«Αγαπητά μου παιδιά, να θυμάστε ότι ο άνθρωπος πάντοτε αποζητάει την ευκαιρία για ξεγνοιασιά και ξεφάντωμα! Όσα κι αν είναι τα προβλήματα και οι έγνοιες, που για να λέμε και του στραβού το δίκιο ποτέ δεν λείπουν, η ίδια η χαρά της ζωής γυρεύει πάντα το δικό της μερτικό. Μας αφηγείται η Ευρυτάνισσα κυρα-Λένη…
Έτσι κι εκείνα τα χρόνια τα παλιά, παρά τη φτώχεια που επικρατούσε στα χωριουδάκια μας, όλοι περιμέναμε πως και πως αυτές τις πολύτιμες μικροχαρές που μας χάριζαν οι παραδοσιακές γιορτές, ανάμεσά τους και οι Απόκριες!
Την Κυριακή της Τυρινής μετά την εκκλησία ξεκίναγαν οι επισκέψεις στα σπίτια για τα “χρόνια πολλά” και για να “σχωρεθούν” οι χωριανοί αναμεταξύ τους μιας και θα μπαίναμε στη Σαρακοστή. Οι γυναίκες στρώνονταν από νωρίς στις ετοιμασίες για να φτιάξουν την παραδοσιακή τυρόπιττα και τις υπόλοιπες λιχουδιές για το βραδινό γιορτινό τραπέζι. Να ξέρετε ότι τότε υπήρχε και αλληλεγγύη, προνοούσαν και για όσους τύχαινε να μην έχουν, δηλαδή τους πολύ φτωχούς…
Την Κυριακή ξεκίναγε και το χωριάτικο καρναβάλι που είχε μεγάλο γούστο! Παρέες-παρέες οι χωριανοί, κυρίως οι άντρες, μεταμφιέζονταν σε μασκαράδες. Όχι όπως τώρα με στολές πολυτελείας! Που τέτοια εκείνο τον καιρό. Τότε δούλευε η φαντασία μας και μ’ ότι είχε ο καθένας στο σπιτικό του σκάρωνε και το δικό του “μασκαρλίκι”!
Και τι δεν έβλεπες! Κάλυπταν τα πρόσωπά τους με αυτοσχέδιες μάσκες από δέρματα ζώων και κέρατα από κατσίκια, φόραγαν περούκες από μαλλιά προβάτων, καπελαδούρες και φέσια, ντύνονταν με παλιές κάπες, ακόμη και φουστανέλες των παππούδων και ζώνονταν στη μέση με κουδούνια! Οι περισσότεροι κρατούσαν μαγκούρες και πολλοί σακούλια με στάχτη!
Όλα τούτα τα συνδύαζαν με τέτοια μαεστρία που γίνονταν κυριολεκτικά αγνώριστοι! Άλλος παράσταινε το γαμπρό, άλλος τη νύφη, άλλος τον παπά, άλλοι κάνανε τα ξωτικά κι ότι μπορεί να βάλει ο νου σας! Κι έτσι ξεκίναγε αυτό το πολύχρωμο καρναβάλι του χωριού και με αστεία καμώματα, χορούς και τραγούδια περιδιάβαινε τους μαχαλάδες μπαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, για το σχετικό καλαμπούρι και βέβαια για τα κεράσματα!
Όλοι προσέχανε ώστε να μην τους αναγνωρίσει κανείς εκεί που θα πήγαιναν. Τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν και τα γέλια αντηχούσαν σε κάθε σοκάκι. Άσε πια το τι γίνονταν με τα σατυροτράγουδα: “πως το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι” ή το άλλο: “τι να σου κάνω Χάιδω μου, τι να σου κάνω γιέ μου, εγώ ο μαύρος γέρασα κι εσύ θέλεις παιχνίδια”!
Μαζί με το κέφι έρχονταν και τα κεράσματα: τηγανίτες, κάστανα, καρύδια και φυσικά άφθονο κρασί! Μέχρι αργά το απόγευμα της Κυριακής το ακούραστο καρναβάλι του χωριού είχε την τιμητική του. Οι μασκαράδες συνήθως κατέληγαν στο καφενείο όπου συνέχιζαν το ξεφάντωμα!
Το βράδυ της Κυριακής οι οικογένειες μαζεύονταν στα συγγενικά σπίτια, τις περισσότερες φορές στου παππού. Εκεί δίπλα στ’ αναμμένο τζάκι ο γεροντότερος σταύρωνε την τυρόπιττα κι έδινε πρώτος την ευχή: “καλή Σαρακοστή”!
Το βράδυ της Κυριακής οι οικογένειες μαζεύονταν στα συγγενικά σπίτια, τις περισσότερες φορές στου παππού. Εκεί δίπλα στ’ αναμμένο τζάκι ο γεροντότερος σταύρωνε την τυρόπιττα κι έδινε πρώτος την ευχή: “καλή Σαρακοστή”!
Στη στάχτη έψηναν αυγά, καθένας το δικό του και πάντα και για τους ξενιτεμένους. Αν το αυγό “ίδρωνε”, τότε ο κάτοχός του θα είχε καλή υγεία. Αν έσκαγε στη φωτιά θα… ‘σκαγε και το κακό το μάτι! Ακολουθούσε φαγοπότι με μπόλικο κρασί και τραγούδια με το στόμα γύρω από το τραπέζι.
Εκεί πάνω στο μεγάλο κέφι άρχιζε και το τουφεκίδι. Έβγαινε ο νοικοκύρης στην αυλή και ρίχνοντας κάνα δυο μπαταριές φώναζε, ας πούμε, στο γείτονα απέναντι: “Ε, Γιάννηηη, και του χρόνου ωρέ”! Εκείνος αποκρίνονταν με τη δική του μπαταριά και νάτον κι αυτόν με την οικογένειά του σε λιγάκι στην παρέα για κρασάκι και τουφεκίδι μέχρι πρωίας!!!
Την επόμενη μέρα, την “Καθαρά Δευτέρα”, οι νοικοκυρές φρόντιζαν πρώτα απ’ όλα για την καθαριότητα, για να φύγουνε, όπως λέγανε, "τα κακά τα πνεύματα"!
Έτσι λοιπόν τα σπίτια άστραφταν, ενώ στη συνέχεια ετοίμαζαν και τα νηστίσιμα: την παραδοσιακή “κλούρα” (κουλούρα), τα φασόλια, τα χορταρικά και το σπιτικό χαλβά.
Θυμάμαι, ότι τα παλιά τα χρόνια, υπήρχε το συνήθειο να πηγαίνουν την “Καθαρά Δευτέρα” με τις τσουγκράνες στα χωραφάκια για “καθάρισμα”. Αυτή η δουλειά δεν ήταν αγγαρεία, ίσα-ίσα που γίνονταν με τραγούδι, κέφι και αστεία. Κόβανε τα βάτα και τ’ αγριόχορτα και σκορπίζανε στο χώμα την κοπριά από τα ζώα.
Έτσι όλα ήταν “καθαρά” και έτοιμα για τη μελλοντική σπορά: καλαμπόκια, φασόλια και γενικά τα κηπευτικά. Αυτά ήτανε παιδιά μου τα πραγματικά βιολογικά προϊόντα και ήτανε οι άνθρωποι υγιείς. Το γλέντι συνεχίζονταν κι αυτή τη μέρα και ας μην αρτένονταν ο κόσμος. Αρκούσαν η φασολάδα στο τσουκάλι, οι ψητές πατάτες με τα κρεμμύδια στο τζάκι και το τραγούδι κι έτσι το κέφι δεν αργούσε ν’ ανάψει και πάλι σε σπίτια, πλατείες και καφενεία!
Το πιο σπουδαίο και πατροπαράδοτο έθιμο της Καθαράς Δευτέρας, που αξίζει να το γνωρίζετε οι νεότεροι ήταν αυτό της “αρμυροκουλούρας”!
Αυτό αφορούσε ειδικά τα ανύπαντρα κορίτσια. Το μεσημέρι της Καθαράς Δευτέρας οι κοπέλες του χωριού, έπαιρναν τα τσεκούρια και τις τριχιές και πήγαιναν όλες μαζί παρέα στο δάσος για ξύλα. Το σούρουπο, γύριζαν ζαλίγκα και αφού ξεφορτώνονταν τα ξύλα, πήγαιναν χωρίς να μιλούν στη βρύση για να πάρουν το “αμίλητο νερό”! Μετά, έπαιρναν κι αλεύρι και μαζί με μπόλικο αλάτι ζύμωναν την “αρμυροκουλούρα”.
Μόλις αυτή ψήνονταν στη θράκα έκοβαν ένα κομμάτι και το έτρωγαν. Στη συνέχεια δεν έπρεπε να πιουν καθόλου νερό! Την υπόλοιπη κουλούρα την έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους και έτσι κουρασμένες και διψασμένες από το πολύ αλάτι, έπεφταν για ύπνο. Τότε θα ονειρεύονταν το παλικάρι που θα τις ξεδιψούσε, δηλαδή που θα παντρευόταν!
Αυτά είναι μερικά από τα παλιά μας έθιμα στην Ευρυτανία μας. Σας εύχομαι, παιδιά μου, χρόνια πολλά, καλή σαρακοστή σε όλους σας και να έχετε πάντα αισιοδοξία και κέφι στη ζωή».
Ήταν μία διήγηση από την κυρά Λένη - χαρισμένη στο blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες