Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

"Εσύ είσαι ένας επαναστάτης, ένας αναρχικός..."

Απόσπασμα διαλόγου του εργοστασιάρχη γέρου Φιντή με τον αποστασιοποιημένο γιό του Σταύρο, που απηυδισμένος απαρνήθηκε την εκμεταλλεύτρια τάξη του καθώς και τον ίδιο τον πατέρα του, ως ωμό εκπρόσωπό της, επιλέγοντας να φύγει από το σπίτι του για να δουλέψει εργάτης.

Το εν λόγω απόσπασμα περιλαμβάνεται στο θεατρικό έργο "Ο Γήταυρος" του πρωτοπόρου συμπατριώτη διανοούμενου Ρήγα Γκόλφη. Το μονόπρακτο αυτό δράμα πρωτοδημοσιεύθηκε το 1908 σε τρεις συνέχειες στο εμβληματικό περιοδικό της εποχής "Νουμάς" (φ.321, 7/12/1908) και θεωρείται το πρώτο έργο σοσιαλιστικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Στην πορεία του χρόνου παίχτηκε σε δεκάδες θεατρικές παραστάσεις που δόθηκαν κυρίως από εργατικά σωματεία!

ΥΓ.: Ο Ρήγας Γκόλφης (1886-1958), αυτός ο σπουδαίος προοδευτικός λόγιος, είχε Ευρυτανική καταγωγή! Το αληθινό του όνομα ήταν Δημήτρης Δημητριάδης και ο πατέρας του ήταν από το Καρπενήσι το οποίο ο Ρήγας λάτρευε παθολογικά (δείτε ενδεικτικά: εδώ και εδώ).

*****

«ΣΤΑΥΡΟΣ: Όσο γι' αυτό, πατέρα, νομίζω πως δεν έχουν άδικο. Δώδεκα ώρες πάνου κάτου, δουλειά το μερονύχτι, τους αφανίζει. Δεν είναι μικρό πράμα, δώδεκα ολάκερες ώρες νάχης να παλεύης με το σίδερο. Το άψυχο αυτό πράμα για να λυγίση, να κοπή, να πάρει σκήμα, θέλει να φάη ζωές.

ΦΙΝΤΗΣ: Σταύρο, τι είναι αυτά που λες;

ΣΤΑΥΡΟΣ: Λέω απλούστατα, πως έχουν δίκιο να ζητούν λιγόστεψη στις ώρες της δουλειάς.

ΦΙΝΤΗΣ: Μα αυτό είναι ενάντιο στα συφέροντά μας.

ΣΤΑΥΡΟΣ: Το μεγαλύτερο συφέρο καθενός είναι το συφέρο της ανθρωπότητας. Κι αυτοί που εργάζουνται στο εργοστάσιό σας, μην ξεχνάτε, πατέρα, πως είναι οι απόκληροι αυτής της ανθρωπότητας, που όσο κι αν σας κάνουνε να πλουτίζετε, έχουν όμως δικαίωμα σε μια στοιχειώδικη φιλανθρωπία από μέρους σας.

ΦΙΝΤΗΣ: Αυτοί με κάνουν και πλουτίζω; Αυτοί ή τα κεφάλαιά μου, τα μηχανήματά μου, η περιουσία μου, που την έχω ρίξει στους πέντε δρόμους, και που γι΄ αυτό βρίσκουνε ψωμί και τρώνε αυτοί οι τιποτένιοι;…

ΣΤΑΥΡΟΣ (με κάποιο θυμό): Η περιουσία σας που τη ρίξατε στους πέντε δρόμους, καθώς λέτε, μεγάλωσε και θέριεψε μέσα σ' αυτούς τους πέντε δρόμους, όχι βέβαια μονάχη της, μα με το αίμα αυτουνών, που τώρα τους βρίζετε κιόλας.

ΦΙΝΤΗΣ: Δε σε καταλαβαίνω, Σταύρο, μα την αλήθεια, δε σε καταλαβαίνω.

ΣΤΑΥΡΟΣ: Κι όμως αυτά που λέω είναι τόσο απλά. Δε με καταλαβαίνετε, γιατί δε θέλετε, γιατί ίσως και δεν μπορείτε να με καταλάβετε. Δε συλλογιστήκατε ποτέ πόσοι απ' αυτούς φύγανε από το εργοστάσιό σας σακατεμένοι και χιλιοπαθιασμένοι, ενώ μπήκανε εκεί μέσα μ' όλη τη γεροσύνη και τη φωτιά της νιότης. Δε συλλογιστήκατε ποτέ πως η μόνη τους ανταμοιβή ύστερ' από τόσω χρονώνε εργασία, είναι η πείνα, η άτιμη πείνα άμα τους περιτριγυρίσουνε τα γερατειά, και πάψει πια η ικανότητά τους για τη δουλειά… (ξαφνικά). Πάψτε να είστε τόσο άδικος γι' αυτούς, πατέρα. Ακούστε με και μένα. Ας τους λιγοστέψουμε τις ώρες της εργασίας όπως ζητάνε, ας τους κάνουμε και καμιά άλλη παραχώρηση, ας τους…

ΦΙΝΤΗΣ (διακόφτοντας με θυμό): Και καμιά άλλη παραχώρηση; Εσύ είσαι τρελός. Είσαι  τρελός. Μπας και ήρθες εδώ, καταραμένε, για να μου καταστρέψης την περιουσία μου, να μου πάρεις τα κόπια μου, και να τα σκορπίσης στον άνεμο;

ΣΤΑΥΡΟΣ: Ίσως αυτά που λέτε κόπια σας να είναι πιο πολύ ξένα, παρά δικά σας.

ΦΙΝΤΗΣ (μονάχος του, σαν απελπισμένος): Πάντα ο ίδιος, πάντα ο ίδιος. Δεν μπόρεσε ν΄ αλλάξει, Θεέ μου.

ΣΤΑΥΡΟΣ: Κι όμως αν ξέρατε τι θα πη σκλαβιά…

ΦΙΝΤΗΣ (διακόφτοντας): Μιλάς για σκλαβιά, γι' αυτούς που κατάντησαν να είναι πιο λεύτεροι κι από μένα. Η πολιτεία τούς έκαμε βασιλιάδες, και λύνουνε και δένουνε, και κατεβάζουν αρχόντους με τον ψήφο τους. Πού ματακούστηκε να κυβερνάη έναν τόπο η φτωχολογιά και η αργατιά.

ΣΤΑΥΡΟΣ: Τους λευτέρωσε η πολιτεία, είναι αλήθεια, μα τους σκλάβωσε ο παράς. Αυτό το σκλάβωμα όμως είναι πολύ χειρότερο από κάθε άλλο. Δε θα περάση πολύς καιρός που θα ξεσκλαβωθούνε κι απ' αυτό… Αλίμονο στις ιδέες; σας τότε κύριε Φιντή.

ΦΙΝΤΗΣ: Εσύ είσαι ένας επαναστάτης, ένας αναρχικός, που ήρθες εδώ μέσα για να με φοβερίσης. Α! δεν μπορώ να σε υποφέρω πια, θα φωνάξω την αστυνομία να σε πετάξη από μπροστά μου. (Πέφτει σε μια καρέκλα).

Πάψη.

ΣΤΑΥΡΟΣ (ήσυχα ύστερα από λίγη σκέψη): Δεν είναι ανάγκη να το κάμη αυτό η αστυνομία. Θα το κάμω μόνος μου, τώρα που σας γνώρισα καλά και κατά βάθος. Μια φορά είμουνα παιδάκι και δε σας είχα καταλάβει αλλιώς βέβαια δε θα με βλέπατε ποτέ να ξαναπατήσω το κατώφλι σας. Κι αν με είδατε σήμερα νάρχουμαι εδώ, τόκαμα αυτό μόνο και μόνο με την ελπίδα πως με ό,τι μέσο μού περνούσε από το χέρι θα μπορούσα να γλυκάνω τη δυστυχία τω δυστυχισμένω σας. (Δυνατότερα, ύστερα από λίγο.) Τόσα χρόνια μακριά από σας, δούλεψα με τα χέρια μου για να ζήσω. Πείνασα, δίψασα, υπόφερα, και είδα από σιμά μέσα στα εργοστάσια κι εγώ, ένας απλός εργάτης, είδα από σιμά τη μεγάλη καταπίεση του παρά, είδα από σιμά τα βάσανα, τις πίκρες, τις αδικίες, τους θανάτους. Είδα από σιμά την αγριότητα, την ατιμία, και μπήκα και γω, και βουτήχτηκα και γω, και έπαθα και γω. Κλείνω μέσα μου αυτή τη στιγμή τον πόνο όλων όσων τυραννιούνται κάτου από τα σκληρά πατήματα όλων εκείνων που σας μοιάζουν… Α! με λέτε επαναστάτη, αναρχικό. Μα δεν είμαι τίποτ' απ' αυτά. Είμαι μονάχα ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος που εσείς δεν είστε.

ΦΙΝΤΗΣ (συλλογισμένος): Αλίμονό σου, αλίμονό σου, τρισαλίμονό σου!…

ΣΤΑΥΡΟΣ (χτυπά το κουδούνι). (Μπαίνει ο υπερέτης).

ΣΤΑΥΡΟΣ: Τοίμασε σε παρακαλώ τα πράματά μου και κατέβασέ τα κάτου στην οξώπορτα.

Υπερέτης: Αμέσως. (Φεύγει).

Πάψη. (....) »

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες