Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας |
Ένα αφιέρωμα-φόρος τιμής στις αλησμόνητες γιαγιάδες μας από τον αναγνώστη μας Κωνσταντίνο Ηλιούδη (για το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" ).
H μάνα μας, η γιαγιά μας
λιτή και πλούσια συνάμα...
Δεν ξέρω πως είναι εκεί ψηλά γιαγιά αλλά είμαι σίγουρος ότι έχει καλή θέα!
Εσύ που είχες προβλήματα να μοιάζουν ίσα με βουνό ποτέ όμως δεν το έβαλες κάτω, εσύ που με την άξιας θαυμασμού απλή ζωή που έκαμες δεν σου έλειπε τίποτα ποτέ και τώρα τα έχουμε όλα και θέλουμε ακόμη περισσότερα…
Η ομορφιά κρύβεται μέσα στην απλότητα, μια φράση που έγινε τρόπος ζωής για τους κατοίκους της Αγραφιώτικης γης όπως και του δικού μου χωριού, έτσι φέρνοντας στις θύμησες τη γιαγιά μου, μια αληθινή ηρωίδα σκέφτομαι αυτή τη δύσκολη αλλά αληθινή ζωή που έζησε!
Δεν γνώρισε μανάβη αφού όλα τα έβρισκε στο κήπο της σκαμμένο και φυτεμένο από εκείνη, φούρναρης δεν υπήρχε γιατί το ψωμί το ζύμωνε με τα πονεμένα της χέρια κάθε δεύτερη μέρα με αλεύρι ατόφιο απευθείας από τον γεμάτο ιστορίες νερόμυλο στην άκρη του χωριού αφού πρωτύτερα το σιτάρι το είχαν πατήσει τ΄άλογα στο μαρμαρένιο αλώνι, εκεί που τα βράδια οι νεράιδες πιάνονταν σε κυκλικό χορό τις νύχτες με πανσέληνο!
Το ρεύμα άργησε να ‘ρθει στο χωριό, αρχές του 80’, το φως του Ήλιου τούς ξυπνούσε την αυγή και η ώρα του ύπνου ερχόταν με τη δύση του. Τη νύχτα δεν γινόντουσαν δουλειές ούτε βόλτες στο χωριό, οι καλότυχες ήταν εκεί έξω και περίμεναν όποιον ξεγελιόταν και αρνούνταν τη παρουσία τους…
Λάμπες στο σπίτι δεν υπήρχαν, μονάχα αυτές του πετρελαίου και η φωτιά ήταν τα μάτια της το βράδυ, αντί για πλυντήριο τα ροζιασμένα χέρια της με το πράσινο σαπούνι έκαναν τα πάντα να μοσχοβολούν και αντί για τηλέφωνο περίμενε καρτερικά τον ταχυδρόμο με το ματρακά του να φέρει τα νέα σαν αγγελιοφόρος.
Ηλεκτρικός φούρνος ήταν άγνωστη λέξη για τη γιαγιά, ποιος να το ’ξερε ότι μετά από κάποια χρόνια θα πατάς ένα κουμπάκι και αυτός θα ζεσταινόταν μόνος του.
Μέχρι τότε όμως όλα γινόντουσαν στο μπουχαρί, δύο και τρεις φορές τη μέρα το άναβε για να μαγειρέψει και να θρέψει όλα τα στόματα του σπιτιού ώστε να μη πεινάσει κανείς.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη νοστιμιά των φαγητών που ψήνονταν στη γάστρα πάνω από τα κάρβουνα ή ο ζεστός καφές στο φλυτζάνι…
Τα ξύλα για το μπουχαρί και τη σόμπα ήταν μια επίπονη δουλειά που γινόταν όλο το καλοκαίρι με τη γιαγιά να τα κουβαλάει ζαλίγκα χιλιόμετρα ολόκληρα από το δάσος μέχρι το σπίτι χωρίς να βγάλει ούτε έναν αναστεναγμό.
Μόνο η μεσούλα της το ήξερε, αυτό το σκυφτό καμπουριασμένο κορμάκι που αν είχε φωνή να μιλήσει και να πει τα πόσα άντεξε στο χρόνο ακόμη θα διαβάζαμε τις ιστορίες του…
Η γιαγιά δεν ήξερε από δάνεια, πιστωτικές και τράπεζες, δεν χρωστούσε πουθενά. Την πενιχρή της σύνταξη την έφερνε ο ταχυδρόμος χέρι με χέρι κάθε πρώτη του μήνα.
Δεν είχε πάει σε εμπορικό κέντρο, ακριβά μαγαζιά και εστιατόρια. Τα ρούχα της δεν είχαν μάρκες, αρκούσαν όσα έραβε κι έπλεκε μόνη της, πάντα όμως εγώ ξεχώριζα τα πανέμορφα στρωσίδια που έφτιαχνε με τον ξύλινο αργαλειό της, πραγματικά έργα τέχνης.
Δεν υπήρχε μουσαφίρης που θα έφευγε νηστικός από το σπίτι και το καλύτερο κρεβάτι το έδινε πάντα για τους φιλοξενούμενους και ας κοιμόταν αυτή χάμου.
Δεν ήξερε από καλλυντικά ούτε κρέμες ομορφιάς μα παρόλα τα χρόνια της το πρόσωπο της ήταν καθάριο κι ας είχε περάσει τόσες πίκρες και βάσανα.
Δεν είχε κάνει ποτέ διακοπές ούτε πήγε σε νησιά, δεν ταξίδεψε με αεροπλάνο ή πλοίο, δεν οδήγησε ποτέ αμάξι, δεν χρησιμοποίησε ποτέ κομπιούτερ ούτε ηλεκτρική σκούπα αλλά το σπιτικό της πάντα έλαμπε και δεν του έλειπε τίποτα.
Το νοσοκομείο ήταν πολύ μακριά από το χωριό για αυτό το φαρμακείο της το έβρισκε έξω στη φύση εκεί που εμείς τα παιδιά των πόλεων δεν βλέπουμε τους κρυμμένους θησαυρούς, στο δάσος, στα λιβάδια, ανάμεσα στα λιθάρια, εκεί έβρισκε κάθε λογής μαντζούνια και βότανα που ήταν το βάλσαμο της για κάθε πόνο.
Μόνο για το πόνο της ψυχής μού είχε πει πως δεν μπόρεσε ποτέ να βρει το γιατροσόφι, για όλα τα άλλα κάτι είχε φυλαγμένο στα βαζάκια της.
Το χωριό όμως ερήμωσε, στη γειτονιά δεν παίζουν πια παιδιά ούτε καπνίζουν καμινάδες, οι γιοί και τα εγγόνια μετακόμισαν μακριά στις πόλεις.
Έμεινες μόνη και έρημη παρέα με μια γατούλα συντροφιά, καρτερώντας πότε θα χτυπήσει η πόρτα να δεις τα αγαπημένα σου πρόσωπα να πάρει ξανά ζωή το σπίτι, όταν μας έβλεπες ξεχνούσες όλους τους πόνους και όταν φεύγαμε πάντα δάκρυα κυλούσαν από τα γλυκά σου μάτια, μα τότε μικρός που ήμουν δεν το καταλάβαινα…
τη νύχτα όμως που έφυγες χωρίς να χαιρετήσεις για το μακρύ ταξίδι, η ψυχή μου από τότε δεν σταμάτησε ποτέ να σιγοκλαίει...
Άρθρο του αναγνώστη μας Κωνσταντίνου Ηλιούδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες