Δεκαετία του '70,χούντα κι αρχές μεταπολίτευσης.
Αλλες εποχές,άλλα ήθη!
Ακόμα και η εγκληματικότητα είχε το ρομαντισμός της!
Θα δούμε σήμερα τη ζωή και το θάνατο του "ληστή με τις γλαδιόλες",ενός ανθρώπου που πέρασε από τα πρωτοσέλιδα του τύπου της εποχής ως αμφισβητούμενη προσωπικότητα και ίσως να είναι διαχρονικά ο ληστής που κέρδισε την απόλυτη συμπάθεια του κόσμου.
Μοναχικός καουμπόης,γοητευτικός άντρας,ληστής με αισθήματα που πρόσφερε γλαδιόλες στους τραπεζικούς υπαλλήλους και δεν πυροβόλησε ποτέ,με πανέξυπνες μεταμφιέσεις,ξεφτίλισε μπορούμε να πούμε το στρατιωτικό καθεστώς,έκανε αμέτρητες απόπειρες αυτοκτονίας,επίσης απίστευτες αποδράσεις κι είχε δραματικό τέλος σε μια σύντομη ζωή 35 χρόνων.
Στην κηδεία του,11 Ιουλίου 1984, υπήρξε στεφάνι με την υπογραφή της 17Νοέμβρη!
Mπορείτε να δείτε σε βίντεο από τη Μηχανή του Χρόνου,όλη την ιστορία του Θόδωρου Βενάρδου στο τέλος της ανάρτησης.
Ζείδωρον
Το παρελθόν του Θ. Βενάρδου
Ποιος, όμως ήταν ο Θ. Βενάρδος; Γεννήθηκε το 1949 στην Αθήνα. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Σε ηλικία πέντε ετών ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά του και πήγε στη Βραζιλία. Λίγο καιρό αργότερα, η μητέρα του Φωτεινή πήρε τον ίδιο και την ενός έτους αδελφή του Αννίτα και εγκαταστάθηκαν και οι ίδιοι στο Σάο Πάολο για δυόμισι χρόνια.
Όταν επέστρεψαν, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε τον οδηγό ταξί Ν. Λύτρα και για διάστημα τριών ετών, ο Θ. Βενάρδος έμεινε στο σπίτι του παππού του, στην περιοχή των Σπάτων. Ο πατριός του, στην αρχή, ήταν ιδιαίτερα βίαιος μαζί του. «Ο Θόδωρος δεν γελούσε ποτέ. Πικραμένο παιδί αλλά ευγενικό και υπάκουο. Εγκαταλελειμμένο από πατέρα και στις αρχές κυνηγημένο από τον πατριό» θα πει αργότερα η μητέρα του σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» στις 14-15 Ιουλίου 1984.
Όταν επέστρεψαν, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε τον οδηγό ταξί Ν. Λύτρα και για διάστημα τριών ετών, ο Θ. Βενάρδος έμεινε στο σπίτι του παππού του, στην περιοχή των Σπάτων. Ο πατριός του, στην αρχή, ήταν ιδιαίτερα βίαιος μαζί του. «Ο Θόδωρος δεν γελούσε ποτέ. Πικραμένο παιδί αλλά ευγενικό και υπάκουο. Εγκαταλελειμμένο από πατέρα και στις αρχές κυνηγημένο από τον πατριό» θα πει αργότερα η μητέρα του σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» στις 14-15 Ιουλίου 1984.
Σπούδασε μηχανικός του εμπορικού ναυτικού, ενώ το 1972, υπηρετώντας τη θητεία του στον στρατό, ανατίναξε μια πυριτιδαποθήκη. Ήταν η πιο σκληρή περίοδος του στρατιωτικού καθεστώτος. Συνελήφθη, βασανίστηκε και λίγους μήνες αργότερα απολύθηκε για λόγους υγείας. Κατόπιν, εργάστηκε σε εμπορικά πλοία και όταν σταμάτησε τα ταξίδια, δούλεψε για ένα διάστημα σε συνεργείο πλοίων.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, στα τέλη του 1972 ταξίδεψε στη Ζυρίχη της Ελβετίας, όπου συναντήθηκε με τον τέως Έλληνα βασιλιά Κωνσταντίνο, με σκοπό την οργάνωση του αγώνα κατά της δικτατορίας!
«Ο Βενάρδος έκανε αρκετά ταξίδια στο εξωτερικό» θα πει πολλά χρόνια μετά η δικηγόρος του στη τελευταία φάση της ζωής του, Κ. Γιομπρέ. «Ένα από αυτά ήταν στη Ζυρίχη. Εκεί είχε επαφή με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο. Μάλιστα, έφερε μαζί του και μια κούπα με προσωπική αφιέρωση-μονογραφή του πρώην μονάρχη.
Όταν του απευθύνθηκα και τον ρώτησα ‘Θόδωρε, τι δουλειά έχεις εσύ με τον Γλύξμπουργκ;’ γύρισε και μου είπε κοφτά: ‘Δεν έχει σημασία τώρα. Ο Κωνσταντίνος αυτή τη στιγμή δεν έχει εξουσία’» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Espresso» – 24 Σεπτεμβρίου 2002).
Εξάλλου, ο ίδιος κατά τη διάρκεια της απολογίας του στη δίκη του υποστήριξε -χωρίς όμως να δώσει κάποιο σχετικό αποδεικτικό στοιχείο- ότι μεγάλο μέρος από τα χρήματα που αποκόμισε από την πρώτη του ληστεία στο Παγκράτι τα διέθεσε στον αγώνα κατά της δικτατορίας.
«Έδινα χρήματα χωρίς να ζητώ αποδείξεις. Εκεί μέσα όλοι αγωνιζόντουσαν για ένα κοινό σκοπό. Και εγώ πρόσφερα ό,τι μπορούσα γιατί αγόρασα όπλα, μπαρούτι, χειροβομβίδες και είχα φέρει ασύρματο και ραδιοπομπούς από την οργάνωση στο εξωτερικό με κίνδυνο της ζωής μου. (…) Μόνος μου ήμουν, είχα όμως μαζί μου και τους άλλους τους οποίους εκπαίδευα στα όπλα και την χρήσι των χειροβομβίδων».
Πολλά χρόνια αργότερα, ο φωτορεπόρτερ Πολ Πουλίδης θα ισχυριστεί ότι ο Θ. Βενάρδος είχε ενεργή εμπλοκή στην αντιστασιακή οργάνωση «Σπάρτακος», κάτι για το οποίο θα κάνει λόγο και η Αννίτα Βενάρδου.
Όταν του απευθύνθηκα και τον ρώτησα ‘Θόδωρε, τι δουλειά έχεις εσύ με τον Γλύξμπουργκ;’ γύρισε και μου είπε κοφτά: ‘Δεν έχει σημασία τώρα. Ο Κωνσταντίνος αυτή τη στιγμή δεν έχει εξουσία’» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Espresso» – 24 Σεπτεμβρίου 2002).
Εξάλλου, ο ίδιος κατά τη διάρκεια της απολογίας του στη δίκη του υποστήριξε -χωρίς όμως να δώσει κάποιο σχετικό αποδεικτικό στοιχείο- ότι μεγάλο μέρος από τα χρήματα που αποκόμισε από την πρώτη του ληστεία στο Παγκράτι τα διέθεσε στον αγώνα κατά της δικτατορίας.
«Έδινα χρήματα χωρίς να ζητώ αποδείξεις. Εκεί μέσα όλοι αγωνιζόντουσαν για ένα κοινό σκοπό. Και εγώ πρόσφερα ό,τι μπορούσα γιατί αγόρασα όπλα, μπαρούτι, χειροβομβίδες και είχα φέρει ασύρματο και ραδιοπομπούς από την οργάνωση στο εξωτερικό με κίνδυνο της ζωής μου. (…) Μόνος μου ήμουν, είχα όμως μαζί μου και τους άλλους τους οποίους εκπαίδευα στα όπλα και την χρήσι των χειροβομβίδων».
Πολλά χρόνια αργότερα, ο φωτορεπόρτερ Πολ Πουλίδης θα ισχυριστεί ότι ο Θ. Βενάρδος είχε ενεργή εμπλοκή στην αντιστασιακή οργάνωση «Σπάρτακος», κάτι για το οποίο θα κάνει λόγο και η Αννίτα Βενάρδου.
Σύμφωνα με ορισμένους, ο Θ. Βενάρδος είχε επαφές με τον πρώην βασιλιά Κωνσταντίνο, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας.
Τον Ιούνιο του 1973 παντρεύτηκε τη 17χρονη Δήμητρα, αλλά ο γάμος τους διήρκεσε μόνο τρεις μήνες. Αργότερα, συνδέθηκε με την Μπελίντα, σχέση η οποία μετά τη σύλληψή του προκάλεσε σάλο, λόγω του γεγονότος ότι η Μπελίντα είχε αλλάξει φύλλο!
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ζωή της αδελφής του Αννίτας, η οποία ήταν αδιαμφισβήτητα ευειδής και αυτός ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο προσέλκυσε αμέσως το ενδιαφέρον του Τύπου. «Στα 17 μου χρόνια εργάσθηκα σε ένα οίκο ευγηρίας» θα πει στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. «Με το μισθό μου, επειδή ήθελα να γίνω κάτι, γράφτηκα στη σχολή Μαννεκέν Ροντοπούλου. Τις ημέρες που δεν είχα σχολή, πήγαινα στα αγγλικά. Έδωσα εξετάσεις για να περάσω από το ερασιτεχνικό τμήμα της σχολής στο επαγγελματικό με μία φούστα και μπλούζα της μητέρας μου, ενώ άλλες περνούσαν με τουαλέττες. Και βγήκα πρώτη».
Ο Θ. Βενάρδος με την αδελφή του Αννίτα (περίπου το 1975).
Εξάλλου, σε μια παλιότερη συνέντευξή της στον δημοσιογράφο Β. Καββαθά (περιοδικό «Ταχυδρόμος») είχε πει ότι μετά την απόδρασή του (σ.σ.: τον Απρίλιο του 1974), ο αδελφός της «έστειλε ένα τελεσίγραφο στον Ανδρουτσόπουλο (σ.σ.: «πρωθυπουργός» της τελευταίας δικτατορικής κυβέρνησης) και του έγραφε: ‘Αν δεν απελευθερώσετε την αδελφή μου, η οποία δεν έχει καμία ανάμειξη στις δικές μου ενέργειες, θα πάρω τανκς και θα σας ανατινάξω το Γουδί’».
Μετά την αποφυλάκισή της: «πήγα και βρήκα τον Ζαμπέτα και του ζήτησα να με βοηθήσει. Δούλεψα τελικά με τον Λευτέρη τον Ψηλόπουλο ως τραγουδίστρια. Μάζευα χρήματα για δικηγόρους. Γιατί δεν είχε λεφτά. Τα είχε ξοδέψει όλα για πομπούς και δέκτες και φιλοδοξούσε, όπως έλεγε να φτιάξει μια αντιστασιακή ομάδα κατά της χούντας». Αργότερα, η Αννίτα εγκατέλειψε το τραγούδι, παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη.
Ληστεία τράπεζας παραμονή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου
Την παραμονή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ο Βενάρδος ντυμένος παπάς και έχοντας μια καραμπίνα κρυμμένη κάτω από το ράσο του, πραγματοποίησε την πρώτη ένοπλη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα, παίρνοντας σαν λεία ένα υπέρογκο για την εποχή ποσό....
Στις 16 Νοεμβρίου του 1973, ενώ το κέντρο της Αθήνας έκλεινε από τις πορείες κι οι φοιτητές συγκεντρώνονταν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, στο Παγκράτι λάμβανε χώρα η πρώτη ένοπλη ληστεία σε τράπεζα στην Ελλάδα, με τρόπο που θα ζήλευε ο Hitchcock και δράστη ο οποίος έμελλε να λατρευτεί σαν να ήταν κινηματογραφικό είδωλο.
Μια καλογυαλισμένη κόκκινη Τζάγκουαρ σταμάτησε έξω από το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην οδό Πρατίνου. Ο οδηγός της, ένας νεαρός ψηλός άντρας που φορούσε μακριά ράσα και το πρόσωπό του κρυβόταν κάτω από ένα μεγάλο καπέλο, γυαλιά ηλίου κι ένα λευκό μαντήλι, μπήκε στο κατάστημα και σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες έβγαλε την καραμπίνα που έκρυβε μέσα στη φορεσιά του και φώναξε: «Ληστεία! Μην κινηθεί κανείς».
Οι έντρομοι πελάτες και το προσωπικό της τράπεζας ήρθαν αντιμέτωποι με μια κατάσταση που μέχρι τότε ήταν εκτός ελληνικής πραγματικότητας. Μέχρι να φτάσει η αστυνομία, ο μεταμφιεσμένος άντρας είχε φύγει κρατώντας στα χέρια του μια σακούλα που περιείχε σχεδόν δυόμισι εκατομμύρια δραχμές, ποσό αστρονομικό για εκείνη την εποχή.
Ο ληστής είχε επιβιβαστεί στην κόκκινη Τζάγκουαρ την οποία, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, είχε κλέψει από ένα πάρκινγκ στο Κολωνάκι και είχε εξαφανιστεί.
Το πρωτάκουστο για την Αθήνα γεγονός έγινε μαζί με την εξέγερση του Πολυτεχνείου το θέμα των ημερών, με το κοινό να αναζητεί με ενδιαφέρον την ταυτότητα του μυστηριώδους ένοπλου, τον οποίο οι αυτόπτες μάρτυρες είχαν περιγράψει ως γοητευτικό, παρά τη μεταμφίεσή του.
Ο δράστης της ληστείας ήταν πράγματι ένας καλοφτιαγμένος νεαρός, ο Θόδωρος Βενάρδος, μόλις είκοσι τεσσάρων ετών, με εμφάνιση που θύμιζε περισσότερο σταρ του σινεμά παρά εγκληματία. Ένα παιδί διαλυμένης οικογένειας.
Συνελήφθη τελικά στις 22 Ιανουαρίου του 1974 σε ένα οπλοπωλείο, ενώ προσπαθούσε να αγοράσει μια καραμπίνα. Όταν έγινε έρευνα στο σπίτι του αποκαλύφθηκε ότι είχε προλάβει να ξοδέψει ενάμισι εκατομμύριο δραχμές μέσα σε λίγους μήνες.
Εκτός από τον Βενάρδο, συλλαμβάνεται και η μικρή αδελφή του, Αννίτα, που ήταν η μεγάλη του αδυναμία και για την οποία είχε αγοράσει τα πιο ακριβά δώρα, με την κατηγορία της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος.
Η δίκη
Τον Ιούλιο του 1975, ο Θ. Βενάρδος, μαζί με την Αννίτα και άλλους πέντε συνεργούς του σε παλιότερες ληστείες κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών.
Η υπεράσπιση προσπάθησε να πείσει το δικαστήριο πως ο Θ. Βενάρδος είναι «ψυχοπαθητικό άτομο», ενώ ο νευροψυχίατρος Β. Πιπερίγκος κατέθεσε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Εγώ και δύο άλλοι συνάδελφοί μου παρακολουθήσαμε τον Βενάρδο και έχουμε συντάξει έκθεσιν πραγματογνωμοσύνης, εις ην και αναφέρομαι.
Η υπεράσπιση προσπάθησε να πείσει το δικαστήριο πως ο Θ. Βενάρδος είναι «ψυχοπαθητικό άτομο», ενώ ο νευροψυχίατρος Β. Πιπερίγκος κατέθεσε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Εγώ και δύο άλλοι συνάδελφοί μου παρακολουθήσαμε τον Βενάρδο και έχουμε συντάξει έκθεσιν πραγματογνωμοσύνης, εις ην και αναφέρομαι.
Όπως γράφω και εις την έκθεσίν μου, έχω τη γνώμη ότι το οικογενειακό περιβάλλον εις το οποίον έζησεν ούτος, δεν ήτο το ενδεδειγμένον. Εγνώρισε τρεις πατέρες και δύο μητέρες. Επίσης και εις τον αισθηματικόν του τομέα είναι αποτυχημένος, διότι έχει χωρίσει με την σύζυγόν του και από τον στρατόν επήρε απολυτήριον λόγω υγείας. Εξακολουθούν μετά ταύτα απόπειραι αυτοκτονίας, αυτοτραυματισμοί κ.λπ.
Εξ αυτών, λοιπόν, των αποτυχιών της ζωής του εδημιουργήθη μια αντίρροπος κατάστασις, εκ πάντων δε τούτων καταλήγω ότι μία μειωμένη ευθύνη πρέπει να του αναγνωρισθεί. Εις εκ των συναδέλφων μου τον κατατάσσει ως έχοντα πλήρη ευθύνην, ο δε έτερος συνάδελφός μου πλησιάζει πολύ εις τας απόψεις μου.
Η κατάστασις του Βενάρδου δεν είναι παρορμητική. Εις συγκεκριμένην περίπτωσιν έχει την δυνατότητα να διακρίνει το άδικον της πράξεώς του μέχρις ενός σημείου. Ούτος δεν ημπορεί να ελέγξει, κατά την γνώμην μου, το παρόν με το παρελθόν».
Δύο δημοσιεύματα σχετικά με τη δίκη του Θ. Βενάρδου. Επάνω, το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Απογευματινή» στις 22 Ιουλίου 1975 και, κάτω, της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος» στις 25 Ιουλίου 1975
Ο ίδιος, κατά την απολογία του αποδέχτηκε μόνο τις δύο ληστείες και την κλοπή των αυτοκινήτων και υποστήριξε πως η ομολογία του για τις άλλες πράξεις ήταν αποτέλεσμα βασανιστηρίων και ξυλοδαρμών που υπέστη από τους αστυνομικούς μετά τη σύλληψή του.
Τελικώς, στις 25 Ιουλίου, το δικαστήριο καταδίκασε τον Θ. Βενάρδο σε κάθειρξη 20 ετών και 7 μηνών με μοναδικό ελαφρυντικό τον «ελαττωμένο καταλογισμό». Μαζί του καταδικάστηκαν και άλλοι πέντε κατηγορούμενοι για παλιότερες ληστείες, καθώς επίσης και η αδελφή του Αννίτα σε ποινή φυλάκισης 7 μηνών.
Απόπειρες αυτοκτονίας και καταγγελίες
Μετά την καταδίκη του, ξεκινά μια επώδυνη πορεία. Τον βασανίζουν, κλείνεται στην απομόνωση και μεταφέρεται σε όλες τις φυλακές της χώρας, ώσπου να καταλήξει στις φυλακές Κορυδαλλού.
Ο Θ. Βενάρδος δεν μπορεί να αντέξει τη φυλακή. Η οικογένειά του προσπαθεί να τον πείσει να μεταφερθεί σε αγροτικές φυλακές για να μειωθεί ο χρόνος της ποινής του, αλλά αυτός αρνείται.
Πάνω από εβδομήντα (!) φορές επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Κτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο και καταπίνει μεταλλικά αντικείμενα (!) για να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, «να νιώσω λίγο ελεύθερος» όπως θα πει στη μητέρα του σε μία από τις περιπτώσεις αυτές.
Παρουσιάζεται στα δικαστήρια με ραμμένο το στόμα και τα αυτιά για να μην μιλήσει και να μην ακούσει τους δικαστές, ενώ αργότερα αφήνει γενειάδα και εμφανίζεται ντυμένος σαν… Παλαιστίνιος.
Κάνει απόπειρες απόδρασης και σε μία περίπτωση οι φύλακες αναγκάζονται να τον πυροβολήσουν στα πόδια για να τον σταματήσουν. Τρεις ψυχίατροι γνωματεύουν πως είναι ψυχοπαθής και πως πρέπει να νοσηλευτεί σε ειδική κλινική. Άντ’ αυτού, μεταφέρεται στις φυλακές Κέρκυρας, που θεωρούνται από τις πλέον «σκληρές» της χώρας.
Από εκεί, στις 9 Φεβρουαρίου 1983 στέλνει στην μνηστή του Άννα Β., με την οποία είχε γνωριστεί το 1981 όταν νοσηλευόταν στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο ύστερα από μια απόπειρα αυτοκτονίας, μια επιστολή, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: «(…) Θέλω όταν μπορέσεις να πας στον κ. Γιώργο Ασημακόπουλο (κάποια Πέμπτη) και εξήγησέ του ότι εγώ ανήκω στο Ψυχιατρείο κι όχι στην Κέρκυρα ή εάν δεν θέλει να με πάει στο Ψυχιατρείο ας με πάει στους φούρνους του Κορυδαλλού (…)».
Ο Θ. Βενάρδος με την Άννα Β.
Σε άλλο γράμμα του προς την Άννα (στις 12 Απριλίου 1983) γράφει σχετικά: «(…) Διαπίστωσαν σήμερα και δι ακτινοσκοπήσεως ότι έχω ξένα σώματα στο στομάχι μου και δεν μου έκαναν εισαγωγή στο Νοσοκομείο παρ’ ότι έχω φοβερούς πόνους. Κατόπιν αυτού και αφού δεν μου έγινε σήμερα όπως προαναφέρω εισαγωγή, πήγαινε με τον δικηγόρο μου στον Εισαγγελέα Εφετών Κερκύρας για να διατάξη αυτός σήμερα την εισαγωγή μου στο Νοσοκομείο. Εάν κι αυτός δείξει αδιαφορία τότε πέστα όλα στην κ. Ψυχίατρό μου για τις ταλαιπωρίες που τραβώ. (…)
Σε παρακαλώ να πάρεις το αεροπλάνο και να πας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης την Πέμπτη και ανάφερέ τα όλα αυτά κι ότι ένας νορμάλ άνθρωπος δεν νομίζω να καταπίνει αυτά που εγώ έχω στο στομάχι μου και κανονικά πρέπει εκτάκτως να διατάξουνε την μεταγωγή μου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού. Αλλιώς έχω πέσει σε τέτοια οργανομένη οικογένεια εξωλοθρεύσεως που ότι και να κάνω αυτοί τελικά θα κερδίσουν αυτό που από χρόνια επιδιώκουν (…)» (σ.σ.: και οι δύο αυτές επιστολές, περιλαμβάνονται σε ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Άρη Σκιαδόπουλου στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» – 16 Ιουλίου 1984).
Σε παρακαλώ να πάρεις το αεροπλάνο και να πας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης την Πέμπτη και ανάφερέ τα όλα αυτά κι ότι ένας νορμάλ άνθρωπος δεν νομίζω να καταπίνει αυτά που εγώ έχω στο στομάχι μου και κανονικά πρέπει εκτάκτως να διατάξουνε την μεταγωγή μου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού. Αλλιώς έχω πέσει σε τέτοια οργανομένη οικογένεια εξωλοθρεύσεως που ότι και να κάνω αυτοί τελικά θα κερδίσουν αυτό που από χρόνια επιδιώκουν (…)» (σ.σ.: και οι δύο αυτές επιστολές, περιλαμβάνονται σε ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Άρη Σκιαδόπουλου στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» – 16 Ιουλίου 1984).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι πολλές από τις επιστολές που έστελνε, κατά καιρούς, σε διάφορους αποδέκτες ήταν γραμμένες και υπογεγραμμένες με το αίμα του!
Χαρακτηριστική επιστολή του Θ. Βενάρδου (πιθανώς, προς τη διεύθυνση των φυλακών Κορυδαλλού), γραμμένη στις 28 Αυγούστου 1974:
«Σας γνωρίζο ότι σήμαιρον την πρώτη μ.μ. (1) μην μπορόντας άλλο να ανθέξω την απομώνοσην που είμαι 62 μέρες εδώ και (17)δέκα εφτά στην Γενική Ασφάλεια Αθ. έλαβον την απόφασιν όσο σκληρή κι αν είναι και έφαγα διάφορα άσχετα προς βρόσην αντηκίμενα δηλαδή γυαλιά πρόκες βίδες και διάφορα άλλα αιχμηρά αντικείμενα.
Μετά τιμής, Θεόδωρος Βενάρδος»
(από το περιοδικό «After Crime», τεύχος 1, Φεβρουάριος 2000).
Παράλληλα, ο Θ. Βενάρδος μελετά εντατικά την ποινική δικονομία και τον σωφρονιστικό κώδικα. Συντάσσει δεκάδες μηνυτήριες αναφορές στους αρμόδιους, όπου καταγγέλλει τις συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων, ενώ προσπαθεί να έρθει σε επαφή με δημοσιογράφους για να δημοσιοποιήσει τις απόψεις του.
Σε μία από τις καταγγελίες, σημειώνει μεταξύ άλλων: «(…) Ανθρώπινες υπάρξεις εξευτελίζονται κατά τρόπον σαδιστικόν και ανηλεήν. Άνδρες και έφηβοι οδηγούνται εις εν είδος βασανιστηρίου που λέγεται σταυρός, αφού έχουν υποστεί προηγουμένως αλύπητον ξυλοδαρμόν δια ροπάλων και άλλων σκληρών αντικειμένων υπό της λεγομένης ομάδας κρούσεως. (…)
Κατά την είσοδο του νεοεισερχόμενου κρατούμενου εφαρμόζεται κουρά εν χρω, ακολούθως υφίσταται ψυχρολουσίαν δι ενός δοχείου πλήρους ψυχρού ύδατος, καθώς επίσης ενδύεται ομοιόμορφον περιβολήν με φόρμες, επίσης δε λαμβάνει χώραν άλλον εξευτελεστικόν γεγονός: αναγκάζεται εις επίκυψιν και υποχρεούται εις βυθοσκόπησιν του πρωκτού.
Εν συνεχεία σε οδηγούν στο λεγόμενο ‘ΚΟΥΛΟΥΡΙ’ (περίβολος εσωτερικός της φυλακής) όπου αναγκάζεσαι να τρέξης κραυγάζοντας ακαταναμάστους αισχράς φράσεις, όπως είναι ‘είμαι πούστης’ κ.λπ., καταλυτικά της ανδρικής αξιοπρέπειας».
Σε μία από τις καταγγελίες, σημειώνει μεταξύ άλλων: «(…) Ανθρώπινες υπάρξεις εξευτελίζονται κατά τρόπον σαδιστικόν και ανηλεήν. Άνδρες και έφηβοι οδηγούνται εις εν είδος βασανιστηρίου που λέγεται σταυρός, αφού έχουν υποστεί προηγουμένως αλύπητον ξυλοδαρμόν δια ροπάλων και άλλων σκληρών αντικειμένων υπό της λεγομένης ομάδας κρούσεως. (…)
Κατά την είσοδο του νεοεισερχόμενου κρατούμενου εφαρμόζεται κουρά εν χρω, ακολούθως υφίσταται ψυχρολουσίαν δι ενός δοχείου πλήρους ψυχρού ύδατος, καθώς επίσης ενδύεται ομοιόμορφον περιβολήν με φόρμες, επίσης δε λαμβάνει χώραν άλλον εξευτελεστικόν γεγονός: αναγκάζεται εις επίκυψιν και υποχρεούται εις βυθοσκόπησιν του πρωκτού.
Εν συνεχεία σε οδηγούν στο λεγόμενο ‘ΚΟΥΛΟΥΡΙ’ (περίβολος εσωτερικός της φυλακής) όπου αναγκάζεσαι να τρέξης κραυγάζοντας ακαταναμάστους αισχράς φράσεις, όπως είναι ‘είμαι πούστης’ κ.λπ., καταλυτικά της ανδρικής αξιοπρέπειας».
Σημειώνεται ότι, όλο αυτό το διάστημα, υπέβαλλε συνολικά πέντε αιτήσεις για αποφυλάκιση λόγω «ανηκέστου βλάβης», αλλά όλες απορρίφθηκαν.
Το τραγικό τέλος…
Το καλοκαίρι του 1984, ο Θ. Βενάρδος, απογοητευμένος από τις εξελίξεις στην υπόθεσή του, παρουσίαζε σημεία κατάθλιψης, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες είχε γίνει και χρήστης ουσιών.
Στις 12 το μεσημέρι της Τρίτης 10 Ιουλίου 1984, βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του. Οι συγγενείς του έκαναν λόγο για «εξώθηση σε αυτοκτονία» και ζήτησαν νεκροψία. «Εννέα μέρες μετά το θάνατό του είχε προγραμματιστεί να γίνει νεκροψία με εισαγγελική παραγγελία» θα πει πολλά χρόνια αργότερα η τελευταία σύντροφός του Άννα Β.
«Είχαν διατάξει να πραγματοποιηθεί εκταφή και νεκροψία καθ΄ ότι είχαν προκύψει νέα στοιχεία. Για παράδειγμα παρατηρήθηκαν μώλωπες στο δεξί του μάγουλο. Ένας αυτόχειρας, ο οποίος επιλέγει να δώσει τέρμα στη ζωή του με αυτόν τον τρόπο, δεν έχει πιθανότητες να αυτοτραυματιστεί και ειδικά στο μάγουλο.
Υπάρχουν φωτογραφίες μετά το θάνατό του που φαίνεται το σημάδι στο μάγουλό του. Παρευρισκόμουν στη διαδικασία της εκταφής, όταν επενέβη η αστυνομία για να τη σταματήσει, με νέα απόφαση εισαγγελέα. (…)
Με είχε καλέσει ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης να τον επισκεφτώ, κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε (…)» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Espresso» – 24 Σεπτεμβρίου 2002).
Στις 12 το μεσημέρι της Τρίτης 10 Ιουλίου 1984, βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του. Οι συγγενείς του έκαναν λόγο για «εξώθηση σε αυτοκτονία» και ζήτησαν νεκροψία. «Εννέα μέρες μετά το θάνατό του είχε προγραμματιστεί να γίνει νεκροψία με εισαγγελική παραγγελία» θα πει πολλά χρόνια αργότερα η τελευταία σύντροφός του Άννα Β.
«Είχαν διατάξει να πραγματοποιηθεί εκταφή και νεκροψία καθ΄ ότι είχαν προκύψει νέα στοιχεία. Για παράδειγμα παρατηρήθηκαν μώλωπες στο δεξί του μάγουλο. Ένας αυτόχειρας, ο οποίος επιλέγει να δώσει τέρμα στη ζωή του με αυτόν τον τρόπο, δεν έχει πιθανότητες να αυτοτραυματιστεί και ειδικά στο μάγουλο.
Υπάρχουν φωτογραφίες μετά το θάνατό του που φαίνεται το σημάδι στο μάγουλό του. Παρευρισκόμουν στη διαδικασία της εκταφής, όταν επενέβη η αστυνομία για να τη σταματήσει, με νέα απόφαση εισαγγελέα. (…)
Με είχε καλέσει ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης να τον επισκεφτώ, κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε (…)» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Espresso» – 24 Σεπτεμβρίου 2002).
εφημερίδα «Απογευματινή» – Τετάρτη 11 Ιουλίου 1984
Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την επόμενη ημέρα στο νεκροταφείο των Σπάτων. Ανάμεσα στα πολλά στεφάνια που στάλθηκαν εντύπωση αλλά και αναστάτωση στις αστυνομικές αρχές προκάλεσε ένα που έφερε την επιγραφή «Από τα αήττητα παιδιά της 17 Νοέμβρη»!
Τις επόμενες μέρες άγνωστοι τηλεφωνούσαν στο υπουργείο Δικαιοσύνης ως εκπρόσωποι της οργάνωσης, απειλώντας τον υπουργό για το θάνατο του Θ. Βενάρδου. Αργότερα, διατυπώθηκαν υπόνοιες για σχέσεις του με την οργάνωση, αλλά ποτέ δεν αποδείχτηκε κάτι συγκεκριμένο.
Τις επόμενες μέρες άγνωστοι τηλεφωνούσαν στο υπουργείο Δικαιοσύνης ως εκπρόσωποι της οργάνωσης, απειλώντας τον υπουργό για το θάνατο του Θ. Βενάρδου. Αργότερα, διατυπώθηκαν υπόνοιες για σχέσεις του με την οργάνωση, αλλά ποτέ δεν αποδείχτηκε κάτι συγκεκριμένο.
Η Κ. Γιομπρέ θυμάται ότι λίγες μέρες μετά την κηδεία «κάποιοι από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (…) ήθελαν να βγάλουν τραπέζι στην Πανεπιστημίου, ζητώντας απ’ τον κόσμο να τιμήσει τη μνήμη του. Τελικά δεν έγινε. (…) Ήταν φιλοαναρχικά στοιχεία. (…) Ο Θόδωρος ήταν ένα κοινωνικά ανέντακτο άτομο. Ήταν αντικρατιστής. Είχε μια φυσική άρνηση προς την καθεστηκυία τάξη. Όσο για τα λεφτά από τις ληστείες; Απ΄ αυτά που ξέρω, τα μοίρασε στους απόρους των Σπάτων» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Espresso» – 24 Σεπτεμβρίου 2002).
εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» – Παρασκευή 13 Ιουλίου 1984
Πάντως, ο θάνατός του προκάλεσε ζωηρές συζητήσεις και έφερε στο προσκήνιο της δημοσιότητας τις άθλιες συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων, ενώ κάποιοι νομικοί εκτιμούν πως αποτέλεσε την αφορμή ώστε τα επόμενα χρόνια να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για τη σχετική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων.
Η τελευταία εικόνα του Θ. Βενάρδου μέσα στο φέρετρο, «συμπύκνωσε» κατά μία έννοια τη (σύντομη) ζωή του: «στολισμένος» με εκατοντάδες γλαδιόλες, στα τριάντα πέντε του χρόνια είχε οριστικά «αποδράσει» προς την ελευθερία…
Ο ληστής με τις γλαδιόλες
Tο τραγικό του τέλος
12.01, μεσημέρι Τρίτης 10 Ιουλίου 1984.
“Θοδωρή, Θοδωρή. Τρέξτε ο Βενάρδος κρεμάστηκε”. H φωνή του φύλακα Μιχάλη Κουρκουνάκη, που έκανε τον τυπικό έλεγχο από κελί σε κελί, τρομάζει φύλακες και συγκρατούμενους/
Μαζεύονται όλοι στο κελί 82 της β πτέρυγας του Κορυδαλλού.Το κορμί του, με το βρόχο απ’ το σεντόνι ολόγυρα στο λαιμό, αιωρούνταν από τις σωληνώσεις του καλοριφέρ. Τον λύνουν, του κάνουν μαλάξεις προσπαθούν να τον επαναφέρουν στην ζωή αλλά μάταια.
Ήταν πια αργά η τελευταία απόδραση του Θόδωρου Βενάρδου είχε επιτευχθεί. Ήταν αγαπητός σε όλους στην φυλακή. Την επόμενη ημέρα συγκρατούμενοι του θα παραδώσουν 40.000 δραχμές που μάζεψαν από έρανο που έκαναν μεταξύ τους.
Ο αποχαιρετισμός
Ένα περίεργο μωσαϊκό ανθρώπων έχει συγκεντρωθεί στο προαύλιο του ναού της Παναγίας στα Σπάτα: Άνθρωποι της φυλακής που τον αγάπησαν, άνθρωποι της γειτονίας που τον αγάπησαν και αυτοί, νοικοκυραίοι και “ιδιόρρυθμοι”, άνθρωποι του κατεστημένου αλλά και αυτοί του περιθωρίου.
Ένα παράξενο συνονθύλευμα κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιουλίου τριάντα χρόνια πριν ενώνεται σε έναν κοινό παρονομαστή: την αγάπη τους για τον Βενάρδο. Τον Βενάρδο τον ληστή, τον Βενάρδο τον ναυτικό, τον Βενάρδο τον γόη, τον Βενάρδο με τα χίλια πρόσωπα. Ο καθένας τους αγάπησε και από ένα. Εκεί και η Κατερίνα Γώγου να μην μπορεί να κρατήσει τα δάκρια της. “Ηταν ένας από τους τελευταίους” θα πει.
Ένα στεφάνι δίπλα στην πόρτα που υπογράφουν «τα αήτιτα παιδιά της 17 Nοέμβρη» (σ.σ. με την συγκεκριμένη ορθογραφία) μαζί με απειλές που ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες σε εφημερίδες για επικείμενη δολοφονία του Μαγκάκη, υπουργού Δικαιοσύνης τότε, σπέρνει τον τρόμο στην Αστυνομία.
“Θοδωρή μας, εσύ θα πας σίγουρα στον Παράδεισο. Γιατί ο Χριστός άνοιξε τις πόρτες του Παραδείσου για να περάσει πρώτος ένας ληστής… Εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις σου αγαπημένε μου φίλε” ένας κρατούμενος που πρόσφατα αποφυλακίσθηκε αναλαμβάνει τον επικήδειο εκ μέρους των συγκρατούμενων του. Εκεί και ο πάτερ Κωνσταντίνος από τις φυλακές Κορυδαλλού. Αν και αυτόχειρας με άδεια του δεσπότη ακολουθήθηκε το τυπικό της εξόδιας ακολουθίας.
“Aπέδρα, οδύνη και λύπη…”. Η μητέρα του το είπε με τα δικά της λόγια: “Το παιδί μου δεν μπόρεσε να ζήσει ελεύθερο. Μόνο νεκρό λευτερώθηκε”.
Οι δύο τελευταίες επιθυμίες που είχε εκφράσει ο Θόδωρος δεν εκπληρώθηκαν. Η πρώτη στην Άννα στην οποία είχε ζητήσει να κάψουν το πτώμα του και η δεύτερη στην μητέρα του στην οποία είχε ζητήσει να δωρίσει τα μάτια του και τα νεφρά του. “Ηθελες αγόρι μου να τα δωρίσεις, αλλά δεν σε υπάκουσα, γιατί σήμερα σε πήρα. Σε είχαν αιχμάλωτο”.
Μέσα σε κατάρες, χειροκροτήματα, κλάματα και βουβό πόνο το φέρετρο του Θόδωρου κατεβαίνει στην γη. Οι άνθρωποι που τον γνώρισαν θα το σκεπάσουν με γλαδιόλες, τα λουλούδια που έγιναν το δεύτερο επίθετο του.
Ο δημοσιογράφος Άρης Σκιαδόπουλος θα περάσει αυτό το βράδυ με την οικογένεια του Θόδωρου στα Σπάτα, σε μία από τις πλέον έντονες στιγμές που έχει ζήσει στο ρεπορτάζ, όπως μας αφηγήθηκε τριάντα χρόνια μετά. Θυμάται ότι το σπίτι του πατριού του ήταν ελάχιστα μέτρα από το νεκροταφείο και ότι μαζί με την οικογένεια εκείνο το βράδυ ήταν και η Κατερίνα Φυσσάκη-Γιομπρέ, η άμισθη δικηγόρος που τους στήριζε τα τελευταία χρόνια. Είχαν περάσει πάνω από τέσσερις ώρες που ήταν εκεί και πλέον είχε νυχτώσει. Ο πατριός του Θόδωρου σηκώνεται.
Αναπαράγουμε το ρεπορτάζ του Άρη Σκιαδόπουλο για τον Ελεύθερο Τύπο: “ Κυπαρίσσια. Περάσαμε από μία τρύπα μέσα στο νεκροταφείο. Πρώτα η κιθάρα. Ύστερα η Άννα η μνηστή του μετά η Κατερίνα η δικηγόρος. Φυσάει και τραντάζουν οι πόρτες από τους οικογενειακούς τάφους. Λες και οι νεκροί ξυπνάνε και σιγοντάρουν τον Λύτρα.
- Γεια σου Θοδωρή ήρθα.
Έπιασε τ’ ακομπανιαμέντο. Κι η δωρική φωνή ξερή χωρίς μελωδία του Λύτρα αντήχησε: «Αντιλαλούν, αντιλαλούν/ αντιλαλούν οι φυλακές/ Ανάπλι και Γεντί Κουλέ…/ Σαν είσαι γιός μου και πονείς/ βγες από τον τάφο να με δεις».
Κι άδειασε το μισόκιλο πάνω στον τάφο.
Διαβάστε σχετικά:
Όταν ο Βενάρδος χτυπούσε το κουδούνι του Κώστα Καββαθά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες