Όταν μια φωτογραφία μιλάει… |
Ένα διαλεχτό αφιέρωμα της "Ακευσούς" προς τιμήν του ηρωικού Κρικελλιώτη Δάσκαλου Βασίλη Παπανικολάου και του γιού του Κώστα.
Πάγωσε ο Χρόνος....
Τυπώθηκαν μορφές τριών γενεών στο χαρτί…
23 Αυγούστου του 1939…
Ανήμερα της Παναγιάς, στα ριζά του μικρού ιερού Βράχου, στην «ακρόπολη» του Κρίκελλου Ευρυτανίας, κάτω απ’ το νεκροταφείο, όπου αναπαύονται πρόγονοι της νεολιθικής εποχής.
Ο ήλιος, με τις θυγατέρες του μέσα στα μέλια, ψήλωσε «μια βουκέντρα» στον ουρανό.
Όλοι αντάμα, Κρικελλιώτες, Συγκρελιώτες, Ανιαδιώτες, Σελιώτες, αδελφωμένοι, έβγαλαν βόλτα τα κοιμισμένα τους όνειρα.
«Ζυγιές οργάνων» αχολογάνε στ’ Ανήλια, στο Βοϊδολίβαδο, στ’ Ασπροχώραφο, στ’ Αθάνατο Νερό, στον Άη-Θόδωρο, στους στάλους, στα μαντριά…
Στρωμένες οι καραμελωτές τ’ αργαλειού και πάνωθέ τους νταμιζάνες με κρασί γλυκόπιοτο, μπαμπανέτσες, πίτες λογιών-λογιών, μπακλαβάδες με 20 φύλλα χειροποίητα…
Σούβλες με το μισό αρνί ακουμπισμένες στον σταυρό του έλατου, γητεύουν τους γευστικούς κάλυκες…
Βγάζουν οι πανηγυριώτες τις πίκρες τους και τις κρεμάνε μαζί με τα καπέλα και τα πανωφόρια τους στον «καλόγερο» της φύσης.
«Κείθε», στα «Κουμπάνια» σμίγουν οι καημοί, τα χείλη μεταμορφώνονται σε «παγάν λαλέουσαν», οι ματιές ξεστρατίζουν στις ομορφιές του τόπου και στων κοριτσιών τα καμπυλόγραμμα κάλλη…
Άντρες και γυναίκες με το κρασοπότηρο υψωμένο ξορκίζουν τις συμφορές των πολέμων, το θανατικό της χολέρας και του χτικιού…
Και κάποια στιγμή που «αψηλώνει ο νους» ένας μουσαφίρης νιόφερτος απ’ την Αμέρικα, απαθανατίζει τη χαρά τους, μισοξαπλωμένη στην αγκαλιά της γης.
Περιστοιχισμένος από χειράνακτες συντοπίτες του, από μαθητές του, από ανυπότακτους συντρόφους του, ακουμπισμένος στον περήφανο έλατο, ο Κρικελλιώτης Δάσκαλος, Βασίλης Παπανικολάου του Ιωάννη και της Βασιλικής, το γένος Πλούμπη.
Καλοΐσκιωτος άνθρωπος! Τυχερός στο κυνήγι της Γνώσης. Είχε δάσκαλο στο Διδασκαλείο της Λαμίας τον Παιδαγωγό, Μιχάλη Παπαμαύρο, και κολλητούς τον Θανάση Κλάρα και τον Δημήτρη Σαξώνη. Μια τριάδα που θα ‘γραφε μια ξακουστή, αλλά τραγική τριλογία.
Η Μοίρα τον παραμόνευε…
Η γυναίκα του, η Σπυριδούλα Νταλιάνη απ’ τη Δομνίστα, πέθανε πάνω στη γέννα. Έμεινε μόνος ν’ ανασταίνει τον γιό τους Κώστα, που κάθεται δίπλα του σε τούτο το ξεφάντωμα, ανέμελος στη δίχρονη ζωούλα του.
-Το μοναχοπαίδι του δασκάλου μας, έλεγαν οι χωριανοί.
-Ο τουρκόσπορος του αρχισυμμορίτη, ουρλιάζανε οι φασίστες.
Ξεχάστηκε ο Βασίλης να κοιτά τον φακό με το καλοσυνάτο του βλέμμα, καλοπιάνοντας, ίσως, τον αμείλικτο Χρόνο για να του φέρει μέρες ελπίδας, για να μπορέσει να διδάξει τα παιδιά να μη φοβούνται το σκοτάδι.
Πού να ‘ξερε ότι μετά θα ριχνόταν στους αγώνες κατά τον κατακτητών, δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη!
Πού να το φανταζόταν ότι εκείνον τον Αύγουστο του 1949 απέναντι στ’ Αγκάθι, θα ‘βαζε τελεία και παύλα στη σαραντάχρονη περπατησιά του. Δεν θα ματαπήγαινε στο πανηγύρι της Παναγιάς. Δεν θα ξανάκουγε από όλους :
-Καλωσόρισες Δάσκαλε!
Κυνηγημένος απ’ τα «σκυλιά του φασισμού», απ’ τους Γερμανοτσολιάδες της εξουσίας, αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια τους.
Παραπέρα οι αδερφές του και το παιδί του….
Κλάματα και οδυρμοί τρόμαξαν τα πουλιά..
-Θέλω τον πατέρα μου! Θέλω τον πατέρα μου! Φώναζε το ορφανό…
-Μη φοβάσαι ρε μικρέ! Του αντιγύρισε ένας διώκτης τους.
Στήσανε χορό άγριο και ντουφεκίδι πυκνό οι «εθνικόφρονες»…. Κόψανε το κεφάλι του Βασίλη, το ‘βαλαν σ’ ένα ντορβά και κίνησαν κατά το Κρίκελλο. Το κρέμασαν στον γεροπλάτανο της πλατείας και την τρίτη μέρα του χλευασμού το πέταξαν στο Κακόρεμα. Αυτό το κεφάλι, το γεμάτο ιδέες, το ονειρευάμενο μια κοινωνία, όπου δεν θα υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, όπου θα βασίλευε η Αλήθεια, με τις αδερφάδες της, τη Δικαιοσύνη και την Αγάπη, βεβηλώθηκε άγρια από στόματα απύλωτα….
Το σώμα του, άταφο, βορά στα όρνια και τα ζουλάπια του βουνού. Δυό χρόνια μετά το βρήκε ο αρχιτσέλιγκας, Αντρέας Ψεύτης, ειδοποίησε τις αδερφές του Δάσκαλου, την Καλλιρόη και την Αλεξάνδρα, που ολοφυρόμενες «μυροφόρες», έπλυναν τα οστά του και τ’ απόθεσαν σε μια βαλίτσα. Την κουβάλαγαν μαζί τους, όπου τους έβγαζε η ζωή.
Μια ζωή μέσα στον τρόμο, το κυνηγητό, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια Σισύφειος ο διωγμός για τον Ήρωα Βασίλη Παπανικολάου αλλά και για όλη την οικογένεια. Ησύχασε, στα 1959, όταν έκρυψαν τα οστά του κάτω απ’ τη σορό του πατέρα τους και τους κήδεψαν αγκαλιά, στο λόφο της Αγίας Παρασκευής, μπροστά στο Ιερό του ναού, στ’ αγαπημένο τους χωριό.
Ένα χρόνο μετά, στις 31 του Μάη του 1960, στον ίδιο τάφο, θα κατέβαζαν ένα άλλο φέρετρο. Αυτό του 22χρονου παιδιού του. Τον Κώστα τον παρέσυρε με τ’ αμάξι του μεθυσμένος οδηγός στην πρώτη του έξοδο, όντας φαντάρος στο Γύθειο, στη «φωλιά του κούκου».
«Απέθανεν εις αυτοκινητιστικόν ατύχημα», έγραφαν οι Αρχές στους οικείους του. «Να μην ανοίξει κανείς το φέρετρο! Είναι διαταγή!».
Κάποιοι μίλησαν για τη μαύρη τύχη του παλληκαριού.
Πολλοί κρυφομίλησαν για στυγερή δολοφονία.
Εκεί, που ξεφύχησε, στον παραλιακό δρόμο Γυθείου-Σκάλας, μπροστά στην κολώνα της «Πανηλεκτρικής», Μικρασιάτισσες απ’ τον προσφυγικό καταυλισμό, έδεσαν μια μικρή εικόνα του Χριστού, κρέμασαν ένα λαδοφάναρο που το άναβαν για 40 μέρες, έστησαν ένα πήλινο ανθοδοχείο που το γέμιζαν κάθε πρωί αγριολούλουδα και προσεύχονταν, για το παλληκάρι που δεν χάρηκε ποτέ το χάδι της μάνας του, που χάθηκε στου Φόβου της ερημιές αλλά και για τους αγαπημένους τους που έσβησαν στη Σμύρνη το 1922.
Άχ! Δάσκαλε,
Άχ! Κώστα,
Πόσα φιλμ θα χρειάζονταν για να τυπώσουν τις στιγμές σας!
Πόσα κλικ θ’ ακούγονταν απ’ τη φωτογραφική μηχανή για να μείνουν στην αιωνιότητα τα «έργα και αί ημέραι» σας!
Από στόμα σε στόμα σεργιάνισε το σύντομο πέρασμά σας, μέχρι που ο Κρικελλιώτης δάσκαλος, Κώστας Σακαρέλος, πήρε της Μνήμης τα κιτάπια, ξεκλείδωσε αμπαρωμένες καρδιές κι έγραψε «Της λευτεριάς το τίμημα…», βλογημένη μαρτυρία για τους αδικοχαμένους συμπατριώτες του.
Γενάρης του 2024
Σε μια κοινωνία κούτσαβλη, εθελοτυφλούσα, ευνουχισμένη, κάποιοι ανηφορίζουμε κατά τα μνήματα στον λόφο της Σιωπής. Μιλάμε με τους νεκρούς μας… Τους λέμε πως ακόμα καρτεράμε την Άνοιξη των Λαών… Τους ψιθυρίζουμε πως δεν τους ξεχνάμε… Τους βλέπουμε ολοζώντανους σε κάποια κιτρινισμένη φωτογραφία που γλύτωσε από τις ζοφερές μέρες της Κατοχής, όταν καίγανε τα 400 σπίτια του Κρίκελλου. Τους καμαρώνουμε να χορεύουν με φτερά στα πόδια, με λεβεντοσύνη στο κορμί, με αστραπόβροντο στα μάτια.
Κι ο ήλιος, ψηλά στ’ Ανήλια, να πυροδοτεί τις καρδιές τους.
Ήταν ένα συγκλονιστικό κείμενο μνήμης και τιμής από την "Ακευσώ" του Κρίκελλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες