Ο Γιάννης Αγγελάκας έχει σήμερα τα γενέθλιά του και το Gazzetta υποβάλει τα σέβη του σε μια «ταξιδιάρα ψυχή» που «δεν χωρά πουθενά». Μπορεί να τον δεις να τριγυρνάει στα Πετράλωνα, γιατί είναι ακόμα ρετρό και του αρέσει αυτή η φάση ή στην Κρήτη, όταν ηχογραφεί για μέρες σε υπόγεια. Μπορεί να τον πετύχεις σε κάποιο νησί του Αιγαίου, όταν ψάχνει απομόνωση να γράψει, γιατί, όπως έχει πει «το γράψιμο θέλει μοναξιές, η μουσική κόσμο».
Μοναξιές; Δεν του αρέσει. Αν και στην εφηβεία του, τον είχε σημαδέψει η φράση του Χένρι Μίλερ, «δεν πρόκειται ποτέ να μείνω μόνος, στη χειρότερη περίπτωση θα 'μαι με το Θεό», εν τούτοις, περνάει 2 και 3 εβδομάδες μόνος του, απομονώνεται και δεν βλέπει άνθρωπο για «να καθαρίσω μέσα μου».
Μετά βγαίνει και πάλι, αλωνίζει από πόλη σε πόλη, ποτέ δεν κάθεται σε μία για πολύ, γιατί θέλει να είναι εραστής τους. Ερωτεύεται, κάνει παρέα με «κορίτσια και αγόρια μικρότερων ηλικιών, γιατί βαριέμαι τους ανθρώπους της ηλικίας μου», εκτός από τον φίλο του τον Ντίνο που «είναι κι αυτός ξέμπαρκος και ανοικτός στο πως περνάει το 24ώρο του». Όχι, η οικογένεια δεν πέρασε από το μυαλό του. Δεν ήταν σε θέση, θα το ήθελε, δεν του ταιριάζει βρε αδερφέ γιατί στην τελική γνώριζε ότι «δεν θα ήμουν σωστός».
Με λίγα λόγια, ο Γιάννης Αγγελάκας- έλα που δεν κατάλαβες τόση ώρα για ποιον μιλάμε- δεν χωρά πουθενά. Είναι ελεύθερο και ανήσυχο πνεύμα, με άποψη, κριτική σκέψη και νοσταλγία στα παλιά. Στα ωραία, στα ρομαντικά. Τότε που οι «αλητάμπουρες» «γεννούσαν» στη Θεσσαλονίκη τα πρώτα ροκ-πανκ συγκροτήματα. Για ψαγμένους και μυημένους. Έπρεπε απλά να ξέρεις το «πότε» και το «που»!
«Ταξιδιάρα ψυχή» ανάμεσα σε «αλητάμπουρες»
Ο Αγγελάκας δεν ήταν αλητάμπουρας. Μάλλον «ταξιδιάρα ψυχή». Γεννήθηκε μια μέρα σαν τη σημερινή (σχεδόν) το 1959, στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης και αυτό που αντίκρισε ήταν φτώχεια, χαμόσπιτα, αγάπη και τσακωμούς, παιδιά στους δρόμους και γονείς σωστούς. Δεν πέρασε άσχημα, αλλά η φτώχεια η ριμάδα ήταν εκεί. Ο πατέρας του, αν και αριστερός ήθελε να πάρει το πτυχίο του στη Βιομηχανική και «να γίνω ένας καθωσπρέπει δημόσιος υπάλληλος. Ποθούσε να βολευτώ στο Δημόσιο». Εκνευριζόταν με τα «κατορθώματα» του. Όταν συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις για τα παιδιά της γειτονιάς του.
«Μικρός μου άρεσε να στήνω μικρές θεατρικές παραστάσεις μπροστά στα άλλα παιδιά, υποδυόμενος όλους τους ήρωες των αυτοσχέδιων ιστοριών μου, πράγμα που ενοχλούσε τον πατέρα μου. Όποτε με ανακάλυπτε, με τράβαγε κατευθείαν στο σπίτι. Υποψιάζομαι πως αυτό μου το βίτσιο τον τρόμαζε σαν προοίμιο, ίσως, μιας μελλοντικής μου ομοφυλοφιλίας - πράγμα για το οποίο αργότερα διαψεύστηκε πανηγυρικά» είχε πει ο ίδιος στη Lifo.
Το τραγούδι που άλλαξε τα πάντα μέσα του
Μεγάλωσε με ακούσματα του Τσιτσάνη, όπως το «Συννεφιασμένη Κυριακή» και το ραδιόφωνο να παίζει Καζαντζίδη κάθε Κυριακή. Ακόμα και σήμερα, τον Καζαντζίδη μόνο Κυριακές τον αντέχει. Άκουγε στην εφηβεία του Beatles, Rolling Stones, Pink Floyd, αλλά αυτό που του άλλαξε τα πάντα μέσα του ήταν το «Rise and fall of Ziggy Stardust» του David Bowie!
Έπιασε να γρατζουνάει μια κιθάρα «λεφτά για ωδεία δεν υπήρχαν» και το 1983 δημιούργησε τελικά μαζί με τον φίλο του, Γιώργο Καρρά, τις «Τρύπες». Το θρυλικό συγκρότημα που ακόμα και σήμερα αναπολούν... πιτσιρικάδες. Η νέα γενιά! Δεν γίνεται ρε φίλε να μην ξέρεις την «Ταξιδιάρα Ψυχή», το «Δε Χωράς Πουθενά», την «Γιορτή». Δεν μπορεί…
Οι «Τρύπες» και τα πρώτα live
«Τα πρώτα μας τραγούδια, τα «Ασφάλεια», «Νταβατζής», «Άσχημο όνειρο», τα πρωτοπαίξαμε σε ένα live στα πανεπιστήμια, το ΄81 ή το ΄82. Όταν στα πρώτα live με τις «Τρύπες» είδα από κάτω 200-300 άτομα, μυρίστηκα ότι κάτι γίνεται». Δεν καβαλήθηκε, ούτε ήταν έλυσε το βιοποριστικό. Το «μπαμ» έγινε άλλωστε περίπου 10 χρόνια μετά… «Έκανα διάφορες δουλειές για να μπορώ να στέκομαι στα πόδια μου και να συνεχίζω. Μάζευα σταφύλια στην Κρήτη, σερβιτόρος, DJ, εργάτης, μα πάντα στο βάθος μουσικός με πίστη, συνείδηση και ελπίδα».
Ακόμα και σήμερα, στα 62 του, αν τον ρωτήσεις, τι είναι τελικά ο Γιάννης Αγγελάκας θα σου πει: «Μάλλον μουσικός. Περισσότερο με δυσκολεύει το γράψιμο. Σημειώνω και πετάω συνέχεια». Ξέρεις τι σημειώνει; Ποιήματα!
Υπόγεια, ταξίδια και… πάλι από το μηδέν
Οι «Τρύπες» μεγάλωναν οι πρόβες συνεχίζονταν… «Σε υπόγεια, σε περιστερώνες, όπου βρίσκαμε. Παίζαμε και με άλλες μπάντες, πριν τις «Τρύπες». Και εγώ, και ο Χρήστος ο Καρράς, και ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο οποίος ήρθε μαζί μας λίγο αργότερα». Κυκλοφόρησαν 7 δίσκους, τα τραγούδια τους τα άκουγες από μαγαζιά μέχρι σχολεία. Σε ένα φορητό κασετόφωνο που έπαιζε η κασέτα την ώρα που τα «μαγκάκια» παίζανε μπάλα στο προαύλιο. Εκεί ήταν και το δικό μου πρώτο άκουσμα σε ένα νησί του Αιγαίου!
Η επιτυχία δεν τον άλλαξε. Θα ακουστεί κοινότυπο, διπλωματικό, επιτηδευμένο, αλλά είναι η αλήθεια. Τα λεφτά δεν τον ένοιαξαν. Δεν ήταν αυτοσκοπός, πως το λένε… «Την εποχή που δούλευα DJ στο Berlin, με το που μάζευα ένα ποσό έφευγα σε ταξίδια. Τα έτρωγα όλα κάνοντας βόλτες στον κόσμο και ξεκινούσα ξανά από το μηδέν. Ώς τα μέσα του ’90, αυτό το ενδεχόμενο δε μου περνούσε καν από το μυαλό».
«Και φτωχός και με χρήματα περνούσα μια χαρά»
Δεν με πιστεύεις ακόμα, έτσι δεν είναι; Ήρθε και η τρελή πρόταση. Ή μάλλον, όχι μία: «Κατά καιρούς, είπαμε «όχι» σε τεράστια ποσά για διαφήμιση. Νομίζω, το πιο ακραίο ήταν από μια εταιρεία που ήθελε να διαφημίσουμε κάτι τηγανητές πατάτες, «τρυπάτες». Όσο εμείς λέγαμε «όχι», τόσο ανέβαινε το ποσό. Στο τέλος, μάς είπαν ένα νούμερο αδιανόητο, αρνηθήκαμε και σταμάτησαν οι διαπραγματεύσεις. Ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν σκέφτηκα να πω «ναι». Έχω ζήσει και πολύ φτωχός έχω ζήσει και με χρήματα. Και στις δύο φάσεις περνούσα μια χαρά».
«Ο έρωτας τελείωσε, όχι ο αντίκτυπος»
«Ο έρωτας με τις «Τρύπες» κάποτε τέλειωσε και ο καθένας ξέρει πόσο δύσκολο είναι να «σαλπάρεις», αφήνοντας πίσω σου το ομορφότερο λιμάνι που έχεις συναντήσει. Να το βλέπεις να χάνεται στις φλόγες. «Η φωτιά στο λιμάνι», που λέει κι ο Παύλος στα Σπαθιά. Οι «Τρύπες» ήταν η μεγάλη πραγμάτωση του εφηβικού μου ονείρου. Ο έρωτας κάποτε τελειώνει, αλλά ο αντίκτυπός του δε χάνεται. Προσωπικά είχα πάρει φόρα από το ’96. Ήδη από το «Κεφάλι Γεμάτο Χρυσάφι», έβλεπα την επερχόμενη εξέλιξή μου ως μουσικός».
Το «Σιγά μην κλάψω» και ο Παύλος Φύσσας
Οι «Τρύπες» πέρασαν στη λήθη και ο Γιάννης Αγγελάκας ξεκίνησε μια διαφορετική μουσική πορεία. Συμμετείχε σε συναυλίες μαζί με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και βγάζει τον πρώτο προσωπικό του δίσκο «Από Δω και Πάνω», δημιουργώντας το μουσικό σχήμα «Οι Επισκέπτες». Αυτόματα σηματοδοτείται η αποχώρησή του από τις ροκ και πανκ ρίζες του, μπαίνει σε νέα μουσικά μονοπάτια. Σε πιο έντεχνα και παραδοσιακά όργανα όπως η ακουστική κιθάρα, το μπουζούκι και οι τρομπέτες. Από τον δίσκο ξεχωρίζει το «Σιγά μη Κλάψω», το οποίο διασκεύασε ο Παύλος Φύσσας, σε μια hip hop εκδοχή.
«Κάνα χρόνο πριν από τη δολοφονία του, κάποιος μου έστειλε ένα email για να μου το επισημάνει, καθώς οι περισσότεροι γνωρίζουν πως συνήθως θυμώνω με τις διασκευές στα κομμάτια μου... Είμαι στριμμένος. Στην περίπτωση του Παύλου, ούτε που αντέδρασα. Μου άρεσε. Σαν να το είχα συμπαθήσει αυτό το παιδί... Στη συναυλία που έγινε προς τιμήν του, γνώρισα τη μητέρα του (Μάγδα Φύσσα), τρομερή γυναίκα. Της είπα αμέσως αυτή την ιστορία. Όλοι εμείς έχουμε ανακαλύψει στο πρόσωπο του Φύσσα έναν ήρωα, αλλά εκείνη έχει χάσει τον γιο της».
Η δισκογραφική και η πρέζα
Το 2004, ίδρυσε την δισκογραφική του εταιρεία «Alltogethernow», η οποία, όπως δηλώνει και ο ίδιος «είναι μια εταιρία που δημιουργήσαμε, μαζί με μερικούς φίλους, για να προστατέψουμε το έργο μας και το εσωτερικό μας περιβάλλον». Κόντρα στην δισκογραφική των εφημερίδων και του download. Κόντρα σε μια εποχή που πάει κατά διαόλου σε όλα τα επίπεδα. Κόντρα στο παρόν και αναπολώντας το παρελθόν. Τότε που «υπήρχε η ποιότητα ενός κόσμου που, κακά τα ψέματα, έχει χαθεί. Σήμερα όλα είναι πόζα».
Ώπα, ώπα… Δεν ήταν όλα σωστά και τότε. Πρώτος στα επισημαίνει: «Υπήρχε η πρέζα, και μάλιστα τότε ήταν πιο μυθοποιημένη, περιβεβλημένη από αίγλη. Το να κάνεις πρέζα ήταν κάτι πολύ ηρωικό. Παρόλο που πολλοί δεν το πιστεύουν, εγώ δεν ενέδωσα ποτέ στην πρέζα. Δεν την έχω δοκιμάσει. Την έζησα από κοντά, ωστόσο και γι αυτό την κράτησα μακριά μου. Έβλεπα φιλαράκια να ξεπέφτουν τόσο πολύ… Ήμουν ιδεολογικά αντίθετος, την πολέμησα. Το θεωρούσα παράλογο να ζούνε οι άνθρωποι τη ζωή τους έτσι».
«Να ανοίγω τρύπες...»
Μπορεί να σιγοτραγουδάει ακόμα την «Ταξιδιάρα ψυχή», να μην βαριέται το «Δεν χωράς πουθενά», να πετυχαίνει τον εαυτό του σε κανένα βίντεο και να χαμογελάει με την παιδική φωνή του, ωστόσο αυτό που τον «γεμίζει» στη σημερινή κοινωνία είναι ότι «μπορώ ακόμα να παίρνω φόρα και να κουτουλάω πάνω στα ντουβάρια της νεοελληνικής ανοησίας. Ακόμα κι αν δεν ανοίξω καμιά τρύπα, είναι ένας αξιοπρεπής τρόπος να τρώω τα μούτρα μου».
* Με πληροφορίες από τη Lifo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες