Παρά την υποτιθέμενη συλλογική ευαισθησία της σημερινής Διεθνούς Ημέρας για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, οι ίδιες κοινότοπες ερωτήσεις και τα ίδια επιπόλαια σχόλια στα social media επιστρέφουν επίμονα, σαν ψίθυροι καταδίκης: «Γιατί δεν έφυγες;», «Γιατί το ανέχεσαι;», «Γιατί κάθεσαι και τις τρως;», «Είσαι άξια της μοίρας σου». Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνα Χαϊνά
Όσο σπούδαζε σε μία πόλη της επαρχίας, έμεινε έγκυος όταν ήταν 22 ετών. «Τότε με χτύπησε ξανά, πάνω σε μία συζήτηση που κάναμε και σχεδιάζαμε το σπίτι μας, το οποίο, χωριζόταν ουσιαστικά μέσω μίας πόρτας, και σε έναν άλλον χώρο έμεναν οι γονείς του. Του είπα “τελικά τα σχέδιά μας δεν έγιναν όπως τα λέγαμε”, και τότε με χαστούκισε». Εκείνος, ζήτησε ξανά συγγνώμη, της είπε ότι όταν μαζέψουν χρήματα, θα φύγουν από εκεί. «Είχα φτιάξει τότε τα πράγματά μου για να φύγω από το σπίτι, αλλά έμεινα».
«Αποκόπηκα από όλους»
Όταν εν τέλει η Κατερίνα έφυγε για πρώτη φορά από το σπίτι που είχε μετακομίσει με τον κακοποιητή της, ο γιος της ήταν 40 ημερών. Είχε πάει εκκλησία, και στην συνέχεια επισκέφθηκε τον άντρα της στην εργασία του. «Τον έπιασα να με απατά. Γύρισα σπίτι, γύρισε και εκείνος και μου είπε “τι δουλειά έχεις να βγαίνεις έξω με το παιδί, μόνη σου;”. Του είπα ότι χωρίζουμε, πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου για να έρθει να με πάρει και να πάμε στο πατρικό μας».
Ο άντρας της, την ακολούθησε μαζί με τους γονείς του. Της ζήτησε ξανά συγγνώμη και την παρακαλούσε να γυρίσουν στο δικό τους σπίτι. «Του έλεγα “αν όλη μου η ζωή είναι ξύλο, θέλω να χωρίσουμε”. Εκείνος, είχε εκμεταλλευτεί μέχρι και το πένθος του για τον αδελφό του, το χρησιμοποιούσε ως δικαιολογία για την συμπεριφορά του. Αλλά, πάλι δεν έφυγα, αντιθέτως, γύρισα».
Από εκεί και πέρα, όπως λέει, η ζωή τους ήταν «6 μήνες τέλειοι, 6 μήνες κόλαση». Ήταν στο ίδιο σπίτι με έναν σύζυγο βίαιο, τοξικό, εγωιστή, προς όλους, αλλά και σε εκείνη. «Για να μην έχω φασαρίες, και να είμαι ήρεμη, αποκόπηκα από όλους. Έμεινα στο σπίτι, μόνο με τον γιο μου, δεν πήγαινα πουθενά χωρίς τον άντρα μου. Αλλά, όπως είπα και νωρίτερα, ακόμη και όταν βγαίναμε μαζί, γινόταν πανικός. Όταν έπινε, γινόταν άλλος άνθρωπος».
Το αποκορύφωμα ήταν όταν έμεινε έγκυος στην κόρη της, και είχε πει στον εαυτό της πως όταν γεννηθεί το δεύτερο παιδί θα χωρίσει. «Όταν χρειάστηκε να πάω στο νοσοκομείο για να γεννήσω, εκείνος ήταν στην Θεσσαλονίκη με άλλη γυναίκα. Δεν ήταν καν μαζί μου, την στιγμή που γεννούσα την κόρη μας. Ήρθε την επόμενη μέρα. Πάλι μου ζήτησε συγγνώμη, και τελικά, εγώ πάλι δεν έφυγα».
«Με ξυπνούσε και με έδερνε γιατί δεν είχε φράουλες στο ψυγείο»
Στη συνέχεια, ο σύζυγος της Κατερίνας που απασχολούνταν επί χρόνια στην εστίαση, κατάφερε να βγάλει αρκετά χρήματα. «Τότε, έγινε ένα τέρας» λέει. Ποτέ δεν έφυγαν από το σπίτι, που έμεναν δίπλα από τους γονείς του, όπως της είχε υποσχεθεί. Αντιθέτως, άρχισε να γίνεται κακοποιητικός απέναντι και στον πατέρα του, ποτέ όμως, στη μητέρα του.
«Εγώ από την πλευρά μου, ήμουν ένα ζόμπι μέσα στο σπίτι. Απλώς υπήρχα. Δεν ήμουν χαρούμενη, ζούσα με τον φόβο και κάθε φορά που ξάπλωνα σκεφτόμουν “Θεέ μου, πώς θα γυρίσει…”. Όταν έφευγε ταξίδια για την δουλειά του, τότε ήμουν χαρούμενη, παρόλο που ήξερα πως με απατούσε. Όταν ήμουν μόνη μου διακοπές με τα παιδιά μου, τότε ήμουν ευτυχισμένη. Αλλά αυτά διαρκούσαν μόλις λίγες ημέρες».
Με τα χρόνια να περνούν, η Κατερίνα δεν ασχολήθηκε ποτέ επαγγελματικά με το αντικείμενο το οποίο σπούδασε, αλλά αποφάσισε να ανοίξει έναν παιδότοπο, εφόσον και ο σύζυγός της, της το επέτρεψε, όπως λέει. Η αλήθεια είναι, πως η επιχείρηση πήγαινε πολύ καλά. «Εκείνος όμως, δεν χαιρόταν. Μου έλεγε “αν δεν ήμουν εγώ, τι θα ήσουν; Αν δεν ήσουν γυναίκα μου, ποιος θα ερχόταν;”, παρόλο που ήταν ξεκάθαρα μία προσωπική μου επιτυχία αυτό το μαγαζί».
Μέχρι που έπειτα από όλα αυτά, έφτασε σε σημείο κατάθλιψης και διαρκούς φόβου. «Είναι ένας απερίγραπτος συνδυασμός. Κοιτούσα το ταβάνι και δεν με ένοιαζε τίποτα, ούτε καν που με έδερνε, γιατί το είχα συνηθίσει. Δεν με πείραζε το ξύλο, ακόμη και τώρα που το λέω φωναχτά, σκέφτομαι πως κάποτε με ξυπνούσε και με έδερνε, γιατί δεν είχε στο ψυγείο φράουλες. Το μόνο που έλεγα στον εαυτό μου, ήταν ότι δεν θέλω φωνές». Πώς θα γινόταν αυτό; Εάν έκανε ό,τι ήθελε, αλλά, ούτε αυτό τον ικανοποιούσε. «Αυτός ο άνθρωπος, ήταν σαν να ήθελε να με αποτελειώσει, κυριολεκτικά. Πράγμα το οποίο το κατάφερε, τόσο σωματικά, όσο ψυχικά και οικονομικά».
«Μόνο εγώ μπορώ να καταλάβω την γυναίκα που δεν φεύγει»
Έπρεπε να βρεθεί δύο φορές κοντά στον θάνατο, να “σπάσουν” τα τύμπανά στα αυτιά της από τα ατελείωτα χτυπήματα και να χάσει την ακοή της, να γεμίσει όλο το σώμα της σημάδια και πληγές από γυαλιά, αφού την είχε ρίξει με δύναμη πάνω σε γυάλινο τραπέζι, να μείνει 40 κιλά, αφού δεν έτρωγε, για να βρει την δύναμη να φύγει. Να μιλήσει στους δικούς της, να ζητήσει βοήθεια, και να βρει ξανά τον εαυτό της.
«Ακόμη και τότε, σκεφτόμουν “πώς θα είναι η ζωή μου χωρίς αυτόν;”, γιατί όντως, δεν ήξερα. Από 17 χρονών ήμουν με αυτόν τον άνθρωπο, μέχρι τα 32. Μόνο εγώ, μπορώ να καταλάβω την γυναίκα που δεν φεύγει».
Όταν η Κατερίνα είπε στον σύζυγό της πως θέλει να χωρίσουν, εκείνος άρχισε να γελάει. Αυτή, ήταν αποφασισμένη και σκεφτόταν πως «ή θα πεθάνω έτσι και θα αφήσω στα χέρια αυτού του ανθρώπου τα παιδιά μου -η κόρη μου 7 χρονών και ο γιος μου 10-, ή θα φύγω. Και πήγα στην δικηγόρο μου, έπειτα από 15 χρόνια διαρκούς κακοποίησης».
Γύρισε στο πατρικό της, όπου πλέον δεν ζούσε με τον φόβο πως όταν επιστρέψει σπίτι ο άντρας της, μεθυσμένος, θα την ξυπνήσει και θα την χτυπήσει. Όμως, δεν σταμάτησε εκεί.
Ακολούθησαν απειλές, μέχρι και την τελευταία στιγμή του δικαστηρίου. Την απειλούσε, πως έχει δικηγόρους από Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ότι θα την καταστρέψει, και θα της πάρει τα παιδιά.
«Επί 3 μήνες ερχόταν στο πατρικό μου, είχε σπάσει την πόρτα του σπιτιού, μου έστελνε συνέχεια, καθημερινά, μηνύματα που κάποιες φορές με έβριζε, ενώ άλλες φορές μου ζητούσε να γυρίσω πίσω. Όμως, δεν το έκανα. Το κακό με τις κακοποιητικές σχέσεις, είναι ότι η κατάσταση σου γίνεται συνήθεια. Αυτή η ντροπή και η ανασφάλεια. Δέχεσαι αυτή τη ζωή, ενώ ξέρεις ότι δεν σου αξίζει. Εγώ έλεγα στον εαυτό μου ότι κάθομαι μαζί του για τα παιδιά μου, για να μην μεγαλώσουν χωρίς τον πατέρα τους, ενώ έβλεπα το κακό που τους έκανα. Προφανώς όμως, αυτό ήταν μία φθηνή δικαιολογία».
«Εμένα μου πήρε 15 χρόνια για να φύγω»
Η Κατερίνα με τον πρώην σύζυγό της, ζουν σε μία πόλη 20.000 κατοίκων στην επαρχία, οπότε τον αντίκριζε και τον αντικρίζει σχεδόν καθημερινά. Όπως λέει, ήταν άλλος ένας εφιάλτης κάθε φορά που τον συναντούσε, γιατί αισθανόταν πως όποτε θελήσει, μπορεί να της κάνει κακό, να την περιμένει κάπου, να την παρακολουθεί.
Πλέον, τον τελευταίο χρόνο, τον αντικρίζει και νιώθει σαν να βλέπει έναν άγνωστο άνθρωπο. «Εμένα μου πήρε 15 χρόνια για να φύγω και έπειτα από 30 χρόνια σταμάτησα να τον φοβάμαι». Μέχρι πέρυσι, ένιωθε μίσος απέναντι του, αλλά τώρα, δεν νιώθει τίποτα.
«Είμαι περήφανη που κατάφερα να μεγαλώσω τα παιδιά μου, και να πετύχουν και εκείνα με την σειρά τους. Θεωρώ πως με έχουν συγχωρέσει. Είμαι όμως σίγουρη πως κατά την διάρκεια της ζωής τους σκέφτηκαν “όσο και να μην φταίει η μαμά, θα μπορούσε να φύγει, αλλά δεν το έκανε”. Πιστεύω πως έχω μεγαλύτερη ευθύνη εγώ για αυτό, και ξέρω ότι το πιστεύουν και αυτά. Και εγώ πιάνω τον εαυτό μου να μου λέει “γιατί καθόσουν;”, και η απάντηση είναι, γιατί φοβόμουν».
*Το όνομα “Κατερίνα” δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, για λόγους προστασίας του θύματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες