του ΑΝΔΡΕΑ ΔΕΝΕΖΑΚΗ
Τον Ιούνη του 1947, στο αποκορύφωμα του εμφύλιου πολέμου, ο κυβερνητικός στρατός προχωρά στην υλοποίηση των αμερικάνικων προτάσεων, που αφορούσε την εκκένωση χωριών με τη βίαιη εκτόπιση των χωρικών, ώστε να δημιουργήσουν ένα κενό γύρω από τις μονάδες των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, να αποκοπεί ο ΔΣΕ από τους κατοίκους, οι οποίοι βοηθούσαν με τον τρόπο τους τα τμήματα ανταρτών με τρόφιμα, να στερήσουν τους αντάρτες από την δυνατότητα στρατολόγησης των νέων, που οι γονείς τους ήταν ήδη μαχητές του ΔΣΕ. Ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος μάλιστα είχε διατάξει την με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεση των χωρικών που αρνούνταν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και τους οποίους χαρακτήριζε «ληστοτρόφους».
Η αναγκαστική μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της υπαίθρου, η μεγαλύτερη στη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, μετά το ξεκλήρισμα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, στηρίχτηκε στην εμπειρία των Αγγλων αποικιοκρατών που είχαν εφαρμόσει ανάλογες μεθόδους στις βρετανικές αποικίες της Αφρικής και της Ασίας.
Στους 800.000 έφτασαν οι εκτοπισμένοι, από τους οποίους οι 150.000 ήταν παιδιά, τα περισσότερα ακολούθησαν τους γονείς τους στις πόλεις, ενώ τα υπόλοιπα, παιδιά ανταρτών στην πλειονότητά τους, κλείστηκαν στα «ιδρύματα» της Φρειδερίκης! Το σχέδιο για την μαζική εκκένωση χωριών από τους πληθυσμούς τους ήταν: «Ειδικό Πρόγραμμα Απομάκρυνσης Παιδιών»!
Είχε βέβαια προηγηθεί η σχετική προετοιμασία. Στις 25 Μάη 1947, στη διάρκεια πανηγυρικής Συνεδρίασης της Ακαδημία Αθηνών, ο Παύλος Α΄ Γκλύξμπουργκ κήρυξε την έναρξη δράσης του «Βασιλικού Εθνικού Ιδρύματος» στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκαν οι «Παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης.
Στις 10 Ιούλη 1947 ιδρύεται η «Βασιλική Πρόνοια Επαρχιών Βορείου Ελλάδος» η οποία συστάθηκε με διακηρυγμένο στόχο «για να βρουν τα παιδιά μας και να τα πάρουν προτού τα πάρουν οι κομμουνιστές», ένα σχεδόν χρόνο πριν από την απόφαση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης του Βουνού, στις 7 Μάρτη του 1948, για την αποστολή στις γειτονικές λαϊκοδημοκρατικές χώρες, των παιδιών, κύρια των ανταρτών, από τα χωριά των εμπόλεμων περιοχών.
Αμέσως μετά την ίδρυση της «Βασιλικής Πρόνοιας», στα μέσα του Ιούλη 1947 εγκαινιάζεται η πρώτη «Παιδόπολις» στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης στην οποία κλείστηκαν 500 παιδιά.
Συνολικά δημιουργήθηκαν, σε όλη την Ελλάδα 58 «Παιδοπόλεις» – γκέτο, όπου μάντρωσαν 28.000 παιδιά. Πρωταρχικός στόχος ήταν η μετατροπή των έγκλειστων παιδιών σε γενίτσαρους και να τα στρέψουν ενάντια στους γονείς τους, που είχαν ενταχθεί στον ΔΣΕ, των πατεράδων τους που ανήκαν στο ΚΚΕ και γενικά ενάντια στους αριστερούς, προοδευτικούς γονείς.
Το εγκληματικό σχέδιο της Φρειδερίκης εφαρμόστηκε από το «Ειδικό Πρόγραμμα Αποκατάστασης Παιδιών», που ήταν ενταγμένο στο «Βασιλικό Ιδρυμα Πρόνοιας» και ήταν επανδρωμένο από απόστρατους ανώτερους αξιωματικούς του Στρατού, από «εθνικούς διαφωτιστές», «κατηχητές», «ιεροκήρυκες», δεσμοφύλακες και χωροφύλακες. Το επιτελείο συμπλήρωναν 72 πιστές στο στέμμα «κυρίες της τιμής», σύζυγοι πολιτικών και πλουσίων «αριστοκρατικών οικογενειών».
Τα παιδιά, σε πολλές περιπτώσεις, μέσα στα κολαστήρια γνώρισαν «πρωτοποριακές μεθόδους αναμόρφωσης», όπως βασανιστήρια, ξυλοδαρμούς, ομαδικούς βιασμούς, ταπεινώσεις, παντοειδείς εξευτελισμούς και πλύση εγκεφάλου.
Εκτός από τα 28.000 παιδιά που έτυχαν της «φροντίδας» του μισαλλόδοξου κράτους, χιλιάδες παιδιά, μικρής ηλικίας, δόθηκαν για υιοθεσία ή πουλήθηκαν σε άτεκνα ζευγάρια στο εξωτερικό και κυρίως στις ΗΠΑ.
Το δημοσίευμα του Ιουνίου 1963 του περιοδικού Νέα Οικονομία αναφέρει:
«Επ’ ευκαιρία της αφίξεως του 10.000στού παιδιού που υιοθέτησαν Αμερικανοί από την Ελλάδα, έγινε επίσημος τελετή εις τον Λευκόν Οίκον. Η κ. Κένεντυ, ο γερουσιαστής της Οκλαχόμας, ο βουλευτής της Πενσυλβάνιας, οι ιερείς των Ελληνικών Κοινοτήτων, ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας και όστις άλλος παρέστησαν εις την άφιξιν του παιδιού το οποίο θα γίνει πλέον Αμερικανάκι».
Ακόμα χειρότερη τύχη είχαν οι ανήλικοι έγκλειστοι στην «Παιδόπολι» στην Κηφισιά, στις φυλακές Ιτζεδίν στην Κρήτη και φυσικά στην Κέρκυρα, στα Γιούρα και από κει στο «Ειδικό Κέντρο Ανηλίκων» στην Μακρόνησο, καταδικασμένοι με ασύστατες κατηγορίες από στρατοδικεία σε ποινές 20 χρόνια φυλακή, ισόβια και θάνατο.
24 Οκτώβρη 1948. Ο Παύλος Γκλύξμπουργκ και η Φρειδερίκη επισκέπτονται τη Λέρο για να διαλέξουν χώρο στέγασης των Βασιλικών Τεχνικών Σχολών
Βασιλικές Τεχνικές Σχολές Λέρου
Το Λακκί της Λέρου επιλέχτηκε και γιατί εκεί υπήρχαν ακόμα τα εργαστήρια και τα αρκετά μηχανήματα των Ιταλών (όσα δεν είχαν λεηλατηθεί) αλλά και τεχνίτες εκπαιδευμένοι. Επίσης, σοβαρό πλεονέκτημα ήταν ότι οι Ιταλοί είχαν αντλιοστάσιο για την ύδρευση και τα κτίρια διέθεταν αποχετευτικό σύστημα.
Στις 2 του Μάρτη 1949, το πολεμικό πλοίο Μαχητής αποβιβάζει στην βομβαρδισμένη προβλήτα του Αη Γιώργη, τους πρώτους μαθητές των Βασιλικών Σχολών, τα πρώτα «100 παραπλανημένα Ελληνόπουλα», ήταν ανήλικοι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, που είχαν συλληφθεί και κρατούνταν στα «στρατόπεδα συγκέντρωσης κομμουνιστοσυμμοριτών» του ΓΕΣ. Προέρχονταν κύρια από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πελοποννήσου, από το ήδη ηττημένο αντάρτικο της Πελοποννήσου.
Τα παιδιά μαζί με ντόπιους τεχνίτες ξεκίνησαν να επισκευάζουν τα κτίρια. Στην αρχή τον Στρατώνα του Ναυτικού (Γκαζέρμα Μαρινάι) στον Αη Γιώργη, που χρησιμοποιήθηκε για να τους στεγάσει.
Στα μέσα του Μάρτη φτάνουν στη Λέρο άλλα 300 «συμμοριτόπαιδα» από την Πελοπόννησο. Τον Απρίλη ήρθαν 100 ακόμα που είχαν πιαστεί στη Ρούμελη. Τον ίδιο μήνα, από διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Β. Ελλάδας μεταφέρονται, με καράβια, από τη Θεσσαλονίκη στον Πειραιά και από εκεί στη Λέρο.
Ο τότε βασιλιάς Παύλος, την 1η του Μάη 1949, στην λήξη των εργασιών του Β΄ Πανελλήνιου Προσκοπικού Συνεδρίου, στην Ρόδο, δηλώνει:
«Πολλοί εκ των παρακαθημένων γνωρίζουν, ότι έχομεν ανοίξει ένα νέον Σχολείον εις την Λέρον, δια νέους συμμορίτας από 14 – 20 ετών, οι οποίοι βιαίως ή μη, έλαβον μέρος εις τον λυπηρόν αγώνα και εις την πλευράν εις την οποίαν δεν έπρεπεν. Εσκεφτήκαμε η γυναίκα μου και εγώ να κάνωμε τα παιδιά αυτά να γίνουν και πάλιν καλοί Έλληνες, μας εβοήθησε δε προς τούτο το Εθνικόν Ίδρυμα. Ο αριθμός των παιδιών που στεγάζονται εις τη Λέρον, υπερβαίνει τα επτακόσια και γίνονται τα πρώτα βήματα του πειράματος της επιστροφής των παιδιών αυτών εις την κοινωνίαν, βάσι των αρχών του Προσκοπισμού.
Το πείραμα είναι μοναδικόν εις τον Κόσμον. Πουθενά δεν έγινε πειραματισμός να φέρουν εις τον ίσιον δρόμον παραστρατημένα παιδιά. Εις αυτήν την κατεύθυνσιν, θα δώσουμε το καλόν παράδειγμα». (ΕΜΠΡΟΣ 3.5.1949)
Πέντε μήνες μετά, στις 12 Σεπτέμβρη 1939, σε συνέντευξή του στους Τάιμς της Νέας Υόρκης, ανάμεσα στα άλλα, δηλώνει:
«Είμεθα η μόνη χώρα εις τον κόσμον η οποία προσπαθεί ενεργώς να επανεκπαιδεύση τους κομμουνιστάς σήμερον. Οι άνδρες εκπαιδεύονται εις την νήσον Μακρόνησον και τα παιδιά ηλικίας μεταξύ 15 και 20 ετών λαμβάνουν ειδικά μαθήματα εις τα σχολεία της νήσου Λέρου και ζουν εις τα κτίρια της πρώην ιταλικής ναυτικής βάσεως.
»Μέγας όγκος αιχμαλωτισθέντων συμμοριτών θα επανεκαπιδευθή εις το κέντρον της Μακρονήσου και ακολούθως οι άνδρες θα επιστραφούν εις την ομαλήν κοινωνικήν και εθνικήν ζωήν». (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 13.9.1949)
Το καλοκαίρι του 1949 ο αριθμός των «παραστρατημένων ελληνόπουλων» έφτασε τους 600 – 700 και στο τέλος του χρόνου είχε σχεδόν διπλασιαστεί. Μαζί μ’ αυτά αρχίζουν και καταφθάνουν ορφανά και θύματα πολέμου, γνωστά ως «ανταρτόπληκτα», εκτοπισμένα από τις περιοχές που εκκένωσε ο κυβερνητικός στρατός.
Μέχρι το τέλος του χρόνου «ανταρτόπαιδα» και «ανταρτόπληκτα» θα ξεπεράσουν τους 1500. Τα βασικά κτίρια που χρησιμοποιήθηκαν, αφού επισκευάστηκαν από τους ίδιους και ντόπιους τεχνίτες, εκτός από τον Στρατώνα του Ναυτικού (Γκαζέρμα Μαρινάι) στον Αη Γιώργη, όπου στεγάστηκαν οι ανταρτόπαιδες, ήταν το κτίριο του Στρατώνα Πληρωμάτων Υποβρυχίων (Γκαζέρμα Σομερτζίμπιλι), το κεντρικό κτίριο των Σχολών, όπου υπάρχουν πλέον κοιτώνες και τα εργαστήρια των μηχανικών.Είναι το κεντρικό κτίριο των Σχολών είναι το κτίριο που στέγαζε τα πληρώματα των υποβρυχίων, στεγάζει πλέον κοιτώνες και τα εργαστήρια των μηχανικών.
Και τέλος ο Στρατώνας των Ιταλών Αεροπόρων, (η Γκαζέρμα Αβιέρι) όπου στεγάζονταν πια στην αρχή οι «ανταρτόπληκτοι» και αργότερα, στην δεύτερη φάση των Βασιλικών Τεχνικών Σχολών, μετά το 1951 – 52, οι με αίτησή τους μαθητές – τρόφιμοι από όλη την Ελλάδα.
Ο σκοπός της ίδρυσης των Σχολών ήταν διπλός. Η «ηθική ανύψωσις και ο επαγγελματικός καταρτισμός των δύστυχων αυτών παίδων των 16-19 ετών, οίτινες ανηρπάγησαν από τους ληστάς και κατετάγησαν δια της βίας εις τους συμμορίτας».
Οι ανήλικοι μαχητές θα μάθαιναν μία τέχνη και θα υφίσταντο «ηθική αναδιαπαιδαγώγηση», ένα «εθνικό λουτρό» σύμφωνα με την έκφραση της εποχής, ώστε να αποβάλουν το «μίασμα» του κομμουνισμού. Τα μέσα γνωστά: Στρατιωτικός τρόπος ζωής, πειθαρχία, καθημερινή πλύση εγκεφάλου, ψυχολογική βία, απαξίωση και εξύβριση των γονιών τους και των αγώνων τους, εξοντωτικές τιμωρίες, στέρηση εξόδων, αγγαρείες, ακόμα και μικρότερες μερίδες φαγητού κλπ.
Οι σχολές κάλυπταν 19 ειδικότητες: ράπτες, υδραυλικοί, υποδηματοποιοί, αρτοποιοί, ξυλουργοί, οικοδόμοι, κουρείς, φανοποιοί, ηλεκτροτεχνίτες, ραδιοτεχνίτες, τυπογράφοι, ελαιοχρωματιστές, γεωπόνοι, τορναδόροι, μηχανοξυλουργοί, καραβομαραγκοί, οξυγονοκολλητές, μηχανικοί εσωτερικής καύσεως και σιδηρουργοί.
Ο τρόπος λειτουργίας των Σχολών βασιζόταν στη στρατιωτική πειθαρχία. Ήταν «σαν στρατιώτες χωρίς όπλα»: εγερτήριο (με σάλπιγγα ή με σφυρίχτρες), έπαρση σημαίας, γυμναστική, ρόφημα και μετά οι μαθητές πήγαιναν στα συνεργεία με βήμα και τραγουδώντας. Υπήρχαν δύο επόπτες ένας για τα Λέπιδα και ένας για τον Αϊ Γιώργη. Ήταν σαν ταγματάρχες. Οι μαθητές ήταν χωρισμένοι σε Κοινότητες και ο κάθε Κοινοτάρχης ήταν υπεύθυνος για 240-250 παιδιά. Ήταν σαν Λοχαγοί. Επιτηρούσαν στις πρώτες εξόδους τους τα παιδιά. Οι Κοινότητες χωρίζονταν σε Ομάδες. Ο Ομαδάρχης, κάτι σαν Λοχίας, ήταν υπεύθυνος για 30-50 παιδιά. Κάθε Ομάδα είχε και τη δική της σημαιούλα. Την έκαναν οι ράφτες. Ήταν ένα άσπρο πανί και είχε επάνω τον αριθμό της Ομάδας: 1η, 2η μέχρι 39η. Η 39η ήταν η Ομάδα των τιμωρημένων.
Ο Ομαδάρχης κοιμόταν σε ράντζο μέσα στο θάλαμο, με τα παιδιά. Όλοι οι θάλαμοι έπρεπε να είναι στην εντέλεια. Τα κρεβάτια ήταν σε ευθεία γραμμή και υπήρχαν πολλά δίκλινα. Οι Ομαδάρχες ανέφεραν εάν κάποιο παιδί ήταν άρρωστο. Οι υπηρεσίες έβγαιναν από τα ίδια τα παιδιά. Κάθε μέρα μία από τις Κοινότητες πήγαινε στο μαγειρείο και καθάριζε τις πατάτες ή τις φακές. Στα Λέπιδα όλος ο κάτω όροφος ήταν τραπεζαρίες. Κάθε Ομάδα έτρωγε σε συγκεκριμένα τραπέζια που τα ετοίμαζαν τα παιδιά. Τραπεζοκόμοι λέγονταν αυτοί που μοίραζαν το φαγητό και μάγειροι αυτοί που το μετέφεραν στην Ομάδα.
Οι Σχολές διοικούνταν από μία Εφορευτική Επιτροπή, με πρόεδρο το Γυμνασιάρχη, ενώ ο Λογιστής και ο Διαχειριστής ήταν υπάλληλοι της Τράπεζας, όπως και στις Παιδοπόλεις. Το προσωπικό αποτελείτο από τρία μόνιμα μέλη. Το Διευθυντή, τον τεχνικό Διευθυντή και τον Αρχιμανδρίτη Τιμόθεο Ματθαιάκη. Ο πρώτος Διευθυντής ήταν ο πρώην (ο πρώτος) Διοικητής της Βασιλικής Χωροφυλακής Λέρου και κατοικούσε με την οικογένειά του έξω από τις Σχολές. Αντίθετα ο τεχνικός Διευθυντής, μόνιμος στρατιωτικός μηχανικός, «μια από τις ιθύνουσες φυσιογνωμίες του προσκοπισμού», έμενε με την οικογένειά του μέσα στις Σχολές,
Την τεχνική εκπαίδευση είχαν αναλάβει Λεριοί τεχνίτες, που δούλευαν πριν στο Ναύσταθμο και την αεροπορική βάση των Ιταλών. Οι τεχνίτες ήταν περίπου 60 και άλλοι τόσοι Λεριοί δούλευαν στα γραφεία, τις αποθήκες, τα μαγειρεία ή στην καθαριότητα.
Την «αναμόρφωση» των νεαρών είχαν αναλάβει άνθρωποι που είχαν σταλεί από το Εθνικό Ιδρυμα. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρξαν και πρώην κομμουνιστές, που είχαν «ανανήψει» στην Μακρόνησο. Τον πιο «φημισμένο» από τους Διευθυντές των Σχολών, τον Αντώνιο Φραγκούλη, δάσκαλο στο επάγγελμα, οι μαρτυρίες τον θέλουν πρώην Ταγματάρχη του ΕΛΑΣ που ανένηψε. Με το άνοιγμα των Σχολών εργάστηκε ως γραμματέας και μετά έφυγε και ξαναγύρισε ως Διευθυντής για μια δεκαετία περίπου (1953-1962).
Το προσωπικό των Σχολών ήταν έφεδροι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί ή απλοί στρατιώτες που υπηρετούσαν τη θητεία τους, ώστε να μην είναι υποχρεωμένο το Εθνικό Ιδρυμα να πληρώνει μισθούς. Τη διεύθυνση του Νοσοκομείου είχαν δύο έφεδροι αξιωματικοί και οι δάσκαλοι ήταν ή φαντάροι ή αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί.
Η Φρειδερίκη στο βιβλίο της «Φρειδερίκη, Μέτρον Κατανοήσεως» εκδ. Βιβλιομεταφραστική. Λονδίνο 1971, περιγράφει τις εντυπώσεις της από επίσκεψη που έκανε με τον Παύλο Γκλύξμπουργκ, στο γκέτο της Λέρου:
«… Κατέφθασαν νεαροί μέχρις ηλικίας είκοσι τριών ετών. Τους υπενθύμισαν ότι βρίσκονταν εκεί οικειοθελώς… Τους είπαν επίσης ότι δεν κρατούσαμε εκθέσεις του παρελθόντος τους, αλλά οι εκθέσεις του μέλλοντος θ’ άρχιζαν από σήμερα. Οι περισσότεροι απ’ τους νεαρούς αυτούς είχαν δολοφονήσει, λεηλατήσει, βιάσει και κλέψει. Δεν γνώριζαν παρά την χειρότερη πλευρά της ανθρωπίνης φύσεως. Τους επισκεφθήκαμε τρεις εβδομάδες μετά την άφιξή τους. Η εντύπωσις που μου προεκάλεσαν ήταν ότι επρόκειτο περί υπανθρώπων. Κοίταζαν σαν αγρίμια. Η έκφρασίς των ήταν αποβλακωμένη και βάδιζαν σκυφτοί. Οι άνθρωποι που είχαν αναλάβει την φροντίδα τους, μας είπαν ότι αρχικά είχαν αρνηθεί να κοιμηθούν σε κρεββάτια και φυσικό ήταν, αφού επί χρόνια είχαν συνηθίσει να κοιμούνται κατάχαμα στα βουνά. Την πρώτη νύχτα είχαν πηδήσει απ’ τα παράθυρα… Ποτέ δεν τους είχαν μάθει να τραγουδούν, δεν ήξεραν τον Εθνικό Υμνο, δεν εγνώριζαν καμιά προσευχή και κανένα παιχνίδι. Ατένιζαν τον Παύλο κι εμένα με βαθειά καχυποψία».
Τον Απρίλιο του 1950, αποφοίτησαν οι πρώτοι 300 μαθητές των Βασιλικών Τεχνικών Σχολών Λέρου. Στην τελετή οι βασιλείς έφτασαν με το αντιτορπιλικό «Ναυαρίνο» και οι πολιτικοί με το ατμόπλοιο «Αγγέλικα». Παρευρέθηκαν περίπου 350 προσκεκλημένοι. Μετά την απονομή των 300 διπλωμάτων, στο τέλος της εκδήλωσης, μαθητές των Σχολών πήραν στους ώμους τους το βασιλικό ζεύγος, τον πρίγκιπα Γεώργιο και τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τραγουδώντας εθνικά τραγούδια τους πήγαν μέχρι την προβλήτα όπου μπήκαν στην άκατο και ανέβηκαν στο καράβι.
Ο μπαρμπα – Κώστας (Κώστας Λύγγουρης), απόφοιτος των Σχολών της Λέρου, κοιτώντας τη φωτογραφία με τους απόφοιτους ξυλουργούς που πρόσφεραν την βάρκα στον τότε Διάδοχο, μας είπε κουνώντας το κεφάλι του: «Για φαντάσου, είμαι κι εγώ ανάμεσα τους» και μας διηγήθηκε με παράπονο:
«Εκείνο που δεν μπορώ να τους συγχωρήσω είναι ότι με έκαναν να μισήσω τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Τρεις φορές διαπαιδαγώγηση, από δύο ώρες τη φορά σύνολο έξι ώρες κάθε μέρα. «Οι γονείς σας είναι εχθροί σας. Εγκληματίες, φονιάδες, εχθροί της πατρίδας».
Όταν αποφοίτησα και γύρισα στο χωριό μου, στη Καλαμάτα, κοίταζα γεμάτος μίσος, τη δόλια τη μάνα μου που πάσχιζε να μεγαλώσει τα τρία μικρότερα αδέλφια μου. Τα βράδια δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν τρόπους να την σκοτώσω. Τόσο μίσος. Στο τέλος σηκώθηκα και έφυγα για την Αθήνα μη τυχόν και μέσα στη τρέλα μου τελικά την σκότωνα και γινόμουν και φονιάς.
Αργότερα, μέσα στο καμίνι της βιοπάλης στην Αθήνα, άρχισε να καθαρίζει η θολούρα στο μυαλό μου, άρχισα να βλέπω τον πραγματικό κόσμο γύρω μου. Μου πήρε λίγα χρόνια αλλά στο τέλος συνειδητοποίησα τι μου είχαν κάνει. Δεν θα τους συγχωρήσω ποτέ.»
Οι επόμενες αποφοιτήσεις δεν είχαν τη λαμπρότητα της πρώτης. Ο βασιλιάς απένειμε τα διπλώματα σε 50 ή 100 ή 250 μαθητές στα γραφεία του Εθνικού Ιδρύματος, στο Φωκιανό ή στον Πύργο Βασιλίσσης. Η τελευταία ομάδα «ανταρτοπαίδων» αποφοίτησε τον καλοκαίρι του 1950. Από τον Σεπτέμβρη του 1950 αρχίζει μια νέα περίοδος, «του εθελοντισμού». Οι μαθητές αρχίζουν σιγά – σιγά να αλλάζουν. Αλλοι «εισέρχονται οικειοθελώς», με αίτηση τους κι άλλοι στέλνονται, με επιλογή, από τα Αναμορφωτήρια Ανηλίκων.
Από το 1954 οι Βασιλικές Τεχνικές Σχολές αρχίζουν σιγά – σιγά να συρρικνώνονται. Εχουν ολοκληρώσει το έργο για το οποίο δημιουργήθηκαν. Η εμφυλιοπολεμική κοινωνία των στρατοπέδων είχε αρχίσει να δύει. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ΓΕΣ είχαν διαλυθεί, η Μακρόνησος είχε κλείσει, ο αριθμός των φυλακισμένων είχε μειωθεί αισθητά και από τις εξορίες είχε μείνει ο Αϊ Στράτης. Το 1959-1960 είδαν το φως της δημοσιότητας καταγγελίες για το καθεστώς των Σχολών της Λέρου και για βασανιστήρια.
Στις 15 Δεκέμβρη 1964 κλείνουν οριστικά, αφήνοντας το στίγμα τους στις καρδιές των περίπου 3.000 παιδιών που πέρασαν από το κάτεργο.
Οι Βασιλικές Τεχνικές Σχολές λειτούργησαν για 15 χρόνια (1949 – 1964) και σε αυτές φοίτησαν γύρω στους 17.000 μαθητές.
Στους παλιούς ιταλικούς στρατώνες, φτάνουν οι πρώτες καραβιές των «Αζήτητων», από τον Ιούνη του 1964, και στεγάζονται στα κτίρια οι ψυχασθενείς του Κρατικού Θεραπευτηρίου Λέρου. Στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας (1967-1974) στέγασαν τους πολιτικούς κρατούμενους. Σήμερα στεγάζουν τους κατατρεγμένους του πολέμου της Μέσης Ανατολής.
Ενα μικρό χρονικό είχαμε γράψει στο: «Λέπιδα: Από τις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές στο Hot Spot για τους Μετανάστες- Πρόσφυγες»
Πηγές:
— Της ιστορικού Τασούλας Βερβενιώτη — «Οι ανήλικοι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Από τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές Λέρου», από όπου χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα αποσπάσματα.
— Η Αεροναυτική Βάση Gianni Rossetti της Ιταλικής Διοίκησης Λέρου – Σπουδή στο παλίμψηστο του Ιδρυματισμού — Ερευνητική Εργασία Γκράτσου Γεωργία – Οκτώβρης 2013
— Τα Ανταρτάκια της Λέρου – Γιώργου Κουκά – περιοδικό ΕΝΑ τ.9 25.2.1988
— Παρουσία στο Χώρο και στο Χρόνο – Νήσος Λέρος ένας Κρίκος στην Καδένα της Ιστορίας – Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου — koispe.gr
— Εφημερίδες ΕΜΠΡΟΣ 3.5.1949, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 13.9.1949
— Δημήτρη Σέρβου – Το Παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την Αλήθεια – Σύγχρονη Εποχή – Αθήνα 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου