Ο μάχιμος καλλιτέχνης του Αντάρτικου, που με το όπλο στο ένα χέρι και τη φωτογραφική μηχανή στο άλλο, έγραψε ιστορία, ο Σπύρος Μελετζής, έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή. Ο πρωτομάστορας και ποιητής της τέχνης της φωτογραφίας, ο φωτογράφος της Εθνικής Αντίστασης, έδωσε το προσωπικό στίγμα του φακού του.
Ήξερε να αποτυπώνει τη μάχιμη καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, αναζητώντας την ομορφιά και τις κοινωνικές προεκτάσεις ανάμεσα σε πρόσωπα, πράγματα και πεπρωμένα. Οι φωτογραφίες του διακρίνονται όχι μόνο για την ιστορική σημασία τους, αλλά και για την υψηλή αισθητική τους.
Γεννημένος στην Ιμβρο το 1906, έφυγε σε ηλικία 17 ετών για την Αλεξανδρούπολη, όπου θα βρεθεί στο φωτογραφείο του Παναγιώτου και θα έχει την πρώτη επαφή με το φακό και το πρώτο αντάμωμα με τη φωτογραφία. Η πρώτη του μεγάλη φωτογραφική δουλειά αναφέρεται στη φύση της Ηπείρου. Ένα δεύτερο φωτογραφικό ταξίδι, κι αυτό προπολεμικό, έγινε στην Κεφαλονιά.
Τα έργα που τον ανέδειξαν και τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σπουδαιότερους φωτογράφους μας, είναι οι στιγμές που αποτυπώνει με το φακό του την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης. Στις αρχές του 1942, ο Σπ. Μελετζής πάει στον Ολυμπο, στο χωριό Καρυές και φωτογραφίζει αντάρτικες ομάδες, καθώς και λοχαγούς του ΕΛΑΣ.
Τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1942, ταξιδεύει στην Πελοπόννησο με αποστολή, που του είχε αναθέσει η οργάνωση του ΕΑΜ της Αθήνας, να φέρει τρόφιμα στην πρωτεύουσα. Από τις φωτογραφίες του ταξιδιού, ήταν και εκείνη της Αννέτας, της πρώτης αντάρτισσας που είχε βγει στα βουνά της περιοχής. Το Φλεβάρη του ’44, το ΠΓ του ΚΚΕ του στέλνει το μήνυμα: «Σπύρο , έλα στο βουνό, εκεί που χτίζεται η Νέα Ελλάδα».
Το «σαΐνι», όπως ήταν το παρατσούκλι του, παίρνει τη μηχανή του, 332 φιλμ και ανεβαίνει στη Βίνιανη, όπου και στήνει το εργαστήριό του. Εκεί απαθανάτισε το έπος της Εθνικής Αντίστασης και έκανε πραγματικότητα το όνειρό του, να φωτογραφίσει τον Αρη.
Η απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 Οκτώβρη του 1944, θα βρει τον Σπ. Μελετζή στα βουνά της Ρούμελης. Το 1996, σε εκδήλωση προς τιμήν του στη Ρεντίνα Καρδίτσας, θυμόταν: «Συνάντησα μια Ρουμελιώτισσα γερόντισσα, που κουβαλούσε εφόδια για τους αντάρτες. Όταν τη ρώτησα, πώς μπορεί να είναι ζαλωμένη με ένα τόσο βαρύ φορτίο, πήρα μιαν απάντηση: “Αγώνας είναι αυτός συναγωνιστή, άμα κερδίσουμε, τα κερδίζουμε όλα. Άμα χάσουμε, τα χάνουμε όλα”. Τότε είδα αυτήν τη γερόντισσα, σα γίγαντα μπροστά μου και άρχισα να σκέφτομαι ότι οι φωτογραφίες που έπρεπε να τραβήξω, έπρεπε να έχουν την αγωνία, την πίστη, την ελπίδα και τη λεβεντιά αυτού του λαού».
Το Νοέμβρη του 1944, έγινε στην Αθήνα έκθεση αφιερωμένη στο έργο του. Η έκθεση στήθηκε σε χρόνο ρεκόρ, δίνοντας φωτογραφικά τη μεγάλη σελίδα του Βουνού. Όλο αυτό το υλικό το υπερασπίστηκε, το έκρυψε στα φυλλοκάρδια του και μας το παρέδωσε ως παρακαταθήκη για κληρονομιά. Η έκθεση κράτησε μόνον 9 ημέρες, γιατί ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά.
Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Αθήνας προσπαθεί να φωτογραφίσει, αλλά συλλαμβάνεται και βρίσκεται αιχμάλωτος στην Ελ – Ντάμπα της Αιγύπτου. Τον Ιούλη του 1945, ο Σπύρος Μελετζής έθαψε στον τοίχο της κουζίνας του σπιτιού του και στο ταβάνι 2.200 περίπου φιλμ από την Αντίσταση και τα Δεκεμβριανά. Τριάντα χρόνια αργότερα, με μεγάλη αγωνία για το τι είχε απομείνει, ξανάβγαλε στο φως όλον αυτόν το θησαυρό ανέπαφο και τον παρέδωσε στη Νεοελληνική Ιστορία.
Το 1993, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Βιέννης τού οργανώνει μεγάλη έκθεση με θέμα την Ελλάδα. Ενα χρόνο πριν, η διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης αρνήθηκε να του παραχωρήσει την αίθουσά της για να εκθέσει τα έργα του. Το Γενάρη του 1994, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Φωτογράφων ανακήρυξε τον Σπύρο Μελετζή επίτιμο πρόεδρό της, σε μια εκδήλωση που συνδιοργάνωσε με την Ενωση Καλλιτεχνών Φωτογράφων.
Επίτιμο μέλος της ΕΣΗΕΑ και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πανελλήνιου Συνδέσμου Δημοσιογράφων Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης 1941 – ’44, ο Σπύρος Μελετζής τιμήθηκε για την προσφορά του με την απονομή του Σταυρού του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο το 1995.
Το 1986, σε εκδήλωση που διοργάνωσε το ΚΚΕ προς τιμήν του, ο Σπύρος Μελετζής είχε πει για τη δουλειά του, την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης: «Αν μπόρεσα να ανταποκριθώ σ’ αυτό που μου ανέθεσε το Κόμμα, δεν ξέρω. Ισως, ναι. Ισως, όχι. Η εποχή ήταν δύσκολη. Δεν υπήρχαν τα μέσα. Υπήρχε όμως πολύς ενθουσιασμός. Μεγάλη πίστη και αγάπη στα ιδανικά του αγώνα. Κρατώ και σήμερα αυτήν την πίστη και αυτήν την αγάπη».
Για την πορεία της ζωής του διηγείται ο ίδιος σε εκδήλωση που οργάνωσε προς τιμήν του ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Δημοσιογράφων Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης 1941 – ’44, το 1992:
«Το 1942 βρέθηκα στον κάτω Όλυμπο και ήρθα σε άμεση επαφή κοντά στο χωριό Καρυά με τους αρχηγούς των πρώτων αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ. Τόση ήταν η συγκίνηση που ένιωσα και τόσο γοητεύτηκα που πήρα την απόφαση, αν θα μπορούσα, και εγώ να ανέβαινα στο βουνό και να ζούσα αυτή την αντάρτικη ζωή που ήταν γεμάτη λεβεντιά και αντρειοσύνη.
Στις αρχές του 1944 πήρα μια ειδοποίηση από την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, που μου έλεγε να ετοιμαστώ όσο μπορούσα πιο γρήγορα γιατί θα ανέβαινα στο βουνό, στην Ελεύθερη Ελλάδα, ως ο επίσημος φωτογράφος της Εθνικής μας Αντίστασης… Σήμερα έχω βεβαιωθεί πως ήταν σωστές οι ενέργειές μου στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας αλλά και όλη η μετέπειτα πορεία της ζωής μου που μπόρεσα να φυλάξω και να διασώσω όλο αυτό το μοναδικό, ιστορικό και ανεπανάληπτο υλικό της Εθνικής μας Αντίστασης που θα μείνει παντοτινή κληρονομιά στο λαό μας και δίδαγμα μεγάλο στις μελλοντικές γενιές μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου