Τι μας κοστίζει η γεωγραφική μετατόπιση του αμυντικού δόγματος της χώρας στον ενεργειακό ανταγωνισμό της Ανατολικής Μεσογείου και στον νατοϊκό σχεδιασμό της ευρύτερης περιοχής ● Η Ελλάδα σταθερά πρωταθλήτρια του ΝΑΤΟ σε αμυντικές δαπάνες, που έφτασαν το 2022 το 3,8% του ΑΕΠ, σχεδόν διπλάσιο της κατεύθυνσης της συμμαχίας για ελάχιστη δαπάνη 2% ● Τι εξυπηρετεί επιχειρησιακά η νέα εξοπλιστική «πραμάτεια» (Belharra, Rafale, F-35, Black Hawk) που υποδείχτηκε από το Μαξίμου εν ονόματι της «διπλωματίας των όπλων» ● Η δημοσιονομική πίεση και τα ατυχή μέχρι στιγμής αμυντικά ευρωομόλογα του Κυρ. Μητσοτάκη. Με προσανατολισμό τον ενεργειακό ανταγωνισμό στην ανατολική Μεσόγειο, η πολιτική για την εθνική άμυνα που ακολουθεί η κυβέρνηση της Ν.Δ. δίνει προτεραιότητα στην αγορά νέων οπλικών συστημάτων έναντι της συντήρησης ή της αναβάθμισης των υφιστάμενων, σχεδιάζοντας και υλοποιώντας προγράμματα στρατιωτικών εξοπλισμών το κόστος των οποίων αναμένεται να ξεπεράσει τα 20 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας περιορίζοντας ασφυκτικά τα δημοσιονομικά περιθώρια άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Η επέκταση του «εθνικού καθήκοντος» πέραν του Αιγαίου μεταφράζεται δημοσιονομικά, σε ετήσια βάση, σε ποσοστό αρκετά μεγαλύτερο του 2% του ΑΕΠ που απαιτεί το ΝΑΤΟ να ξοδεύουν τα μέλη του για στρατιωτικές δαπάνες. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο της Στοκχόλμης (SIPRI), βασισμένα στα επίσημα στοιχεία του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα διέθεσε το 2023 για στρατιωτικές δαπάνες 7,1 δισ. δολάρια και 8,5 δισ. το 2022. Το 2022 η Ελλάδα διέθεσε το 3,76% του ΑΕΠ στον αμυντικό προϋπολογισμό με το 45,3% να αφορά εξοπλιστικά προγράμματα, το 43,7% δαπάνες προσωπικού και το υπόλοιπο ποσοστό λειτουργικά έξοδα και έξοδα συντήρησης υποδομών και εξοπλισμών. Σε κάθε περίπτωση για την υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων που σχεδιάζει το ελληνικό κράτος για τα επόμενα χρόνια αναμένεται να δεσμεύσει κατά μέσο όρο το 3,7% του ΑΕΠ, όπως εκτίμησε πρόσφατα ο υπουργός Εθνικής Αμυνας στην Επιτροπή Εθνικής Αμυνας και Εξωτερικών της Βουλής για την ίδρυση του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ). H απόκτηση γαλλικών αεροσκαφών Rafale και φρεγατών FDI/Belharra, η επικείμενη αγορά αεροσκαφών 5ης γενιάς F-35 και οι πρόσφατες εξαγγελίες του υπουργού Αμυνας για συμμετοχή στο πρόγραμμα ναυπήγησης των αμερικανικών φρεγατών, τύπου Constellation, αντικατοπτρίζουν τη γεωγραφική διεύρυνση της υπεράσπισης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην ανατολική Μεσόγειο. Πρόκειται για αεροσκάφη και πλοία επιφανείας που διαθέτουν συστήματα εντοπισμού στόχου (ραντάρ) εμβέλειας μεγαλύτερης των 500 χιλιομέτρων και οπλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς τα οποία δίνουν δυνατότητα κρούσης σε αποστάσεις πολύ μεγαλύτερες από εκείνες του Αιγαίου πελάγους. Πλέον «η Κύπρος (δεν) κείται μακράν», για να παραφράσουμε τη ρήση του Κ. Καραμανλή για την αδυναμία σε αυτάρκεια καυσίμων των ελληνικών μαχητικών FANTOM να αποτρέψουν, επιχειρώντας από την Κρήτη, την παράνομη τουρκική εισβολή και κατοχή στη μεγαλόνησο το 1974. Σήμερα τα υπερσύγχρονα μαχητικά Rafale και F-35 και οι φρεγάτες FDI/Belharra και Constellation έχουν μεγαλύτερη αυτονομία και αυτάρκεια για να επιχειρούν σε ανοιχτές θάλασσες και σε μακρινές αποστάσεις από τις ελληνικές βάσεις, όχι όμως για την προστασία της Κύπρου, αλλά για να «υποστηρίξουν» τις διεκδικήσεις της Αθήνας στην οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στην ανατολική Μεσόγειο αλλά και νατοϊκά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στην ευρύτερη περιοχή.
Αλλωστε το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας - Κύπρου της δεκαετίας του ‘90 εγκαταλείφθηκε σύντομα λόγω της προώθησης της επίλυσης του Κυπριακού μέσω του σχεδίου Ανάν και των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία που εγκαινίασε η κυβέρνηση Σημίτη στα τέλη του περασμένου αιώνα.
Φρεγάτα Belharra
Οι 3 φρεγάτες πολλαπλών ρόλων τύπου FDI/Belharra, που χτίζονται στα ναυπηγεία της Naval Group στη Lorient της Γαλλίας έναντι 3,1 δισ. ευρώ, χρησιμοποιούν ραντάρ «SEA FIRE 500» με εμβέλεια που μπορεί να φτάσει και τα 580 χιλιόμετρα για εναέριους στόχους. Διαθέτουν ψηφιακό Σύστημα Διαχείρισης Μάχης, τύπου Setis, πλήρες επικοινωνιακό σύστημα (Link-11/-16/-22) και οπλισμό αποτελούμενο από 32 βλήματα επιφανείας-αέρος ASTER 30, 21 βλήματα RIM-116 RAM (κατά στόχων αέρος και επερχόμενων βλημάτων), 8 βλήματα επιφανείας-επιφανείας Exocet MM40 Block3c καθώς και πυροβόλο OTO Melara 76 χιλ.
Τα 24 γαλλικά Rafale, συνολικής αξίας 3,2 δισ. ευρώ, που έχει αγοράσει η ελληνική πολεμική αεροπορία (12 μεταχειρισμένα - 12 καινούργια), εκ των οποίων έχει παραλάβει τα 18 και μέχρι τα τέλη του 2025 αναμένει και τα υπόλοιπα 6 καινούργια, είναι αεροσκάφη 4ης/5ης γενιάς πολλαπλών ρόλων και διαθέτουν πυραύλους αέρος-αέρος METEOR με ταχύτητα άνω των 4 Mach και βεληνεκές μεγαλύτερο των 200 χιλιομέτρων.
Αντίστοιχες και μεγαλύτερες επιχειρησιακές δυνατότητες δίνουν στην πολεμική αεροπορία και τα F-35. Η απόκτηση 20 αεροσκαφών, το κόστος της οποίας μπορεί να αγγίξει τα 3,5 δισ. δολάρια, θεωρείται δεδομένη μετά την αποστολή της LOA (Letter of Acceptance) από τις αρμόδιες αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών και Αμυντικών Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ) στις 10 Απριλίου.
Μεγάλου προϋπολογισμού και στρατηγικής σημασίας εκτιμάται ότι είναι και το πρόγραμμα ναυπήγησης έως 7 νέων αμερικανικών φρεγατών Constellation, οι οποίες διαθέτουν υπερδιπλάσιο εκτόπισμα από τις «S» και τις «MEKO» που έχει σήμερα ο ελληνικός στόλος..
Το κόστος προμήθειας των 3 FDI/Belharra και των 24 Rafale αντιστοιχεί στο 50% των εξοπλιστικών προγραμμάτων που προωθήθηκαν από το υπουργείο Αμυνας για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων μετά την κρίση που προκάλεσε η έξοδος του Oruc Reis τον Αύγουστο του 2020.
Η κυβέρνηση για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων συμβασιοποίησε ένα μεσοπρόθεσμο εξοπλιστικό πρόγραμμα συνολικού προϋπολογισμού 14,4 δισ. ευρώ, όπως είχε αναφέρει στη Βουλή ο πρώην υπουργός Αμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος τον Δεκέμβριο του 2022.
Σημειώνεται ότι στο πρόγραμμα δεν εντάσσονται ούτε η αγορά των μαχητικών F-35 ή των φρεγατών Constellation, ούτε η δημιουργία αντι-drone θόλου στο Αιγαίο και τη Θράκη που εξήγγειλε ο νυν υπουργός Αμυνας. Η προσθήκη αυτών των προγραμμάτων θα εκτοξεύσει τις εξοπλιστικές δαπάνες πάνω από τα 20 δισ. ευρώ.
Στο πρόγραμμα των 14,4 δισ., εκτός από τα προαναφερθέντα, προβλέπεται μεταξύ άλλων η απόκτηση 35 ελικοπτέρων Black Hawk αξίας 1,15 δισ. ευρώ, καθώς και συμβάσεις που αφορούν προμήθειες βλημάτων, τορπιλών, τεχνική υποστήριξη και αναβάθμιση των υφιστάμενων οπλικών συστημάτων.
Ωστόσο η κατανομή και η ιεράρχηση των εξοπλιστικών αναγκών που έγινε από το ΓΕΕΘΑ με τις υποδείξεις του μεγάρου Μαξίμου στο όνομα της «διπλωματίας των όπλων» καταδεικνύει ότι στη διαχείριση των πιστώσεων για εξοπλιστικά προγράμματα δίνεται έμφαση περισσότερο στην απόκτηση καινούργιων οπλικών συστημάτων (σχεδόν τα 2/3 των διατιθέμενων πιστώσεων) και λιγότερο στην υποστήριξη ή την αναβάθμιση των υφιστάμενων συστημάτων.
Μάλιστα, όπως σχολιάζουν πηγές της Πολεμικής Αεροπορίας και του Πολεμικού Ναυτικού, η χαμηλή διαθεσιμότητα της τάξης του 10%-30% για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μεταγωγικά αεροσκάφη C-130 και C-27, στα ιπτάμενα ραντάρ ERIEYE, στα μεταφορικά ελικόπτερα NH-90 και CHINOOK, στα ελικόπτερα έρευνας και διάσωσης SUPER PUMA καθώς και η καθυστέρηση του εκσυγχρονισμού των 4 φρεγατών ΜΕΚΟ σε έναν βαθμό είναι αποτελέσματα αυτής της επιλογής.
Ενα ετήσιο ΑΕΠ σε εξοπλισμούς από το 1974
«Από το 1974 μέχρι το 2010 η χώρα δαπάνησε για εξοπλιστικές δαπάνες, εάν τα νούμερα που μου δόθηκαν είναι ακριβή, 214 δισ. ευρώ» είπε πριν από μερικές εβδομάδες μιλώντας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής επί του νομοσχεδίου για την ίδρυση Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ) ο υπουργός Αμυνας, Νίκος Δένδιας.
Παρότι την περίοδο των μνημονίων οι αγορές εξοπλισμών ουσιαστικά «πάγωσαν» με την υπόδειξη των δανειστών (και νατοϊκών συμμάχων) και το ποσοστό των εξοπλισμών στο σύνολο των αμυντικών δαπανών περιορίστηκε κάτω του 10%, από το 2020 και μετά εκτινάσσεται πάνω από το 30%, για να φτάσει στο 36% το 2023.
Επομένως στον απολογισμό που έκανε ο υπουργός πρέπει να προστεθούν τουλάχιστον άλλα 13 δισ. ευρώ εξοπλιστικών δαπανών το διάστημα 2011 έως και 2023. Επομένως η μεταπολιτευτική ειρήνη... εν όπλοις έχει κοστίσει στη χώρα σχεδόν 230 δισ. ευρώ, δηλαδή ένα ετήσιο ΑΕΠ σε τιμές 2023 και σε έναν 50άρη σήμερα φορολογούμενο, γεννημένο τη χρονιά της πτώσης της χούντας, πάνω από 20.000 ευρώ.
Προβληματισμός για την πολυτυπία των πτητικών μέσων
Παρά την ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της χώρας μετά την ολοκλήρωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων και την απόκτηση δυνατότητας υπεράσπισης του πολιτικά εγκαταλειμμένου ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδας - Κύπρου, οι επιλογές των στρατιωτικών εξοπλισμών προκαλούν πονοκέφαλο στους επιτελείς του Πενταγώνου λόγω της πολυτυπίας στα πτητικά μέσα που έχει δημιουργηθεί και του αυξημένου λειτουργικού κόστους.
Σήμερα η πολεμική αεροπορία διαθέτει 6 διαφορετικούς τύπους μαχητικών αεροσκαφών (Rafale, F-16 Viper, F-16 Block 50, F-16 Block 30, Mirage 2000-5, Phantom) και 2 τύπους μεταγωγικών αεροσκαφών (C-130 και C-27). Βέβαια, όπως σημειώνουν επιτελείς του ΓΕΑ, στόχος της «Ατζέντας 2030» είναι την επόμενη δεκαετία ο στόλος των μαχητικών αεροσκαφών να περιλαμβάνει μόνο τρεις υπερσύγχρονους τύπους (Rafale, F-35 και F-16 Viper).
AP Photo/Thanassis Stavrakis
Οι μιλιταριστικοί άνεμοι των Βρυξελλών συναντούν τα... μελτέμια του Αιγαίου
Η εκτίναξη των αμυντικών δαπανών και ο περιορισμός του δημοσιονομικού χώρου για άσκηση κοινωνικής πολιτικής που αναπόφευκτα επιφέρει σημειώνεται σε μια εποχή αποδεδειγμένης συρρίκνωσης του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών και εν μέσω της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που ξεκίνησε περίπου πριν από έναν χρόνο και η οποία διατηρεί ήρεμα τα νερά του Αιγαίου, χωρίς βέβαια κανείς να γνωρίζει μέχρι πότε.
Εντούτοις οι υπέρογκες αμυντικές δαπάνες νομιμοποιούνται σχεδόν από το σύνολο του πολιτικού συστήματος στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας με δύο τρόπους. Αφενός με την προβολή της εξ Ανατολών απειλής που εκφράζει το εθνικό ιδεολόγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» με τις τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, αφετέρου με την αναγωγή της άμυνας και της ασφάλειας σε κορυφαίο ζήτημα στην Ευρώπη μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η κυβέρνηση αναμιγνύει τον μιλιταριστικό άνεμο που πνέει τα τελευταία δύο χρόνια στις Βρυξέλλες, έδρα της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, με τα μελτέμια του Αιγαίου, που διαχρονικά συντηρούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές, στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει στην κοινή γνώμη το υπέρογκο κόστος των στρατιωτικών εξοπλισμών. Μάλιστα ο πρωθυπουργός αντιλαμβανόμενος την επερχόμενη δημοσιονομική πίεση πρότεινε στους Ευρωπαίους εταίρους την έκδοση ευρωομολόγου για την άμυνα, πρόταση η οποία ωστόσο δεν εισακούστηκε.
Προφανώς δεν τίθεται το δίλημμα «βούτυρο ή κανόνια», αλλά η αναζήτηση ενός βιώσιμού οικονομικά και κοινωνικά μοντέλου άμυνας. Η αύξηση της στρατιωτικής ισχύος της χώρας αδιαμφισβήτητα διασφαλίζει την ελληνική κυριαρχία και λειτουργεί αποτρεπτικά σε ενδεχόμενες επιθετικές κινήσεις και μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας.
Εντούτοις δεν προσδίδει κανένα πλεονέκτημα σε μια ενδεχόμενη διευθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στην ανατολική Μεσόγειο στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, τις αρχές του οποίου επικαλούνται Αθήνα και Αγκυρα δηλώνοντας ότι είναι διατεθειμένες να επιλύσουν μέσω προσφυγής στη Χάγη το ζήτημα του καθορισμού της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ σε Αιγαίο και Μεσόγειο, η οποία συνιστά τη μόνη από τις ελληνοτουρκικές διαφορές που είναι κοινά αποδεκτή.
Βέβαια το αγκάθι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι η διαφορετική αντίληψη που έχουν οι δύο πλευρές για το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα της ατζέντας των διαφορών. Για το ελληνικό κράτος η μοναδική διαφορά είναι η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, για την τουρκική ηγεσία υπάρχουν και άλλες.
Κώστας Αλατζάς
Εφημερίδα των Συντακτών,5/6/24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες