Αρχές του Οκτώβρη του 1943 οι Ναζί κατακτητές θορυβημένοι από την συνθηκολόγηση των Ιταλών, ξεκινούν τις επιθέσεις με μια πρωτοφανέρωτη φασιστική βία σε όλη την Ελλάδα, με στόχο να πάρουν κάτω από τον έλεγχό τους τα ιταλοκρατούμενα μέρη, να πάρουν τα ιταλικά όπλα που παραδόθηκαν από τους Ιταλούς στον ΕΛΑΣ και τρίτο και σπουδαιότερο να τσακίσουν το αντάρτικο που φούντωνε και να δώσουν αιματηρό μήνυμα στους άμαχους, άντρες, γυναίκες, γέρους και παιδιά που στήριζαν τους αντάρτες. Τα μεσάνυχτα της 15ης προς την 16η Οκτώβρη ένας γερμανικός λόχος από επίλεκτους πολεμιστές, από το αεροδρόμιο της Ελευσίνας φτάνει στο Μάζι (Οινόη Αττικής) και μέσα από ένα δύσκολο μονοπάτι κατευθύνονται προς τις Πόρτες με προορισμό τη Πύλη. Στόχος τους να βρουν τα όπλα που είχαν συγκεντρωθεί εκεί την προηγούμενη μέρα, να τιμωρήσουν του Πυλιώτες και να κάψουν την Πύλη. Τα ξημερώματα του Σαββάτου 16 Οκτώβρη 1943 ξεκινάει μια θρυλική μάχη.
«Ούλι! Ούλι!»
(Τα Δερβενοχώρια)
Ο Ανέστος, ήταν ένας μικρός τσοπάνος απ’ την Πύλη, κι έβοσκε τα πρόβατά του ολομόναχος κει πάνω, στην κορφή του Μεγάλου Βουνού. Δε γύριζε τις νύχτες στο χωριό, έμενε στο μαντρί, αλλά δε φοβότανε τίποτα – ούτε ζωντανούς, ούτε πεθαμένους, ούτε δράκους και βρικόλακες.
Το μόνο που φοβότανε σ’ αυτόν τον κόσμο ήτανε οι λύκοι. Δεν ξέρει πως ακριβώς είναι γιατί δεν έτυχε ακόμα να βρεθεί μπροστά σε λύκους. Μια δυο φορές μονάχα άκουσε το ουρλιαχτό τους. Όμως, τους φαντάζεται πολλές φορές τις νύχτες που κοιμάται στο μαντρί, προ πάντων όταν πέφτει βαρυχειμωνιά και τον κλείνουν τα χιόνια, γιατί τότε, λέει, είναι οι λύκοι πεινασμένοι.
Ένα βράδυ, κάποιος γερο-τσοπάνος που είχε έρθει στο μαντρί, του είπε πως το στόμα του λύκου είναι ζεστό και κόκκινο.
Κάτι τέτοιο θάναι, ίσως, και οι γερμανοί! Ούτε κι αυτούς τους είδε ακόμα, απ’ αυτά που έχει ακούσει όμως για την αγριότητά τους, φαντάζεται πως κάπως έτσι πρέπει νάναι και εκείνοι. Και τους φοβάται – όσο και τους λύκους. Ολοι τους φοβούνται άλλωστε μες στο χωριό, ακόμα και οι γέροι. Κι όταν μαθαίνουν πως ανηφορίζουνε από το Μάζι, αρπάζουν τα παιδιά τους και φεύγουν προς τα δάση ή προς τις βουνοκορφές, φωνάζοντας αρβανίτικα:
–Ούλι! Ούλι! Ούλι!… (Λύκοι! Λύκοι! Λύκοι!)
Όταν λοιπόν τους πρωτοείδε ο Ανέστος, τα χαράματα στις 16 του Οκτώβρη 1943, κόλλησε πίσω από μια ξερολιθιά κι έμεινε κει πέρα ζαρωμένος σα να πέτρωσε. Ηθελε να τρέξει, να φωνάξει, να πηδήσει απ’ το βράχο, αλλά κάτι σα «μόρα» του πλάκωνε τα στήθια, όπως γίνεται στον ύπνο μας όταν βλέπουμε όνειρα εφιαλτικά. Δε μπορούσε να σαλέψει, ούτε και να βγάλει άχνα. Καθότανε μονάχα και τους κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, χωρίς εκείνοι να τον βλέπουνε. Ερχονταν από κάτω, από το Μάζι, κι ανηφορίζανε προς το χωριό του, την Πύλη, ή Δερβενοσάλεσι, όπως λεγότανε παλιά.
Τους άφησε και τον προσπέρασαν. Όταν χάθηκε κι ο τελευταίος απ’ τα μάτια του, σα να ’φυγε με μιας η «μόρα» που του έσφιγγε το λαιμό και του ’λυνε τα γόνατα, πετάχτηκε επάνω, πήδησε απ’ την ξερολιθιά και άρχισε να τρέχει σα ζαρκάδι απ’ τα μονοπάτια κατά το χωριό του, φωνάζοντας σε όποιους έβρισκε στο δρόμο του:
–Ούλι! Ούλι! Ούλι! Ινκιϊ’ ίνκιϊ Αρβανίτ! (Φύγετε, φύγετε Αρβανίτες!)
Εκοψε από το λόγγο πρώτα κι ύστερα έπεσε στο δάσος και τους βγήκε μπροστά. Είχε λαχανιάσει και τα μάγουλά του ήτανε κατακόκκινα. Φτεροκοπούσε η μικρή καρδιά στα στήθια, στα μάτια του όμως έλαμπε κάτι σα χαρά και σαν περηφάνια, γιατί του δινότανε η ευκαιρία να σώσει τώρα όλο το χωριό – αυτός ο μικρός Ανέστος, ένα παιδάκι δώδεκα χρονών που δεν τον πρόσεχε κανένας μέχρι σήμερα!
Δεν είχε φωτίσει καλά κι όλα τα σπίτια του χωριού ήτανε ακόμα κλειδαμπαρωμένα. «Κοιμούνται, κοιμούνται!» έλεγε, με θυμό σχεδόν ο Ανέστος. Και τρέχοντας από πόρτα σε πόρτα, τους χτυπούσε δυνατά με τη γκλίτσα του, φωνάζοντας αδιάκοπα:
–Ούλι, ούλι! Ινκιϊ, μωρέ!…
Όταν έφτασε μπροστά στο σπιτικό του Στέφα του Μαλιάτση, στάθηκε. Εσπρωξε την πόρτα κι ύστερα πήγε και χτυπούσε το παράθυρο.
–Εϊ! Στέφα! Στέφαααα! Φώναζε.
Ητανε τώρα πιο ήσυχος γιατί ενιωθε πως η αποστολή του είχε τελειώσει. Ο Στέφας ήτανε η «κεφαλή» σε όλο το χωριό. Το τι έπρεπε να γίνει παρά πέρα, αυτός μονάχα το ’ξερε.
–Στέφαααα!… ξαναφώναξε, χτυπώντας το παράθυρο.
Φάνηκε ένας άντρακλας ψηλός κι αγριωπός με ντρίλινη πουκαμίσα.
–Τι είναι, ωρε συ, πανάθεμά σε, νύχτα-νύχτα; Του ’πε άγρια.
–Βίνιεν, βίνιεν! (Ερχονται, έρχονται) του λέει ο Ανέστος πνιγμένα, δείχνοντας πέρα, κατά τη ρεματιά.
–Ποιος έρχεται;
–Ούλοι! Ούλοι!
–Πούθε μωρέ;
–Κείσα, να! Ανηφορίζουνε από τη ρεματιά.
Και γυρίζοντας σε δυο τρεις χωριάτες που είχαν τρέξει κιόλας για να μάθουν τι συμβαίνει, τους φώναξε:
–Τι περιμένετε, μωρέ; Ινκιϊ! Ινκιϊ, τρομάρα να σας έρθει!…
–Σκασμός! Του φώναξε ο Στέφας.
Εριξε στις πλάτες του μια σεγκούνα, φόρεσε τα παπούτσια του και βγήκε έξω αρπάζοντας το όπλο του.
* * *
Ητανε πραγματικά ένας επίλεκτος γερμανικός λόχος από τη φρουρά της Ελευσίνας. Είχανε ξεκινήσει από κει τα μεσάνυχτα. Στάθηκαν λίγο έξω από το Μάζι και ύστερα, μόλις έπαιρνε να ξημερώνει, άρχισαν ν’ ανηφορίζουν προς τις «Πόρτες» για να χτυπήσουν το χωριό. Προχωρούσαν ξένοιαστα, χωρίς να βγάλουνε πλαγιοφυλακές, με τη βεβαιότητα πως δεν θα βρούνε πουθενά αντίσταση. Τι να φοβηθούν; Δυο τρεις τσομπαναραίους που μπορεί να είχαν καμιά αραβίδα; Το πολύ-πολύ να συναντήσουν καμιά μικρο-ληστοσυμμορία που, φυσικά, θα την εξόντωναν αμέσως με την τρομακτική υπεροχή που είχανε σε οπλισμό κι εφόδια. Τι θα κάνουν δέκα κι είκοσι αντάρτες μπροστά στα γερμανικά πολυβόλα και, προπάντων, στα ταχυβόλα τους μυδράλια;
Ως την ημέρα εκείνη τους περιφρονούσαν τους αντάρτες – δεν είχαν καταλάβει ακόμα την έκταση που είχε πάρει το απελευθερωτικό κίνημα και το φούντωμα της ένοπλης δύναμής του. Ακουγαν μόνο, αόριστα, πως κάτι γίνεται σε τούτα τα χωριά. Ισως να είχαν μάθει τίποτα και για τα όπλα που έφτασαν στην Πύλη πριν από δυο μέρες. Κι αποφασίσανε να κάψουν όλα τα Δερβενοχώρια, με την ιδέα ότι θα ξεμπλέξουν έτσι μια για πάντα από τούτη τη «σφηκοφωλιά». Οσο και να τόθελαν πιά, δε θα μπορούσαν οι χωριάτες να βοηθήσουν το αντάρτικο όταν τα σπίτια τους κι όλα τα λιγοστά υπάρχοντά τους παραδίδονταν στις φλόγες.
Με τέτοιες σκέψεις ανηφόριζαν οι γερμανοί εκείνο το πρωί προς το Δερβενοσάλεσι. Ητανε όλοι νεοσύλλεκτοι, παιδιά σχεδόν, εκπαιδευμένοι όμως άριστα. Δεν είχανε μεγάλη πείρα από μάχες αλλά ήτανε φανατισμένοι και πίστευαν πως ο αγώνας τους είναι ωραίος κι ευγενικός!
Η ψυχή των νέων είναι σα ζυμάρι και πλάθεται εύκολα – στα καθεστώτα βίας προπάντων που μεταχειρίζονται χίλιους δυο μελετημένους τρόπους για να δηλητηριάζουν τις νεανικές ψυχές με ψέματα φανταχτερά. Τυχοδιωκτισμοί, βρωμιές και χυδαιότητες, η βία κι η απανθρωπιά, τα κοινά εγκλήματα, όλα βρίσκουν τη δικαίωσή τους στη φασιστική «ιδεολογία» και μάλιστα παρουσιάζονται πολλές φορές σαν «φλογερά ιδανικά»!
Ερχεται όμως κάποτε μια ώρα που όλο αυτό το οικοδόμημα γκρεμίζεται με πάταγο και απομένει ο νέος στο κενό, γυμνός και ανυπεράσπιστος κάτω από το σκληρό φως της αλήθειας.
Το ίδιο έπαθαν και τούτοι οι νεαροί χιτλερικοί που σκαρφάλωναν τώρα στο Μεγάλο Βουνό με τα κοντά παντελονάκια τους – φορούσανε ακόμα θερινή στολή – και με το φρέσκο αέρα στο μυαλό τους. Είδανε ξαφνικά ότι εξαπατήθηκαν. Κατάλαβαν ότι τους βλέπουν σαν πειραματόζωα, σαν άψυχα πιόνια ή σα σκέτα νούμερα που μπορεί ο διοικητής τους να τα σβήσει με μια λέξη ή με μια μονοκονδυλιά. Ισως μερικοί να το ’χαν καταλάβει και νωρίτερα, τι μπορούσαν όμως πια να κάνουν έτσι που βρέθηκαν μπλεγμένοι μες τα φοβερά γρανάζια του πολέμου – του ίδιου αυτού πολέμου που κάποτε τον ζητούσαν με έξαλλες κραυγές, όπως τους το πέταξε κατάμουτρα ο Γκαίμπελς;
Το βράδυ πια, που είδαν όλη την αλήθεια, έκρυψαν το πρόσωπό τους στα χέρια τους και άρχισαν να κλαίνε γοερά – άλλοι από λύσσα και απόγνωση και άλλοι από σκέτο τρόμο. Ητανε όμως τόσο αργά! Και για κείνους που έκλαιγαν και για τους άλλους που έμειναν για πάντα άθαφτοι πάνω στα καρκάλια της Πάρνηθας και τους έφαγαν τα όρνια και οι τσάκαλοι. Ο,τι έμεινε από τα νιάτα τους, ήτανε μόνο κάτι άσπρα κόκκαλα που γυάλιζαν απαίσια, για πολλά χρόνια, κάτω από τον καυτερό ήλιο, ώσπου να γίνουν σκόνη και να τα σκορπίσει ο άνεμος.
* * *
Ο Στέφας Μαλιάτσης συγκέντρωσε όλους τους άντρες του χωριού, καμιά εκατοστή παλικάρια που βρέθηκαν εκεί, γιατί οι άλλοι είχανε πάει στα μαντριά τους ή έλειπαν σε μακρινά βοσκοτόπια.
Οι γυναίκες άρχισαν να αδειάζουνε τα σπίτια και να κουβαλάνε έξω απ’ το χωριό το λίγο στάρι που είχανε στα αμπάρια, πιθάρια με ελιές και λάδι ή κάνα τουλουμάκι με τυρί. Όλα αυτά, ήτανε πολύτιμα τότε, τα μόνα πράγματα αξίας που υπήρχαν σε τούτα τα φτωχόσπιτα.
Ετρεχαν στους δρόμους του χωριού, αγουροξυπνημένα, τα μικρότερα παιδιά σέρνοντας απ’ το καπίστρι το γαϊδουράκι τους ή σαλαγίζοντας κάνα κατσίκι. Αλλα πάλι κρατούσαν στην αγκαλιά τους τα μωρά αδερφάκια τους που έκλαιγαν ή προχωρούσανε σκυφτά, κάτω από το βάρος κάποιου μπόγου που κουκούλωνε το κορμί τους.
Τα πιο μεγάλα πήγαιναν σαν υπνωτισμένα πίσω από το Στέφα το Μαλιάτση και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουνε από κοντά του, όσο κι αν τα κυνήγαγε αυτός. Το ’χανε μυριστεί ότι θα γίνει μάχη και τον ακολουθούσανε με την ελπίδα ότι θα τους δώσει κάνα όπλο.
Γιατί το ήξεραν ότι υπάρχουν όπλα στο χωριό. Τα είδανε που τα ’φερναν προχτές οι αγωγιάτες από το Γιαραλί, απ’ το Χαλκούσι κι από το Συκάμινο με πενήντα μουλάρια – καραβάνι ολόκληρο.
Ητανε όλα από τους ιταλούς της Εύβοιας που τους αφόπλισε ο ΕΛΑΣ. Τα κουβάλησαν με ψαρόβαρκες πρώτα από το νησί, τα βγάλανε στις ακτές της Αττικής κι από κει τα προωθήσανε για ασφάλεια ως την Πύλη και τα είχανε κλεισμένα σε μια αποθήκη, δίπλα στον καφενέ του Μπαρμπανίκου.
Προς τα κειθε πήγαινε κι ο Στέφας.
Ανοιξε την αποθήκη και μοίρασε στους άνδρες από ένα όπλο. Τα πιο πολλά όμως ήτανε άχρηστα γιατί είχαν μείνει ένα μήνα σε κρυψώνες και σκούριασαν από την υγρασία ή βράχηκαν στη θάλασσα και το θαλασσινό νερό είχε γίνει τώρα ένα στρώμα από αλάτι που μπούκωνε την κάννη και το κινητό ουραίο.
Ξεδιάλεξαν ωστόσο καμιά εκατοστή που θα μπορούσαν να πυροβολήσουν αν δεν «πείσμωναν». Πήρανε και δυό τρία οπλοπολυβόλα, τα καθάρισαν βιαστικά με λάδι, γέμισαν τους ντορβάδες τους με πυρομαχικά κι έτρεξαν να ταμπουρωθούνε λίγο πέρα από το χωριό, πίσω από κάτι βράχια.
–Κανένας δε θα ρίξει αν δεν φωνάξω εγώ «φωτιά»! τους είπε ο Στέφας με τη βροντερή φωνή του.
Και δεν του πέρασε καθόλου από το μυαλό η σκέψη πως μπορεί να του κοπεί η λαλιά και να μην είναι σε θέση ούτε να φωνάξει, ούτε να σαλέψει.
Κόλλησαν τα κορμιά τους πίσω από τα βράχια και περίμεναν ατάραχα. Ητανε όλοι τους απλοί χωριάτες, τσομπαναραίοι οι περισσότεροι, αποκομμένοι απ’ τον κόσμο κι από τις μεγάλες έγνοιες του.
Δεν ήξεραν πολλά πράγματα για τον πόλεμο ούτε και καταλάβαιναν καλά – καλά πως και γιατί ξεκίνησαν από τη μακρινή πατρίδα τους ετούτοι δω οι «ούλι» κι έρχονται τώρα εδώ πάνω στο φτωχό χωριό τους για να τους σκοτώσουνε και να τους κάψουνε το βιός. Το μόνο που ήξεραν ήτανε αυτό: Να ζούνε ελεύθεροι στα δάση τους, στα βοσκοτόπια και στα βράχια τους. Κυλούσε μες το αίμα τους η λευτεριά, όπως κυλάει στο αίμα του ζαρκαδιού και στου αηδονιού το λαρύγγι.
Είναι μια ράτσα ωραία και περήφανη όλη τούτη η «αρβανιτιά» που ζει αιώνες τώρα στα Δερβενοχώρια: Στα Καβάσαλα και στα Σκούρτα, στα Κρώρα, στο Κακονιστήρι και στην Πύλη. Δεν έσκυψαν ποτέ τους το κεφάλι σε αφέντες και δεν ξέρουν τι θα πει ταπείνωση και εξευτελισμός.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας δεν τολμούσανε να ξεμυτίσουν εδώ πάνω τούρκοι. Μόνο μια φορά το χρόνο κατέβαινε στη Θήβα ο καπετάνιος του χωριού για να δώσει στο βοεβόδα τον «κεφαλιάτικο» φόρο. Δεν πήγαινε σα σκλάβος. Κατέβαινε περήφανα, προκλητικά σχεδόν, με τις πιστόλες στο σελάχι του και με τη γιαταγάνα στο πλευρό, έτοιμος πάντοτε να σκοτώσει και να σκοτωθεί αν έκαναν ν’ αγγίξουν και μια τρίχα από τα μαλλιά του, ή αν του λέγανε καμιά κουβέντα που εκείνος θα την έβρισκε προσβλητική.
Εμπαινε στο κονάκι του βοεβόδα όχι σα νικημένος, με τεμενάδες και γλειψίματα, αλλά βλοσυρός, αμίλητος, σαν άνθρωπος που έχει πάνω απ’ όλα την τιμή και τη «μπέσα» κι ερχότανε να ξεπληρώσει τώρα ένα δανειστή, να του παραδώσει τα συμφωνημένα, δίχως την παραμικρή στρεψοδικία.
Αλλά και πολλές κουβέντες δεν είχε να κάνει με τον τουρκαλά. Τράβαγε, λένε, τη γιαταγάνα του, ακούμπαγε στη μύτη της το πουγκί με τον κεφαλιάτικο φόρο και τη ζύγωσε στο μούτρο του αγά, δυο δάχτυλα μακριά από το λαρύγγι του. Δεν έλεγε τίποτα. Ολες οι κινήσεις και το βλέμμα του μιλούσανε πολύ εκφραστικά. Κι ήτανε σα να του λέει ξεκάθαρα:
–Σου φέρνω τα λεφτά που σου ’ταξα, αλλά μαζί μ’ αυτά είναι κι ο θάνατος. Διάλεξε ό,τι σ’ αρέσει.
Κι ο βοεβόδας, φυσικά, διάλεγε πάντοτε τα γρόσια. Απλωνε το χέρι του δειλά-δειλά, ξεκρέμαγε από το γιαταγάνι το πουγκί κι άρχιζε εκείνος πια τα «άφεριμ», τα «μάσαλα» και τους τεμενάδες.
* * *
Προτού να ξεμυτίσουν στη στροφή οι γερμανοί, φάνηκε ξανά ο Ανέστος που ερχόταν κατά τα ταμπούρια τρέχοντας και φωνάζοντας λαχανιασμένα:
–Στέφα! Στέφαααα!…
–Βούλωστο ρε! Γιατί φωνάζεις έτσι; Του είπανε οι πρώτοι, όσο πιο πνιχτά μπορούσανε, αρπάζοντάς τον από το λαιμό,
— Θέλω τον Στέφα, τους απάντησε εκείνος τρέμοντας. Είναι μεγάλη ανάγκη. Κάτι ξέχασα!
Στο βλέμμα του δεν υπήρχε πια εκείνη η φοβισμένη χαρά που τον έκανε να φτερουγάει πάνω στα βράχια. Κοίταξε τους ένοπλους με πανικό και τους έσπρωχνε σα να ’θελε να τους διώξει όλους πίσω κατά το χωριό.
Τάχε χαμένα και δε μπορούσε ακόμα να το καταλάβει πως έγιναν όλα αυτά και βρέθηκαν οι χωριανοί εδώ με τα ντουφέκια. Δεν το σκέφτηκε καθόλου πως θα πολεμήσουνε. Αυτός τους ειδοποίησε να φύγουνε, να πάρουν τα παιδιά τους και τα ζα τους και να τρυπώσουνε στο δάσος.
Όταν όμως τόμαθε πως έβγαλαν ντουφέκια από την αποθήκη και τράβηξαν κατά τα βράχια, τινάχτηκε και είπε: «Ο Σωτήρος!».
Τον έπιασε τρεμούλα κι άρχισε να τρέχει ασυναίσθητα φωνάζοντας:
–Στέφα! Στέφαααα!…
Τον πήγανε μπροστά στον αρχηγό που σήκωσε αμέσως τη χερούκλα του.
–Τι γκαρίζεις έτσι, ωρέ διαλόσπαρμα; Του είπε, τρέμοντας απ’ το θυμό του.
Δε φοβήθηκε ο Ανέστος. Ούτε κι έκανε καμιά κίνηση για να αποφύγει το χαστούκι. Κάρφωσε μόνο τα μάτια επάνω του και τον κοίταζε πολύ σοβαρά, με αυστηρότητα σχεδόν.
–Λογαριασμό θα σου δώσουμε;
–Να μην τους χτυπήσετε. Εχουν βάλει τρία τσομπανόπουλα μπροστά και ξέχασα να σου το πω. Τα δύο δεν τα είδα καλά, μπορεί να είναι ξενοχωρίτικα. Το άλλο όμως είναι ο πρωτογιός σου.
Ο Στέφας Μαλιάτσης έφερε ασυναίσθητα το χέρι του στο μάγουλο, σα νάχε φάει εκείνος το χαστούκι, και δάγκωσε το δάχτυλό του δυνατά, το μάτωσε σχεδόν.
–Ο Σωτήρος; Είπε με τρεμουλιαστή φωνή.
–Ναι.
–Είσαι σίγουρος, ωρέ Ανέστο;
–Τον είδα με τα μάτια μου που ανηφόριζε μπροστά-μπροστά. Κι εξάλλου θα τον δεις τώρα κι ελόγου σου μόλις φανούν.
Τάχασαν όλοι. Κοιτάζονταν χωρίς να λένε λέξη και μερικοί ακούμπησαν το όπλο τους στο βράχο και κάθισαν καταγής, σα να μην τους κράταγαν πια τα γόνατά τους.
–Ητανε στο μαντρί! μουρμούρισε ο Στέφας, χαϊδεύοντας τώρα αφαιρεμένα το κεφάλι του Ανέστου.
Εδινε την εντύπωση πως ανταποκρινότανε σε κάποιον αλλά δεν τον είχε ρωτήσει κανείς. Το βλέμμα του, αιχμηρό κι ατσάλινο λίγο πιο πριν, είχε θολώσει ξάφνου από μια σκιά. Εμεινε έτσι ακόμα λίγο ασάλευτος, χαϊδεύοντας το κεφάλι του Ανέστου και βλέποντας πέρα, προς τη ρεματιά. Υστερα είπε:
–Καλά, Ανέστο. Πήγαινε.
–Θα τους χτυπήσετε;
–Όχι, δε θα τους χτυπήσουμε. Να πεις μονάχα της γυναίκας μου να πάρει τα άλλα μας παιδιά και να χωθεί βαθιά στο δάσος. Πολύ βαθιά. Κατάλαβες;
–Ναι, του λέει ο Ανέστος.
Αλλά δεν κουνιότανε από τη θέση του. Τον κοίταζε επίμονα, σκληρά σχεδόν, κι έδειχνε πως ήθελε να πει ακόμα κάτι που όλο το κατάπινε.
–Αϊντε, του λέει ο Στέφας, αποφεύγοντας το βλέμμα του. Σου είπα δεν θα τους χτυπήσουμε.
Εσκυψε το κεφάλι του ο Ανέστος κι έφυγε αργά-αργά χωρίς να βγάλει λέξη. Και τότε, ο Στέφας, κάθισε και κείνος καταγής ακουμπώντας τ’ όπλο του στο βράχο κι έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατά του.
Απλώθηκε για μια στιγμή μια σιωπή βαριά. Ολοι θέλανε να μιλήσουνε αλλά κανείς δεν έβρισκε τι να πει. Στο τέλος όμως, κάποιου λύθηκε η γλώσσα.
–Στο κάτω-κάτω, είπε, αυτά είναι δουλειά του αντάρτικου. Εμείς …χωριάτες είμαστε. Θα μας κάψουνε το βιός μας, θα μου πείτε. Ας το κάψουνε. Τα σπίτια ξαναγίνονται.
–Ναι, είπε κι ένας γέρος. Τα σπίτια ξαναγίνονται.
–Εγώ λέω να τους αφήσουμε τώρα να περάσουν και να πάμε κάτω εκεί, στη ρεματιά, να τους χτυπήσουμε στο γυρισμό, είπε ένας άλλος. Τι τώρα, τι ύστερα. Το ίδιο δεν είναι; Στο γυρισμό, δε θάχουνε μαζί τους τα παιδιά.
Και γυρίζοντας κατά τον διπλανό του, πρόσθεσε:
–Τι λες και συ, ωρέ Κωτσο-Παναή που είσαι και ταξιδεμένος;
–Τίποτις, απάντησε εκείνος. Εμένα δε μου πέφτει λόγος, σε κανέναν μας δεν πέφτει λόγος. Ο,τι πει ο Στέφας.
Αλλά ο Στέφας δε μιλούσε. Σήκωνε μόνο το κεφάλι του και άκουγε προσεχτικά εκείνα που έλεγαν οι άλλοι. Δάγκωνε το μικρό του δάχτυλο ασταμάτητα, ή έτριβε το μάγουλό του πολύ δυνατά σα νάθελε να γδάρει το πετσί του.
Αξαφνα, κάποιος έμπηξε μια πνιχτή κραυγή:
–Βίνιεν! Βίνιεν! Βίνιεν!..
Τινάχτηκαν όλοι επάνω αρπάζοντας τα όπλα τους και κόλλησαν ξανά πίσω απ’ τα βράχια.
Πραγματικά, οι γερμανοί ξεμύτιζαν εκείνη τη στιγμή στη στροφή και έμπαιναν στο δρόμο που τραβάει κατά το χωριό. Μπροστά-μπροστά, προχωρούσαν με τις γκλίτσες τους τα τρία μικρά τσομπανόπουλα. Κι ανάμεσά τους ήτανε ο Σωτήρος, πρωτογιός του Στέφα.
Τάχανε πάρει να τους δείξουνε το δρόμο; ΄Η μήπως τάβαλαν μπροστά με την ιδέα ότι έτσι θα διστάσουν να τους χτυπήσουνε οι αντάρτες; Κανένας δεν το ξέρει – ούτε και θα το μάθουμε ποτέ!
Κάθε στιγμή που πέρναγε πλησίαζαν περισσότερο οι γερμανοί. Ακουγόταν τώρα καθαρά το βουητό που έκαναν οι αρβύλες τους – ένας θόρυβος άτσαλος, χωρίς ρυθμό, ένα ασταμάτητο «κρρρ… κρρρ», σα να κυλούσε κάποια σιδερένια ρόδα πάνω σε χαλίκια.
Ολοι οι χωριάτες είναι μαζεμένοι γύρω από το Στέφα. Δεν κοιτάζουν πια τους γερμανούς, ούτε και το Σωτήρο που έχει ξεθαρρέψει κάπως τώρα που ζυγώνουν στο χωριό κι έχει σηκώσει το κεφάλι του κατά τα βράχια, σα να το ξέρει ότι κάπου εκεί είναι ο πατέρας του και ψάχνει να τον δει ακόμα μια φορά. Τα μάτια όλων είναι καρφωμένα στο Στέφα και περιμένουν μια κίνησή του, ένα βλέμμα του.
Ισως να είναι πια πολύ αργά να οπισθοχωρήσουνε – οι γερμανοί έχουν φτάσει στα πενήντα μέτρα. Θα κάνουν όμως ό,τι κι αν τους πει αυτός. Φτάνει μονάχα να μιλήσει.
Πήγε κοντά του κάποιος και τον άγγιξε στις πλάτες ελαφρά.
–Ντι, Στέφα! (Λέγε Στέφα), Ντι! Του είπε σιγανά και λυπημένα.
Γύρισε και τον κοίταξε ο δόλιος πατέρας. Τα μάτια του είχαν γίνει κατακόκκινα κι η ανάσα του λαχανιαστή. Σηκώθηκε κι έμεινε ακόμα μια στιγμή ασάλευτος. Δεν ξανακοίταξε κατά τους γερμανούς. Αφουγκράστηκε για λίγο κείνο το κοχλαστό βουητό που έκαναν οι αρβύλες τους. Ητανε σα να έβραζε σε κάποιο φοβερό καζάνι αίμα!
–Φωτιά! Τους είπε, σιγανά σχεδόν.
Αμέσως ύστερα όμως, τίναξε το κορμί του κατά πάνω, πήρε μια μεγάλη ανάσα και ξανάπε, ουρλιάζοντας τώρα:
–Φωτιάααα!
Εκείνον τον καιρό, είχε συγκεντρωθεί στην Πάρνηθα ένα Σύνταγμα αντάρτικο, το 34ο, με εξακόσους τόσους άνδρες. Στρατιωτικός διοικητής τους ήτανε ο ταγματάρχης Ι. Σταματάκης, πολιτικός ο Ορέστης και καπετάνιος ο λοχαγός Φώτης Βερμαίος. Εδρα του τα Καβάσαλα, που αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο την «πρωτεύουσα» εκείνης της μικρής ελεύθερης Ελλάδας, λίγα μόλις χιλιόμετρα πιο πέρα απ’ την Αθήνα!
Να ξέρεις πως θα βγεις στο δρόμο, θα περπατήσεις λίγο κι ύστερα θάσαι λεύτερος!
Αυτό το άρωμα της λευτεριάς που ερχότανε απ’ τα βουνά τραβούσε σα μαγνήτης κάθε σκλάβο και προ πάντων τους κυνηγημένους. Τον τελευταίο καιρό λοιπόν, είχαν μαζευτεί πολλοί δω πάνω και ζούσαν μες στη ζεστασιά που σκόρπιζε το αντάρτικο: Παράνομοι κάθε λογής, δραπέτες απ’ τις φυλακές και τα στρατόπεδα, ρώσοι αιχμάλωτοι που απελευθερώθηκαν απ’ το λαό κι από τις οργανώσεις, εγγλέζοι σύνδεσμοι με το στρατηγείο Μέσης Ανατολής, ιταλοί αντιφασίστες, εβραίοι που παράτησαν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους και πήραν τα βουνά για να γλυτώσουν τη ζωή τους.
Στην Πάρνηθα επίσης ήτανε και ο ασύρματος της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ που είχε τρεις φορές τη βδομάδα επαφή με τη Μέση Ανατολή και τακτική επικοινωνία με το γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ λίγο αργότερα, όταν απόχτησε κι αυτό δικιά του συσκευή.
Ασυρματιστής ήτανε ένας «θαλασσόλυκος» που έφαγε όλη τη ζωή του σε καράβια και πάθαινε αλλεργία μόλις έβλεπε βουνό ή μυριζόταν έλατο.
Πριν από λίγο καιρό ο ασύρματος ήταν μέσα στην Αθήνα, η λειτουργία του όμως γινόταν προβληματική γιατί είχε ενταθεί η δραστηριότητα των ταγματασφαλιτών. Επί πλέον τώρα οι γερμανοί έκαναν πολύ συχνά περιπολίες με ειδικά αυτοκίνητα, εξοπλισμένα με ραδιογωνιόμετρα, για να εντοπίζουνε τις μυστικές εκπομπές. Υπήρχε κίνδυνος λοιπόν να τον ανακαλύψουν, πράγμα που θα ήτανε μεγάλο πλήγμα για το κίνημα. Ετσι πάρθηκε η απόφαση να τον βγάλουν στο βουνό.
Αργότερα βέβαια κατόρθωσαν να τον εντοπίσουνε, κατά προσέγγιση, οι γερμανοί και ήξεραν πως λειτουργεί σε ένα σημείο της Πάρνηθας αλλά δεν μπόρεσαν να τον εξουδετερώσουν γιατί τον υπεράσπιζε πάντοτε ειδική αντάρτικη φρουρά που τον μετακινούσε αδιάκοπα. Ο «θαλασσόλυκος» υπέφερε αγόγγυστα όλες αυτές τις περιπέτειες των μετακινήσεων, ώσπου, με τον καιρό, συμφιλιώθηκε οριστικά με το «στοιχειό» του βουνού κι απολάμβανε κι αυτός το άρωμα του έλατου.
Στα Καβάσαλα υπήρχε ακόμα και αντάρτικο αναρρωτήριο που ο διευθυντής τους, ο γιατρός Ν. Νικολακόπουλος, ονειρευότανε να το μετατρέψει σε αληθινό νοσοκομείο με κρεβάτια, με πολλούς γιατρούς, με φάρμακα και όργανα.
Για την ώρα όμως έλειπαν όχι μονάχα αυτά αλλά και τα πιο απαραίτητα εργαλεία. Και που να βρεθούν μια τέτοια εποχή; Σκέφτηκε το ένα, σκέφτηκε το άλλο ο καημένος ο γιατρός και τελικά του φάνηκε πως βρήκε τη μεγάλη λύση: Αποφάσισε να τα κλέψει από τον… εαυτό του. Και άρχισε σιγά-σιγά να γδύνει μια κλινική που είχε στην Αθήνα, στην οδό Κυδαθηναίων!
Αξέχαστη εποχή, αξέχαστοι άνθρωποι!…
* * *
Η είδηση πως ένας λόχος γερμανών ανέβαινε στην Πύλη φάνηκε στην αρχή απίστευτη, γιατί ήτανε παραφροσύνη σαν στρατιωτικό εγχείρημα. Που πήγαινε έτσι ένας λόχος ξεκομμένος στου «λύκου το στόμα»; Οσο λιγοστές πληροφορίες και να είχανε οι γερμανοί σχετικά με τη δύναμη των ανταρτών, θα πρέπει νάξεραν πως είναι τρομερά επικίνδυνο να κινηθούν σε τέτοιο έδαφος μεμονωμένα, δίχως καμιά προκάλυψη, δίχως πλαγιοφύλακες, δίχως σύνδεση με τη βάση της εξόρμησής τους. Οι αντάρτες, και ελάχιστοι να ήτανε, θα μπορούσαν να τους εξοντώσουν με αλλεπάλληλες και αιφνιδιαστικές επιθέσεις, οχυρωμένοι μες τα πεύκα ή πίσω από τα κατσάβραχα.
Η πρώτη λοιπόν σκέψη της αντάρτικης ηγεσίας, η πιο φυσική, ήτανε πως βρίσκονται μπροστά σε μελετημένο σχέδιο γενικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Στην περίπτωση αυτή ο ξεκομμένος λόχος που προχώρησε τόσο βαθιά, θα ήτανε το δόλωμα. Και μόλις οι αντάρτες συγκεντρώνονταν για να τον χτυπήσουν, θα ξεμπουκάριζαν με μιας κι από τους τρεις δρόμους οι κύριες γερμανικές δυνάμεις, θα κύκλωναν ολόκληρο το οροπέδιο και θα το «χτένιζαν» με όλη τους την ησυχία.
Σκαρφαλωμένοι πάνω σε ένα ύψωμα οι αξιωματικοί του συντάγματος, λίγο πιο έξω από τα Καβάσαλα, μάταια περίμεναν να ιδούν τίποτε κινήσεις ή να πάρουν καμιά είδηση που θα επιβεβαίωνε αυτούς τους λογικούς φόβους. Κοντά τους ήτανε και ο αντισυνταγματάρχης Γ. Ρήγος που δεν είχε προσχωρήσει ακόμα στον ΕΛΑΣ. Ανέβηκε στο βουνό την προηγούμενη μόλις ημέρα γιατί ήθελε να κατατοπιστεί προτού να πάρει την τελική του απόφαση, να πεισθεί ότι ο ΕΛΑΣ είναι πραγματικός στρατός και όχι συμμορίες «κατσαπλιάδων», όπως τον παράσταιναν οι εχθροί του.
Ητανε άνθρωπος τίμιος ο Ρήγος, σοβαρός, λιγομίλητος, μεθοδικός και απίστευτα ψύχραιμος, όπως το έδειξε σε λίγο κιόλας, όταν ανέλαβε τη διοίκηση του συντάγματος, κι αργότερα που έγινε ταξίαρχος και μέραρχος του ΕΛΑΣ.
Ενας μετά τον άλλο έρχονταν λαχανιάζοντας οι σύνδεσμοι, αλλά οι καθησυχαστικές πληροφορίες που έφερναν μεγάλωναν ακόμα περισσότερο την απορία και την αγωνία των αξιωματικών. «Δεν υπάρχουν γερμανοί στις δημοσιές, παντού είναι ησυχία», έλεγαν οι σύνδεσμοι.
Μα τότε τι συμβαίνει; Τι έπρεπε να υποθέσουν; Πως οι ξεκομμένοι εκείνοι γερμανοί που πήγαιναν για να χτυπήσουν την Πύλη παραφρόνησαν ομαδικά; Μπορεί ποτέ ένας στρατιωτικός ηγέτης να στηρίξει τις ενέργειές του στην υπόθεση πως ο εχθρός τρελάθηκε; Θα ήταν πιο τρελός εκείνος, αν κάνει κάτι τέτοιο.
–Όπως και νάναι εμείς πρέπει να τους χτυπήσουμε, είπε στο τέλος ο διοικητής, με μικρές δυνάμεις όμως, έχοντας πάντοτε υπόψη μας τον κίνδυνο που διαγράφεται με την ενδεχόμενη κινητοποίηση και άλλων γερμανικών δυνάμεων.
Αποφασίστηκε λοιπόν να στείλουν για ενίσχυση μονάχα ένα τμήμα, το λόχο του Καλλία, που βρισκότανε πιο κοντά στην Πύλη. Οι κύριες δυνάμεις θα έπιαναν τις κατάλληλες θέσεις για να μην επιτρέψουν στον εχθρό να εισχωρήσει στο ελεύθερο οροπέδιο.
Ο λόχος του Καλλία, του αξέχαστου πολεμιστή που λίγο αργότερα σκοτώθηκε, βρισκότανε στα Κρώρα, στο «τόξο» της προκάλυψης. Αμέσως μόλις έλαβε τη διαταγή, ξεχύθηκε σα σίφουνας κατά την Πύλη, περνώντας μέσα από λόγγους κι από ρεματιές για να κόψει δρόμο και να φτάσει γρηγορότερα.
Ταυτόχρονα στάλθηκε μήνυμα στο Στέφα να υποχωρήσει δεξιά, αν χρειαστεί, γιατί από τ’ αριστερά θα ξεμπουκάρει ο λόχος του Καλλία και μπορεί να χτυπηθούνε μεταξύ τους.
Ο Στέφας το στραβόπιασε το μήνυμα και θύμωσε. Πετάχτηκε πάνω σα θεριό που κάνουν να το μαστιγώσουν και φώναξε:
–Εμείς δεν πάμε πουθενά, μάιδε ζερβά, μάιδε δεξιά. Ενας μονάχα είναι πια ο δρόμος μας: Ομπρός!
Ωσπου να παρθεί η απόφαση της ενίσχυσης κι ώσπου να φτάσει εκεί ο λόχος του Καλλία είχανε περάσει κοντά τρεις ώρες. Κι όλες αυτές τις ώρες ο Στέφας και οι εκατό συγχωριανοί του πολεμούσανε τους γερμανούς με απερίγραπτη λύσσα. Είχανε κατορθώσει να τους καθηλώσουν πρώτα και να μην τους επιτρέψουν να ζυγώσουν στο χωριό. Και τώρα άρχισαν να τους ρίχνουν προς τα πίσω.
Επηξε ο τόπος από τα πτώματα των γερμανών, η μάχη όμως εξακολουθούσε με το ίδιο πείσμα. Τόξεραν πια και οι δυο αντίπαλοι πως δεν υπάρχουν περιθώρια για μέσες λύσεις και για ελιγμούς. Ενας από τους δυο θάμενε στον τόπο.
Ταμπουρώθηκαν λοιπόν οι γερμανοί καλά πίσω απ’ τα βράχια κι άρχισαν να χτυπάνε τους χωριάτες με καταιγιστικά πυρά. Τα μυδράλιά τους με τη φοβερή ταχυβολία κροτάλιζαν δαιμονισμένα κι ασταμάτητα. Ητανε όπλα τέλεια εκείνα τα γερμανικά μυδράλια – δεν ήξεραν τι θα πει «εμπλοκή» και μπορούσαν να χτυπάνε ώρες χωρίς διακοπή, αν τα «τάιζε». «Ετρωγαν» όμως τον περίδρομο και άδειαζαν αμέσως τις κασέλες με τα πυρομαχικά.
Ητανε κι αυτό ακόμα μια τρέλα των γερμανών. Ξόδευαν τα πυρομαχικά τους ασυλλόγιστα, από τον πανικό τους ίσως, δίχως να σκεφθούν πως είναι αποκομμένοι από τις βάσεις τους και ίσως απέναντί τους έχουν έναν αντίπαλο αποφασισμένο να μην κάνει βήμα προς τα πίσω, τη φωτιά ολόκληρης της κόλασης να τούριχνες απάνω του. Το κατάλαβαν αργότερα κι αυτό, την ώρα που είχε αρχίσει να πέφτει ο ήλιος. Αλλά τότε, πάνω από τα κεφάλια τους, ήτανε μαζεμένο ένα κοπάδι από πεινασμένα όρνια που χαμήλωναν, χαμήλωναν, κι ετοιμαζόνταν να χυμήξουν πάνω σε νεκρούς και ζωντανούς.
Οι Πυλιώτες δεν είχανε μυδράλια. Πολεμούσαν μονάχα με τα σγουροντούφεκά τους και με δυο τρία οπλοπολυβόλα που δεν ήξεραν καλά-καλά να τα χειρίζονται και τους πάθαιναν κάθε τόσο εμπλοκή.
Τα κινητά ουραία κόλλαγαν κι έπρεπε να τα καπανάνε με πέτρες για να ανοίξουν ή να τα πασαλείβουνε με λάδι. Είχε γίνει πια το λάδι αληθινό πολεμοφόδιο. Το μοίραζε στα παλικάρια ένας γέροντας που έτρεχε με το τενεκεδάκι του από ταμπούρι σε ταμπούρι κι όλο αστειευότανε:
–Λάδι για τη φωτιά, παιδιά! Εχω λαδάκι πρώτης, δώσε μου και μένα μπάρμπα. Απάνω τους, κι όποιος κολλάει εδώ είμαι εγώ… Ο γιατρός των ντουφεκιών σας! Ο γιατρός!…
Σε μια στιγμή όμως, καθώς πετάχτηκε από ένα ταμπούρι κι έτρεχε για το παραπέρα, τον γάζωσε μια ριπή. Επεσε κάτω ο γέροντας και χύθηκε το λάδι δίπλα του.
Πήγανε σούρνωντας με την κοιλιά, δυο τρεις και τον τραβήξαν πίσω, στο ταμπούρι. Η παιχνιδιάρικη έκφρασή του είχε μείνει αναλλοίωτη.
–Κόλλησα τώρα για καλά κι εγώ, τους είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει.
Και σε λίγη ώρα πέθανε.
Κατά τις δέκα –δέκα και μισή, οι γερμανοί κατάλαβαν πως δεν μπορούνε να τα βγάλουν πέρα μ’ αυτούς εδώ τους «τσάκαλους» που υπεράσπιζαν με τέτοιο πείσμα το χωριό τους. Αρχισαν λοιπόν να υποχωρούν σιγά-σιγά βλέποντας πως τα πυρομαχικά τους σώνονται. Τότε όμως έφτασε ο φτεροπόδαρος Καλλίας με το λόχο του και ρίχτηκε επάνω τους από το αριστερό πλευρό. Η θέση τους έγινε με μιας δραματική.
Εριχναν κόκκινες φωτοβολίδες που υψώνονταν στον ουρανό σαν κραυγές απόγνωσης και προσπαθούσανε να υποχωρήσουνε προς τις «πόρτες» από όπου είχαν ξεκινήσει το πρωί. Στα νώτα τους όμως βρισκότανε ο ταγματάρχης Δαλλιάνης που με καμιά εικοσιπενταριά άνδρες έκλεισε ακόμα μια διάβαση διαφυγής που τους απόμενε προς την κατεύθυνση του Μάζι. Ητανε πια οριστικά χαμένοι.
Οι φωτοβολίδες του κινδύνου που έστελναν αδιάκοπα στον ουρανό δεν φαίνονταν να έχουν αποτέλεσμα. Κάτω, στις δημοσιές, επικρατούσε ακόμα η ίδια ακατανόητη ησυχία που έδειχνε ότι, για σήμερα τουλάχιστον, δεν σκόπευαν οι γερμανοί να κινηθούν.
Γιατί τον εγκατέλειψαν τον λόχο τους; Πίστευαν τάχα ότι θα τα καταφέρει να ξεφύγει μόνος του; Ή το πήραν απόφαση να τον ξεγράψουν, έτσι στα γρήγορα, όπως το συνηθίζανε οι γερμανοί στρατηγοί να «σβήνουν» τις μονάδες τους με μία μονοκοντυλιά;
Δε μπορούμε φυσικά να ξέρουμε τι σκέψεις έκαναν οι γερμανοί. Ο ξεκομμένος λόχος πάντως εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Πολέμησαν ώρες ολόκληρες εκείνοι οι φανατισμένοι νεοσύλλεκτοι – όχι για τον «Φύρερ» αλλά για την ίδια την ζωή τους. Πάλεψαν ως το σούρουπο με τη γενναιότητα που δίνει στον άνθρωπο η απόγνωση. Ωσπου ξεθεωμένοι πια από την κούραση, φρυγανισμένοι από τη δίψα, καταματωμένοι, με τα ρούχα και τα γόνατά τους ξεσχισμένα από τα πουρνάρια και τις κοφτερές πέτρες, σήκωσαν μαντήλια και εσώρουχα σα λευκές σημαίες και παραδόθηκαν.
Τα πυρομαχικά τους είχανε σχεδόν εξαντληθεί. Όπως ομολόγησαν αργότερα, θα παραδίνονταν νωρίτερα, αλλά περίμεναν πρώτα να σκοτωθούν οι βαθμοφόροι τους. Από όλο τον λόχο που ξεκίνησε «καμαρωτά κι ωραία» το πρωί να κάψει την Πύλη, είχαν απομείνει μονάχα 43 φαντάροι – τραυματισμένοι οι περισσότεροι – κι ένας δεκανέας.
Τους πήρανε οι αντάρτες του Καλλία και, ερείπια πια σωματικά και ψυχικά, τους πήγαν στα Καβάσαλα. Εκεί ήπιανε λαίμαργα νερό, έφαγαν από το αντάρτικο συσσίτιο και καταλάγιασε λίγο ο τρόμος που έκανε τα βλέμματά τους να συστρέφονται αδιάκοπα.
Δεν μπορούσανε να κρύψουν την κατάπληξή τους βλέποντας πως βρίσκονται ανάμεσα σε τακτικό στρατό, οργανωμένο και πειθαρχημένο, με αξιωματικούς ανώτερους και κατώτερους που φορούσαν τη στρατιωτική τους στολή και τα διακριτικά του βαθμού τους.
Η ελπίδα που δεν ξεκολλάει εύκολα από την ψυχή του ανθρώπου, τρεμόσβηνε τώρα δειλά-δειλά στο βλέμμα τους, χωρίς όμως να βρίσκει τόπο να πιαστεί γερά. Ηξεραν τι λένε οι διεθνείς συμβάσεις – στα χαρτιά – για τους αιχμαλώτους, αλλά ήξεραν επίσης ότι οι δικοί τους, μόλις πιάσουνε αντάρτη, έχουν διαταγή να τον σκοτώνουν επιτόπου σαν σκυλί. Κι αυτό τους έλιωνε τα γόνατα.
Από τα Καβάσαλα τους πήγανε στα Κρώρα. Εκεί τους έκλεισαν στην εκκλησία κι έβαλαν για φρουρά καμιά τριανταριά εβραίους, που οπλίστηκαν γι αυτό τον σκοπό με τα όπλα των αιχμαλώτων.
Δεν σκόπευαν να τους σκοτώσουν οι αντάρτες. Τι θα κέρδιζαν; Σαράντα γερμανοί περισσότεροι, σαράντα λιγότεροι δεν ήτανε τίποτα μπροστά στις τόσες μεραρχίες. Πολύ περισσότερο μάλιστα αφού αυτοί εδώ ήτανε παιδιά σχεδόν, δυστυχισμένα, άπειρα και εξαπατημένα.
Αλλά ο πόλεμος είναι ένα τέρας που έχει δικές του αλήθειες, θεόγυμνες, και δική του λογική. Ο νικητής θα υπαγόρευε τους όρους του.
Εστειλε λοιπόν η διοίκηση του συντάγματος στο γερμανό φρούραρχο της Ελευσίνας ένα έγγραφο που έλεγε πως αν οι γερμανοί σεβαστούν τις διεθνείς συμβάσεις και δεν κάνουν αντίποινα σε άμαχους ή δεν κάψουν τα χωριά, θα σεβαστούν και κείνοι τη ζωή των αιχμαλώτων. Και όχι μονάχα αυτό, αλλά θα αφήσουν ελεύθερους και τους τραυματισμένους (και ήτανε τραυματισμένοι οι 23 απ’ τους 43). Διαφορετικά θα τους εκτελούσαν όλους.
Μαζί με το έγγραφο, συντάχτηκε στα γερμανικά και μια αναφορά των αιχμαλώτων που έλεγε τα ίδια περίπου. Για να πεισθεί μάλιστα ο διοικητής τους ότι πραγματικά είναι ζωντανοί ακόμα, ο κάθε αιχμάλωτος, δίπλα στην υπογραφή του, έγραφε καθαρά με το ίδιο του το χέρι όλο του το όνομα.
Σε μια στιγμή όμως, κάποιος από τους αιχμαλώτους πρόσεξε τον όρο που έβαζαν οι αντάρτες και κατάλαβε από τι κλωστή είναι κρεμασμένη τώρα η ζωή τους. Τόπε στους άλλους κι άξαφνα, όλοι μαζί, έκρυψαν το κεφάλι τους ανάμεσα στα καταματωμένα γόνατά τους κι άρχισαν να κλαίνε ασυγκράτητα και γοερά.
* * *
Το ίδιο βράδυ καθώς έγερνε ο ήλιος, οι Πυλιώτες κουβαλούσαν τους νεκρούς τους στο χωριό. Είχαν πέσει δέκα τρεις σ’ αυτή την άγρια μάχη.
Ο Στέφας Μαλιάτσης έψαξε ανάμεσα στα πτώματα των γερμανών και βρήκε το παιδί του το Σωτήρο, ξαπλωμένο ανάσκελα. Κρατούσε ακόμα τη γκλίτσα στο δεξί του χέρι πολύ σφιχτά. Κι έτσι όπως είχαν παγώσει πια τα μάτια του ανοιχτά, φαινόταν σα να κοίταζε με απέραντη κατάπληξη τον ουρανό και να ρωτούσε: «Μα πως; Γιατί με σκότωσε ο πατέρας μου;»
Τον πήρε στην αγκαλιά του και προχώρησε αμίλητα προς το χωριό. Πήγαινε τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος κοιτάζοντας ολόισα μπροστά του το μενεξεδένιο ορίζοντα. Κι από τα μάτια του, βουβά, έσταζαν τα δάκρυα σα χοντρές στάλες ιδρώτα.
Δίπλα του περπατούσε ο Ανέστος που γύριζε κάθε τόσο το κεφάλι του και τον κοίταζε με την ίδια πάντα λυπημένη αυστηρότητα χωρίς να λέει λέξη. Ητανε ένας καλός του φίλος ο Σωτήρος.
Τον έκαιγε το Στέφα εκείνη η ματιά αλλά τη δεχότανε με ευχαρίστηση σχεδόν – ήτανε μια τιμωρία που αλάφρωνε λίγο τον πόνο του. Και δεν έλεγε τίποτα. Μόνο την ώρα που έμπαιναν στο χωριό κοντοστάθηκε λιγάκι και χωρίς να κοιτάζει, του είπε βλέποντας πάντοτε μπροστά του το κενό:
–Επρεπε Ανέστο, έπρεπε…
* * *
Είχανε δίκιο οι αιχμάλωτοι που κλαίγανε. Το ήξεραν πως είναι καταδικασμένα να παραδοθούν στις φλόγες τα χωριά – η Πύλη προπάντων. Δεν θα τολμούσε ο διοικητής της Ελευσίνας να τους σώσει και να τόθελε ακόμα. Ασε που δεν θα το καταδεχότανε ποτέ. Καταχτητής αυτός, να έρθει σε διαπραγματεύσεις με «κακοποιούς» και επαναστάτες;
Το «καθήκον» του ήτανε να κάψει αυτά τα καλυβόσπιτα. Αν με τις ίδιες φλόγες θάκαιγε και τα κορμιά των αιχμαλώτων, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς που πιάστηκαν αιχμάλωτοι και δεν προτίμησαν τον ωραίο θάνατο στο πεδίο της τιμής!
Σε παρόμοιες περιπτώσεις, ο «Φύρερ» είχε θυσιάσει ολόκληρες μεραρχίες και θα τολμούσε τώρα ο διοικητής της Ελευσίνας να υπολογίσει τούτα τα σαράντα τρία παιδαρέλια; Όχι, δεν έχουνε καμιά αξία οι ανθρώπινες ζωές.
Προχτές ακόμα, οι ίδιοι τούτοι αιχμάλωτοι ίσως να άκουγαν με περηφάνια τα υψηλά «διδάγματα» που τους έδινε ο «Φύρερ» και να περιφρονούσαν κάθε ιδέα που σέβεται την ανθρώπινη ζωή, τώρα όμως, σίγουρα, το καταλάβαιναν πως όλα αυτά είναι κουραφέξαλα, «κορώνες» για ηλίθιους, στρατιωτικές «μπαρούφες» βάρβαρες και γελοίες. Τόβλεπαν πως εξαπατήθηκαν και πως τα «ιδανικά» του έγιναν θηρία που θα καταβροχθίσουν τώρα και τους ίδιους. Ητανε όμως τόσο αργά για να τα φτύσουν!…
Πραγματικά, την άλλη μέρα το πρωί, στις 17 του Οκτώβρη, οι γερμανοί εξόρμησαν με ισχυρές δυνάμεις και με πυροβολικό από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις.
Οι αντάρτες την περίμεναν αυτή την επίθεση και είχανε πιάσει ολονυχτίς τις κατάλληλες θέσεις. Ο Αριστείδης (ανθυπασπιστής Τσιρώνης) με το λόχο «μηχανημάτων», τη μόνη ομάδα που είχε έναν όλμο βαρύ και τρία τέσσερα από κείνα τα φοβερά «ολμάκια» — όλα λάφυρα από τους ιταλούς στη μάχη της Παύλιανης – έπιασε από νωρίς τις θέσεις του και είχε επισημάνει τις στροφές του δρόμου που ανεβαίνει προς τα Κρώρα. Το πεζικό απλώθηκε σε όλη σχεδόν την πλαγιά του Μεγάλου Βουνού, καμουφλαρισμένο μες τα πεύκα και τις «πατουλιές».
Στον άλλο τομέα προς την Πάνακτο και τα Καβάσαλα, πήγε ο λόχος του Καλλία, ο ταγματάρχης Παπαζήσης, ο Τζουβάρας, ο Τηλέμαχος κι άλλοι καπεταναίοι με τους άνδρες τους.
Τη γενική διεύθυνση των επιχειρήσεων είχε αναλάβει πια ο Ρήγος που είχε μείνει άναυδος βλέποντας το μαχητικό πνεύμα, την οργάνωση και τη δύναμη του αντάρτικου στρατού.
Οι σύνδεσμοι που ήρθαν από τη Θήβα, απ’ την Ελευσίνα κι από την Αθήνα ακόμα, τρέχοντας ολονυχτίς και περνώντας μέσα απ’ τις γερμανικές γραμμές, έφερναν τα μηνύματα απανωτά. Όλα σχεδόν ήτανε ταυτόσημα: «Γερμανοί με πολλές δυνάμεις έρχονται κατά πάνω σας. Υποδεχτείτε τους».
Πρώτα – πρώτα φάνηκαν εκείνοι που βάδιζαν για τα Κρώρα. Ανέβαιναν ξανά «παλικαρίστικα», με δέκα αυτοκίνητα, χωρίς να βγάλουνε πλαγιοφυλακές. Δεν ήξεραν ακόμα τη δύναμη των ανταρτών; Ηθελαν να δείξουν πως περιφρονούνε τον αντίπαλό τους; ΄Η πίστευαν ότι θα τον τρομοκρατούσαν με τον όγκο τους;
Εχει τα όριά της η παλικαριά στον πόλεμο. Από ένα ορισμένο σημείο και πέρα γίνεται σκέτη ηλιθιότητα και μερικές φορές προσφέρει ανεκτίμητα πλεονεκτήματα στον αντίπαλο.
Το ίδιο έγινε και τώρα. Οι αντάρτες άφησαν τα αυτοκίνητα να πάρουν τη στροφή και να τους ζυγώσουν στα διακόσια μέτρα. Κι άξαφνα οι μικρές οβίδες των όλμων άρχισαν να πέφτουνε βροχή, ενώ από τα πεύκα και τις πατουλιές θερίζανε τα πολυβόλα.
Με την πρώτη κιόλας βολή χτυπήθηκε ένα καμιόνι φορτωμένο πυρομαχικά. Τινάχτηκε στον αέρα και σείστηκε όλος ο τόπος απ’ τη δόνηση. Εσκαζαν οι χειροβομβίδες σαν τερατώδεις «στράκα-στρούκες» κομματιάζοντας τα πάντα γύρω τους, ανθρώπους, όπλα, αυτοκίνητα και σκορπίζοντας τον πανικό. Οι πράσινες τροχιοδεικτικές των μάουζερ, ίδιες άστρα φλογισμένα που εκτοξεύονται όμως από πεύκα κι από πατουλιές, καρφώνονταν στα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων και τα πυρπολούσανε.
Ουρλιαχτά, κραυγές απόγνωσης, βλαστήμιες, βογγητά πλημμύριζαν τον πρωινό αέρα. Φρενάρανε απότομα οι οδηγοί και πάλευαν να στρίψουν προς τα πίσω ενώ άλλοι προσπαθούσανε να φύγουν με την όπισθεν, να ξεφρακάρουν απ’ τους διπλανούς τους, να βγουν απ’ το χαντάκι του στενού δρόμου, ν’ απομακρυνθούν από τα πρώτα αυτοκίνητα που καίγονταν τριζοβολώντας, τυλιγμένα σε ένα σύγνεφο μαύρου καπνού. Στο τέλος μόνο τα μισά από τη φάλαγγα κατάφεραν να πάρουν τη στροφή και να γλυτώσουνε. Τα άλλα κάηκαν και οι μαυρισμένοι σκελετοί τους έμεναν για πολλά χρόνια εκεί πέρα, στην άκρη του δρόμου, κοντά στο Κοκκίνι, βρικόλακες από μια μάχη εφιαλτική για τον καταχτητή.
Μετά το δεύτερο πάθημα, οι γερμανοί έδειξαν πως «έβαλαν μυαλό» και μάλιστα περισσότερο από όσο έπρεπε. Δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τι ακριβώς είχε γίνει και φαντάσθηκαν πως τα αυτοκίνητά τους έπεσαν πάνω σε νάρκες και πως όλος αυτός ο δρόμος είναι ναρκοθετημένος. Γι’ αυτό απέφυγαν να στείλουν τανκς κι άρχισαν να σφυροκοπάνε όλο το πεδίο των επιχειρήσεων με πυροβολικό.
Ένα αεροπλάνο πέταγε αδιάκοπα στην πλαγιά του Μεγάλου Βουνού για να εντοπίζει τις αντάρτικες θέσεις και να κανονίζει τη βολή του πυροβολικού. Καιγότανε ο τόπος από τις οβίδες που θέριζαν τα πεύκα σα στάχυα και κομμάτιαζαν τους βράχους.
Οι αντάρτες είχανε πολλές απώλειες – πάνω από είκοσι τραυματίες – αλλά δεν σκόρπισαν, παρόλο που οι περισσότεροι δεν είχαν πείρα από μάχες «εκ παρατάξεως» και δεν βρέθηκαν ποτέ σε τέτοιο «μπαράζ» πυροβολικού.
Η μάχη συνεχίστηκε ως το σούρουπο και οι αντάρτες εξακολουθούσαν να κρατούν τις θέσεις τους, χωρίς να επιτρέπουνε στο πεζικό των γερμανών να προχωρήσει. Όταν άρχιζε πια να σκοτεινιάζει τα πυρά λιγόστεψαν, ώσπου σταμάτησαν ολότελα.
Την ίδια αποτυχία είχανε οι γερμανοί και στον άλλο τομέα, μπροστά από την Πάνακτο. Οργωσε τον τόπο και εδώ όλη την ημέρα το πυροβολικό, το πεζικό τους όμως καθηλώθηκε ώσπου έπεσε το βράδυ και υποχώρησε στις βάσεις του. Ετσι πέρασε κι η δεύτερη ημέρα χωρίς να κατορθώσουν οι γερμανοί να φτάσουν στα Δερβενοχώρια και να τα κάψουν. Γιατί αυτό ήτανε ο «μέγας» στόχος τους: Να πυρπολήσουν μερικά φτωχά χωριά.
Μόνο η Τρίτη φάλαγγα, εκείνη που εξόρμησε από τη Θήβα πέτυχε τον αντικειμενικό σκοπό της και κατάφερε να φτάσει ως την Πύλη, λίγο πριν νυχτώσει. Οι αντάρτικες δυνάμεις που υπεράσπιζαν αυτό τον τομέα ήτανε ελάχιστες – ο λόχος του Κρόνου μοναχά, με τον ταγματάρχη Δαλλιάνη, ενώ οι γερμανοί ήτανε ολόκληρο τάγμα, πλαισιωμένο από άρματα μάχης που προχώρησαν σε αρκετό βάθος γιατί το έδαφος εδώ έχει μικρότερη κλίση.
Οι αντάρτες κράτησαν ως το απομεσήμερο δίνοντας έτσι τον καιρό στους Πυλιώτες να αδειάσουν το χωριό τους εντελώς. Όταν μπήκαν οι γερμανοί δεν βρήκαν ούτε κότα στην Πύλη. Όλα τα σπίτια ήτανε άδεια και από πολλά έλειπαν ακόμα και οι πόρτες που τις έβγαλαν οι χωριάτες και τις πήρανε μαζί τους έξω.
Πυρπόλησαν βιαστικά τα ντουβάρια κι έφυγαν σαν τρομοκρατημένοι κλέφτες γιατί έβλεπαν πως οι άλλες φάλαγγες δεν τα είχαν καταφέρει να φτάσουν στους αντικειμενικούς σκοπούς και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να βρεθούν και κείνοι τώρα κυκλωμένοι από τους αντάρτες και να πάθουνε τα ίδια που έπαθε ο λόχος τους χτες.
Για μια στιγμή μάλιστα πήραν τη λαχτάρα ότι κάτι τέτοιο έγινε κιόλας γιατί εκεί που έκαιγαν τα σπίτια, τους ρίχτηκε ο Θεοχάρης με πενήντα μόνο άντρες και τους ανάγκασε να φύγουνε «κουτρουβαλώντας» από το χωριό τυλιγμένοι στο σκοτάδι της νύχτας.
* * *
Η μάχη συνεχίστηκε και τρίτη μέρα με πιο μεγάλη ένταση. Οι άλλες δυο φάλαγγες ξανάρχισαν την επίθεσή τους πρωί-πρωί, με το πυροβολικό πρώτα και ύστερα με το πεζικό που εξορμούσε σε διαδοχικά κύματα. Αλλά και πάλι οι αντάρτες, νηστικοί, διψασμένοι, τσακισμένοι από την κούραση κι από την υπερένταση των νεύρων, κρατούν τις θέσεις τους πεισματικά. Είναι αποφασισμένοι να γλυτώσουν τα χωριά απ’ τη φωτιά με κάθε θυσία.
Το μεσημέρι η μάχη είχε φτάσει πια στο αποκορύφωμά της, στον τομέα των Κρώρων προπάντων, όπου είχε ρίξει όλο του το βάρος ο εχθρός. Ο συνταγματάρχης Ρήγος μετακίνησε προς τα κει κάθε διαθέσιμη δύναμη. Εστειλε τον Κρόνο, τον ταγματάρχη Δαλλιάνη, τον Δυοβουνιώτη, τον Διαμαντή και μια ανεξάρτητη διμοιρία ρώσων αιχμαλώτων που απελευθερώθηκαν και πολεμούσαν τώρα δίπλα στους αντάρτες με επικεφαλής τον υπολοχαγό τους Μίσια.
Οι γερμανοί πυκνώνουν τα πυρά του πυροβολικού ενώ το πεζικό απλώνεται σιγά-σιγά αριστερά από το τόξο προκάλυψης που έχουν σχηματίσει οι αντάρτικες δυνάμεις.
Η πρόθεσή τους είναι φανερή. Αφού δεν μπορούν να διασπάσουν κατά μέτωπο τις γραμμές των ανταρτών, προχωρούν προς τα πλάγια και πάνε να τις κυκλώσουν – όπως απλώνεται ένας χείμαρρος που βρίσκει αξεπέραστο εμπόδιο μπροστά του.
Η ίδια κίνηση διαγράφεται και στον δεύτερο τομέα, προς την Πάνακτο. Αναπτύσσονται βέβαια και οι αντάρτες για να μην επιτρέψουν στον εχθρό να τους χτυπήσει από τα πλάγια, η δύναμή τους όμως είναι περιορισμένη και δεν μπορεί να τεντώνεται αδιάκοπα σα λάστιχο γιατί θα αδυνατίσει και θα σπάσει η κύρια γραμμή ή θα δημιουργηθούν κενά πολύ επικίνδυνα.
Ο συνταγματάρχης Ρήγος με το επιτελείο του είναι λίγο έξω από την Πάνακτο, πάνω σε ένα υψωματάκι. Βλέπει τον κίνδυνο που διαγράφεται, καταλαβαίνει όμως πως υπάρχουνε ακόμα περιθώρια αντίστασης.
Κι όσο υπάρχουν τέτοια περιθώρια δεν θα διατάξει υποχώρηση. Στην κρίσιμη εκείνη ώρα ήρθε αναπάντεχα μια ακόμη ενίσχυση. Ητανε ο Ανέστος απ’ την Πύλη που παρουσιάστηκε ξαφνικά στη διοίκηση τους συντάγματος μαζί μ’ ένα άλλο παιδί, λίγο μεγαλύτερό του.
–Σας φέρνουμε αυτό, είπε ξερά, με την ίδια παράξενη αυστηρότητα που είχε παγώσει πια στο βλέμμα του.
Και τους έδειξε το μουλάρι όπου είχανε φορτώσει ένα γερμανικό μυδράλιο με δυο-τρεις κάσες φυσίγγια. Τόχανε βρει πίσω από κάτι βράχια, απείραχτο, δίπλα σε κάτι σκοτωμένους γερμανούς, απ’ αυτούς που πήγαιναν προχτές στην Πύλη.
–Μπράβο παιδιά! Τους είπε ο καπετάνιος.
Ο Ανέστος κούνησε το κεφάλι του πολύ ψυχρά, έτσι σα να τούλεγε: «Καλά, άσε τις σαχλαμάρες τώρα». Κι έπιασε πάλι το μουλάρι απ’ το καπίστρι.
–Βάλτο μπρος να κακαρίσει, του είπε αυστηρά.
Κι έφυγε όπως είχε έρθει, σοβαρός και λυπημένος, αφήνοντας τον καπετάνιο άναυδο. Τράβηξε κατά το δάσος. Τώρα που είχε ιδεί καλά τους γερμανούς έπαψε να φοβάται και τους λύκους.
Ο καπετάνιος είχε απομείνει σκεφτικός. Επρεπε βέβαια να «κακαρίσει» το μυδράλιο, αλλά αυτό ήτανε μια κουβέντα.
–Ποιος ξέρει από τούτο δω το σύνεργο ρε παιδιά; Ρώτησε σαστισμένα.
Δεν πήρε καμιά απάντηση. Τον κοίταζαν όλοι κι έξυναν το κεφάλι τους με αμηχανία. Πρώτη φορά έπεφτε στα χέρια τους τέτοιου είδους μυδράλιο – δεν το είχαμε ούτε στο στρατό.
Ξαφνικά πετάχτηκε ένας ιταλός επιλοχίας.
–Ιο! Φώναξε.
Ητανε ένα άντρας γεροδεμένος, ψηλός και μελαχρινός. Είχε ανεβεί στ’ αντάρτικο απ’ τα προχτές, μαζί μ’ ένα φαντάρο που τον έλεγαν Φρατζέσκο, αλλά μες την αναμπουμπούλα της γερμανικής επιδρομής κανείς δεν βρήκε τον καιρό για να ασχοληθεί μαζί τους. Γύριζαν άσκοπα εδώ κι εκεί χωρίς να έχουν ενταχθεί ακόμα σε καμιά μονάδα και δίχως να κρατάνε όπλο.
Ο «ματζόρε» είχε εκνευρισθεί πια μ’ αυτή την κατάσταση και μόλις έβλεπε κανένα βαθμοφόρο έτρεχε να τον ρωτήσει με τα σπασμένα του ελληνικά:
–Εγκώ τι κάνει εντώ πάνω;
–Καλά θα ιδούμε αύριο, του απαντούσαν οι περισσότεροι.
–Ντομάνι, ντομάνι!… μουρμούριζε ο επιλοχίας αγανακτισμένος.
Μισούσε τους γερμανούς κι ανέβηκε εδώ για να τους πολεμήσει, αλλά ως τώρα γύριζε με τα χέρια στις τσέπες, ενώ τριγύρω χάλαγε ο κόσμος.
Ο καπετάνιος δίστασε για μια στιγμή. Πώς να εμπιστευόταν τέτοιο όπλο σε δυο χτεσινούς εχθρούς που δεν πρόφτασε καλά-καλά να τους ρωτήσει πως γιατί τα’ αποφασίσανε να ανέβουν στο αντάρτικο;
–Ώστε… ξέρεις, του είπε χαϊδεύοντας τα γένια τους.
–Σι καπιτάνο.
Εσκυψε πάνω από το μυδράλιο, το κοίταξε καλά και του ανοιγόκλεισε μια δυο φορές το κλείστρο με άνεση και σιγουριά.
–Μπόνο, του λέει. Που να το στήσω:
Τον κοίταξε ακόμα λίγο ο καπετάνιος, χαϊδεύοντας τα γένια του κι άξαφνα, σα να βρήκε επιτέλους κάτι που αναζητούσε στα φωτεινά μάτια του «ματζόρε», έδειξε ένα βράχο απότομο, λίγο πιο πάνω απ’ το χωριό.
–Εκεί, του λέει.
Ητανε μια θέση επικίνδυνη, αλλά σημαντική. Με το μυδράλιο εκεί πάνω δεν θα μπορούσαν πια οι γερμανοί να συνεχίσουν το απειλητικό τους άπλωμα.
Πήρανε το μυδράλιο οι δυο ιταλοί, φορτώθηκαν τις κάσες με τα πυρομαχικά στην πλάτη και ξεκίνησαν. Γύρω τους έπεφταν βροχή οι οβίδες αναγκάζοντάς τους να ξαπλώνουν κάθε τόσο κάτω. Μόλις όμως σκόρπιζε η καπνιά κι ο κουρνιαχτός συνέχιζαν τη πορεία τους, σκυφτοί κι απτόητοι.
Εφτασαν στον απότομο βράχο, έστησαν το μυδράλιο κι ακούστηκε αμέσως το κακάρισμα που ζήτησε ο Ανέστος.
Ξαφνιάστηκαν οι γερμανοί. Ως τώρα δεν έβλεπαν να τους χτυπάει από πουθενά μυδράλιο, από πού λοιπόν ξεφύτρωσε αυτό;
Επρεπε να το «βουλώσουν» οπωσδήποτε. Εντοπίσανε τη θέση του αμέσως και γύρισαν κατά πάνω του τις μπούκες όλων τους των πυροβόλων.
Κομμάτιασαν το βράχο οι οβίδες, αλλά ο ματζόρε δεν το κούναγε από τη θέση του. Είχε δίπλα του το Φρατζέσκο που «τάιζε» το μυδράλιο και εκείνος έριχνε ασταμάτητα φωνάζοντας κάθε τόσο:
–Ντεντέσκι ρουφιάνι!…
Ωσπου σε μια στιγμή τέσσαρες μαζί «κρουσιφλεγείς» έπεσαν επάνω στα κεφάλια τους, πίσω από το βράχο. Υψώθηκε ένα σύννεφο καπνού ανακατωμένου με σκόνες, με κομματιασμένες πέτρες και με πουρναρόριζες. Μπορεί ανάμεσα σε όλα αυτά να ήτανε και κάνα χέρι του Φρατζέσκου ή ένα κομμάτι απ’ την καρδιά του «ματζόρε». Όταν πάντως κατακάθησε ο κουρνιαχτός, στη θέση του μυδράλιου υπήρχε μόνο μια μεγάλη τρύπα.
Κράτησαν ακόμη δυο ώρες οι αντάρτες, αλλά το άπλωμα των γερμανών στο πλάι τους συνεχιζόταν απειλητικά. Ο κίνδυνος του εγκλωβισμού ήτανε άμεσος, δεν υπήρχαν περιθώρια για αντίσταση. Ετσι ο συνταγματάρχης έδωσε τη διαταγή της υποχώρησης.
Είχανε παλέψει υπεράνθρωπα τρεις μέρες να γλυτώσουν τα χωριά απ’ την καταστροφή, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Συμπτύχθηκαν κανονικά κι άφησαν τους γερμανούς να ικανοποιήσουν την πυρομανία τους, που την πλήρωσαν τόσο ακριβά – με διακόσιους νεκρούς, ίσως και περισσότερους.
Τα Σκούρτα, τα Κρώρα και η Πάνακτος παραδόθηκαν στις φλόγες. Η διαταγή του εμπρησμού, άγνωστο για ποιους λόγους, δεν ανέφερε τα Καβάσιλα. Και φυσικά οι γερμανοί δεν τόλμησαν να τα πειράξουν. Τόξεραν πια, το είδαν με τα μάτια τους πως τα Καβάσιλα είναι η «πρωτεύουσα» του αντάρτικου σε τούτη τη περιοχή και θάθελαν τόσο πολύ να τα κάψουν, αλλά αφού δεν τα ανέφερε η διαταγή;
Ποιος θα τολμούσε να μην την εκτελέσει με ακρίβεια, να κάνει έστω κι ένα βήμα παραπέρα από το γράμμα της; Θάλεγε κανείς ότι σκοπός απώτατος των γερμανών δεν ήτανε η νίκη. Ητανε μόνο η εκτέλεση μιας διαταγής!
Τώρα οι αντάρτες έπρεπε να κατατμηθούν σε μικρές ομάδες από 5 – 10 άντρες η κάθε μια για να ξεγλιστρήσουν ευκολότερα. Στη φυγή τους δεν μπορούσαν, φυσικά, να σέρνουν σαράντα τρεις αιχμαλώτους. Τους πήγανε λοιπόν τη νύχτα σε μια ρεματιά, στο Βούντιμα, πάνω από το Κακοσάλεσι, και τους τουφέκισαν κάτω από τις αγκορτσές.
Ανοιξαν έναν τάφο ομαδικό και τους έθαψαν. Ετσι εξαφανίστηκαν εκείνοι οι 120 χιτλερικοί του ξεκομμένου λόχου. Τους 77 που έπεσαν στο «πεδίον της τιμής» τους έφαγαν τα όρνια και τους υπόλοιπους 43 τους έφαγαν τα θηριώδη «ιδανικά» της Βέρμαχτ – όρνια κι αυτά, αλλιώτικα.
ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΤΑΤΖΗ
«Ούλι! Ούλι! » (Τα Δερβενοχώρια)
από τη συλλογή ιστορικών διηγημάτων «Τα Ματωμένα Χρόνια» του 1946
Μήνες από το θάνατό του Στέφα Μαλιάτση (7 Ιούνη 1978), και 36 χρόνια μετά τη θρυλική μάχη η πατρίδα κατάφερε να στήσει ένα μνημείο στη μνήμη των αγωνιστών της μάχης της Πύλης, τον Οκτώβρη του 1979.
Στις τιμητικές εκδηλώσεις με τη συμμετοχή του Επισκόπου, του Νομάρχη, των Δημάρχων, του στρατού, της εκπαιδευτικής κοινότητας κλπ., απαγορεύτηκε να ακουστούν λέξεις όπως «Αντάρτικο», «Εθνική Αντίσταση» «ΕΑΜ», «ΕΛΑΣ», «ΚΚΕ» κλπ.
Οι ίδιοι οι επιζώντες αγωνιστές που είχαν πολεμήσει στέκονταν παράμερα, αμίλητοι και αμέτοχοι.
από ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου