Κείμενο: Λευτέρης Τηλιγάδας*
Μέχρι το τέλος Ιουνίου του 1821 όλες οι περιοχές της Δυτικής Ελλάδας είχαν πέσει στα χέρια των χριστιανών αρματολών του Αλή Πασά, οι οποίοι σε συνεργασία και με τους Αλβανούς αξιωματικούς του, είχαν καταφέρει να
πάρουν και να κρατήσουν τα πιο ισχυρά διοικητικά και στρατιωτικά κέντρα των Οθωμανών στην περιοχή και να διατηρήσουν παρά την παρουσία του Χουρσήτ Πασά, που είχε αποστείλει η Πύλη εναντίον του Αλή.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ύπαρξη του Δημήτρη Υψηλάντη στην Πελοπόννησο, ήταν εκείνο που οδήγησε τον πρίγκιπα της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρο Μαυροκορδάτου να επιλέξει τη Δυτική Ελλάδα και ιδιαίτερα το Μεσολόγγι ως ορμητήριο των στρατιωτικών και πολιτικών φιλοδοξιών του. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Μαυροκορδάτος γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1791 στο Μέγα Ρεύμα (σημερινό Αρναούτκιοϊ, Arnavutköy στα τούρκικα), ένα από τα προάστια της Κωνσταντινούπολης, και ήταν γιος του λογίου και αξιωματούχου στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες Νικολάου Μαυροκορδάτου (1744 - 1818) και της Σμαράγδας Καρατζά.[1] Διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα από οικοδιδάσκαλο και έμαθε από νωρίς να μιλά με εξαιρετική ευχέρεια την τουρκική και τη γαλλική. Την περίοδο 1807-1811 σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Το 1812 ο θείος του Ιωάννης Καρατζάς ανέβηκε στο αξίωμα του ηγεμόνα της Βλαχίας και τον διόρισε γραμματέα του. Σύντομα όμως ο Μαυροκορδάτος διακρίνεται σε πάρα πολλά επίπεδα και προάγεται στο αξίωμα του ποστέλνικου.[2]
Το 1818, ο Ιωάννης Καρατζάς, φοβούμενος για τη ζωή του, έχοντας πλήρη γνώση των κινήσεων και των στοχεύσεων της «Φιλικής Εταιρείας» αναχωρεί από το Βουκουρέστι συνοδευόμενος από την οικογένειά του και διαφόρους αυλικούς, μεταξύ των οποίων και ο Μαυροκορδάτος.
Πρώτος σταθμός των επιφανών φυγάδων ήταν η Γενεύη της Ελβετίας, όπου παρέμειναν για ένα εξάμηνο. Εκεί ο Μαυροκορδάτος παρακολουθεί μαθήματα οχυρωματικής. Οι ιδιαίτερες πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις που έδεναν τον Καρατζά με το Μητροπολίτη της Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο τον οδηγούν, μαζί με τους υπόλοιπους, στην κατοικία του μητροπολίτη, στην Πίζα της Ιταλίας, όπου και εγκαθίστανται.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Πίζα ο Μαυροκορδάτος παρακολουθεί μαθήματα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο, μυείται στη Φιλική Εταιρεία από τον Τσακάλωφ το 1819, και παίρνει μέρος στις επαναστατικές διεργασίες, δημιουργώντας το λεγόμενο «Κύκλο της Πίζας»[3].
Ο «Κύκλος» αυτός διαδραμάτισε παρασκηνιακό ρόλο στην εξέλιξη της επανάστασης του '21, καλλιεργώντας την πεποίθηση ότι η επανάσταση απαιτούσε περισσότερο χρόνο και μεγαλύτερη προετοιμασία, ενώ όλοι όσοι συμμετείχαν σ' αυτόν ήταν αντίθετοι στην τοποθέτηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας.
Παρά το γεγονός ότι υποστήριζε με θέρμη τις παραπάνω απόψεις, μόλις πληροφορήθηκε την έναρξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο, φόρτωσε -κατά πως λέγεται- στο λιμάνι του Λιβόρνο ένα πλοίο με όπλα και πολεμοφόδια, τα οποία αγόρασε με δικά του χρήματα, αλλά και με συνεισφορές άλλων ομογενών και ξένων φιλελλήνων, πήγε στη Μασσαλία, απ' όπου παρέλαβε μια ομάδα ακόμα φιλελλήνων, Γάλλων κυρίως, με επιπλέον οπλισμό και πολεμοφόδια και αναχώρησε για την Πελοπόννησο στις 5 Ιουλίου του 1821. (Το γεγονός της φόρτωσης του πολεμικού υλικού, αμφισβητείται από πολλούς, γι αυτό η χρήση του παρενθετικού λόγου στην παραπάνω πρόταση).
Στις 17 Ιουλίου, μετά από δώδεκα μέρες ταξίδι μπήκε στο Ιόνιο[4] και πλησίασε στις ακτές του κάμπου της Γαστούνης με κατεύθυνση την Πάτρα, για την οποία οι γαλλικές εφημερίδες είχαν γράψει, ότι είχε πέσει στα χέρια των εξεγερμένων μαζί με την Τριπολιτσά.
Ο Μαυροκορδάτος και οι συμπλέοντες μαζί του φιλέλληνες όμως, δεν εμπιστεύονταν και πολύ τις εφημερίδες, γιατί οι πληροφορίες που συχνά εμφανίζονταν στις σελίδες τους στηριζόταν κυρίως σε φήμες, επιστολές και πληροφορίες επιβατών, των οποίων η φαντασία και ο ενθουσιασμός, παρουσίαζαν ως γεγονός, ό,τι ακόμα αποτελούσε ευχή και πόθο.
Την επομένη (18 Ιουλίου 1821) και ενώ το πλοίο βρισκόταν μεταξύ Γλαρέτζας[5] και Κεφαλονιάς, ο Μαυροκορδάτος και οι συμπλέοντες μαζί του πληροφορήθηκαν ότι πάνω στο φρούριο της Πάτρας κυμάτιζε ακόμα η ημισέληνος. Τις πληροφορίες αυτές μας τις δίνει στα απομνημονεύματά του ο Μαξίμ Ρεμπώ, ο οποίος ήταν ένας από τους Γάλλους φιλέλληνες που επέβαιναν στο πλοίο.
Μετά απ' αυτό ο Μαυροκορδάτος και οι συνεπιβάτες του, παρά το γεγονός ότι η αρχική απόφασή τους ήταν να φτάσουν στην Πάτρα, για να συναντήσουν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί από τον Ιγνάτιο να τους περιμένει, αποφάσισαν να αποβιβασθούν προσωρινά στο Μεσολόγγι και να δουν αργότερα με ποιον τρόπο θα έφταναν στην Πελοπόννησο.
Στις 20 Ιουλίου το πλοίο αγκυροβόλησε σε απόσταση δύο (2) λεύγες από τις ακτές του Μεσολογγίου και ο Μαυροκορδάτος έστειλε τον Πραΐδη και τον Ψύλλα με μια βάρκα, να γνωστοποιήσουν στους προκρίτους την άφιξή του, καθώς και την απόφασή του να αποβιβασθεί εκεί, να τους ζητήσουν βοήθεια για την εκφόρτωση των πολεμοφοδίων και να συλλέξουν πληροφορίες για την πορεία της εξέγερσης στην περιοχή.
Όταν το βράδυ επέστρεψαν οι δύο απεσταλμένοι πληροφόρησαν το Μαυροκορδάτο για την αναίμακτη εξέγερση στο Μεσολόγγι και τη σύλληψη του Τούρκου διοικητή μαζί με την Οθωμανική φρουρά της πόλης.
Την άλλη μέρα το πρωί (21 Ιουλίου), μερικοί προεστοί της πόλης πλησίασαν με μικρά πλοιάρια το πλοίο και υποδέχτηκαν με έκδηλη εγκαρδιότητα τους ξένους. Τους μετέφεραν στην ακτή μαζί με τις αποσκευές τους, όπου εκεί ολόκληρη η πόλη τους επιφύλαξε μια θερμότατη υποδοχή με ζητωκραυγές και απερίγραπτο ενθουσιασμό, ο οποίος πήγαζε από το γεγονός, ότι για πρώτη φορά πάταγε το πόδι του στην πόλη τους ένας δικός τους πρίγκιπας, ντυμένος φράγκικα, καθώς και ένα σωρό ξένοι αξιωματικοί ντυμένοι με τις φανταχτερές στολές τους.
Τα πολεμοφόδια όμως που κουβαλούσε το καράβι δεν ξεφορτώθηκαν ποτέ, αφού, όπως υποστηρίζουν μερικοί[7], αμέσως μετά την αποβίβαση των επίσημων επιβατών του πλοίου με τις αποσκευές τους, εμφανίσθηκαν δύο τούρκικα πλοία, τα οποία είχαν εντοπίσει και πλησίαζαν απειλητικά το καράβι.
Τότε για να μην αιχμαλωτιστεί και πέσει το πολύτιμο φορτίο του στα χέρια των Οθωμανών, ο Μαυρομιχάλης διέταξε, όσους είχαν απομείνει σ' αυτό, να το βυθίσουν. Κάποιοι άλλοι[8] όμως αναφέρουν, ότι η καταβύθιση του καραβιού κάθε άλλο παρά για το σκοπό αυτό έγινε, αφού κανένας από όσους φιλέλληνες ταξίδευαν μαζί του δεν αναφέρει κάτι παρόμοιο.
Απλά η βύθιση αυτή καθώς αναφέρεται ήταν δόλια και διατάχθηκε από τον Μαυροκορδάτο για να μην αποδειχθεί ότι στα αμπάρια του συγκεκριμένου καραβιού καμία βοήθεια σε πολεμοφόδια και άλλα χρήσιμα υλικά για τον αγώνα δεν υπήρχε.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε τα πόδι του στο Μεσολόγγι ο Μαυροκορδάτος, άρχισε να ανιχνεύει το πολιτικό έδαφος με μοναδικό στόχο να ικανοποιήσει κάθε του φιλοδοξία. Διορατικός όπως ήταν και ικανός να εκτιμήσει ανθρώπους και καταστάσεις κατάλαβε γρήγορα ότι η Δυτική Ελλάδα ήταν ένα παρθένο πολιτικά έδαφος, το οποίο, αν το εκ-μεταλλευόταν, θα μπορούσε να οργανώσει μια ισχυρή αντιπολίτευση απέναντι στον Υψηλάντη, ο οποίος ήδη είχε αρχίσει τις συμμαχίες με τους στρατιωτικούς (με πρώτο και καλύτερο τον Κολοκοτρώνη) της Πελοποννήσου.
Την προσπάθειά του αυτή την έκανε ακόμα πιο εύκολη η παρουσία του Ήβου Ρήγα στο Μεσολόγγι, ο οποίος, ως απεσταλμένος του Υψηλάντη για την οργάνωση της περιοχής, ήταν κατά πολύ κατώτερος των περιστάσεων και παρά το γεγονός ότι ήδη ήταν πρόεδρος της Διοικητικής Εφορείας του Μεσολογγίου, δεν είχε καταφέρει να επιβληθεί στους οπλαρχηγούς της περιοχής.[9]
----------------------------------------------------------
* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα της δημοσίευσης, του Λευτέρη Τηλιγάδα, στο "αρχείο Αγρινίου" με τίτλο: "Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, Η άφιξη του Υψηλάντη | Αλλαγή διοικητικού κέντρου", τεύχος 19ο, Σεπτέμβριος 2019, σελ. 4-6
1. Κωστή Παπαγιώργη, Κανέλλος Δεληγιάννης, εκδόσεις Καστανιώτη, πέμπτη έκδοση, Αθήνα 2001, σελ. 151. |
2. Αντίστοιχο με το σημερινό αξίωμα του Υπουργού των Εξωτερικών. |
3. Μέλη του ίδιου κύκλου ήταν επίσης ο Γκαλίνα, ο Γεώργιος Σέκερης, οι Ανδρέας και Νικόλαος Λουριώτης, καθώς και ο Γεώργιος Πραΐδης. (Παπαγιώργης Κωστής, Τα Καπάκια, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σελ.38) |
4. Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδόσεις Μέλισσα, Έκδοση 6η, σελ. 61 |
5. Η Γλαρέντζα ή Clarentia ή Clarence ήταν σημαντική οχυρωμένη πόλη και λιμάνι της Πελοποννήσου κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας. Τα ερείπιά της βρίσκονται πλησίον της Κυλλήνης. |
6. Το Σαράι είναι ένα από τα λίγα προεπαναστατικά κτίρια που κατάφεραν να σωθούν από το μένος των Οθωμανών και των Αιγυπτίων για τον λόγο ότι εκεί στεγάζονταν το Τούρκικο Διοικητήριο. Ανήκε μετά την απελευθέρωση του Μεσολογγίου στην οικογένεια του Ν. Μπότσαρη. Το 1924 το αγόρασε ο Αριστείδης Καβάγιας από την Ματαράγκα για την εγκατάστασή της οικογένειάς του στο Μεσολόγγι. Δυστυχώς το 1948 σε μια πυρκαγιά που ξέσπασε από τον στάβλο, κάηκε μεγάλο μέρος του. Πληροφορίες από οικογένειες που ζούσαν παραπλεύρως, αναφέρουν πως ένας αξιωματικός του στρατού που ζούσε απέναντι από το Σαράι, όταν είδε την πυρκαγιά πυροβόλησε πέντε φορές στον αέρα ώστε να ειδοποιηθούν οι φαντάροι που βρίσκονταν στην πόλη. Με το που έφθασαν αμέσως μπήκαν στο κτίριο και έπειτα από λίγα λεπτά βγήκαν κρατώντας μια κασέλα η οποία και εξαφανίστηκε. Εικάζεται πως στην κασέλα υπήρχαν αρκετές λίρες και τις οποίες καρπώθηκε ο αξιωματικός επωφελούμενος της ευκαιρίας. |
7. Την ιστορία αυτή μεταξύ άλλων την καταγράφει και ο Σπ. Τρικούπης και ο Δ. Κόκκινος στην ιστορία τους. |
8. Την ιστορία την αμφισβητούν αρκετοί, ένας εκ των οποίων είναι και ο αντισυνταγματάρχης πεζικού και φρούραρχος του Παλαμηδίου Κάρπος Παπαδόπουλος. Η αμφισβήτηση αυτή ισχυροποιείται και από το γεγονός ότι ο Μαξίμ Ρεμπώ, ο οποίος περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια το ταξίδια αυτό του πλοίου, δεν αναφέρει ούτε μία γραμμή για ένα τόσο σημαντικό γεγονός |
9. Π. Χιώτου, Ιστορία του Ιόνιου Κράτους (1815 – 1864), Εν Ζακύνθω, 1874, τόμος 1ος, σελ. 396.
από το "αρχείον Αγρινίου"
Μέχρι το τέλος Ιουνίου του 1821 όλες οι περιοχές της Δυτικής Ελλάδας είχαν πέσει στα χέρια των χριστιανών αρματολών του Αλή Πασά, οι οποίοι σε συνεργασία και με τους Αλβανούς αξιωματικούς του, είχαν καταφέρει να
πάρουν και να κρατήσουν τα πιο ισχυρά διοικητικά και στρατιωτικά κέντρα των Οθωμανών στην περιοχή και να διατηρήσουν παρά την παρουσία του Χουρσήτ Πασά, που είχε αποστείλει η Πύλη εναντίον του Αλή.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ύπαρξη του Δημήτρη Υψηλάντη στην Πελοπόννησο, ήταν εκείνο που οδήγησε τον πρίγκιπα της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρο Μαυροκορδάτου να επιλέξει τη Δυτική Ελλάδα και ιδιαίτερα το Μεσολόγγι ως ορμητήριο των στρατιωτικών και πολιτικών φιλοδοξιών του. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Μαυροκορδάτος γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1791 στο Μέγα Ρεύμα (σημερινό Αρναούτκιοϊ, Arnavutköy στα τούρκικα), ένα από τα προάστια της Κωνσταντινούπολης, και ήταν γιος του λογίου και αξιωματούχου στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες Νικολάου Μαυροκορδάτου (1744 - 1818) και της Σμαράγδας Καρατζά.[1] Διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα από οικοδιδάσκαλο και έμαθε από νωρίς να μιλά με εξαιρετική ευχέρεια την τουρκική και τη γαλλική. Την περίοδο 1807-1811 σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Το 1812 ο θείος του Ιωάννης Καρατζάς ανέβηκε στο αξίωμα του ηγεμόνα της Βλαχίας και τον διόρισε γραμματέα του. Σύντομα όμως ο Μαυροκορδάτος διακρίνεται σε πάρα πολλά επίπεδα και προάγεται στο αξίωμα του ποστέλνικου.[2]
Το 1818, ο Ιωάννης Καρατζάς, φοβούμενος για τη ζωή του, έχοντας πλήρη γνώση των κινήσεων και των στοχεύσεων της «Φιλικής Εταιρείας» αναχωρεί από το Βουκουρέστι συνοδευόμενος από την οικογένειά του και διαφόρους αυλικούς, μεταξύ των οποίων και ο Μαυροκορδάτος.
Πρώτος σταθμός των επιφανών φυγάδων ήταν η Γενεύη της Ελβετίας, όπου παρέμειναν για ένα εξάμηνο. Εκεί ο Μαυροκορδάτος παρακολουθεί μαθήματα οχυρωματικής. Οι ιδιαίτερες πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις που έδεναν τον Καρατζά με το Μητροπολίτη της Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο τον οδηγούν, μαζί με τους υπόλοιπους, στην κατοικία του μητροπολίτη, στην Πίζα της Ιταλίας, όπου και εγκαθίστανται.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Πίζα ο Μαυροκορδάτος παρακολουθεί μαθήματα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο, μυείται στη Φιλική Εταιρεία από τον Τσακάλωφ το 1819, και παίρνει μέρος στις επαναστατικές διεργασίες, δημιουργώντας το λεγόμενο «Κύκλο της Πίζας»[3].
Ο «Κύκλος» αυτός διαδραμάτισε παρασκηνιακό ρόλο στην εξέλιξη της επανάστασης του '21, καλλιεργώντας την πεποίθηση ότι η επανάσταση απαιτούσε περισσότερο χρόνο και μεγαλύτερη προετοιμασία, ενώ όλοι όσοι συμμετείχαν σ' αυτόν ήταν αντίθετοι στην τοποθέτηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας.
Παρά το γεγονός ότι υποστήριζε με θέρμη τις παραπάνω απόψεις, μόλις πληροφορήθηκε την έναρξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο, φόρτωσε -κατά πως λέγεται- στο λιμάνι του Λιβόρνο ένα πλοίο με όπλα και πολεμοφόδια, τα οποία αγόρασε με δικά του χρήματα, αλλά και με συνεισφορές άλλων ομογενών και ξένων φιλελλήνων, πήγε στη Μασσαλία, απ' όπου παρέλαβε μια ομάδα ακόμα φιλελλήνων, Γάλλων κυρίως, με επιπλέον οπλισμό και πολεμοφόδια και αναχώρησε για την Πελοπόννησο στις 5 Ιουλίου του 1821. (Το γεγονός της φόρτωσης του πολεμικού υλικού, αμφισβητείται από πολλούς, γι αυτό η χρήση του παρενθετικού λόγου στην παραπάνω πρόταση).
ΣΤΟΛΕΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ
Στις 17 Ιουλίου, μετά από δώδεκα μέρες ταξίδι μπήκε στο Ιόνιο[4] και πλησίασε στις ακτές του κάμπου της Γαστούνης με κατεύθυνση την Πάτρα, για την οποία οι γαλλικές εφημερίδες είχαν γράψει, ότι είχε πέσει στα χέρια των εξεγερμένων μαζί με την Τριπολιτσά.
Ο Μαυροκορδάτος και οι συμπλέοντες μαζί του φιλέλληνες όμως, δεν εμπιστεύονταν και πολύ τις εφημερίδες, γιατί οι πληροφορίες που συχνά εμφανίζονταν στις σελίδες τους στηριζόταν κυρίως σε φήμες, επιστολές και πληροφορίες επιβατών, των οποίων η φαντασία και ο ενθουσιασμός, παρουσίαζαν ως γεγονός, ό,τι ακόμα αποτελούσε ευχή και πόθο.
Την επομένη (18 Ιουλίου 1821) και ενώ το πλοίο βρισκόταν μεταξύ Γλαρέτζας[5] και Κεφαλονιάς, ο Μαυροκορδάτος και οι συμπλέοντες μαζί του πληροφορήθηκαν ότι πάνω στο φρούριο της Πάτρας κυμάτιζε ακόμα η ημισέληνος. Τις πληροφορίες αυτές μας τις δίνει στα απομνημονεύματά του ο Μαξίμ Ρεμπώ, ο οποίος ήταν ένας από τους Γάλλους φιλέλληνες που επέβαιναν στο πλοίο.
Μετά απ' αυτό ο Μαυροκορδάτος και οι συνεπιβάτες του, παρά το γεγονός ότι η αρχική απόφασή τους ήταν να φτάσουν στην Πάτρα, για να συναντήσουν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί από τον Ιγνάτιο να τους περιμένει, αποφάσισαν να αποβιβασθούν προσωρινά στο Μεσολόγγι και να δουν αργότερα με ποιον τρόπο θα έφταναν στην Πελοπόννησο.
Στις 20 Ιουλίου το πλοίο αγκυροβόλησε σε απόσταση δύο (2) λεύγες από τις ακτές του Μεσολογγίου και ο Μαυροκορδάτος έστειλε τον Πραΐδη και τον Ψύλλα με μια βάρκα, να γνωστοποιήσουν στους προκρίτους την άφιξή του, καθώς και την απόφασή του να αποβιβασθεί εκεί, να τους ζητήσουν βοήθεια για την εκφόρτωση των πολεμοφοδίων και να συλλέξουν πληροφορίες για την πορεία της εξέγερσης στην περιοχή.
Όταν το βράδυ επέστρεψαν οι δύο απεσταλμένοι πληροφόρησαν το Μαυροκορδάτο για την αναίμακτη εξέγερση στο Μεσολόγγι και τη σύλληψη του Τούρκου διοικητή μαζί με την Οθωμανική φρουρά της πόλης.
Την άλλη μέρα το πρωί (21 Ιουλίου), μερικοί προεστοί της πόλης πλησίασαν με μικρά πλοιάρια το πλοίο και υποδέχτηκαν με έκδηλη εγκαρδιότητα τους ξένους. Τους μετέφεραν στην ακτή μαζί με τις αποσκευές τους, όπου εκεί ολόκληρη η πόλη τους επιφύλαξε μια θερμότατη υποδοχή με ζητωκραυγές και απερίγραπτο ενθουσιασμό, ο οποίος πήγαζε από το γεγονός, ότι για πρώτη φορά πάταγε το πόδι του στην πόλη τους ένας δικός τους πρίγκιπας, ντυμένος φράγκικα, καθώς και ένα σωρό ξένοι αξιωματικοί ντυμένοι με τις φανταχτερές στολές τους.
ΤΟ ΣΕΡΑΪ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
Πηγή: Φωτογραφία από τις αρχές του 1900, από το βιβλίο του Αριστείδη Καβάγια «Στο πανηγύρι του Άη Συμιού»[6]Τα πολεμοφόδια όμως που κουβαλούσε το καράβι δεν ξεφορτώθηκαν ποτέ, αφού, όπως υποστηρίζουν μερικοί[7], αμέσως μετά την αποβίβαση των επίσημων επιβατών του πλοίου με τις αποσκευές τους, εμφανίσθηκαν δύο τούρκικα πλοία, τα οποία είχαν εντοπίσει και πλησίαζαν απειλητικά το καράβι.
Τότε για να μην αιχμαλωτιστεί και πέσει το πολύτιμο φορτίο του στα χέρια των Οθωμανών, ο Μαυρομιχάλης διέταξε, όσους είχαν απομείνει σ' αυτό, να το βυθίσουν. Κάποιοι άλλοι[8] όμως αναφέρουν, ότι η καταβύθιση του καραβιού κάθε άλλο παρά για το σκοπό αυτό έγινε, αφού κανένας από όσους φιλέλληνες ταξίδευαν μαζί του δεν αναφέρει κάτι παρόμοιο.
Απλά η βύθιση αυτή καθώς αναφέρεται ήταν δόλια και διατάχθηκε από τον Μαυροκορδάτο για να μην αποδειχθεί ότι στα αμπάρια του συγκεκριμένου καραβιού καμία βοήθεια σε πολεμοφόδια και άλλα χρήσιμα υλικά για τον αγώνα δεν υπήρχε.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε τα πόδι του στο Μεσολόγγι ο Μαυροκορδάτος, άρχισε να ανιχνεύει το πολιτικό έδαφος με μοναδικό στόχο να ικανοποιήσει κάθε του φιλοδοξία. Διορατικός όπως ήταν και ικανός να εκτιμήσει ανθρώπους και καταστάσεις κατάλαβε γρήγορα ότι η Δυτική Ελλάδα ήταν ένα παρθένο πολιτικά έδαφος, το οποίο, αν το εκ-μεταλλευόταν, θα μπορούσε να οργανώσει μια ισχυρή αντιπολίτευση απέναντι στον Υψηλάντη, ο οποίος ήδη είχε αρχίσει τις συμμαχίες με τους στρατιωτικούς (με πρώτο και καλύτερο τον Κολοκοτρώνη) της Πελοποννήσου.
Την προσπάθειά του αυτή την έκανε ακόμα πιο εύκολη η παρουσία του Ήβου Ρήγα στο Μεσολόγγι, ο οποίος, ως απεσταλμένος του Υψηλάντη για την οργάνωση της περιοχής, ήταν κατά πολύ κατώτερος των περιστάσεων και παρά το γεγονός ότι ήδη ήταν πρόεδρος της Διοικητικής Εφορείας του Μεσολογγίου, δεν είχε καταφέρει να επιβληθεί στους οπλαρχηγούς της περιοχής.[9]
----------------------------------------------------------
* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα της δημοσίευσης, του Λευτέρη Τηλιγάδα, στο "αρχείο Αγρινίου" με τίτλο: "Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, Η άφιξη του Υψηλάντη | Αλλαγή διοικητικού κέντρου", τεύχος 19ο, Σεπτέμβριος 2019, σελ. 4-6
1. Κωστή Παπαγιώργη, Κανέλλος Δεληγιάννης, εκδόσεις Καστανιώτη, πέμπτη έκδοση, Αθήνα 2001, σελ. 151. |
2. Αντίστοιχο με το σημερινό αξίωμα του Υπουργού των Εξωτερικών. |
3. Μέλη του ίδιου κύκλου ήταν επίσης ο Γκαλίνα, ο Γεώργιος Σέκερης, οι Ανδρέας και Νικόλαος Λουριώτης, καθώς και ο Γεώργιος Πραΐδης. (Παπαγιώργης Κωστής, Τα Καπάκια, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σελ.38) |
4. Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδόσεις Μέλισσα, Έκδοση 6η, σελ. 61 |
5. Η Γλαρέντζα ή Clarentia ή Clarence ήταν σημαντική οχυρωμένη πόλη και λιμάνι της Πελοποννήσου κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας. Τα ερείπιά της βρίσκονται πλησίον της Κυλλήνης. |
6. Το Σαράι είναι ένα από τα λίγα προεπαναστατικά κτίρια που κατάφεραν να σωθούν από το μένος των Οθωμανών και των Αιγυπτίων για τον λόγο ότι εκεί στεγάζονταν το Τούρκικο Διοικητήριο. Ανήκε μετά την απελευθέρωση του Μεσολογγίου στην οικογένεια του Ν. Μπότσαρη. Το 1924 το αγόρασε ο Αριστείδης Καβάγιας από την Ματαράγκα για την εγκατάστασή της οικογένειάς του στο Μεσολόγγι. Δυστυχώς το 1948 σε μια πυρκαγιά που ξέσπασε από τον στάβλο, κάηκε μεγάλο μέρος του. Πληροφορίες από οικογένειες που ζούσαν παραπλεύρως, αναφέρουν πως ένας αξιωματικός του στρατού που ζούσε απέναντι από το Σαράι, όταν είδε την πυρκαγιά πυροβόλησε πέντε φορές στον αέρα ώστε να ειδοποιηθούν οι φαντάροι που βρίσκονταν στην πόλη. Με το που έφθασαν αμέσως μπήκαν στο κτίριο και έπειτα από λίγα λεπτά βγήκαν κρατώντας μια κασέλα η οποία και εξαφανίστηκε. Εικάζεται πως στην κασέλα υπήρχαν αρκετές λίρες και τις οποίες καρπώθηκε ο αξιωματικός επωφελούμενος της ευκαιρίας. |
7. Την ιστορία αυτή μεταξύ άλλων την καταγράφει και ο Σπ. Τρικούπης και ο Δ. Κόκκινος στην ιστορία τους. |
8. Την ιστορία την αμφισβητούν αρκετοί, ένας εκ των οποίων είναι και ο αντισυνταγματάρχης πεζικού και φρούραρχος του Παλαμηδίου Κάρπος Παπαδόπουλος. Η αμφισβήτηση αυτή ισχυροποιείται και από το γεγονός ότι ο Μαξίμ Ρεμπώ, ο οποίος περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια το ταξίδια αυτό του πλοίου, δεν αναφέρει ούτε μία γραμμή για ένα τόσο σημαντικό γεγονός |
9. Π. Χιώτου, Ιστορία του Ιόνιου Κράτους (1815 – 1864), Εν Ζακύνθω, 1874, τόμος 1ος, σελ. 396.
από το "αρχείον Αγρινίου"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου