"Μάνα μου καπνοφύτισσα", έργο του Αγρινιώτη ζωγράφου Αντώνη Ναστούλη |
ΒΡΑΧΩΡΙΤΙΚΟ (ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΑΠΝΟΦΥΤΙΣΣΑ)
του Αγρινιώτη ποιητή Πάνου Χατζόπουλου, αφιερωμένο στη μητέρα του
Μάνα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι
το κόκκινο, που τόκανε σταχτύ σαν καταχνιά
η μαύρη κόλλα του καπνού.Φαρμακερό βοτάνι,
όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά...
Μάνα μου, καπνοφύτισσα, του Ζαπαντιού δουλεύτρα,
στο φύτεμα, στο σκάλισμα πρώτη στην αργατιά,
σ' άρπαξεν ο πατέρας μου παιδούλα καρδιοκλέφτρα
και σε κλειδωμαντάλωσε στην πιο βαρειά σκλαβιά.
Μέσα στην καπνοθάλασσα πνίγηκε ο έρωτάς σας
κι ο γάμος σας δεν σούδωσε καμιά ξαποστασιά.
Γεύτηκες πίκρες και καΰμούς κι απ' τη σκληρή δουλειά σας
πλούτισαν έμποροι τρανοί γεμάτοι αναλγησιά.
Τη ζήση σου όλη πέρασες μέσα στα καπνοτόπια,
αγέλαστη κι ακούραστη, χωρίς καμιά χαρά.
τ' άγια σου χέρια τ' άπλωνες, γύρα σ' όλα τα τόπια,
φρουρός, προστάτης της σοδειάς.Μάνα σ' όλα μπροστά,
στο μάζεμα, στ' αρμάθιασμα, στο γύρισμα στη λιάστρα
και για βαντάκιασμα θαμπά σαν έπεφτε δροσιά.
Στο πάστρεμα, στο ζύμωμα, στο φούρνο και στη γάστρα
χρόνια και χρόνια δούλεψη χωρίς ανάσα μια.
Και τα παιδιά, που ερχόντανε τόνα κοντά από τάλλο
- κι όλο κορίτσια, ανάθεμα, που θέλανε προικιά -
κι οι θέρμες κι οι αναβροχές κι άλλο κακό μεγάλο
κι απ' το χαλάζι πιο τρανό, η μαύρη απουλησιά.
Και του πατέρα η αναμελιά και των παιδιών τα βίτσια,
οι πόλεμοι κι ο θάνατος κι η μαύρη κατοχή,
οι φυλακές, οι τράπεζες, οι φόροι, τα κορίτσια,
σε σένα πάνου σπάγανε, ατράνταχτη ψυχή...
Με το φαρμάκι στην καρδιά και με το βαχ στο στόμα,
τα ολανθισμένα νιάτα σου ρέψανε στη δουλειά.
Μεσ στο χωράφι γέρασες και πολεμάς ακόμα,
ως τη στερνή σου την πνοή, να ζήσει η φαμελιά.
Μάνα μου, αρχόντισσα χλωμή του μόχτου και του πόνου,
δαχτυλιδάκια γαλανά κι ονείρατα γλυκά,
τα δάκρυα σου γίνουνται κι ο ιδρώς όλου του χρόνου
δίχως για σένα διάφορο να μένει στα στερνά.
Μάνα μου, βραχωρίτισσα, ο μόχτος ο δικός σου
χαρίζει τέτοιαν ευωδιά περίσσεια στο φυτό,
που γίνεται στο κάπνισμα - το δάκρυ το πικρό σου -
παρηγοριά και δύναμη κι ελπίδα στο φτωχό.
Μάνα μου, καπνοφύτισσα, το κλαρωτό φουστάνι
κατάμαυρο σου τόβαψε, μουντό σαν καταχνιά,
η πικρή κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,
όλα της τα φαρμάκωσες ζήση, ψυχή, καρδιά...
του Αγρινιώτη ποιητή Πάνου Χατζόπουλου, αφιερωμένο στη μητέρα του
Μάνα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι
το κόκκινο, που τόκανε σταχτύ σαν καταχνιά
η μαύρη κόλλα του καπνού.Φαρμακερό βοτάνι,
όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά...
Μάνα μου, καπνοφύτισσα, του Ζαπαντιού δουλεύτρα,
στο φύτεμα, στο σκάλισμα πρώτη στην αργατιά,
σ' άρπαξεν ο πατέρας μου παιδούλα καρδιοκλέφτρα
και σε κλειδωμαντάλωσε στην πιο βαρειά σκλαβιά.
Μέσα στην καπνοθάλασσα πνίγηκε ο έρωτάς σας
κι ο γάμος σας δεν σούδωσε καμιά ξαποστασιά.
Γεύτηκες πίκρες και καΰμούς κι απ' τη σκληρή δουλειά σας
πλούτισαν έμποροι τρανοί γεμάτοι αναλγησιά.
Τη ζήση σου όλη πέρασες μέσα στα καπνοτόπια,
αγέλαστη κι ακούραστη, χωρίς καμιά χαρά.
τ' άγια σου χέρια τ' άπλωνες, γύρα σ' όλα τα τόπια,
φρουρός, προστάτης της σοδειάς.Μάνα σ' όλα μπροστά,
στο μάζεμα, στ' αρμάθιασμα, στο γύρισμα στη λιάστρα
και για βαντάκιασμα θαμπά σαν έπεφτε δροσιά.
Στο πάστρεμα, στο ζύμωμα, στο φούρνο και στη γάστρα
χρόνια και χρόνια δούλεψη χωρίς ανάσα μια.
Και τα παιδιά, που ερχόντανε τόνα κοντά από τάλλο
- κι όλο κορίτσια, ανάθεμα, που θέλανε προικιά -
κι οι θέρμες κι οι αναβροχές κι άλλο κακό μεγάλο
κι απ' το χαλάζι πιο τρανό, η μαύρη απουλησιά.
Και του πατέρα η αναμελιά και των παιδιών τα βίτσια,
οι πόλεμοι κι ο θάνατος κι η μαύρη κατοχή,
οι φυλακές, οι τράπεζες, οι φόροι, τα κορίτσια,
σε σένα πάνου σπάγανε, ατράνταχτη ψυχή...
Με το φαρμάκι στην καρδιά και με το βαχ στο στόμα,
τα ολανθισμένα νιάτα σου ρέψανε στη δουλειά.
Μεσ στο χωράφι γέρασες και πολεμάς ακόμα,
ως τη στερνή σου την πνοή, να ζήσει η φαμελιά.
Μάνα μου, αρχόντισσα χλωμή του μόχτου και του πόνου,
δαχτυλιδάκια γαλανά κι ονείρατα γλυκά,
τα δάκρυα σου γίνουνται κι ο ιδρώς όλου του χρόνου
δίχως για σένα διάφορο να μένει στα στερνά.
Μάνα μου, βραχωρίτισσα, ο μόχτος ο δικός σου
χαρίζει τέτοιαν ευωδιά περίσσεια στο φυτό,
που γίνεται στο κάπνισμα - το δάκρυ το πικρό σου -
παρηγοριά και δύναμη κι ελπίδα στο φτωχό.
Μάνα μου, καπνοφύτισσα, το κλαρωτό φουστάνι
κατάμαυρο σου τόβαψε, μουντό σαν καταχνιά,
η πικρή κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,
όλα της τα φαρμάκωσες ζήση, ψυχή, καρδιά...
Διαβάστε επίσης: Χρόνια Πολλά σ' όλες τις Μανούλες του κόσμου μ' ένα τριαντάφυλλο και μια αγκαλιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες