Έχω ανάγκη να κάνω μια ανάρτηση βουτηγμένη στα λασπόνερα της κανονικότητας. Άλλωστε πρέπει να ήμουνα εννιά χρονών στ' αλήθεια. Η ατμόσφαιρα μοιάζει γιορτινή, έχουμε έρθει με τους γονείς μου στο χωριό και θυμάμαι να βρισκόμαστε σε ένα υπαίθριο γλέντι.
Ο κόσμος πάει κι έρχεται, το λαμέ είναι στη μόδα, ένας τοπικός παράγοντας παίρνει το λόγο από το μικρόφωνο διακόπτοντας τη μουσική για να προαναγγείλει την έναρξη της λαχειοφόρου αγοράς. Εντωμεταξύ, η απόχρωση της ώχρας επικρατεί στο χώρο λες κι ενδιέφερε κανέναν.
- Διάλεξε αγόρι μου δύο χαρτάκια, θυμάμαι να λέει η μάνα μου. Σηκώθηκα όρθιος και με σπουδαιότητα μεγάλου άνδρα τράβηξα με δύναμη δύο λαχνούς, τους οποίους έβαλα αμέσως στη τσέπη μου, όσο πιο βαθιά μπορούσα.
Η ώρα περνούσε, βαριόμουν, κι ύστερα θυμάμαι να τρέχω γύρω από έναν πλάτανο παρέα με ένα κορίτσι, σύντομα μαζεύονται κι άλλα παιδιά ώσπου ακούω απ' το μικρόφωνο: Ήρθε η ώρα της κλήρωσης!
- Σ' έπιασα!, μου φωνάζει το κορίτσι, αλλά δεν έδωσα σημασία. Έστεκα τώρα ακίνητος με τα μαγικά χαρτάκια στο χέρι, σίγουρος πως θα φύγω από το πανηγύρι αγκαλιά με το μεγάλο δώρο.
- Τρίτος νικητής ο αριθμός 293, ακούστηκε, ενώ τα πόδια μου άρχισαν να παγώνουν. Δε μπορεί τα μαθηματικά μου να κάνουν λάθος. Θεούλη μου, δύο-εννιά-τρία, είχα το λαχνό στα χέρια μου.
- Ο αριθμός 293 κερδίζει μια μασταροβύζα, συνέχισε ο εκφωνητής σε έντονο ύφος κι εγώ άρχισα να τρέχω προς το τραπέζι των γονιών μου ελπίζοντας πως η μασταροβύζα είναι ένα μεγάλο τηλεκατευθυνόμενο τρενάκι. Αμέσως μου εξήγησαν πως τελικά επρόκειτο για ένα πρόβατο, την εκλεκτή προβατίνα του βοσκού.
Η μάνα μου έξαλλη να μη το θέλει, ο πατέρας μου να ξεκαρδίζεται με την ιδέα να έχουμε ένα πρόβατο στον κήπο παρέα με το σκύλο, κι εγώ να κρατώ απογοητευμένος με τις παλάμες μου τα μάγουλά μου.
Την επόμενη μέρα αναχωρήσαμε χαιρετώντας τους συγγενείς, έχοντας τη προβατίνα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου. Το μαρτύριο αρχίζει.
Σε όλη τη διαδρομή το ζωντανό ήταν ιδιαίτερα ήσυχο, κάτι που με προβλημάτιζε. Φτάνοντας σπίτι έτρεξα στο πορτ μπαγκάζ και καθώς το άνοιξα διαπίστωσα πως η προβατίνα δεν είχε πάθει ασφυξία. Έβγαλε μόνο ένα βέλασμα ανακούφισης καθώς με είδε και νομίζω πως της χαμογέλασα.
Οι πρώτες μέρες στο κήπο του σπιτιού ήταν αναγνωριστικές. Ο βέλγικος λύκος δεν είχε διαθέσεις απειλητικές, γύρναγε συνεχώς γύρω από το μαλλιαρό πρόβατο, το έσπρωχνε με τη μουσούδα του, το μύριζε από όλες τις μπάντες. Νομίζω πως το είχε συμπαθήσει.
Λίγες μέρες αργότερα ήμουν πεπεισμένος πως είχαν γίνει άσπονδοι φίλοι. Γάβγιζε ο σκύλος, βέλαζε το πρόβατο. Καβάλα ο σκύλος, καβάλα το πρόβατο. Αχώριστη ζωή. Ο λύκος είχε γαληνέψει και οι γείτονες συχνά μου έλεγαν πως ο σκύλος τα βράδια γάβγιζε σαν αρνί αλλά δεν έδινα σημασία.
Το μόνο που ήθελα ήταν να σχολάω και να πηγαίνω για παιχνίδι με τα τετράποδα. Θυμάμαι ένα πρωινό Κυριακής που ξύπνησα και ο κήπος ήταν αδειανός, η πόρτα της αυλής μισόκλειστη. Όπως φαίνεται το είχαν σκάσει αποβραδίς.
Ευτυχώς, ύστερα από αρκετές ώρες αναζήτησης εντοπίστηκαν στο κοντινό βουνό να κυνηγιούνται περιχαρείς κι ευτυχισμένοι σε ένα χορταριασμένο τοπίο. Από τότε άρχισα να τα βγάζω και βόλτα πότε-πότε. Όλα κυλούσαν ήρεμα μέχρι το πρωινό του Πάσχα.
Το πρόβατο σφάχτηκε ξημερώματα σκούζοντας. Ο κρεοπώλης έκανε τη δουλειά στα μουλωχτά, μπροστά στα έντρομα μάτια του σκυλιού που είχε δεθεί για τη περίσταση. Σοκ. Το βράδυ έγινε γλέντι με το κρέας του και οι γονείς μου είχαν την εκπληκτική ιδέα να πάνε τα κόκκαλα στο σκύλο.
Φυσικά ούτε που τα άγγιξε. Έχεις δει σκυλί να χάνει τα φύλλα του; Από την ώρα της σφαγής ο βέλγικος λύκος μαράζωσε. Του πήγαινα νερό, του έβαζα φαγητό, αυτός δε σήκωνε ούτε τα μάτια. Αρνήθηκε να ζήσει, παραιτήθηκε από τις επιθυμίες του, ολοκληρωτικά.
Επί μία βδομάδα, ορκίζομαι, πως βρισκότανε σε παγωμένη κουλουριαστή θέση, και σε αυτή ακριβώς τη θέση πέθανε από ένα αλλόκοτο πείσμα θανάτου. Οι γιατροί μιλούσαν για αδιάγνωστο αίτιο και μαλακίες. Οι γονείς μου περίλυποι, εγώ πεισιθανάτιος και σίγουρος πια πως μεγαλώνω σε μια κοινωνία για πάντα τρομαγμένη όσο θα συνεχίζει να ζει έξω από τον μάρσιπό της.
Κι αυτή ήταν η βουκολική μου ιστορία αν και ένα πράγμα με στεναχωρεί, τώρα, περισσότερο από τα άλλα: πως δε θυμάμαι το όνομα του σκύλου μου, ίσως εσκεμμένα αρνούμαι να το θυμηθώ διότι θα προτιμούσα να τον φώναζα Βούδα, μακάρι τότε να τον φώναζα Βούδα.
Πίνακας: Στάθης Μαυρίδης
toportatif2
Στον τοίχο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου