Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Ο δημόσιος υπάλληλος


Ένα ακόμη ηθογραφικό πορτρέτο από τον αείμνηστο Ευρυτάνα συγγραφέα Δημοσθένη Γ. Γούλα (1916-1990) μέσα από το δυσεύρετο εξαιρετικό βιβλίο του με τίτλο "Οι χωριανοί μου", εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος 1978 - ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1953 - που κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη.

Απολαύστε μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη" μια γλυκόπικρη αναφορά στους παλιούς δημοσίους υπαλλήλους, με έμφαση στην Ευρυτανία, μέσα από ένα ταξίδι στο χρόνο κατά τους δύο προηγούμενους... αιώνες!

*******

Ο δημόσιος υπάλληλος

Μια μικρή αναδρομή στα παλιότερα χρόνια, ένα ταξίδεμα στη μετεπαναστατική εποχή και δώθε, θα μας βοηθούσε να γνωρίσουμε καλύτερα τη ζωή του και να συγκρίνουμε το ρόλο του τότε και τώρα.

Ας φαντασθούμε για λίγο το δημόσιο υπάλληλο το 1890 στην επαρχία. Προσόντα, έξω από τους δικαστικούς, απολυτήριο σχολαρχείου. Αμφίεση: μαύρο τριμμένο κοστούμι, καπέλο ψηλό, κολλάρο τσακιστό ψηλό, μούσι, μουστάκι στριμμένο! (ήταν εποχή που οι μεγάλες τρίχες είχαν σχέση με το εθνικό φιλότιμο) και ράβδος εκ "κερασέας ανά χείρας", σύμβολο ισχύος και όπλον αμύνης στους πολιτικούς καυγάδες.

Η τοποθέτησή του στην επαρχία είχε άμεση σχέση με την κρατούσα πολιτική παράταξη και τον εκπρόσωπό της στην επαρχία.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι και κάθε πολιτική μερίδα που ερχόταν στην αρχή έφερνε τους δικούς της κι έδιωχνε τους άλλους.

Χαριτωμένο επεισόδιο έγινε κάποτε σ' ένα Δήμο της Ευρυτανίας. Μια Κυριακή πρωί ξεπέζεψε στην πλατεία ένας "φραγκοφορεμένος" και κάθισε μόνος του στον καφενέ.Ο καφετζής τού έκανε σχετική ανάκριση και πληροφόρησε το φουστανελλά δήμαρχο που κάθονταν πιο πέρα, για το γεγονός.

Ο δήμαρχος τον πλησίασε και τον ρώτησε από που και πως και... πότε διορίστηκε, με την απλή δε πληροφορία ότι ήταν διορισμένος απ' την προηγούμενη Τρικουπική κυβέρνηση, τον διέταξε με τους μπράβους του να εξέλθει από τα σύνορα της επικρατείας του πριν από τη δύση του ήλιου, όπως κι έγινε.

Κάτι επίσης νόστιμο και γραφικό αναφέρει και ο μακαρίτης Κ. Μαλάμης, γραμματέας Εισαγγελίας και περίφημος χιουμορίστας, χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης. Ήταν νεαρός φοιτητής της ιατρικής και για ν' αντιμετωπίσει τα στραβά έξοδα πέτυχε ένα Δεληγιαννικό διορισμό σε μια παραθαλάσσια πολίχνη της Ρούμελης. 

Όταν έφθασε εκεί, τράβηξε κατ' ευθείαν στην εφορία. Τη βρήκε κλειστή. Ζήτησε τότε τον έφορο και τον βρήκε σε μια ταβερνούλα στην ακρογιαλιά που τα κουτσόπινε, τον χάρηκε, όχι για υπάλληλο, αλλά από το γεγονός ότι πραγματικά ήταν γερό ποτήρι! 

Όταν αργά το βράδυ ξεχώρισαν, καληνυχτίστηκαν κι ο έφορος τούδωσε ραντεβού για την άλλη μέρα "ενάτη πρωινή" στο ίδιο μέρος. Ο Μαλάμης του είπε να του δώσει το κλειδί να πάει στο γραφείο κι εκείνος του τόδοσε αφού εξέφρασε τη λύπη του γιατί θα τον έχανε απ' το πρωινό κολατσιό!

Όταν την επόμενη μέρα ο Μαλάμης άνοιξε την πόρτα του γραφείου, ένας σορός από φακελλωμένα έγγραφα γλύστρησε στο πάτωμα. Ο ταχυδρόμος, μη βρίσκοντας κανέναν εκεί, τα πέταγε απ' το άνοιγμα της σαρακοφαγωμένης πόρτας.

Κατάπληκτος απ' την κατάσταση άρχισε συγκινημένος να τα ανοίγει... Ήταν όλα κλήσεις σε απολογίες και υπομνήσεις!

Έντρομος κλειδώνει το γραφείο, τρέχει στο ταβερνάκι της ακροθαλασσιάς και φέρνει τα δυσάρεστα υπηρεσιακά μαντάτα στον έφορο. Ατάραχος εκείνος τον ακούει, χαμογελάει και του λέγει: Κάτσε να πιούμε κι αυτά δεν είναι τίποτα, όσο είναι ο Θοδωρής στα πράματα (εννοούσε το Θ. Δεληγιάννη) ας τους να λαλάνε, τίποτα δεν μας κάνουν... Άμα μάθεις πως έπεσε ο Θόδωρος, τότε τίποτα δε σε σώνει, δεσ' τα και φεύγα!

Αυτή ήταν η εικόνα και το κατάντημα του δημοσίου υπαλλήλου της εποχής εκείνης, ενώ η συναλλαγή και το μπαξίσι επίσης έδιναν κι έπαιρναν.

Αλλά όπως έγραφε για το θέμα αυτό στα 1894 ο μακαρίτης Γ. Κοφινάς, οικονομολόγος "...Και περί τίνος άλλου νομίζετε θα σκέπτωνται τα όργανα ταύτα, διαρκούσης της προσκαίρου αυτής υπαλληλικής ζωής; περί τίνος άλλου, ειμή της μελλούσης αυτών ζωής, περί της αθανασίας των;"

Έτσι είχαν τα πράματα ως τα 1909. Τότε ο άνεμος της αληθινής αλλαγής και της ανόρθωσης τούς χάρισε την μονιμότητα και έφερε την εξυγίανση στο σώμα των δημοσίων υπαλλήλων.

Από τότε πλέον ο υπάλληλος μένει στην απόμερη γωνιά της ελληνικής επαρχίας, αφοσιωμένος στη δουλειά του, ακούραστος εργάτης της προόδου. Αγαπά τον πολίτη και με την ευπρόσωπη εμφάνισή του αγωνίζεται να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν εκπρόσωπο μιας πολιτείας συγχρονισμένης, πολιτισμένης, με χρηστή διοίκηση, παρ' όλο που στον αγώνα του αυτόν κουβαλάει το ισόβιο βάρος της φτώχειας και της ανέχειας.

Ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κατοχής φάνηκε η πνευματική του υπεροχή και η καλλιεργημένη εθνική του συνείδηση. Χτυπημένος απ' όλες τις μεριές, πεινασμένος, δε λύγισε και μένει ακόμα με το παράπονο ότι μέχρι σήμερα οι αρμόδιοι δεν τον πρόσεξαν, δεν τον είδαν ως το πραγματικό στήριγμα της πολιτείας που είναι και που χρειάζεται μια κάποια συντήρηση για να μπορεί να κρατάει το εθνικό οικοδόμημα.

Αντί να του συμπαρασταθούν, το κράτος κάνει τα πάντα να τον πείσει ότι τον στέλνει στην επαρχία για να τον τιμωρήσει. Και επικράτησε αυτή η ιδέα, με αποτέλεσμα την άρνηση των υπαλλήλων να υπηρετήσουν στις αποκομμένες απ' την υπόλοιπη Ελλάδα επαρχίες της Ρούμελης, με τις γλίσχρες απολαυές και την έλλειψη κάθε ψυχαγωγίας.

Ο Ζαχ. Παπαντωνίου απάνου σ' αυτό έγραφε σχετικά: "Οι υπάλληλοι που πήγαιναν να υπηρετήσουν στο Καρπενήσι εδώ και λίγα χρόνια, ήταν πρόσωπα τραγωδίας... Βημάτιζαν απελπισμένοι σε πλατεία είκοσι μέτρων μετρώντας τα κοτρώνια του χειμάρρου που την εχώριζε σε δύο. Η κοσμική τους κίνηση ήταν να τρυπώσουν στο μικροσκοπικό καφενείο της πλατείας, όπου μικροί υπάλληλοι μαζί με τους ανωτέρους, δασοφύλακες μαζί με τους δικαστικούς, με τις αδελφές των και με τις γυναίκες των, αδελφωμένοι μέσα σε καπνούς ναργιλέδων εθαύμαζαν την κοντσίνα των εγχώριων φουστανελλάδων, παρακολουθώντας ώρες ολόκληρες τη δραματική περιπέτεια του δύο σπαθί και του δέκα".

Αυτά για τα υπέρ. Όμως χωρίς νάχω πρόθεση να θίξω δύσκολα σημεία, αφού ξέρω πόσο ειλικρινής είναι η αφοσίωση του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων στη δουλειά τους, θάθελα να συστήσω ένα πράμα. "Για όλες τις αναποδιές της ζωής μας, το κακό κέφι και τα δίκαια παράπονα, είτε μέσα στη δουλειά μας, είτε έξω απ' αυτήν, ο μόνος που δεν είναι υπεύθυνος είναι ο πολίτης που θάρθει να διεκπεραιώσει τη δουλειά του. Έρχεται να ζητήσει το δίκηο του κι όχι δανεικά", καθώς γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου.

Δεν έχουμε βέβαια εδώ όπως στην Αμερική σχολές που διδάσκουν τον τρόπο του χαμόγελου, αν και θα ήταν απαραίτητες, γιατί χάθηκε στις μέρες μας ολότελα. Τουλάχιστον ας δεχθούμε τον πολίτη με προθυμία και ευγένεια. Έχει κι αυτός τα δικά του τόσα βάσανα!

Από ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες