμα στην Κίμωλο», με παραδοσιακά τραγούδια του όμορφου κυκλαδίτικου νησιού και πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, το 2016, κυκλοφορεί ο δίσκος του Πάρη Παρασχόπουλου (στίχοι και μουσική) «Ερωτόκριτος του Βασίλη Ρώτα», («μια δραματική σπουδή από το έπος του Κορνάρου» όπως το ονομάζει ο ίδιος ο Ρώτας) στον οποίο ο Παπάζογλου συμμετέχει ερμηνεύοντας «Το τραγούδι του Ερωτόκριτου».
«Κατακαημένε Αγγελετή κι εσύ μωρέ Βασίλη,
χωρίς εσάς δε γίνεται στη Σίφνο πανηγύρι…»Το τελευταίο τραγούδι:
Ο Νίκος Παπάζογλου ανήκει στους καλλιτέχνες που εκτός από την αναγνώριση, κέρδισαν και μια θέση στη συνείδηση και τις καρδιές των ανθρώπων. Κι αυτή η σχέση είναι που αντέχει στο χρόνο, πέρα από τις πρόσκαιρες επιτυχίες, τα όποια σουξέ και τους αριθμούς. Άλλωστε η επιτυχία για τον ίδιο δεν μετριόταν με αριθμούς. Παρόλο που πούλησε πολλές χιλιάδες δίσκους και πάντα γέμιζε ασφυκτικά τους χώρους όπου εμφανιζόταν, ο ίδιος επέμενε μονότονα να φτιάχνει δίσκους «στρόγγυλους», ονομάζοντάς τους έτσι για να δώσει έμφαση στα «υλικά» από τα οποία είναι φτιαγμένοι. Οι μουσικές, οι διαλεγμένοι στίχοι, οι εξαίρετοι μουσικοί-συνεργάτες του, οι ενορχηστρώσεις, ακόμα και τα μηχανήματα εγγραφής του δικού του στούντιο («εργαστήριο ηχογραφήσεων “Αγροτικόν”»), όλα έφεραν τη σφραγίδα του αυθεντικού και του χειροποίητου, τη γνώση, το μεράκι και τη μαστοριά του Νίκου Παπάζογλου. Και, βέβαια, η ιδιαίτερη ερμηνεία του· αυτή η ανόμοιαστη εκφορά ηχοχρωμάτων, η βγαλμένη από βιώματα και μακρινές θύμησες, που δωρίζει απλόχερα στον ακροατή εικόνες και συναισθήματα φερμένα από άλλες εποχές.
«Φεύγω, φεύγω, τόσα χρόνια φεύγω
στην καρδιά μου όλο πιο κοντά…»
Ο Νίκος Παπάζογλου ήταν ένας γνήσιος παλιομοδίτης, ένας αντιστάρ που φόραγε, θαρρείς εμμονικά, τα ίδια πάντα ξεβαμμένα τζιν και πουκάμισα σαν αυτά των φυλακισμένων και άπλωνε γύρω από το λαιμό την ίδια κατακόκκινη εμβληματική μπαντάνα. Επέλεγε να βρίσκεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, πότε φτιάχνοντας τραγούδια, πότε μαστορεύοντας στο «Αγροτικόν» είτε σκάβοντας τη γη, πιλοτάροντας κάποιο μικρό αεροπλάνο ή παλεύοντας με τον Βαρδάρη και τα κύματα του Θερμαϊκού πίσω από το τιμόνι του ιστιοπλοϊκού. Κόντρα στην εποχή του όπου πουλιόνταν ή αγοράζονταν τα πάντα (ή σχεδόν τα πάντα), ο ίδιος αναζητούσε και έβρισκε εκείνα τα στοιχεία που κάνουν τον άνθρωπο να μην ξεφεύγει από την ανθρωπιά του.
Με τον αξέχαστο Μανώλη Ρασούλη, ταξίδι στη ρωγμή του χρόνου…
Ως αυθεντικός τζώρας βάδισε ένα δικό του δρόμου, μακριά από τα φώτα της «νύχτας» και τον «κανόνα» που θέλει τον καλλιτέχνη να παράγει συχνά δίσκους για να «παραμένει στα πράγματα». Όσοι στάθηκαν έστω και μια φορά απέναντί του σε κάποια μουσική σκηνή, ανοιχτό θέατρο, γήπεδο, νταμάρι ή παραλία, ζώντας μοναδικές στιγμές σε συναυλία του, θα θυμούνται την ευγενική και σεμνή του παρουσία ενός ονειροπόλου με συνείδηση που «μιλούσε» μέσω της τέχνης του, με ταλέντο και ψυχή.
Ο αγαπημένος «Νικόλας» όλων, ο καρντάσης, ο τραγουδοποιός που αγαπήθηκε όσο λίγοι καλλιτέχνες, όπως έζησε αθόρυβα το ίδιο αθόρυβα «έφυγε» για πάντα, πριν την ώρα του, στις 17 του Απρίλη 2011, μετά από μάχη με την ασθένεια που τον πολιορκούσε, αφήνοντας πίσω του τραγούδια, αναμνήσεις και εικόνες που δεν καταφέρνει να σκεπάσει η σκόνη του χρόνου.
από ΚΑΤΙΟΥΣΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου