του
Αθανάσιου Παλιούρα
Η πόλη μοιάζει με μια γυναίκα που κάθεται πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας κι αγναντεύει κοιτάζοντας μακριά και πίσω αναπολώντας εποχές που πέρασαν και ανθρώπους που έφυγαν.
Να μερικές εικόνες, φωτογραφίες και ταινίες, από τη δεκαετία του 1950.
Κάθε μέρα, γιορτή-καθημερινή, από το απόγευμα ως το σούρουπο, μεγάλοι και μικροί, ιδιαίτερα ο νεόκοσμος, από την πλατεία Μπέλλου μέχρι το Πάρκο, βόλτα, επάνω-κάτω στην Παπαστράτου μέχρι που κάμποσες φορές γινόταν το αδιαχώρητο.
Αυτή την καθιερωμένη βόλτα οι πολλοί την ονόμαζαν "νυφοπάζαρο", ενώ όλοι ξέρουμε πως ήταν ένα είδος διασκέδασης, το να χάνεσαι μέσα στο πλήθος με την παρέα σου, να περπατάς και να κουβεντιάζεις, να κοιτάζεις δεξιά και αριστερά, δήθεν αδιάφορα, ενώ εσύ ήξερες ότι έψαχνες με λαχτάρα για το "πρόσωπο" έτσι για μια διασταύρωση της ματιάς, για ένα φευγαλέο κοίταγμα.
Στην δεκαετία του '50, που δούλευαν τα καλοκαίρια το Πάρκο και το κέντρο απέναντι "Η Χαραυγή", με τραγουδιστές και τραγουδίστριες, με ακροβάτες και νούμερα, με σατιρικές "ατραξιόν", με τον περισσότερο κόσμο να στέκεται στην άκρη όρθιος και να απολαμβάνει το θέαμα με πασατέμπο και "μαλλί της γριάς", ενώ όσοι κάθονταν στις ξύλινες ψάθινες καρέκλες απολάμβαναν "το υποβρύχιο", δηλαδή την βανίλια και τις γκαζόζες εγχώριας παραγωγής.
Με τον Παναιτωλικό, αγέρωχο πάντα και επιθετικό, αφού διέθετε έναν παίχτη μεγάλης κλάσης, τον Γάλλο, να συγκρούεται μόνιμα με την Α.Ε. Μεσολογγίου, την Θύελλα και Παναχαϊκή Πατρών, και να εκτονώνει τους μισούς Αγρινιώτες που έριχναν πάνω του όλες τους τις ελπίδες, μια και η καθημερινή ζωή είχε τον ίδιο κι απαράλλαχτο ρυθμό κι όλα κινούνταν στα ίδια μέτρα, γιατί ήταν άγνωστα τα μεγάλα πετάγματα κι ας είχε βγει μέσα από το πλήθος εκείνος ο φευγαλέος, ονειρικός και συμβολικός στίχος του Κώστα Χατζόπουλου: "Ας τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει ας πάει..."
Με τα πανηγύρια, που έβγαιναν οι Αγρινιώτες οικογενειακά και ομαδικά, για τον Αϊ-Γιάννη το Ριγανά από τη μια και από την Αγία Τριάδα του Μαύρικα, για την Αγία Μαρίνα, τον Αϊ-Λιά και την Παναγία την Βλαχέρνα από την άλλη, λαός απλός και παραδοσιακός με βαθειά πίστη μέσα του.
Έβλεπε κανείς καραβάνια να τραβάνε για τη χάρη του αγίου ή της αγίας που γιόρταζε, πολύχρωμο κοπάδι ανθρώπων και ζώων που ήταν τα τελευταία στολισμένα με μαντανίες καραμελωτές, με χρωματιστά σακούλια με φαγώσιμα για την περίσταση, με λαμπάδες και κεριά.
Και ανάμεσα κάποια ταλαιπωρημένη ψυχή να πορεύεται ξυπόλητη για το τάμα ή κάποιος που περίμενε το θαύμα κι έταζε να πάει ως τη χάρη του αγίου στην πλάτη του μια ντενέκα λάδι ή οι άλλοι που γονατιστοί έμπαιναν στις αυλές του εξωκλησιού.
Και στον Άγιο Χριστόφορο τον παλιό τους περίμενε, με τ' ανθισμένα τριαντάφυλλα του Μαγιού που μοσχοβολούσαν όλες οι αυλές των σπιτιών, ο γέροντας της πόλης, ο Παπαποστόλης, για να χαρεί και να συγχαρεί, για να στηρίξει και παρηγορήσει, για να γεμίσει τον αέρα με το άρωμα του Παραδείσου, αυτός ο νέος Αϊ-Χριστόφορος που σήκωνε στους ώμους του όλον τον αγρινιώτικο λαό.
Δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε τον μεγάλο γλύπτη, τον μπάρμπα Χρήστο Καπράλο, που έρχονταν συχνά στην πόλη και τον πλαισίωναν οι δημοσιογράφοι, που ήταν άλλου τύπου δημοσογράφοι τότε, καθώς κάλυπταν και την καλλιτεχνική παραγωγή του τόπου, ο Πάνος Βλασσόπουλος, ο Μιλτιάδης Τζάνης, ο Θεόδωρος Λιαπίκος και νεαρός τότε ανάμεσά τους ο Γρηγόρης Σταυρόπουλος πάσχιζε να πάρει την πρώτη του συνέντευξη από τον κορυφαίο καλλιτέχνη, που έφερνε πίσω του μια νέα γενιά γλύπτες, τον Κλέαρχο Λουκόπουλο, τον Σπύρο Κατωπόδη, τον Θύμιο Πανουργιά, τον Θόδωρο (Παπαδημητρίου), τον Βασίλη Παπασάικα, την Χριστίνα Σαραντοπούλου.
Ήταν η εποχή, που μόλις τολμούσαν τα πρώτα τους πετάγματα στην τέχνη του λόγου ο Τάκης Αντωνίου, ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, ο Χρήστος Κορέλας, ο Πυθαγόρας με τους στίχους του, ο Θόδωρος Πολιτόπουλος με τα αντιστασιακά του, ο Στέλιος Τσιτσιμελής με τον θεατρικό του λόγο, ο Θ.Μ. Πολίτης με τα αναρίθμητα "παρουσιαστικά" του, καθώς όλοι ακολουθούσαν τον ποιητή του ελάσσονος τόνου Πέτρο Δήμα, καιπίσω από αυτούς να έρχεται μια γενιά αξιόλογων χειριστών του λόγου.