Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

Ύμνος στην Ευρυτανία (φωτο)


Ιχνηλατήσαμε ένα θαυμάσιο λογοτεχνικό κείμενο υπό τον τίτλο "Ευρυτανία". Είναι του Πέτρου Σ. Νίτσιου και το ανακαλύψαμε σε ένα δυσεύρετο "Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο" (1962-1963-1964), την εμβληματική ετήσια φιλολογική-ιστορική και λαογραφική έκδοση που διηύθυνε ο αείμνηστος Ευρυτάνας λόγιος Δημήτρης Σταμέλος.

Με μεγάλη χαρά σάς παρουσιάζουμε ένα εκτενές απόσπασμα από αυτό το αριστουργηματικό σπάνιο γραπτό, μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες του "Ευρυτάνα ιχνηλάτη"

Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου. Η εικονογράφηση είναι με αποκλειστικά δικές μας φωτογραφίες από το αρχείο μας.

Ιδού:

******************

Η βαθερή πλάση της Ευρυτανίας, είναι καρδιοκλέφτρα και πλανεύτρα και μαγεύτρα για τον ταξιδευτή.

Των βουνών της οι κυματόραχες θάλασσες, παίρνουν λαχταριστές μορφές κι' οι λουλουδιασμένες λαγγαδιές της που ροβολάνε από ψηλά για να προσκυνήσουν τα ολόμορφα ποτάμια, δίνουν ανέκφραστη τη χάρη της απροσμέτρητης ομορφιάς και σκορπίζουν δέος και υπερούσια ευλάβεια στους κόσμους της ψυχής.

Οι Νιάλες, οι Τσούκες, οι Καλάνες και τα Τριποταμίτικα τα σύρραχα, με τις κορφές τους να συχνομιλάν' τις νύχτες με τάρταρα, σχηματίζουν με πρωτογέννητες αδρές πινελιές την παρθένα κοιλότητα, να κορφολογιάζει στην επιφάνεια των σπλάχνων της έναν γίγαντα ποταμό, έναν ποταμό, που απ' την καταβολή του κόσμου υπήρξε ιερός και απλησίαστες και στα κατάλαβα νερά του κρύβονταν ένας αβυσσόκοσμος από ξωθιές κι' αγερικά, σμίγοντας στα μεσάνυχτα στις γιορντασένιες του όχτες με τους αθάνατους Θεούς που σεργιανάνε γυμνοί κι' αντρειωμένοι, για να χορέψουν και να πλέξουν έρωτες στα πυκνά φυλλώματα των δέντρων και κάτω από τις παγερός στέγες των απέραντων πλατανιάδων.


Αυτουνού του εστεμμένες βασιλιά των λόγων, στα φεγγαρόφωτα βράδυ ασημολαμπυρίζουν τα μαλαματένια του νερά και στο φως της μέρας ασπρογαλλιάζουν κι' αστραποβολάνε απ' την ηλιοφεγγοβολή που τον αγγίζει ως την καρδιά του νεραϊδένιου του κορμιού.

Λεβεντογέννα στάθηκε η ασπροποταμιά στην Τουρκοκρατία. Δροσόλουσε στα πεντακάθαρα νερά της τ' αγαλμάτινα κορμιά των κλεφτών κι' έσβυσε στις αθάνατες πηγές του τις ανάφτρες πούβοσκαν στα στήθος των αγραφιωτο κόριτσων, σαν πήγαιναν να πιουν νερό...

Στάθηκε ακόμα, η λάμψη η αγνή που πνίγονται μέσα της οι κόσμοι των καιρών εκείνων κι' αισθάνονταν μύριους γλυκασμούς στην ψυχή τους κι' αλλόκοτα χάδια να φειδοκουλουριάζονται στα βαλαντωμένα τους κορμιά...

Οι λάκκες που ξεδιπλώνονται ολόγυρα, ανάλαφρες και παιχνιδιάρες, φτερώματος και γραμμένες, έγιναν ησυχαστήρια προβάτων, σκυλιών και τσοπάνηδων. Γνώρισαν μέσα στα χρόνια που διάβηκαν πανηγυριώτικες χαρές και δέχτηκαν στην ξελογιάστρα αγκαλιά τους τα γύφτικ' αραξοβόλια...

Εκεί, πρωτοτάραξε τους λόγγους με τη βοή του ο γύφτικος ζουρνάς κι' εκεί χόρεψε, καταμεσίς, το χορό η γύφτισσα που λαγγεύει και μαγεύει...

Εκεί τυλίχτηκαν παράφορες αγάπες κάτω από θεώρατες χρυσαφένιες λεύκες κι' εκεί άστραψαν ανθρώπινα βλέμματα στις πανέρημες και μοσχοβολισμένες νύχτες...

Αχελώος... Το ποτάμι με το φειδίσιο κορμί και με την καμαρωμένη όψη...


Κάθεται η μάνα του Κίτσου, μάς 'μολογάει το κλέφτικο τραγούδι, στην άκρη του και βροντοφωνάζει:

"Ποτάμι μ' για λιγόστεψε... Ποτάμι μ' 'στρέψ' οπίσω..."

Κι' αυτό ούτε που ν' ακούσει τη θλιμένη μάνα που λαχτάραγε να πάει στο γυιό της. Έσερνε βουερά τα νερά του και μούγγριζε στο διάβα του κι αντιλάλαγαν τα βουνά τη θυμωμένη του ορμή.

Εκείνα τα βουνά κι' εκείνο το ποτάμι, είναι η πιο λαμπερή καρδιά της Ευρυτανίας...

"Εκεί είναι οι λόγγοι οι απάτητοι... Οι λόγγοι οι παινεμένοι..."

Εκεί βροντολαλούν χίλιες καρδιές γύρω από μια τρανή καρδιά που είναι ο αφαλός της πλάσης που καλείται: Ευρυτανία...

Εκεί κατέβαιναν τα λάφια να λουστούν και να παίξουν στις όμορφες κοιλαδούλες τις ακροποταμίσιες, με τα λαφόπουλα όλο ξεγνοιασιά κι' ανεμελιά. Εκεί έβαξαν κάποτες τα καριοφύλλια των Κατσαντωναίων και των Μπουκουβαλαίων σαν οσμίζονταν το οχτρό που λογάριαζε να πατήσει τ' Άγραφα.

Αλήθεια... Τι όμορφη πολιτεία που είναι η Ευρυτανία...

Τι όνειρο στις μελωδίες που κλωθογυρίζουν στα βουνά.  Τι καλούδια έχει στους αμάλαγους κόρφους της, που πολλοί από μας που ζούμε στις πόλεις, ούτε καν τα υποπτευόμαστε... Τι χαρά αισθάνεται ο ταξιδευτής στις θαυματουργές πηγές της Μαρδάχας! Πόσο πλημμυρίζει η ψυχή του από συγκίνηση ιερή, σαν σντικρύζει τις ολόγλυκες ποταμιές με τα παχειά νερά να ξεπηδάνε κοχλάζοντας απ' τη γη και να πνίγουν τον τόπο...

Πόσο καμαρώνει τα γέρικα κορφοβούνια με τις περήφανες ράχες και τις ατέλειωτες κορυφογραμμές...


Αχ... Μάνα γη... Πόσο είμαστε δεμένα εμείς τα παιδιά σου με την μεγάλη σου ψυχή...

Σαν σε φέρνουμε στη σκέψη μας, εδώ μακρυά στα ξένα που ζούμε  μας πυρώνει το δάκρυ της νοσταλγίας και η φλογερή ανυπομονησία για το πότε θα βρεθούμε κοντά σου... Ν' ανεβούμε στα βουνά σου, να χαθούμε μέσα στους απέραντους λόγγους σου, να δροσίσουμε το κορμί μας και την ψυχή μας μέσα στα τρεχούμενα νερά σου και να ιδούμε τα πετούμενά σου μα διασχίζουν τους περήφανους γαλάζιους ουρανούς.

Σ' αγαπάμε πιότερο κι' απ' τον εαυτό μας κι' όταν είμαστε με σένα μαζύ κι' αντικρύζουμε μια ψηλή σου κορφή, λαχταράμε ω... νάταν μπορετό να κλείσουμε την ομορφιά της στην ψυχή μας για νάχουμε την θεία εικόνα σε ώρες βαθύτατης μοναξιάς.

Μας συνεπήραν οι στοχασμοί..."



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες