Τρία πουλάκια κάθονται, στου Πεταλά τη ράχη,
Τόνα κοιτάει το Μαχαλά, τ’άλλο κατά το Ρίβιο,
το τρίτο το καλύτερο, τη Λεπενού τη δόλια.
Τόνα το λέει σαν πέρδικα, σα χελιδόνα τ’ άλλο,
Το τρίτο το πικρότερο, σα λαβωμένη μάννα,
Που της επήρε τον υγιό φαρμακωμένο βόλι.
Κι όλο ξεσκλάει τα ρούχα της κι όλο τροχάει τα νύχια
Κι όλο βουρλιέται και βογκάει, σκούζει και καταριέται
«Πανάθεμά σας έμποροι και τρις ανάθεμά σας,
που βάλατε τους αδερφούς, αδέρφια να σκοτώνουν
για να μας πάρτε το καπνό, το γαίμα της καρδιάς μας.
………………………………………………………..
Μα ετούτοι, δεν κιοτέβουνε, το δίκιο τους το παίρνουν,
Στήνοντας φλάμπουρο τρανό κι αιώνια τιμημένο
Του Μήτσου Βλάχου το κορμί, σκιάχτρο μαζί κι ελπίδα
Πάνω απ’ του Βάλτου τα χωριά κι όλο το Ξηρόμερο
Ν’ αναθυμιέται η αγροτιά, πως το ψωμί κερδιέται.
==0==0==0==
Παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας με έξι παιδιά ήταν ο Δημήτρης Βλάχος. Ο αδελφός του Πάνος, καθώς ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του μας αφηγείται:
«Ήμασταν εξ αδέρφια, τέσσερα παιδιά και δυο κορίτσα, εξ. Και μεγαλώσαμε τώρα κι οι δικοί μας φτώχεια είχανε. Ξεκινήσανε από πρόβατα φύλαε ο πατέρας μ’, κουντά ας πούμε, σαν έγιναν, εμείς τα μ’κρά παιδιά ας πούμε, τα μούτζωξε πρόβατα, τα πουλ’σε, πώς το λένε, ας πούμε, δε μπόργε να ανταπεξέλθ’. Κοντά στο τέλος, ασχολήθ’καμε με αγροτική δλειά ας πούμε, με καπνά. Κι καπνά τότε, σεμπρ’ πηγαίναμε, σεμπρ, στον έναν, στον άλλονε, δεξιά, αριστερά, ας πούμε, δε μπόρ’σαμε ας πούμε να ανταπεξέλθουμε, ήμασταν οικογένεια μεγάλη, οχτώ νομάτ’, πώς να ζήσεις; Τέλος πάντων, μεγαλώσαμε σιγά-σιγά, πήγε φαντάρος ο αδερφός μ’. Ε, πήε φαντάρος, γύρσε από φαντάρος, δεν είχε κάνα δυο μην’ς, τρεις πούχε γυρίσ’ από φαντάρος, που απολύθκε» τότε που έγινε το συλλαλητήριο.