«Όταν τραγουδάς» - συμβούλευε τον αγαπημένο της Υβ Μοντάν - «πάντα να ’χεις στόχο την καρδιά των ανθρώπων, γιατί η καρδιά είναι μία και ίδια σ’ όλο τον κόσμο». Η Εντίθ Πιάφ σβήνει στις 10 Οκτωβρίου του 1963, μόλις στα 48 της χρόνια στο Plascassier, κοντά στο Grasse από κίρρωση. Ο σύζυγός της μεταφέρει την ίδια μέρα του θανάτου της τη σορό της στη «δική της πόλη», το Παρίσι. Η μεγάλη Γαλλίδα τραγουδίστρια, Εντίθ Πιαφ, μια από τις σπουδαιότερες φωνές του αιώνα που πέρασε έφυγε από τη ζωή 10 Οκτώβρη 1963. Ο θάνατος της ανακοινώθηκε την επόμενη μέρα, 11 Οκτώβρη. Η Πιάφ έζησε μια πολυτάραχη ζωή που ξεκίνησε σε ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες και ο μύθος της παραμένει ζωντανός ως τις μέρες μας. Κέρδισε τις καρδιές των ανθρώπων σ’ όλο τον κόσμο. Η μικροκαμωμένη, δυστυχισμένη σε πολλές περιόδους της ζωής της, άτυχη από «κούνια», η Εντίθ Τζοβάνα Γκασιόν, κατάφερε να αντισταθεί στη μοίρα της με το ισχυρότερο όπλο που της χάρισε η φύση, τη φωνή της, και να γίνει η θρυλική Εντίθ Πιάφ. «Όταν τραγουδάς» – συμβούλευε τον αγαπημένο της Υβ Μοντάν - «πάντα να ’χεις στόχο την καρδιά των ανθρώπων, γιατί η καρδιά είναι μία και ίδια σ’ όλο τον κόσμο». Εκείνη τα κατάφερε. Τραγούδια όπως το La vie en rose (1946) και το Non, je ne regrette rien (1960), εκτόξευσαν τη φήμη της και την κατέστησαν την πιο δημοφιλή τραγουδίστρια της Γαλλίας.
Ο Ζαν Κοκτό είχε δηλώσει: «Δεν υπήρξε ποτέ άλλη Πιαφ , ούτε θα ξαναϋπάρξει ποτέ». Και είναι αλήθεια. Μια ολόκληρη γενιά έκανε την Πιαφ ένα «μύθο», ένα «θρύλο», λέξεις που η σημασιολογική εξέλιξη άλλαξε το αρχικό τους νόημα δημιουργώντας συνώνυμα.
Η Πιάφ με τον Αλέν Ντελόν
Γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 1915, κάτω από μια λάμπα γκαζιού. Ο πατέρας της, Λουί Αλφόνς Γκασιόν, ήταν ακροβάτης του δρόμου και η μητέρα της, Ανιτά Μεγιάρ ήταν λυρική τραγουδίστρια, γνωστή με το ψευδώνυμο Line Marsa. Λίγες βδομάδες μετά τη γέννησή της την εγκατέλειψε και η μικρή Εντίθ περνάει τα πρώτα της χρόνια κοντά στη μητέρα της μάνας της. Το 1917, ο πατέρας της που εργαζόταν ως ακροβάτης στο τσίρκο Ciotti, την πήγε στη δική του μητέρα, η οποία ζούσε στο Μπερνέ (Νορμανδία) και ήταν ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής. Το 1919 η Εντίθ αρρωσταίνει από κάποια πάθηση στον εγκέφαλο και τυφλώνεται. Μετά από δύο χρόνια όμως θεραπεύεται χωρίς τη βοήθεια γιατρού και η όρασή της επανέρχεται.
Ήταν εφτά χρονών όταν ο πατέρας της άρχισε να την παίρνει μαζί του στις περιοδείες που έκανε με το τσίρκο και γυρνά μαζί του όλη τη Γαλλία. Στα δέκα της η Εντίθ άρχισε να τραγουδάει στους δρόμους. Αν και ο πατέρας της ήθελε να την κάνει ακροβάτη, γρήγορα κατάλαβε πως η κόρη του είχε όλο το ταλέντο στο λαιμό και καθόλου στο κορμί – όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος.
Στα 15 έχοντας ανακαλύψει τη θαυμάσια φωνή της, εγκατέλειψε τον πατέρα της για να ζήσει στο Παρίσι, τραγουδώντας στους δρόμους. Στα 17, συναντά τον Louis Dupont, ζουν μαζί και σε ένα χρόνο, στις 11/2/1933, κάνουν ένα κοριτσάκι, τη Μαρσέλ, που όμως πεθαίνει από μηνιγγίτιδα δύο χρόνια αργότερα.
Εκείνη συνεχίζει να τραγουδά στους δρόμους της Πιγκάλ, όπου και γνωρίζει τον Λουί Λεπλέ, διευθυντή του πιο κομψού παρισινού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία. Μαγεμένος από τη φωνή της, υπογράφει συμβόλαιο μαζί της και τη βαφτίζει «Mοme Piaf» (μικρό σπουργίτι). Το 1935 της βγάζει και το πρώτο της δίσκο.
Λίγο αργότερα όμως ο μέντοράς της Λεπλέ δολοφονείται, και η ίδια κατηγορείται πως γνωρίζει τον δολοφόνο αλλά δεν τον καταδίδει. Αν και αθωώθηκε με τη βοήθεια ενός νέου συντρόφου, του τραγουδοποιού Raymond Asso, που είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, φεύγει για να ζήσει στην επαρχία, αλλά επιστρέφει στο Παρίσι το 1937.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη γερμανική κατοχή, δίνει κονσέρτα για αιχμάλωτους πολέμου. Εισάγει πλαστές άδειες εργασίας στα κέντρα κράτησης αιχμαλώτων και βοηθάει πολλούς Γάλλους φαντάρους να δραπετεύσουν. Γύρω στα 23 της είναι μια μεγάλη βεντέτα και γυρνάει την πρώτη της ταινία που θριαμβεύει.
Από τότε συνεχίζει μια πετυχημένη καριέρα και κάνει μια έντονη ζωή, δίπλα σε αρκετούς συντρόφους. Στα 30 της, ερωτεύεται τον Υβ Μοντάν και αναλαμβάνει να στήσει την καριέρα του. Στα τέλη του ’45, γράφει μόνη της την τεράστια επιτυχία της La vie en rose, που στην αρχή περνά αδιάφορη. Συνολικά έχει γράψει περίπου 80 τραγούδια.
Γνωρίζει μεγάλες δόξες και στη Νέα Υόρκη, όπου ερωτεύεται τον βασιλιά του μποξ, Μερσέλ Σερντάν και ζουν έναν από τους πιο διάσημους μεγάλους έρωτες της εποχής. Ο ξαφνικός θάνατος του Σερντάν σε αεροπορικό δυστύχημα, το 1949, βυθίζει την Πιάφ σε κατάθλιψη, που ποτέ δεν ξεπερνά πραγματικά.
Το 1951 οι γιατροί, μετά από δύο σοβαρά τροχαία, της δίνουν για καιρό μορφίνη, στην οποία εθίζεται. Η Πιάφ την ανακατεύει μαζί με αλκοόλ, χειροτερεύοντας έτσι την ήδη κακή κατάσταση της υγείας της.
Το 1952, παντρεμένη με τον τραγουδιστή Ζακ Πιλ, στην πεντηκοστή τουρνέ της στην Αμερική, σε κάποια ρεσιτάλ της συνοδεύεται στο πιάνο από τον νεαρό τότε Ζιλμπέρ Μπεκό. Εκείνη την εποχή ακολουθεί πολλές θεραπείες αποτοξίνωσης, μα οι ουσίες την έχουν ρημάξει. Παρ’ όλ’ αυτά κάνει εξαιρετικές ηχογραφήσεις.
Τα επόμενα 2 χρόνια μένει κλεισμένη σπίτι της σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Αλλά το 1955, μόλις μαθαίνει πως θα τραγουδήσει στο Ολυμπιά, με τρόπο αξιοθαύμαστο και με αφάνταστη ενέργεια, δίνει μια αξεπέραστη παράσταση. Με μεγάλη φόρα κάνει άλλη μια τουρνέ στην Αμερική και είναι πια μια διεθνής σταρ.
Το 1958 ζει μια ακόμα τρελή σχέση δίπλα στο νεότερο τραγουδιστή και συνθέτη Ζορζ Μουστακί, ο οποίος το 1959 συνθέτει γι’ αυτήν το τραγούδι Milord που κυκλοφόρησε το 1960 και λίγο αργότερα γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Αλλο ένα σοβαρό τροχαίο αποδυναμώνει περισσότερο την Πιάφ. Μετά από λίγους μήνες καταρρέει, κατά τη διάρκεια κονσέρτου της σε κατάμεστη αίθουσα της Νέας Υόρκης.
Αλλά και σ’ ένα κονσέρτο στη Στοκχόλμη, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, καταρρέει επάνω στην πίστα. Η διάγνωση των γιατρών είναι καρκίνος. Αυτό όμως δεν πτοεί την Πιάφ , η οποία συνεχίζει να εμφανίζεται κάνοντας περιοδείες όπως και πριν, συνοδευόμενη όμως από μια νοσοκόμα για να της χορηγεί μορφίνη για τους πόνους.
Το 1960, τραγουδά με επιτυχία το «Non, Je Ne Regrette Rien» (Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα) του Σαρλ Ντιμόν και συνεχίζει να θριαμβεύει τραγουδώντας, παρότι συχνά παραπατά στη σκηνή. Το καλοκαίρι του 1961, γνωρίζει τον κατά πολύ νεότερό της, τελευταίο της έρωτα, τον Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, που τον βαπτίζει Τεό Σαγαπό και τον παντρεύεται τον Οκτώβριο του 1962 (στα 46 της εκείνη και 26 εκείνος). Εκείνο το καλοκαίρι παίρνει επίσης το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας Charles Cros, για το σύνολο της καριέρας της.
Η Εντίθ Πιάφ σβήνει μια μέρα πριν το θάνατο του καλού της φίλου Ζαν Κοκτώ, στις 10 Οκτώβρη του 1963, μόλις στα 48 της χρόνια στο Plascassier, κοντά στο Grasse από κίρρωση. Ο σύζυγός της μεταφέρει την ίδια μέρα του θανάτου της τη σορό της στη «δική της πόλη», το Παρίσι. Θάβεται σε 3 μέρες στο παρισινό κοιμητήριο Περ Λασέζ.
Η Πιάφ έφυγε φτωχή, αφήνοντας στον τελευταίο σύζυγό της πολλά χρέη και μια τεράστια ιστορία. Μαζί με την καριέρα της ως τραγουδίστρια (ηχογράφησε πάνω από 200 τραγούδια) βοηθούσε και στην προώθηση νεαρών ταλέντων στη μουσική σκηνή της εποχής εκείνης. Είχε μεταξύ άλλων μεγάλη συμμετοχή στην προώθηση καλλιτεχνών, όπως Σαρλ Αζναβούρ, Ζιλμπέρ Μπεκώ, Έντι Κονσταντέν, Υβ Μοντάν, Ζωρζ Μουστακί, Ζακ Πιλ κλπ.
Το 2006 ο Ολιβιέ Νταχάν γυρίζει τη ζωή της Γαλλίδας τραγουδίστριας σε ταινία με τίτλο La Mame (το νεαρό κορίτσι). Στην Ελλάδα, προβλήθηκε με τον τίτλο «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο». Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας, που εμφανίστηκε και στο Φεστιβάλ κινηματογράφου στο Βερολίνου, παίζει η Γαλλίδα ηθοποιός Μαριόν Κοτιγιάρ, ρόλο για τον οποίο κέρδισε το 2008 το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου.
https://www.imerodromos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες