«Αν το παιδί δεν μπορεί να μάθει με τον τρόπο που το διδάσκουμε,
Κάποτε τα παιδιά που δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του σχολείου χαρακτηρίζονταν «έξυπνα αλλά τεμπέλικα» ή «αδιάφορα για τα μαθήματα». Οι δυσκολίες που συναντούσαν στη μάθηση θεωρούνταν φυσική συνέπεια του γεγονότος ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι το ίδιο ικανοί.
Η άποψη αυτή ενοχοποιούσε το ίδιο το άτομο για την αποτυχία του, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του από το εκπαιδευτικό σύστημα και την μετέπειτα επαγγελματική και προσωπική του δυσλειτουργία. Η σύγχρονη αντίληψη αναγνωρίζει ότι αυτά τα παιδιά δεν μαθαίνουν όπως οι συμμαθητές τους, όχι γιατί δε διαβάζουν, αλλά διότι λόγω ειδικών μαθησιακών δυσκολιών χρειάζονται εναλλακτικές μεθόδους και προσεγγίσεις εκμάθησης.
Σύμφωνα με τον ορισμό που είναι περισσότερο αποδεκτός από την επιστημονική κοινότητα σήμερα, «οι Μαθησιακές δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή ικανότητας μαθηματικής. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο, αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής.
Προβλήματα σε συμπεριφορές αυτοελέγχου, κοινωνικής αντίληψης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης μπορεί να συνυπάρχουν με τις μαθησιακές δυσκολίες, αλλά δεν συνιστούν από μόνα τους τέτοιες. Αν και οι μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να εμφανίζονται με άλλες συνθήκες ανεπάρκειας (π.χ. νοητική καθυστέρηση, συναισθηματική διαταραχή, αισθητηριακή βλάβη) ή με εξωτερικές επιδράσεις, όπως οι πολιτισμικές διαφορές ή η ανεπαρκή / ακατάλληλη διδασκαλία, δεν είναι το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων ή επιδράσεων (Hammill, 1990)»
Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να εμφανίζουν ορισμένα ή όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στον ορισμό του Hammill. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που απαντώνται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό στα περισσότερα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες.
Τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού προγράμματος παρέμβασης το οποίο θα διέπεται από τις εξής βασικές αρχές:
Αξιολόγηση παιδιού από ειδική διαγνωστική ομάδα και κατόπιν επιλογή κατάλληλου διδακτικοθεραπευτικού προγράμματος, προσαρμοσμένο στις δυνατότητες, τις ελλείψεις αλλά και τα ενδιαφέροντα του παιδιού.
Σαφής και μετρήσιμη στοχοθεσία του προγράμματος, ώστε να είναι εφικτή η αξιολόγηση του.
Υποστήριξη του μαθητή και της οικογένειας του από διεπιστημονική ομάδα.
Διαρκής αξιολόγηση του εξατομικευμένου προγράμματος με δυνατότητα τροποποίησης ανάλογα με την πρόοδο του μαθητή.
Επιπλέον ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα παρέμβασης θα πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της θετικής ενίσχυσης, της αυτενέργειας του μαθητή, στην αρχή της απλοποίησης και οργάνωσης της ύλης αλλά και στην αρχή της ατομικής ικανοποίησης του παιδιού. Η πολυαισθητηριακή μέθοδος, οι μέθοδοι μίμησης, η αυτοδιόρθωση, η εικονογραφική μέθοδος, η χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών και των τεχνών είναι αρωγοί στην ευόδωση αυτών των αρχών και καλό είναι να εφαρμόζονται στα εξατομικευμένα προγράμματα παρέμβασης.
Στην ΕΛΕΠΑΠ Αγρινίου το εξειδικευμένο και έμπειρο προσωπικό στηρίζει τέτοιους μεθόδους εκμάθησης. Το τμήμα της Ειδικής Διαπαιδαγώγησης σε συνεργασία με την διεπιστημονική ομάδα (παιδοψυχίατρος, ψυχολόγος, λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, φυσικοθεραπευτές και κοινωνική λειτουργό) αξιολογεί υπεύθυνα το παιδί και εξάγει το εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης.
Επίσης, ανά τακτά χρονικά διαστήματα επαναξιολογείται από την διεπιστημονική ομάδα το ίδιο το πρόγραμμα κι αν κριθεί αναγκαίο επαναπροσδιορίζονται οι στόχοι του. Ως παιδαγωγοί υποστηρίζουμε ότι λειτούργημα μας είναι η ολόπλευρη εξέλιξη του παιδιού. Στόχος μας είναι τα παιδιά να αγαπήσουν τη γνώση, τη μάθηση, την έρευνα κι όχι να εκπαιδευτούν σε μια στείρα απομνημόνευση γνώσεων, καταργώντας την κριτική τους σκέψη, τη φαντασία τους, τον ενθουσιασμό και το ενδιαφέρον τους για κάθε τι καινούριο που ανοίγεται μπροστά τους.
Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες συχνά χαρακτηρίζονται από τους γονείς και το σχολείο ως αδιάφορα και τεμπέλικα. Η κριτική αυτή εμποδίζει την ένταξη τους στο σχολικό περιβάλλον και την ομαλή κοινωνικοποίηση τους αργότερα.
Όταν «οι σπουδαίοι άλλοι της ζωής τους» χρησιμοποιούν μειωτικούς χαρακτηρισμούς γι’ αυτά, τότε, αντί να τα οδηγούν σε μια αισιόδοξη θεώρηση της ζωής, τα κάνουν επιθετικά, ευερέθιστα και τα φέρνουν ένα βήμα πριν την απομόνωση και την αυτοτιμωρία.
Η τεμπελιά και η αδιαφορία είναι ψυχοδυναμικοί μηχανισμοί άμυνας του μαθητή με μαθησιακές δυσκολίες, όταν πιέζεται πέρα από τα όρια και τις δυνατότητες του. Δεν υπάρχει μαθητής που δεν θέλει να πετύχει. Υπάρχει άγνοια για τα στάδια ανάπτυξης του παιδιού, παράλογη πίεση για αριστεία και λανθασμένοι εκπαιδευτικοί στόχοι.
Ας αφουγκραστούμε λοιπόν τα παιδιά μας κι ας σεβαστούμε τον ρυθμό τους και την προσωπικότητα τους.
Γκουράρου Ναυσικά
Ειδική Παιδαγωγός
ΕΛΕΠΑΠ Αγρινίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες