Οι πόλεμοι, ακόμη και οι παγκόσμιοι, δεν έρχονται ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη. Κατά κανόνα, έχει προηγηθεί μια φάση συστηματικής ιδεολογικής και ψυχολογικής προπαρασκευής των λαών που θα τους υποστούν· όχι μόνο μέσω της δαιμονοποίησης του μελλοντικού αντιπάλου, αλλά και με τον εθισμό των μαζών για το αναπόφευκτο της επερχόμενης σύγκρουσης, ακόμη και με τον προληπτικό εθισμό τους στην ιδέα των καταστροφικών για τις ίδιες συνεπειών της. του Τάσου Κωστόπουλου
Διαβάζοντας τα μελλοντολογικά ρεπορτάζ των ελληνικών εφημερίδων της δεκαετίας του 1930 για τα χαρακτηριστικά του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου που διαφαινόταν στον ορίζοντα, κείμενα αντλημένα από ομοειδή δημοσιεύματα του ξένου Τύπου εκείνων των ημερών, διαπιστώνουμε πως αυτά σημαδεύονταν από μια έκδηλα αντιφατική πρόσληψη των αλμάτων που είχαν σημειωθεί το προηγούμενο διάστημα στον τομέα της πολεμικής τεχνολογίας.
Από τη μια, αντικρίζουμε ένα προφητικό δέος μπροστά στη μαζική κλίμακα της επερχόμενης ανθρωποσφαγής και τη διαφαινόμενη κατάργηση της παραδοσιακής διάκρισης πολεμικού «μετώπου» και παραγωγικών «μετόπισθεν»· από την άλλη, μιαν απεγνωσμένη πίστη στις «προστατευτικές» δυνατότητες της τεχνολογίας, ακόμη και στη δυνατότητα αυτής της τελευταίας να επιβάλει την ύστατη ορθολογική αυτοσυγκράτηση στις ηγεσίες των Μεγάλων Δυνάμεων: ποιος θα ήταν τόσο ασυνείδητος, ώστε να θέσει σε κίνηση την προγραμματισμένη εξολόθρευση πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας;
Με την ύστερη γνώση της απάντησης που η Ιστορία έδωσε σ’ αυτό το τελευταίο ερώτημα, αξίζει να δούμε τι ακριβώς πληροφορούνταν οι άμεσοι πρόγονοί μας για όσα τους περίμεναν τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Τρόμος και φρούδες ελπίδες
Ενα από τα πρώτα δείγματα τέτοιων ρεπορτάζ που εντοπίσαμε, δημοσιεύθηκε στις 12 Ιουλίου 1934, στη δημοφιλέστατη καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερος Ανθρωπος». Ο Χίτλερ βρίσκεται ήδη στην εξουσία ενάμιση χρόνο, απέχουμε όμως ακόμη οκτώ μήνες από την πανηγυρική διακήρυξη του επανεξοπλισμού της Γερμανίας.
Για τον ανώνυμο συντάκτη δεν απομένει, πάντως, η παραμικρή αμφιβολία: «Το ότι ο κόσμος βαδίζει προς ένα νέον πόλεμον, είνε μία διαπίστωσις την οποίαν ουδείς σκέπτεται να αμφισβητήση. Εκείνο όμως το οποίον παραμένει εισέτι ανεξακρίβωτον είνε το πότε θα εκραγή αυτός ο πόλεμος που θα σαρώση κάτω από τα ερείπια τον σημερινόν πολιτισμόν, και δια τον οποίον όλοι ετοιμάζονται με αγωνίαν. […]
Εις όλας τας χώρας ήρχισε να διεξάγεται μία εντονωτάτη προπαγάνδα σκοπούσα να εξοικειώση τους αμάχους πληθυσμούς με τον τρόπον με τον οποίον θα αντιμετωπισθή μία σύρραξις γινομένη συμφώνως προς τα νεώτερα αποκτήματα της επιστήμης και της τεχνικής. Διότι σήμερον δημιουργείται ένα ζήτημα όχι μόνον επιθετικού και αμυντικού πολέμου, αλλά κάποιο γενικώτερον, της ολοσχερούς καταστροφής των αμάχων πληθυσμών».
«Μία απλή απαγόρευσις της χρησιμοποιήσεως βομβαρδιστικών αεροπλάνων είναι τόσον ανωφελής όσον και επιζήμιος» | «Μακεδονία» 13.5.1934
Τελικά, όπως όλοι γνωρίζουμε, η επίγνωση των συνεπειών μιας τέτοιας διασποράς απέτρεψε όλους τους εμπολέμους από ένα παρόμοιο διάβημα. Ακόμη κι από το Γ΄ Ράιχ, χημικά αέρια χρησιμοποιήθηκαν έτσι σε μαζική κλίμακα μονάχα στο πλαίσιο της Τελικής Λύσης, για τη βιομηχανική εξόντωση των απροστάτευτων «υπανθρώπων» που κλείστηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου.
Εμπρηστικές βόμβες ρίχτηκαν απεναντίας σε μαζική κλίμακα, με αποτέλεσμα διαδοχικά ολοκαυτώματα πολυάνθρωπων βιομηχανικών και συγκοινωνιακών κέντρων.
Κεντρική ιδέα του άρθρου αποτελούσαν, φυσικά, οι επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών στη μορφή του επερχόμενου Β΄ Παγκοσμίου και η μοίρα που αυτές επιφύλασσαν στον άμαχο πληθυσμό: «Είνε γνωστόν ότι κατά τον προσεχή πόλεμον θα χρησιμοποιηθούν όλα τα ήδη χρησιμοποιούμενα όπλα, απείρως όμως ενισχυμένα και βελτιωμένα. […] Ο ρόλος του αεροπλάνου, του φοβερώτερου σημερινού όπλου, δεν θα περιωρίζεται εις κατοπτεύσεις και αερομαχίας, όπως συνέβη κατά τον τελευταίον παγκόσμιον πόλεμον.
Απ’ εναντίας ο κυριώτερος προορισμός του θα είνε άλλος: Πυκνά σμήνη βομβαρδιστικών αεροπλάνων θα κατευθύνωνται προς τα βιομηχανικά κέντρα του εχθρού, τα οποία και θα σαρώνουν υπό πραγματικήν βροχήν οβίδων. Θεωρείται δε βέβαιον ότι, παρ’ όλας τας διεθνείς συμφωνίας, τα αεροπλάνα δεν θα φεισθούν των πόλεων όπου θα έχη καταφύγει ο άμαχος πληθυσμός. Αλλά αι καταστροφαί τας οποίας θα προξενούν τα αεροπλάνα δεν θα οφείλωνται μόνον εις τας εκρηκτικάς βόμβας, από τας οποίας μπορεί επί τέλους κανείς να προφυλαχθή διαμένων εντός βαθυτάτων υπογείων.
Αι βόμβαι αι οποίαι θα χρησιμοποιηθούν εις το μέλλον θα είνε πολύ τρομερώτεραι από τας σημερινάς: Ούτω υπάρχουν ήδη βόμβαι προκαλούσαι πυρκαϊάς, αι βόμβαι αι οποίαι περικλείουν τα διάφορα ασφυξιογόνα αέρια -δακρυγόνα, καθαρώς ασφυξιογόνα, διαβρωτικά, καυστικά, δηλητηριώδη κ.λπ. κ.λπ.- και τέλος αι τρομερώτεραι όλων, αι βόμβαι που φαινομενικώς μεν δεν θα δημιουργούν καμμίαν ζημίαν, αλλά θα εξαπολύουν εναντίον της Ανθρωπότητος τον τρομερώτερον εχθρόν: Τας διαφόρους λοιμώδεις επιδημίας».
Ιδιαίτερη έμφαση έδινε, επίσης, το ίδιο ρεπορτάζ στην πρόσφατη ανακοίνωση «του γνωστού χημικού και φυσικομαθηματικού Τέσλα», πως ανακάλυψε την «ακτίνα του θανάτου»: «μίαν ακτίνα όπως όλαι, αόρατον όμως και αφάνταστα καταστρεπτικήν, […] διά της οποίας θα καταρρίπτωνται τα εχθρικά αεροπλάνα και θα σαρώνωνται ολόκληροι στρατοί». Τελικά, από την παραπάνω ανακοίνωση μέχρι την πολεμική χρήση των ακτίνων λέιζερ και των λεγόμενων «μη θανατηφόρων όπλων» θα περνούσαν πολλές δεκαετίες.
Παρά τη στρατηγική απαισιοδοξία του, το άρθρο του «Ελεύθερου Ανθρώπου» έκλεινε ωστόσο με την έκφραση μιας απεγνωσμένης αισιοδοξίας: «Ολαι αι εφευρέσεις μέχρι της στιγμής απέβλεπαν εις την επίτασιν της φρίκης του πολέμου. Η ακτίς του θανάτου υπερβαίνει όλας εις αποτελεσματικότητα, εις την ικανότητα της ομαδικής εξοντώσεως. Διατί, κατά συνέπειαν, να μη πιστεύσωμεν ότι, προ του κινδύνου της εξοντώσεως του μεγαλειτέρου μέρους της Ανθρωπότητος, δεν θα εξαναγκασθούν οι σημερινοί ισχυροί της γης να δεχθούν τον αφοπλισμόν; Δεν θα συγκατανεύσουν εις την σύναψιν μιας συμφωνίας που θα εξασφαλίση επιτέλους την γαλήνην της Ανθρωπότητος;».
Αγορές μεγάλου διαμετρήματος
Ενάμιση χρόνο μετά, ήρθε η σειρά της «Ακροπόλεως» να παρουσιάζει σε συνέχειες, με γενικό τίτλο «Αι φρικταί καταστροφαί του μέλλοντος πολέμου» (9-15/2/1936), «τα φοβερά μέσα τα οποία θα χρησιμοποιηθούν εις μίαν νέαν παγκόσμιον σύγκρουσιν».
Η «φοβερά απειλή» αυτής της τελευταίας, διαβάζουμε, «προχωρεί ολοέν και με μεγαλύτερα βήματα», ως αποτέλεσμα της σωρευτικής συνδρομής διαφόρων παραγόντων: της δομικής αδικίας των συνθηκών που επέβαλαν οι νικητές στους ηττημένους του προηγούμενου πολέμου («η Γερμανία ηναγκάσθη να πληρώση ως πολεμικήν αποζημίωσιν από το 1919 ώς το 1931, οπότε διέκοψε την καταβολήν των επανορθώσεων, μάρκα χρυσά 21 δισεκατομμύρια!»)· της οικονομικής κρίσης, «που μετατρέπει εις σκοτεινήν αλλοφροσύνην την βαθειά δυσαρέσκεια των ηττημένων λαών και την επεκτείνει μάλιστα τώρα και εις τα εκατομμύρια των λαών “που ενίκησαν”»· της επικράτησης «δυναμικών φιλόδοξων» δικτατόρων στην Ιταλία και τη Γερμανία, που διέθεταν απείρως μεγαλύτερες εξουσίες απ’ ό,τι οι προκάτοχοί τους το 1914, αλλά και εγγενών τάσεων του ίδιου του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Τόσο στο επίπεδο των οικονομικών δομών («νέαι περιοχαί διά το εμπόριον», ξεκαθαρίζει ο νικητής του προηγούμενου πολέμου, στρατάρχης Φος, «εκκαθαρίζονται διά βολών πυροβόλου») όσο και στο πολιτικοστρατιωτικό: «Οσοι πιστεύουν ότι ο κίνδυνος του πολέμου παρήλθε, ζουν εις παράδεισον αφρόνων», προειδοποιεί εύστοχα ο Αλμπερτ Αϊνστάιν. «Εχομεν σήμερα να αντιμετωπίσωμεν ένα μιλιταρισμόν πολύ κραταιότερον και καταστρεπτικώτερον από τον μιλιταρισμόν που επέφερε την συμφοράν του [Α΄] Παγκοσμίου Πολέμου» (9/2).
Η ανάγκη του εντυπωσιασμού υπαγορεύει μια γενίκευση που αποδείχθηκε, τελικά, μάλλον υπερβολικά αισιόδοξη: σύμφωνα με την εισαγωγική παρουσίαση της σειράς (7/2), «όλοι οι ειδικοί προβλέπουν ότι ο προσεχής Παγκόσμιος Πόλεμος θα είνε περισσότερον μία φανταστική, εωσφορική, ασύλληπτος σύγκρουσις φοβερών μηχανών με άλλας επίσης τρομεράς μηχανάς, παρά πολεμιστών με πολεμιστάς».
Οι αναγνώστες των επόμενων φύλλων πληροφορήθηκαν έτσι την ύπαρξη διαφόρων καινοτομιών της πολεμικής (ή δυνητικά πολεμικής) τεχνολογίας, από το ραντάρ, το σόναρ, κάμερες νυκτός («νοκτοβιζόρ») και την τηλεόραση ή τα σχεδιαζόμενα «αεροπλάνα βολίδες» (αεριωθούμενα) κι «αερόπλοια-βλήματα» (πυραύλους), μέχρι τις «ακτίνες του θανάτου, που θα ημπορούν να φονεύουν εξ αποστάσεως».
Τη μερίδα του λέοντος αποσπά βέβαια κι εδώ η προοπτική μαζικών αεροπορικών βομβαρδισμών και κυρίως το ενδεχόμενο γενικευμένης χρήσης χημικών όπλων, πρακτική που είχε ήδη σημαδέψει τη διεξαγωγή του προηγούμενου μεγάλου πολέμου.
Απ’ την πλευρά του, ο «Ριζοσπάστης» προειδοποιούσε από καιρό για τις εγχώριες επιδόσεις στον ίδιο τομέα: «Πρωτοφανής οργασμός στην παραγωγή ασφυξιογόνων αερίων στο Εργοστάσιο Λιπασμάτων του Πειραιά. Αξιωματικοί του επιτελείου παρακολουθούν τις νυχτερινές δοκιμές. Γάτες και σκυλιά που χρησιμοποιήθηκαν σ’ αυτές, ψόφησαν αμέσως» (18/6/1933).
Τα ρεπορτάζ των επόμενων χρόνων από τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας -πρόβα τζενεράλε κατά κάποιον τρόπο της παγκόσμιας σύρραξης που ακολούθησε- ισοδυναμούν με πέρασμα από την αφηρημένη θεωρητική σύλληψη στην έμπρακτη παρατήρηση.
Χαρακτηριστικό δείγμα, η αφήγηση ενός Ελληνα μισθοφόρου της Ισπανικής Λεγεώνας των Ξένων, που πολεμούσε στο πλευρό του Φράνκο, προς τον απεσταλμένο της «Ακροπόλεως» (7/2/1938): «Φαντάζομαι τι θα παθαίνουν οι φουκαράδες οι κυβερνητικοί από τα εθνικιστικά [αεροπλάνα], που είναι τα τελευταία μοντέλα της ιταλικής και της γερμανικής αεροπορίας. […] Σκέπτουμαι όμως ότι αυτοί εκεί πάνω οι γίγαντες του βαρέος βομβαρδισμού που σηκώνουν τέσσαρες κι έξη τορπίλλες των 250 κιλών η καθεμιά, θα πρέπει να είνε ανάλγητοι για να σμπαραλιάζουν αδιακρίτως πολεμιστάς και αμάχους.
Μου έτυχε πολλές φορές να μπω σε χωριά που καταλάβαμε ύστερα από βομβαρδισμό της αεροπορίας μας και να ιδώ με τα ίδια μου τα μάτια τα έργα των. Σπίτια αγρίως γκρεμισμένα, άνθρωποι και ζώα ξεκοιλιασμένα, ανακατωμένα σ’ άμορφους συρφετούς που σε κάνουν να νοιώθης σπαραγμό στην ψυχή κι ανατριχίλα στο σώμα. Αν τάβλεπαν τα κατορθώματά των… Ο λοχαγός μας μια μέρα βλαστημούσε γιατί δεν εύρισκε στο χωριό σπίτι για διανυκτέρευσι».
«Αντιαεροπορικές πόλεις»
Οι προειδοποιήσεις αυτές δεν ήταν, όμως, παρά η μια μόνο πλευρά του νομίσματος. Την άλλη πλευρά αποτελούσε η καθησυχαστική διαβεβαίωση ότι, μαζί με τις καταστροφικές δυνατότητές της, η νέα τεχνολογία εγγυόταν ταυτόχρονα αυξημένες δυνατότητες επιβίωσης των ανθρώπων σε περίπτωση πολέμου.
«Οταν θα εκραγή ο πόλεμος, εναντίον των πτερωτών δρακόντων θα αντιταχθούν αι αντιαεροπορικαί πόλεις», διατείνεται λ.χ. ο αθηναϊκός «Ημερήσιος Κήρυξ» (5/4/1934), με πηγή αντίστοιχα δημοσιεύματα της γειτονικής, φασιστικής Ιταλίας κι εξίσου καθησυχαστικούς υποτίτλους: «Η ριζική αλλαγή της όψεως των σημερινών πόλεων. Πώς τα βλήματα των αεροπλάνων δεν θα ημπορούν να θίξουν ούτε τρίχα της κεφαλής των κατοίκων της πόλεως που θα δεχθή την επιδρομήν των. Σπίτια με σφαιρικάς στέγας, κατασκευασμένας από μπετόν-αρμέ και χάλυβα, περιλαμβάνοντα 3.000 ψυχάς. Πελώρια ασανσέρ και τεράστιοι ανεμιστήρες».
«Είναι τώρα πλέον γνωστόν», διαβάζουμε, «ότι ένας μελλοντικός πόλεμος θα συνίσταται ουσιαστικώς εις μίαν καταστροφικήν βροχήν βλημάτων και βομβών πλήρων ασφυξιογόνων αερίων. Η καταστροφική αυτή βροχή θα πίπτει εξ ουρανού χάρις εις τα τελευταία πολεμικά μέσα, τα αεροπλάνα, και θα προσβάλλη όχι πλέον τας αμυντικάς γραμμάς των μετώπων αλλά την καρδιάν της αμύνης, δηλαδή τας εσωτερικάς πόλεις των εμπολέμων κρατών […] Δι’ αυτόν λοιπόν ακριβώς τον λόγον πρέπει να υπάρχη εις κάθε πόλιν μία άμυνα κατά των εναερίων αυτών κουρσάρων. Η άμυνα όμως αυτή, διά να είνε τελεία από πάσης απόψεως, απαιτεί μίαν ριζικήν αλλαγήν της όψεως των σημερινών πόλεων προς μίαν όψιν νέαν, ήτις θα επιτρέπει την εξουδετέρωσιν κάθε εναερίου εχθρικής επιδρομής.
Ενας λοιπόν Ιταλός μηχανικός ονόματι Μαριάνι λέγει ότι η καλλιτέρα προστασία έγκειται εις το μπετόν-αρμέ και τον χάλυβα και με αυτά τα υλικά πρέπει να κατασκευασθούν οικίαι, αεροδρόμια, υδρόσκαλαι, στρατώνες, των οποίων αι στέγαι να είνε σφαιρικαί, διά να καθιστούν σχεδόν αδύνατην την έκρηξιν ενός δηλητηριώδους ή και φονικού βλήματος. Αλλά και εν περιπτώσει το βλήμα ήθελεν εκραγή, δεν θα τρυπήση ποτέ την χαλύβδινον στέγην. […]
Πώς θα ζουν οι κάτοικοι μιας τοιαύτης μελλοντικής πόλεως εις τα καταφύγιά των, από τα οποία δεν θα τολμούν να εξέλθουν, ευρισκόμενοι υπό τον φόβον μίας εναερίου επιθέσεως; Αυτό δυνάμεθα να το μάθωμεν από την περιγραφήν των κτιρίων αυτών που μας δίδει ο μηχανικός Μαριάνι. Το κτίριον του καταφυγίου θα αποτελήται από 10-12 πατώματα και έκαστον εξ αυτών θα έχη ύψος 2.50 μέτρων περίπου και θα περιέχη όλας τας μηχανάς εκείνας, αι οποίαι θα επιτρέπουν μίαν άνετον ζωήν. […] Τα ειδικά αυτά “αντιαεροπορικά” κτίρια θα στεγάζουν εις κάθε των πάτωμα 3.000-3.600 άτομα, τα οποία διά μέσου καταλλήλων εξόδων θα δύνανται κάλλιστα να επανέρχωνται εις την εργασίαν των, όταν δοθή το σήμα ότι ο κίνδυνος παρήλθεν. […]
Ούτω λοιπόν η μελλοντική αντιαεροπορική πόλις θα παρουσιάζη ένα βασίλειον θόλων, υπεράνω των οποίων, ενώ οι κάτοικοι θα είνε κλεισμένοι ως εις μεσαιωνικόν πύργον, τα πτερωτά θηρία του εχθρού θα μουγγρίζουν αφίνοντας βόμβας κατά δεκάδας ή και εκατοντάδας, με την ελπίδα ότι θα κατορθώσουν να καταστρέψουν το παν. Αλλά εντός των καταφυγίων οι κάτοικοι θα μένουν ήσυχοι, ενώ από τους επιγείους σωλήνας θα εξέρχωνται τα αεροπλάνα, τα οποία θα εκδιώξουν εκείνα του εχθρού, εκεί ψηλά εις τον ουρανόν, όπου ο αγών θα απαιτή ένα πρωτόγονον ανθρώπινον θάρρος».
Ιπποτικός αγώνας γενναίων πιλότων στα όρια της στρατόσφαιρας και ασφαλείς άμαχοι κάτω στη γη: εκ των υστέρων, γνωρίζουμε καλά πόσο αυτό το ευφάνταστο σενάριο ανταποκρινόταν στην κόλαση που έζησαν τα επόμενα χρόνια εκατομμύρια πολίτες της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας, κάτω από το ανελέητο σφυροκόπημα των αντίπαλων αεροποριών, με αποκορύφωμα τα ολοκαυτώματα του Τόκιο, του Αμβούργου και της Δρέσδης.
Βομβαρδιστικά για όλους
Εξίσου αξιόπιστα αποδεικνύονται και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα παρεμφερή δημοσιεύματα της εποχής. Είτε αφορούσαν τις αντιασφυξιογόνες στολές για (πολεμικούς) σκύλους που επινόησε «τελευταίως ένα γερμανικόν εργοστάσιον» («Ο Τύπος», 6/4/1935) είτε το «διαφωτιστικόν άρθρον του ειδικού κ. Εκτορος Μπαϊβάτερ» (Hector Bywater), σύμφωνα με το οποίο «το θωρηκτόν παραμένει πάντα ισχυρόν έναντι του πολεμικού αεροπλάνου» («Νέα Αλήθεια», 1/7/1938).
Σ’ ένα διαφορετικό μήκος κύματος, κάποιος σερ Κ.Β. Γκουίν ανέλαβε να συνετίσει από τις στήλες (και) της σαλονικιάς «Μακεδονίας» (13/5/1934) όσους υποστήριζαν την απαγόρευση των βομβαρδιστικών αεροπλάνων, στο πλαίσιο της διεθνούς προσπάθειας περιορισμού των εξοπλισμών.
«Ο καθένας αντιλαμβάνεται και συμφωνεί ότι μία απλή απαγόρευσις της χρησιμοποιήσεως βομβαρδιστικών αεροπλάνων είναι τόσον ανωφελής όσον και επιζήμιος», διαβάζουμε. «Κατήντησε κοινοτυπία να λέγεται ότι η αεροπορία θα κτυπήση εξίσου αμάχους πληθυσμούς, όπως και στρατεύματα. Επίσης, είνε κοινώς παραδεκτόν ότι δεν είναι δυνατόν να εμποδισθή απολύτως μία επίθεσις βομβαρδιστικών αεροπλάνων και το μόνον το οποίον δύναται να συμβή είναι να προφυλαχθούν οπωσδήποτε ελάχιστα, τα κυριώτερα πάντως σημεία. Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος αμύνης κατά των βομβαρδιστικών αεροπλάνων είναι η αντεπίθεσις με τα ίδια μέσα. […] Ο πόλεμος με βομβαρδιστικά αεροπλάνα θα είνε εξίσου καταστρεπτικός διά τους δυο αντιμαχομένους. Κανείς δεν τον επιθυμεί, διότι όλοι τον φοβούνται. Επομένως, εάν ο είς είνε βέβαιος ότι μόλις ήθελε χρησιμοποιήση βομβαρδιστικήν δύναμιν το ίδιον θα έκαμνεν και ο αντίπαλός του, τότε ασφαλώς δεν θα ετόλμα. Ο μόνος λοιπόν τρόπος αποφυγής χρησιμοποιήσεως δεν είναι η κατάργησίς των αλλά η υφ’ όλων των κρατών απόκτησίς των».
Λογική τετράγωνη· και, αναμφίβολα, άκρως προσοδοφόρα για τις ενδιαφερόμενες εταιρείες. Αν διαψεύστηκε στην πορεία από τα πράγματα, ποιος θα το θυμούνταν ύστερα από τόσες εκατόμβες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες