Πέμπτη, 25 Δεκεμβρίου 2014. Η βαριά σιδερένια πόρτα σφάλισε με δύναμη πίσω τους. Στα παιδικά μάτια, που δεν περιεργάζονταν για πρώτη φορά το εσωτερικό της φυλακής, όλα φαίνονταν πελώρια. Οι τοίχοι, τα μηχανήματα ελέγχου, οι πύλες για στις διάφορες πτέρυγες. Η ζωγραφιά που κρατούν στα χέρια τους προσθέτει λίγο χρώμα στον διάδρομο που οδηγεί στην αίθουσα επισκεπτηρίου του σωφρονιστικού καταστήματος ο οποίος έμοιαζε μακρύτερος εκείνη την μέρα. Κάθε βήμα τους έφερνε πιο κοντά σε εκείνη.της Βιολέτας Φωτιάδη
«Μπόρεσα να τα αγκαλιάσω. Δεν μπορώ να περιγράψω με λέξεις τα συναισθήματα που ένιωσα. Μου έφεραν δώρο μία ζωγραφιά. Γενικά μου έφερναν ζωγραφιές που έφτιαχναν στο σχολείο και μου έστελναν γράμματα, μου έγραφαν στιχάκια. Εγώ τους έφτιαχνα δωράκια με κούκλες που έπλεκα και έβαζα τις κοπέλες που ήξεραν γράμματα να τους γράψουν», λέει η Μαρία στο enikos.gr.
Ήταν 49 ετών όταν πέρασε για πρώτη φορά την πύλη του καταστήματος κράτησης Διαβατών. Ενάμιση χρόνο μετά μετήχθη στις γυναικείες φυλακές Θήβας για να είναι μαζί με την κόρης της.
Σήμερα, στα 58 της χρόνια και έχοντας αφήσει πίσω της τον εφιάλτη της φυλακής θυμάται και περιγράφει στο enikos.gr τα πρώτα της Χριστούγεννα ως έγκλειστη.
«Γιορτές και να λείπεις από τα παιδιά και τα εγγόνια σου; Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα. Από τη στιγμή που δεν έχεις κοντά τους αγαπημένους σου τι Χριστούγεννα να κάνεις; Μαύρα Χριστούγεννα. Πόσο καλά να είσαι όταν βρίσκεσαι μέσα σε μία φυλακή και βγαίνεις σε ένα προαύλιο για λίγο; Σου λείπουν αυτά που αγαπάς, το να είσαι με την οικογένειά σου, με τα παιδιά σου, τα εγγόνια σου», αναφέρει.
Ρεβεγιόν στο κελί
Όταν δεν την επισκέπτονταν οι δικοί της, το μόνο που έδινε χαρά στη Μαρία την περίοδο των γιορτών ήταν ο καθιερωμένος εκκλησιασμός. Εκείνη τη χρονιά το «ρεβεγιόν» ήταν αλλιώτικο. Το Χριστουγεννιάτικο δείπνο με τα αχνιστά φαγητά που «ευλογούνται» από τα γέλια και τις κουβέντες των συγγενών είχε δώσει τη θέση του στο συσσίτιο και η οικογένεια είχε αντικατασταθεί από τις συγκρατούμενες. Ωστόσο, όπως λέει η Μαρία, παρόλο που δεν επιτρεπόταν να τους φέρουν φαγητό απέξω, τίποτα δεν έλειπε από το μενού της φυλακής τα Χριστούγεννα.
«Επιτρεπόταν να μας φέρουν ρούχα. Τίποτε άλλο. Αλλά τα φαγητά ήταν μία χαρά. Δεν είχαμε τέτοιο πρόβλημα. Ό,τι καλό είχε έξω στις γιορτές το είχαν και στη φυλακή. Δεν είχαμε παράπονο. Μας έδιναν και καμιά μπύρα και καμιά κόκα κόλα αλλά εγώ δεν τα έπαιρνα αυτά».
Εκείνο που συνήθιζε να παίρνει η Μαρία, ήταν τα «τσιγκελάκια» της, όπως αποκαλεί τα ξυλάκια από τα σουβλάκια που τους έδιναν, ώστε να μπορεί να πλέκει: «Έπαιρνα τα τσιγκελάκια μου, αυτά από τα σουβλάκια, και έπλεκα συνεχώς. Είχα κλειστεί στον εαυτό μου για αντέξω και με βοήθησε ο Θεός που έβγαλα τη φυλακή. Δεν ήθελα φασαρίες, δεν ήθελα τίποτα. Για τον άνθρωπο που είναι μέσα ο χρόνος μετράει αλλιώς. Όσοι δεν παίρνουν φάρμακα για να κοιμούνται βγάζουν δύσκολα τη φυλακή».
«Αρκετές συγκρατούμενές μου έπιναν φάρμακα και κοιμόντουσαν. Εγώ δεν πήρα ποτέ. Ο Θεός με βοήθησε να ξεπεράσω αυτό τον Γολγοθά. Δεν έκλαιγα την ημέρα μπροστά στις άλλες για να μην δίνω δικαίωμα και όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι μου το βράδυ γυρνούσα προς τον τοίχο που είχα κολλημένες τις φωτογραφίες των παιδιών μου και έκλαιγα», περιγράφει.
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι είναι να βλέπεις το παιδί σου μέσα στη φυλακή»
Έπειτα από ενάμιση χρόνο στα Διαβατά η Μαρία κατάφερε τελικά να μεταφερθεί στις φυλακές Θήβας όπου κρατούνταν η κόρη της.
«Έκανα συνεχώς αιτήσεις για να πάω στη Θήβα αλλά μου έλεγαν ότι απορρίφθηκαν. Πήγα στον εισαγγελέα και μου είπαν ότι δεν έλαβαν ποτέ τίποτα. Ξανάκανα τη δήλωση επιτόπου και 20 μέρες αργότερα έγινε δεκτή. Έτσι με πήγαν στη Θήβα. Με την κόρη μου στη Θήβα μείναμε μαζί για 8 μήνες, εκείνη μετά αποφυλακίστηκε. Ένα χρόνο μετά την αποφυλάκισή της βγήκα κι εγώ», λέει.
Μέσα σε αυτούς τους 8 μήνες που ήταν στο ίδιο κατάστημα κράτησης με την κόρη της η Μαρία κατάφερε να «γιορτάσει» μαζί της το Πάσχα. «Ήταν διαφορετικά γιατί ήμασταν μαζί. Από την άλλη στεναχωριόμουν που ήταν εκείνη μακριά από τα παιδιά της. Δεν μπορείς να φανταστείς τι είναι να βλέπεις το παιδί σου μέσα στη φυλακή. Να είναι εκείνη στο πάνω κρεβάτι κι εγώ στο κάτω.»
Σήμερα τόσο εκείνη όσο και η κόρη της παραμένουν ελεύθερες. Άλλωστε η ίδια είχε πει πως «αν ο Θεός τη βοηθούσε να βγει σώα από εκεί δεν θα έμπλεκε ξανά σε τίποτα».
«Ο Θεός να μην δώσει σε κανέναν να κάνει φυλακή. Μόνο για όσους έχουν αισθήματα είναι δύσκολη η φυλακή. Όσοι δεν έχουν δεν τους νοιάζει, μπαίνουν –βγαίνουν, την έχουν συνηθίσει. Ο άνθρωπος πρέπει να κάνει το λάθος μία φορά στη ζωή του, δεύτερη δεν υπάρχει», καταλήγει η Μαρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες