Η «Τίγρης του Παγκρατίου» που οργάνωσε την δολοφονία του αστυφύλακα συζύγου της με τον εραστή της και ο ρόλος της νεαρής τότε δημοσιογράφου Αγγελικής Νικολούλη στην υπόθεση. Το ημερολόγιο έδειχνε 6 Νοεμβρίου. Σαν σήμερα το 1982 μια δολοφονία συγκλόνισε το πανελλήνιο με το κοινό να παρακολουθεί τις εξελίξεις με κομμένη την ανάσα. Θύμα ήταν ένας 28χρονος αστυφύλακας, ο Χρήστος Κολιτσόπουλος, ο οποίος έπεσε νεκρός μπροστά στο 4χρονο παιδί του, έπειτα από σχέδιο της ίδιας του της γυναίκας και του εραστή της. Η γνωριμία με την Κάτια, ο γάμος και τα πρώτα «σύννεφα» Ο Χρήστος γνώρισε την σύζυγό του Κάτια σε έναν γάμο. Ερωτεύτηκαν και στην συνέχεια παντρεύτηκαν όταν εκείνη ήταν 18 χρονών και απέκτησαν ένα αγοράκι. Τα προβλήματα όμως, εμφανίστηκαν πολύ νωρίς. Οι τσακωμοί ήταν συχνοί με αποτέλεσμα το ζευγάρι να χωρίσει. Μετά από δέκα μήνες το ζευγάρι τα βρήκε ξανά, αλλά η κατάσταση ανάμεσα τους δεν βελτιώθηκε. Ο εραστής και το σατανικό σχέδιο Η Κάτια δούλευε σε ξενοδοχείο, και στο ίδιο ξενοδοχείο δούλευε και ο 27χρονος ηλεκτρολόγος Γιάννης Σγουρίδης. Η αρχική τους γνωριμία δεν άργησε να μετατραπεί σε ερωτική σχέση ανάμεσα τους. Το πάθος του Γιάννη για την Κάτια ήταν τέτοιο, με αποτέλεσμα εκείνη να βρει την ευκαιρία να εφαρμόσει το σατανικό σχέδιο που είχε στο μυαλό της.
Του είπε ότι δεν αγαπούσε τον άντρα της και ότι θα έπρεπε να τον βγάλουν από την μέση, διότι αποτελούσε εμπόδιο στο να μπορέσουν να ζήσουν μαζί οι δυο τους ελεύθεροι και να χαρούν τον έρωτα τους. Τότε ο Γιάννης αποφάσισε να εκτελέσει το σχέδιο της αγαπημένης του.
Η μοιραία νύχτα
Το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου 1982, η 22χρονη Κάτια μαζί με τον τετράχρονο γιο της και τον σύζυγό της, επέστρεψαν από επίσκεψη στο σπίτι των γονιών του Χρήστου.
Την ώρα που έφτασαν στην είσοδο, η Κάτια είπε στον άντρα της ότι ήθελε να να ρίξει ένα δελτίο ΠΡΟ-ΠΟ και να πάρει γάλα και τσιγάρα. Έτσι ο 28χρονος σύζυγός της πήρε τον μικρό Αλέξανδρο και ανέβηκαν στο σπίτι. Ξεκλείδωσε την πόρτα και την επόμενη στιγμή, μπροστά στα μάτια του 4χρονου γιου του δέχτηκε χτύπημα στο λαιμό με μαχαίρι από έναν νεαρό που βρισκόταν μέσα στο διαμέρισμα.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και το θύμα, αν και αστυνομικός, δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Άλλωστε δεν είχε μαζί και το περίστροφό του, το οποίο είχε παραδώσει στην υπηρεσία του, επειδή βρισκόταν σε άδεια.
Ο δράστης έφυγε τρέχοντας και ο 28χρονος βαριά τραυματισμένος σηκώθηκε με τρομερή δυσκολία και μαζί με το παιδί κατέβηκε στο διαμέρισμα του κάτω ορόφου. Χτύπησε το κουδούνι, ζήτησε από τον ένοικο να καλέσει την αστυνομία και στη συνέχεια έπεσε νεκρός.
Ο Γιάννης Σγουρίδης έφυγε τρέχοντας από την πολυκατοικία και λίγα μέτρα πιο κάτω πέταξε τα κλειδιά και το μαχαίρι του φόνου. Πήρε το λεωφορείο και επέστρεψε στο σπίτι του στη Λούτσα, χωρίς να ξέρει αν το χτύπημα του ήταν θανατηφόρο η αν απλά είχε τραυματίσει τον 28χρονο αστυφύλακα.
Την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες έγραφαν για «κακοποιό», «διάρρηξη» και «ληστεία». Το σπίτι ήταν αναστατωμένο, έλειπαν χρήματα και χρυσαφικά, αλλά ίχνη παραβίασης της κλειδαριάς δεν υπήρχαν. Επί αρκετές ημέρες οι έρευνες βρίσκονταν «στο σκοτάδι».
Η μητέρα του θύματος μάλιστα έστειλε επιστολή στον τότε πρωθυπουργό και στον υπουργό Δημόσιας Τάξης ζητώντας να συλληφθεί ο δράστης και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η αστυνομία προσήγαγε αρκετούς υπόπτους που δρούσαν στην περιοχή, αλλά δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη. Όλοι τους παρουσίαζαν ατράνταχτα άλλοθι.
Ο ρόλος της νεαρής τότε ρεπόρτερ, Αγγελικής ΝικολούληΣύμφωνα με το georgakopoulos.org, η Αγγελική Νικολούλη, νεαρή ρεπόρτερ στην Απογευματινή, περνούσε το Σαββατόβραδό της στο Ζάππειο, κάνοντας ρεπορτάζ για τη δολοφονία ενός ομοφυλόφιλου. Καθώς έψαχνε το χώρο του εγκλήματος βρήκε ένα σημαντικό στοιχείο. Όταν πήγε να ενημερώσει τους αστυνομικούς άκουσε στους ασυρμάτους τους το σήμα: «Φόνος στο Παγκράτι, ελάτε γρήγορα».
Χρειάστηκε αρκετή ώρα για να βρει την ακριβή διεύθυνση και ένα μέσο για να φτάσει μέχρι το Παγκράτι και έτσι έφτασε αφού είχαν πάρει το πτώμα του Χρήστου Κολιτσόπουλου.
«Εσείς τι είστε;» τη ρώτησε ένας γείτονας, που ήταν εισαγγελέας. «Δημοσιογράφος», του είπε η Νικολούλη. «Τι συνέβη εδώ;». Ο εισαγγελέας ήταν σαστισμένος. «Α, κοπέλα μου, τι είναι αυτό το πράγμα που είδα. Μια γυναίκα, μια μάνα, ήρθε φωνάζοντας ‘αγάπη μου τι σου έκαναν’, σα θεατρίνα, και πήρε το παιδί κι έφυγε. Με έχει εντυπωσιάσει απίστευτα».
Την επόμενη μέρα, η Νικολούλη πήρε έναν από τους παλιούς τους φωτορεπόρτερ και πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. «Μπορείτε να μας πείτε πού είναι η Κολιτσοπούλου;» ρώτησε τον αξιωματικό υπηρεσίας. «Τι είναι αυτά που λέτε κυρία μου», της απάντησε αυτός. Δεν μπορούσε να της δώσει αυτή την πληροφορία.
Ο φωτορεπόρτερ ήθελε να φύγουν. «Θα μείνουμε εδώ», του είπε η Νικολούλη. «Έχε το νου σου, αν δούμε κανένα με μαύρα να έρχεται πες μου». Πράγματι, μετά από λίγο εμφανίστηκε μια κυρία. «Μήπως είστε συγγενής της Κολιτσοπούλου;» τη ρώτησε. «Είμαστε δημοσιογράφοι και θα θέλαμε να τη δούμε». «Βεβαίως», απάντησε αυτή. «Εδώ πιο κάτω είναι, στο σπίτι του κουνιάδου της».
Οι τρεις τους πήγαν στο σπίτι του κουνιάδου, όπου είχε μαζευτεί όλη οι οικογένεια. Ο Χρήστος Κολιτσόπουλος ήταν αστυνομικός, και τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του ήταν επίσης αστυνομικοί και όλοι ήθελαν να προστατέψουν τη χήρα, αλλά δεν είχαν κανένα πρόβλημα να αφήσουν τη νεαρή ρεπόρτερ που έφτασε στο σπίτι τους να της μιλήσει.
Η Αγγελική Νικολούλη μπήκε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν η Κάτια Κολιτσοπούλου μαζί με κάποιες γυναίκες –και στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει ποια ήταν η χήρα. Ντυμένη κομψά, όμορφη, με φροντισμένα τα ξανθιά της μαλλιά, δέχτηκε να δει τη νεαρή δημοσιογράφο. Οι υπόλοιπες γυναίκες βγήκαν απ’ το δωμάτιο.
Επιστρέφοντας στην εφημερίδα, η Αγγελική Νικολούλη ήταν πεπεισμένη ότι κάτι άλλο συνέβαινε σ’ αυτή την υπόθεση. Δεν ήταν διάρρηξη. Κάτι η παρατήρηση του εισαγγελέα, κάτι η θεατρικότητα στις εκφράσεις της χήρας («αγάπη μου τι σου έκαναν, πώς θα κοιμάμαι μόνη μου τώρα») την είχαν πείσει. «Κύριε Χρήστο», είπε στο διευθυντή της, τον Χρήστο Πασαλάρη, «η κυρία είχε γκόμενο. Αυτός το έκανε, δεν υπάρχει περίπτωση, το στήσανε».
Την επόμενη μέρα ήταν η κηδεία, και στην εφημερίδα το κείμενό της δεν περιέγραφε ανοιχτά τις υποψίες της –αλλά άφηνε υπονοούμενα. Εν τω μεταξύ είχε μιλήσει και με τους αρμόδιους στο Τμήμα Ερευνών, ενώ της είχε ξεφύγει και κάτι στους αστυνομικούς συγγενείς του θύματος στο σπίτι. Κάποιοι άρχισαν να το ψάχνουν και άρχισαν να παρακολουθούν την τεθλιμμένη χήρα.
Η ομολογία του δράστη
Εκτός από τις υποψίες της Αγγελικής Νικολούλη, από την επεξεργασία των δακτυλικών αποτυπωμάτων προέκυψε κάτι σημαντικό που φώτισε το μυστήριο του φόνου. Στο ασανσέρ της πολυκατοικίας βρέθηκε το αποτυπώματα του εραστή της Κάτιας. Ο Γιάννης Σγουρίδης κλήθηκε για εξέταση όπου στην αρχή αρνιόταν τα πάντα όμως στην συνέχεια ομολόγησε, καθώς έπεσε σε αντιφάσεις.
Ο 24χρονος ηλεκτρολόγος παραδέχθηκε ότι είχε σχέση με τη σύζυγο του θύματος, από την οποία, όπως περιέγραψε, πήρε τα κλειδιά του διαμερίσματος. Μπήκε μέσα, αναστάτωσε το σπίτι, έκρυψε τα «κλοπιμαία» προκειμένου να παραπλανήσει τους αστυνομικούς και περίμενε. Είχαν καταστρώσει μαζί το σχέδιο προκειμένου να ζήσουν ελεύθεροι τον έρωτά τους.
Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησής του ο 24χρονος δεν σταμάτησε να κλαίει, να λέει συνεχώς ότι αγάπησε παράφορα την Κάτια κι ότι αν η αστυνομία δεν έφτανε στη διαλεύκανση της υπόθεσης θα παντρευόταν την 22χρονη γυναίκα. «Την αγαπώ, μην της κάνετε κακό» έλεγε στους αστυνομικούς.
Η σύζυγος του άτυχου αστυνομικού συνελήφθη και κατά την ανάκριση αρνήθηκε κάθε συμμετοχή στην δολοφονία του άντρα της. Η γυναίκα που όταν βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος μετά το φονικό έκλαιγε με οδυρμούς, δεν αρνήθηκε ότι γνώριζε τον Γιάννη, αλλά υποστήριξε ότι δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τη δολοφονία και χαρακτήρισε τον 24χρονο ηλεκτρολόγο «κάθαρμα».
Στην ερώτηση πώς βρήκε τα κλειδιά του σπιτιού απάντησε ότι «μου τα ζήτησε για πλάκα». Ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη εναντίον του Γιάννη Σγουρίδη για «ανθρωποκτονία από πρόθεση που διαπράχθηκε κατά τρόπο ιδιαζόντως απεχθή» και εναντίον της Κάτιας Κολιτσοπούλου για «ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία κατά του συζύγου της».
Η δίκη που παρακολούθησε όλη η Ελλάδα
Η δίκη των δύο «σατανικών εραστών» όπως τους παρουσίαζαν οι εφημερίδες άρχισε στο κακουργιοδικείο τον Μάρτιο του 1984 και την παρακολούθησε μέσα από τα καθημερινά δημοσιεύματα όλη η Ελλάδα.
Για την Κάτια Κολιτσοπούλου οι εφημερίδες χρησιμοποιούσαν τίτλους όπως «τίγρης του Παγκρατίου» και «μαινάδα». Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από εξαγριωμένους συγγενείς, φίλους και γνωστούς του αστυφύλακα, δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ.
Στο εδώλιο κάθονταν η σχεδόν ανέκφραστη Κάτια Κολιτσοπούλου και ο Γιάννης Σγουρίδης που με δακρυσμένα μάτια παραδέχθηκε το έγκλημά του στην ερώτηση του Προέδρου μόλις άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης.
Στο δικαστήριο ακούστηκαν κατάρες, απειλές και εκφράσεις όπως «ανθρωπόμορφα κτήνη», «φόνισσα» και πολλές φορές οι δύο κατηγορούμενοι προπηλακίστηκαν και απειλήθηκαν με λιντσάρισμα.
Έξω από τη δικαστική αίθουσα, φεμινιστικές οργανώσεις πραγματοποιούσαν συγκεντρώσεις κατηγορώντας τα μέσα ενημέρωσης και τη δικαιοσύνη για διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και ζητούσαν να αθωωθεί η σύζυγος, «γιατί δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι συνήργησε στο έγκλημα».
Στην απολογία του ο δράστης ισχυρίστηκε ότι η ερωμένη του είχε σχεδιάσει τη δολοφονία του άντρα της κι ότι εκείνος έκανε ό,τι του έλεγε επειδή «την αγαπούσε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο». Η σύζυγος του θύματος ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία εμπλοκή στη δολοφονία λέγοντας μεταξύ άλλων πως ο εραστής της είχε προετοιμάσει από μόνος του όλο το σχέδιο για τη δολοφονία.
Το δικαστήριο κατά πλειοψηφία καταδίκασε το ζευγάρι σε ισόβια κάθειρξη χωρίς να τους αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό. Στη δίκη σε δεύτερο βαθμό που έγινε δύο χρόνια αργότερα, σε παρόμοιο εκρηκτικό κλίμα, τους επιβλήθηκε η ίδια ποινή. Και οι δυο αποφυλακίστηκαν το 1999 μετά από 17 χρόνια, λόγω καλής διαγωγής.
Μετά από 27 χρόνια η Αγγελική Νικολούλη ασχολήθηκε ξανά με την τραγωδία που είχε ερευνήσει ως νεαρή ρεπόρτερ στην Απογευματινή, αυτή τη φορά με την τηλεοπτική εκπομπή της «Φώς στο τούνελ», αναζητώντας τον Αλέξανδρο Κολιτσόπουλο, τον γιο του Χρήστου και της Κάτιας, χωρίς όμως αποτέλεσμα...
https://www.gazzetta.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες