Κι όμως στην καρδιά της Ευρώπης υπήρχε μέχρι το τέλος
σχεδόν του 20ου αιώνα το τείχος του ΑίσχουςΟ Γκύντερ Σαμπόβσκι ενδιαφέρεται πριν από όλα για το, όπως λένε οι Γερμανοί, «μεγάλο όλο» - όχι τις όποιες παρωνυχίδες. Αυτή η περιφρόνηση για τις λεπτομέρειες ήταν όμως εκείνη που μια βραδιά του φθινοπώρου, πριν από 14 ακριβώς χρόνια, τον έκανε να παραβλέψει μια σημαντική ημερομηνία - με άμεσο αποτέλεσμα, την πτώση του τείχους του Βερολίνου και, συνακόλουθα, την αλλαγή της ροής της παγκόσμιας ιστορίας.
9 Νοεμβρίου 1989, 6.30 μ.μ.. Στο Κέντρο Τύπου στην οδό Μόρενστρασε του Ανατολικού Βερολίνου, ο κ. Σαμπόβσκι, το νούμερο 3 - τότε - του ανατολικογερμανικού κομμουνιστικού κόμματος (ύστερα από τον γενικό γραμματέα Εριχ Χόνεκερ και τον ορισμένο διάδοχό του Εγκον Κρεντς) δίνει συνέντευξη στους ξένους ανταποκριτές. «Μία από τα ίδια» σημειώνει κατά την έναρξή της ένας από αυτούς. Αυτό συνεχίζεται και όταν ο ομιλητής αρχίζει να διαβάζει αποσπάσματα από νέα απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Για αλλαγή των διατάξεων περί ταξιδίων στο εξωτερικό είναι εδώ ο λόγος. Για κατάργηση των περιορισμών. Για ελεύθερη διακίνηση. «Από πότε θα ισχύει αυτό;» ερωτά ιταλός δημοσιογράφος. «Από όσο ξέρω... από τώρα, αμέσως» είναι η απάντηση. H ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται ξαφνικά. Οι δημοσιογράφοι εγκαταλείπουν τρέχοντας την αίθουσα. Στις 7.05 μ.μ. το πρακτορείο Associated Press χρησιμοποιεί ως πρώτο τον όρο «άνοιγμα των συνόρων». Και λίγα λεπτά αργότερα η γερμανική τηλεόραση επιβεβαιώνει ότι η «Ανατολική Γερμανία ανοίγει οριστικά τα σύνορα».
H πραγματικότητα, που κρυβόταν στις λεπτομέρειες, ήταν βέβαια διαφορετική. Στην απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής αναφέρεται ρητά, ότι το άνοιγμα θα γινόταν όχι αμέσως, αλλά από τις 4.00 π.μ. της επόμενης ημέρας, έτσι ώστε να υπάρξει χρόνος για την ειδοποίηση των συνοριακών αρχών και η όλη υπόθεση να φανεί σαν κάτι που ελέγχουν πλήρως οι ανατολικογερμανικές αρχές. «Δεν υπήρξε κάτι τέτοιο στο χαρτί που μου παρέδωσαν» έλεγε αργότερα ο κ. Σαμπόβσκι. «Ο Γκύντερ παρέβλεψε, ως συνήθως, τα ψιλά γράμματα. Αυτό ήταν που προκάλεσε το χάος στα σύνορα. Με αποτέλεσμα να χάσουμε μαζί με τον έλεγχο και την πολιτική ηγεμονία στη χώρα» ήταν η απάντηση του κ. Κρεντς.
Το υπόλοιπο ήταν γενική έξοδος προς το Δυτικό Βερολίνο, που διήρκεσε ολόκληρη τη νύχτα. Υστερα από αρχικούς δισταγμούς η Λαϊκή Συνοριακή Φρουρά προχωρεί στην εκτέλεση μιας απόφασης, για την οποία έχει ακούσει μόνο από την τηλεόραση. «Το μόνο που προσέχαμε μετά ήταν να μη μας κλέψουν τα όπλα» έλεγε ένας αξιωματικός.
H αρχή γίνεται στις 10.30 μ.μ. στο φυλάκιο της οδού Μπορνχόλμερ Στράσε. Λίγο αργότερα σηκώνονται οι μπάρες και στις άλλες διαβάσεις ανάμεσα στα δύο τμήματα της πόλης, ενώ πολλοί νεαροί, οπλισμένοι με σφυριά, σμίλες και καλέμια, ανοίγουν τρύπες στο Τείχος. «Ηταν το πιο θορυβώδες πάρτι που έγινε ποτέ τη νύχτα» έγραψε μια εφημερίδα. Και το μεγαλύτερο - με συμμετοχή 3,5 εκατομμυρίων Βερολινέζων από Ανατολή και Δύση. «Οποιος κοιμάται απόψε είναι νεκρός» ήταν το κυρίαρχο σύνθημα.
Ανατολικό Βερολίνο, Νοέμβριος του 1999. Συνέντευξη Τύπου με τον τελευταίο κομμουνιστή πρωθυπουργό της Ανατολικής Γερμανίας Χανς Μόντρο. «Πήγα από τις 9 για ύπνο εκείνη τη νύχτα, επειδή δεν περίμενα να συμβεί κάτι το εξαιρετικό» λέει και προσθέτει: «Σύμφωνα με την απόφασή μας το άνοιγμα των φυλακίων προβλεπόταν για την επόμενη ημέρα».
«Και εσείς, κοιμηθήκατε επίσης καλά τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου;» ερωτάται λίγο αργότερα ο κ. Κρεντς. «Δεν έκλεισα μάτι» είναι η απάντηση. «Ημουν όλη τη νύχτα στο κτίριο της Κεντρικής Επιτροπής, από το οποίο έδινα οδηγίες στην αστυνομία και στον στρατό να αποφύγουν κάθε σύγκρουση με τους πολίτες».
Ο κ. Μόντρο ήταν λοιπόν από τους λίγους ζωντανούς-«νεκρούς» εκείνης της νύχτας. Πολιτικά ήταν όμως ολόκληρο το κομμουνιστικό κόμμα νεκρό. H ληξιαρχική πράξη του θανάτου του υπεγράφη από το ίδιο, την 16 Δεκεμβρίου 1989 σε συνέδριό του στο γήπεδο της «Δυναμό», με τη μεταβάπτισή του από κομμουνιστικό (SED) σε Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού PDS. H μεταβάπτιση δεν οδήγησε όμως σε πλήρη μεταλλαγή του: το PDS απέταξε μεν την πολιτική του SED, δήλωσε δε νομικός διάδοχός του για να μπορέσει να κρατήσει την τεράστια περιουσία του. Εις μάτην καλούσε στο ίδιος συνέδριο ο περίφημος «αντιφρονών» Ρούντολφ Μπάρο τους «γερμανούς κομμουνιστές» να διαλύσουν έστω και για 24 ώρες το παλιό κόμμα τους και να προχωρήσουν κατόπιν σε επανίδρυση ή σε ίδρυση νέου. Τα παλιά στελέχη, πολλά εκ των οποίων - όπως απεδείχθη αργότερα - ήταν πράκτορες της μυστικής υπηρεσίας ασφαλείας Στάζι που απέτρεψαν την αυτοδιάλυση. Και αυτό το πληρώνει ως σήμερα το PDS, που δεν μπορεί να απαλλαγεί από το στίγμα του «μετακομμουνιστικού» πρακτορείου της Στάζι.
H πτώση του Τείχους δεν οφείλεται, βέβαια, κυρίως σε ατομικά λάθη. Το καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού βρισκόταν από καιρό σε πλήρη σήψη - χωρίς λεφτά και χωρίς προοπτική οικονομικής ανάκαμψης. «Μας επισκέπτονταν καθημερινά απεσταλμένοι του Χόνεκερ για να μας πουν πως είναι χρεοκοπημένοι και χρειάζονται άμεσα πίστωση» αποκάλυψε τις προάλλες ανώτατος δυτικογερμανός υπάλληλος, που το 1989 υπηρετούσε στο υπουργείο Οικονομικών, στη Βόννη. «Ως αντάλλαγμα πρόσφεραν την απόλυση πολιτικών κρατουμένων και τη χαλάρωση των περιορισμών στα ταξίδια των Ανατολικογερμανών». Και κάτι που υποθέτει ο ίδιος: «Στα τέλη του '89 ο Χόνεκερ φαινόταν αποφασισμένος να ξεπουλήσει το Τείχος - παρ' όλο που συνέχιζε να λέει ότι αυτό και μετά 100 χρόνια θα στέκεται ακόμη».
Αλλά ούτε και εξωτερικά στηρίγματα είχε το καθεστώς. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ είχε εξαγγείλει τη λήξη του «δόγματος Μπρέζνιεφ», που έδινε στη Σοβιετική Ενωση «αυτοδίκαια» το δικαίωμα επέμβασης στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Και έτι χειρότερα για τον Χόνεκερ: στην τελευταία επίσκεψή του στο Ανατολικό Βερολίνο, με αφορμή τα 40ά γενέθλια της Ανατολικής Γερμανίας την 8η Οκτωβρίου 1989, ήταν - με εξαίρεση τον καθιερωμένο ασπασμό στόμα με στόμα - κάθε άλλο φιλικός προς τον Χόνεκερ. Αντίθετα, φιλικά αισθήματα έδειχνε προς τους διαδηλωτές στην ίδια πόλη, που με το σύνθημα «Γκόρμπι, Γκόρμπι - βοήθα» ζητούσαν την εφαρμογή της περεστρόικα και στην Ανατολική Γερμανία.
Το αποφασιστικό χτύπημα ήρθε όμως από τα «κάτω», από τα «κινήματα των πολιτών»που είχαν ως ορμητήριο - ελλείψει άλλων φορέων - την εκκλησία των Διαμαρτυρομένων. Παράδειγμα, οι «διαδηλώσεις της Δευτέρας» στη Λειψία, στις οποίες συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες άτομα, με μόνιμη αφετηρία την εκκλησία Σανκτ Νικολάι. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και η απόδραση χιλιάδων πολιτών μηνιαίως, κυρίως μέσω των δυτικών πρεσβειών στην Πράγα και στη Βουδαπέστη, αλλά και από τα σύνορα της Ουγγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας προς την Αυστρία. Ολα αυτά υπονόμευσαν το καθεστώς σε βαθμό ώστε να μην μπορεί πλέον να ασκήσει εξουσία. Το αποτέλεσμα ήταν μια «εσωτερική έκρηξη» (implosion) που οδήγησε και στην εσωτερική κατάρρευση του καθεστώτος.
Γιατί επελέγη η «αναίμακτη λύση»
Ενα από τα λίγα αινίγματα που θεωρούνταν, μέχρι πρότινος, άλυτα ήταν το αν η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος σχεδίαζε ή όχι τη βίαιη καταστολή του κινήματος. Οι νεότερες έρευνες επιβεβαιώνουν όμως ότι τα σχέδια επέμβασης που υπήρχαν στο χρονοντούλαπο δεν ανανεώθηκαν το 1989. Και αυτό επειδή μεγάλο μέρος των μεσαίων κομματικών στελεχών τάχθηκε κατά της βίας, αλλά και επειδή οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν χάσει - εν όψει των μεγάλων κινητοποιήσεων - το ηθικό τους. H «αναίμακτη λύση της κρίσης» λοιπόν, για την οποία επαίρεται ιδιαίτερα ο κ. Εγκον Κρεντς - που από τα μέσα Οκτωβρίου 1989 είχε διαδεχθεί τον Χόνεκερ στην κομματική και κρατική ηγεσία -, στηρίχθηκε προφανώς στον υπολογισμό ότι η εφαρμογή βίας θα απέφερε μάλλον το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
«Ο,τι και να κάναμε τότε μας έβγαινε λάθος» αναγνωρίζει σήμερα ο Γκύντερ Σαμπόβσκι. Το «λάθος» του την 9η Νοεμβρίου απεδείχθη όμως «ορθότερο» από κάθε «ορθή» απόφαση - αφού οδήγησε άμεσα στην πτώση του Τείχους.
Ν. ΧΕΙΛΑΣ | Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2003