«Αυτό που περιγράφει η μάνα για το θάνατο της Τζωρτζίνας είναι θάνατος από έλλειψη οξυγόνου», τονίζει στο «ΘΕΜΑ» ο πρόεδρος της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας. Η πρώτη, σχεδόν ενστικτώδης, ερώτηση στην οποία καλείται να απαντήσει ο κ. Γρηγόρης Λέων είναι εάν ο ίδιος έχει καταλήξει οριστικά σε κάποια συγκεκριμένη εξήγηση για το πώς πέθαναν τα τρία κορίτσια στην Πάτρα.
Και η απάντησή του, ως πεπειραμένου ιατροδικαστή και προέδρου της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας, είναι ότι «για μένα υπάρχει το επικρατέστερο σενάριο, αλλά πάντα, ως άνθρωπος, ελπίζεις να κάνεις λάθος.
Διότι πολλές φορές δεν είναι το καλό σενάριο αυτό που σου φαίνεται ως επικρατέστερο από επιστημονικής άποψης και βάσει των διαθέσιμων στοιχείων.
Το καλό σενάριο στη συγκεκριμένη υπόθεση θα είναι να μη συμβαίνει τίποτα, να έχει συντελεστεί κάτι γενετικά σπάνιο ή κάτι παθολογικό και να βρισκόμαστε ενώπιον μιας ιδιάζουσας περίπτωσης η οποία θα πρέπει να μελετηθεί στο μέλλον από την επιστημονική κοινότητα, διότι μάλλον πρόκειται για κάτι που δεν είχαμε γνωρίσει ποτέ πριν.
Εδώ μιλάμε για θανάτους οι οποίοι, σύμφωνα με τις αντίστοιχες ιατροδικαστικές εκθέσεις, δεν επέρχονται για τον ίδιο λόγο (ο πρώτος από το ήπαρ, ο δεύτερος από την καρδιά), άρα δεν συνδέονται γενετικά. Ο θεράπων ιατρός είπε ότι δεν υπάρχει γενετική προδιάθεση.
Θα μπορούσα εγώ, ως ιατροδικαστής, να δεχτώ ότι σε αυτή την οικογένεια συνέβησαν τρεις θάνατοι, διαφορετικής αιτιολογίας ο καθένας, σε παιδιά αυτής της ηλικίας και μέσα σε διάστημα 2,5-3 ετών; Δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο, δεν έχει ακουστεί ποτέ. Γι’ αυτό λέω πως πρέπει να μελετηθεί».
Ο κ. Λέων, σχεδόν από την αρχή της δημόσιας παρέμβασής του για την υπόθεση της Πάτρας, πρότεινε το ενδεχόμενο του ασφυκτικού θανάτου.
Δηλαδή της εσκεμμένης εγκληματικής ενέργειας, βάσει του εξής σκεπτικού: «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως έχουμε κάποια ευρήματα στο πρώτο και το δεύτερο παιδί. Κοινά ευρήματα.
Αυτά μας παραπέμπουν κάπου: στην έλλειψη οξυγόνου. Αν στο τρίτο παιδί έχουμε τα ίδια ευρήματα και εν τω μεταξύ έχουμε αποκλείσει όλους τους παθολογικούς λόγους, έχουμε αποκλείσει επίσης τοξικολογικά αίτια, τότε προφανώς και υπάρχει απάντηση. Ακόμη κι αν φτάσουμε σε αυτή με τη μέθοδο του αποκλεισμού των υπόλοιπων πιθανοτήτων».
Αυτή είναι η άποψη του κ. Λέοντος και σε αυτήν εμμένει αναφέροντας επιπλέον ότι «ειλικρινά εύχομαι στο τέλος αυτής της ιστορίας να αποδειχθεί ότι οι τρεις θάνατοι οφείλονται σε παθολογικό αίτιο.
Όμως, τόσο εγώ όσο και άλλοι συνάδελφοι που σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο εγκληματικής ενέργειας θα έχουμε τη συνείδησή μας καθαρή ότι εξαντλήσαμε κάθε περιθώριο για να αποκαλυφθεί η πλήρης αλήθεια. Διότι στην Ιατρική πρώτα προσπαθούμε να αποκλείσουμε το χειρότερο ενδεχόμενο και ακολούθως εξετάζουμε τα λιγότερο σοβαρά σενάρια. Ετσι και στην περίπτωση της Πάτρας.
Προσπαθώ να αποκλείσω το ενδεχόμενο της εσκεμμένης πρόκλησης ασφυξίας, ακριβώς επειδή δεν μπορώ να αγνοήσω αυτή την πιθανότητα. Είναι σαν να βλέπω, π.χ., έναν όγκο σε μια μαγνητική τομογραφία. Δεν μπορώ να πω στον ασθενή μου “πήγαινε στο σπίτι σου και το ξαναβλέπουμε μετά από έναν χρόνο”, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε ότι μέχρι να περάσει αυτός ο χρόνος ο ασθενής θα έχει πεθάνει. Διότι τελικά, ο όγκος του ήταν κακοήθης».
Παρ’ όλα αυτά, τονίζει ότι «δεν είμαστε εμείς οι ιατροδικαστές που βρίσκουμε τους δράστες. Ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι διεπράχθη εγκληματική ενέργεια, σε καμία περίπτωση ο ιατροδικαστής δεν μπορεί να υποδείξει ότι ο δράστης είναι ο Α ή ο Β. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Η αποκάλυψη των δραστών είναι έργο της Αστυνομίας».
Η στοχοποίηση
Στο αίνιγμα και το ιατροδικαστικό θρίλερ των τριών νεκρών κοριτσιών από την Πάτρα, εκτός από τους γονείς και άτομα του συγγενικού και φιλικού περιβάλλοντός τους, εμπλέκονται γιατροί, δικηγόροι, οι εισαγγελικές και διωκτικές αρχές, δημοσιογράφοι, εμπειρογνώμονες και μη από διάφορα πεδία.
Καθώς συμπληρώνεται τρίμηνο από τον θάνατο του τελευταίου παιδιού, η κοινή γνώμη φαίνεται πως έχει εκδώσει ετυμηγορία - εξ ου και η μητέρα των κοριτσιών, Ρούλα Πισπιρίγκου, γίνεται καθημερινά στόχος φραστικών επιθέσεων από κοινούς ανθρώπους, οι οποίοι την αποκαλούν απερίφραστα «φόνισσα» - ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται ο συνήγορος της ίδιας και του συζύγου της Μάνου Δασκαλάκη.
Επ’ αυτού ο κ. Λέων εξηγεί: «Είδαμε μια οικογένεια που μοιράστηκε τον πόνο της με τον κόσμο. Και μοιράστηκε επίσης ευρήματα, εκθέσεις, περιγραφές των γεγονότων.
Συνήθως η οικογένεια κλείνεται στον εαυτό της, ζητά τη βοήθεια του ιδιώτη ιατροδικαστή προκειμένου να μάθει την αλήθεια γύρω από αυτό που της συνέβη.
Εάν καταλήξει κάπου η ιατροδικαστική έρευνα, η οικογένεια μπορεί να δημοσιοποιήσει κάτι. Ομως στην υπόθεση της Πάτρας, ουσιαστικά από τη στιγμή που κατέληξε το τρίτο παιδί, είδαμε μια δημοσιοποίηση δεδομένων άνευ προηγουμένου. Εγώ τουλάχιστον δεν θυμάμαι άλλο περιστατικό με την ίδια την οικογένεια να δίνει στοιχεία, να συμμετέχει ενεργά στη δημοσιότητα και να την τροφοδοτεί συνεχώς. Θα έλεγα, δε, και το εξής: αυτή η ιδιαιτερότητα -της εκτεταμένης δημοσιότητας- ίσως διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της υπόθεσης».
Το ασυνήθιστο χαρακτηριστικό της ιστορίας, η οποία απασχολεί με κλιμακούμενο ενδιαφέρον την κοινή γνώμη στην Ελλάδα από το τέλος Ιανουαρίου, είναι κρίσιμης σημασίας κατά τον ιατροδικαστή.
Διότι, όπως εξηγεί, «η εκτίμησή μου ότι θα αποδειχθεί καθοριστική η ανοιχτή κοινοποίηση, με τόση λεπτομέρεια, στοιχείων από τον ιατρικό φάκελο, τις ιατροδικαστικές εκθέσεις, και δη με πρωτοβουλία της ίδιας της οικογένειας, βασίζεται στο εξής: εμείς, ως ιατροί, πάντοτε ξεκινάμε από τη σύνταξη του ιατρικού ιστορικού.
Όσο κι αν προσπαθήσουμε εμείς, ως ιατροδικαστές, πολύ σπάνια συναντάμε άνθρωπο που βρίσκεται δίπλα σε κάποιον άλλον τη στιγμή του θανάτου του και επιπλέον είναι σε θέση να περιγράψει τι ακριβώς έχει συμβεί. Εδώ έχουμε μια γυναίκα, μια μητέρα, η οποία μέσα στην αγωνία της περιγράφει με πάσα λεπτομέρεια το τι έγινε. Μας δίνει μια εικόνα ακόμη και για τις τελευταίες στιγμές των παιδιών. Οι δηλώσεις και οι συνεντεύξεις της μητέρας είναι πολύ σημαντικές, αφού μας περιγράφει ουσιαστικά έναν θάνατο από έλλειψη οξυγόνου».
Επ’ αυτού ο κ. Λέων εξηγεί: «Είδαμε μια οικογένεια που μοιράστηκε τον πόνο της με τον κόσμο. Και μοιράστηκε επίσης ευρήματα, εκθέσεις, περιγραφές των γεγονότων.
Συνήθως η οικογένεια κλείνεται στον εαυτό της, ζητά τη βοήθεια του ιδιώτη ιατροδικαστή προκειμένου να μάθει την αλήθεια γύρω από αυτό που της συνέβη.
Εάν καταλήξει κάπου η ιατροδικαστική έρευνα, η οικογένεια μπορεί να δημοσιοποιήσει κάτι. Ομως στην υπόθεση της Πάτρας, ουσιαστικά από τη στιγμή που κατέληξε το τρίτο παιδί, είδαμε μια δημοσιοποίηση δεδομένων άνευ προηγουμένου. Εγώ τουλάχιστον δεν θυμάμαι άλλο περιστατικό με την ίδια την οικογένεια να δίνει στοιχεία, να συμμετέχει ενεργά στη δημοσιότητα και να την τροφοδοτεί συνεχώς. Θα έλεγα, δε, και το εξής: αυτή η ιδιαιτερότητα -της εκτεταμένης δημοσιότητας- ίσως διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της υπόθεσης».
Το ασυνήθιστο χαρακτηριστικό της ιστορίας, η οποία απασχολεί με κλιμακούμενο ενδιαφέρον την κοινή γνώμη στην Ελλάδα από το τέλος Ιανουαρίου, είναι κρίσιμης σημασίας κατά τον ιατροδικαστή.
Διότι, όπως εξηγεί, «η εκτίμησή μου ότι θα αποδειχθεί καθοριστική η ανοιχτή κοινοποίηση, με τόση λεπτομέρεια, στοιχείων από τον ιατρικό φάκελο, τις ιατροδικαστικές εκθέσεις, και δη με πρωτοβουλία της ίδιας της οικογένειας, βασίζεται στο εξής: εμείς, ως ιατροί, πάντοτε ξεκινάμε από τη σύνταξη του ιατρικού ιστορικού.
Όσο κι αν προσπαθήσουμε εμείς, ως ιατροδικαστές, πολύ σπάνια συναντάμε άνθρωπο που βρίσκεται δίπλα σε κάποιον άλλον τη στιγμή του θανάτου του και επιπλέον είναι σε θέση να περιγράψει τι ακριβώς έχει συμβεί. Εδώ έχουμε μια γυναίκα, μια μητέρα, η οποία μέσα στην αγωνία της περιγράφει με πάσα λεπτομέρεια το τι έγινε. Μας δίνει μια εικόνα ακόμη και για τις τελευταίες στιγμές των παιδιών. Οι δηλώσεις και οι συνεντεύξεις της μητέρας είναι πολύ σημαντικές, αφού μας περιγράφει ουσιαστικά έναν θάνατο από έλλειψη οξυγόνου».
Η ανάρτησή του με μια συγκεκριμένη παράγραφο από αμερικανικό εγχειρίδιο Εγκληματολογίας. Σε αυτό περιγράφεται ένα περιστατικό εσκεμμένης πρόκλησης ασφυξίας σε βρέφος από τη μητέρα του |
Έδωσε λαβές
Προς τη λύση του γρίφου για την τριπλή τραγωδία αλλά και το μυστήριο που καλύπτει την υπόθεση κινούνται παράλληλα οι ερευνητές της ΕΛ.ΑΣ. και ο αρμόδιος ιατροδικαστής, ο οποίος θα κληθεί να αξιολογήσει τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων της 9χρονης Τζωρτζίνας, του τρίτου νεκρού κοριτσιού.
Ταυτόχρονα, μια ειδική αναλύτρια λόγου, η κυρία Ευγενία Σαρρή, ερμηνεύοντας τη φρασεολογία που χρησιμοποίησαν οι γονείς σε τηλεοπτική συνέντευξή τους, αποφαίνεται πως «η μητέρα δεν εκφράζει απολύτως κανένα συναίσθημα και επίσης δεν χρησιμοποιεί καθόλου την κτητική αντωνυμία “μου” για κανένα από τα παιδιά της, κάτι εντελώς απροσδόκητο και ενδεικτικό συναισθηματικής απόστασης από αυτά».
Η κυρία Σαρρή διακρίνει επίσης «απόπειρα παραπλάνησης και απόκρυψης πληροφοριών» εκ μέρους των γονέων, ιδιαίτερα της μητέρας. Θα έλεγε κάποιος ότι η Ρούλα Πισπιρίγκου, θεωρούμενη ατύπως ως ύποπτη, βρίσκεται κάτω από ένα μικροσκόπιο ανάλογο με εκείνα που χρησιμοποιεί το Εργαστήριο Τοξικολογίας αναζητώντας την αλήθεια για το αίτιο θανάτου της άτυχης Τζωρτζίνας.
Η προσέγγιση στην αλήθεια ακολουθεί έναν ρυθμό τόσο βασανιστικά αργό, ώστε πλέον θυμίζει έντονα σενάριο τηλεοπτικής σειράς, το οποίο επιμηκύνεται εσκεμμένα προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Και, χωρίς αμφιβολία, ανάμεσα στα κεντρικά πρόσωπα των εξελίξεων γύρω από την υπόθεση της Πάτρας, με όλο και πιο έντονη παρουσία και δημόσια παρέμβαση, είναι ο κ. Λέων. Ο σχολιασμός και οι γνωμοδοτήσεις του απηχούν την επικρατούσα διαίσθηση από τη μία πλευρά, αλλά και τον τεκμηριωμένο, προσεκτικό λόγο του ειδικού επιστήμονα.
Η άποψή του για την τακτική που ακολούθησε η οικογένεια, κυρίως η κυρία Πισπιρίγκου, είναι ότι «έχει πει υπερβολικά πολλά, κατά την ταπεινή γνώμη μου. Γι’ αυτό και η μητέρα στοχοποιείται ως ένοχη από την κοινή γνώμη.
Μια μάνα δεν θα έπρεπε να βγάζει τόσα πολλά στη δημόσια σφαίρα, όλη αυτή τη λεπτομέρεια, όλα αυτά τα βιώματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνει λαβές, διότι, αν κάτι απ’ όσα έχει πει δεν είναι απολύτως ακριβές, αμέσως σχολιάζεται ευρέως, δημιουργώντας υπόνοιες ότι η ίδια δεν λέει την αλήθεια κ.ο.κ. Ομως, αυτό είναι το τίμημα της δημοσιότητας.
Όλοι κρινόμαστε όταν χρησιμοποιούμε τον δημόσιο λόγο, υπάρχει αντίδραση για κάθε δική μας δράση, και εδώ έχουμε συνεχή δράση εκ μέρους της μητέρας. Προσωπικά, πιστεύω ότι η κυρία Πισπιρίγκου έχει μετανιώσει για το ότι έδωσε τόσα στοιχεία στη δημοσιότητα, μολονότι εγώ δεν έχω καμία άμεση επαφή με την οικογένεια, έχω την ίδια πληροφόρηση με οποιονδήποτε παρακολουθεί τις δημόσιες ανακοινώσεις των δεδομένων αμιγώς ιατρικού ενδιαφέροντος».
ΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ
«Εδώ μιλάμε για θανάτους οι οποίοι, σύμφωνα με τις αντίστοιχες ιατροδικαστικές εκθέσεις, δεν επέρχονται για τον ίδιο λόγο (ο πρώτος από το ήπαρ, ο δεύτερος από την καρδιά), άρα δεν συνδέονται γενετικά. Ο θεράπων ιατρός είπε ότι δεν υπάρχει γενετική προδιάθεση. Θα μπορούσα εγώ, ως ιατροδικαστής, να δεχτώ ότι σε αυτή την οικογένεια συνέβησαν τρεις θάνατοι, διαφορετικής αιτιολογίας ο καθένας, σε παιδιά αυτής της ηλικίας και μέσα σε διάστημα 2,5-3 ετών; Δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο, δεν έχει ακουστεί ποτέ. Γι’ αυτό λέω πως πρέπει να μελετηθεί».
Προς τη λύση του γρίφου για την τριπλή τραγωδία αλλά και το μυστήριο που καλύπτει την υπόθεση κινούνται παράλληλα οι ερευνητές της ΕΛ.ΑΣ. και ο αρμόδιος ιατροδικαστής, ο οποίος θα κληθεί να αξιολογήσει τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων της 9χρονης Τζωρτζίνας, του τρίτου νεκρού κοριτσιού.
Ταυτόχρονα, μια ειδική αναλύτρια λόγου, η κυρία Ευγενία Σαρρή, ερμηνεύοντας τη φρασεολογία που χρησιμοποίησαν οι γονείς σε τηλεοπτική συνέντευξή τους, αποφαίνεται πως «η μητέρα δεν εκφράζει απολύτως κανένα συναίσθημα και επίσης δεν χρησιμοποιεί καθόλου την κτητική αντωνυμία “μου” για κανένα από τα παιδιά της, κάτι εντελώς απροσδόκητο και ενδεικτικό συναισθηματικής απόστασης από αυτά».
Η κυρία Σαρρή διακρίνει επίσης «απόπειρα παραπλάνησης και απόκρυψης πληροφοριών» εκ μέρους των γονέων, ιδιαίτερα της μητέρας. Θα έλεγε κάποιος ότι η Ρούλα Πισπιρίγκου, θεωρούμενη ατύπως ως ύποπτη, βρίσκεται κάτω από ένα μικροσκόπιο ανάλογο με εκείνα που χρησιμοποιεί το Εργαστήριο Τοξικολογίας αναζητώντας την αλήθεια για το αίτιο θανάτου της άτυχης Τζωρτζίνας.
Η προσέγγιση στην αλήθεια ακολουθεί έναν ρυθμό τόσο βασανιστικά αργό, ώστε πλέον θυμίζει έντονα σενάριο τηλεοπτικής σειράς, το οποίο επιμηκύνεται εσκεμμένα προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Και, χωρίς αμφιβολία, ανάμεσα στα κεντρικά πρόσωπα των εξελίξεων γύρω από την υπόθεση της Πάτρας, με όλο και πιο έντονη παρουσία και δημόσια παρέμβαση, είναι ο κ. Λέων. Ο σχολιασμός και οι γνωμοδοτήσεις του απηχούν την επικρατούσα διαίσθηση από τη μία πλευρά, αλλά και τον τεκμηριωμένο, προσεκτικό λόγο του ειδικού επιστήμονα.
Η άποψή του για την τακτική που ακολούθησε η οικογένεια, κυρίως η κυρία Πισπιρίγκου, είναι ότι «έχει πει υπερβολικά πολλά, κατά την ταπεινή γνώμη μου. Γι’ αυτό και η μητέρα στοχοποιείται ως ένοχη από την κοινή γνώμη.
Μια μάνα δεν θα έπρεπε να βγάζει τόσα πολλά στη δημόσια σφαίρα, όλη αυτή τη λεπτομέρεια, όλα αυτά τα βιώματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνει λαβές, διότι, αν κάτι απ’ όσα έχει πει δεν είναι απολύτως ακριβές, αμέσως σχολιάζεται ευρέως, δημιουργώντας υπόνοιες ότι η ίδια δεν λέει την αλήθεια κ.ο.κ. Ομως, αυτό είναι το τίμημα της δημοσιότητας.
Όλοι κρινόμαστε όταν χρησιμοποιούμε τον δημόσιο λόγο, υπάρχει αντίδραση για κάθε δική μας δράση, και εδώ έχουμε συνεχή δράση εκ μέρους της μητέρας. Προσωπικά, πιστεύω ότι η κυρία Πισπιρίγκου έχει μετανιώσει για το ότι έδωσε τόσα στοιχεία στη δημοσιότητα, μολονότι εγώ δεν έχω καμία άμεση επαφή με την οικογένεια, έχω την ίδια πληροφόρηση με οποιονδήποτε παρακολουθεί τις δημόσιες ανακοινώσεις των δεδομένων αμιγώς ιατρικού ενδιαφέροντος».
ΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ
«Εδώ μιλάμε για θανάτους οι οποίοι, σύμφωνα με τις αντίστοιχες ιατροδικαστικές εκθέσεις, δεν επέρχονται για τον ίδιο λόγο (ο πρώτος από το ήπαρ, ο δεύτερος από την καρδιά), άρα δεν συνδέονται γενετικά. Ο θεράπων ιατρός είπε ότι δεν υπάρχει γενετική προδιάθεση. Θα μπορούσα εγώ, ως ιατροδικαστής, να δεχτώ ότι σε αυτή την οικογένεια συνέβησαν τρεις θάνατοι, διαφορετικής αιτιολογίας ο καθένας, σε παιδιά αυτής της ηλικίας και μέσα σε διάστημα 2,5-3 ετών; Δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο, δεν έχει ακουστεί ποτέ. Γι’ αυτό λέω πως πρέπει να μελετηθεί».
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
«Είδαμε μια οικογένεια που μοιράστηκε τον πόνο της με τον κόσμο. Και μοιράστηκε επίσης ευρήματα, εκθέσεις, περιγραφές των γεγονότων. Συνήθως η οικογένεια κλείνεται στον εαυτό της, ζητά τη βοήθεια του ιδιώτη ιατροδικαστή προκειμένου να μάθει την αλήθεια γύρω από αυτό που της συνέβη. Εγώ τουλάχιστον δεν θυμάμαι άλλο περιστατικό με την ίδια την οικογένεια να δίνει στοιχεία, να συμμετέχει ενεργά στη δημοσιότητα και να την τροφοδοτεί συνεχώς. Αυτή η ιδιαιτερότητα -της εκτεταμένης δημοσιότητας- ίσως διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της υπόθεσης»
Η ΜΗΤΕΡΑ
«Η κυρία Πισπιρίγκου έχει πει υπερβολικά πολλά, κατά την ταπεινή γνώμη μου. Γι’ αυτό και η μητέρα στοχοποιείται ως ένοχη από την κοινή γνώμη. Μια μάνα δεν θα έπρεπε να βγάζει τόσα πολλά στη δημόσια σφαίρα, όλη αυτή τη λεπτομέρεια, όλα αυτά τα βιώματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνει λαβές, διότι, αν κάτι απ’ όσα έχει πει δεν είναι απολύτως ακριβές, αμέσως σχολιάζεται ευρέως, δημιουργώντας υπόνοιες ότι η ίδια δεν λέει την αλήθεια κ.ο.κ. Αυτό, όμως, είναι το τίμημα της δημοσιότητας»
Oι ιατροδικαστές
Ενίοτε, ο κ. Λέων δίνει την εντύπωση πως προτιμά να εκφράζει τις απόψεις του έμμεσα, με χρησμούς. Οπως όταν ανάρτησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τη φωτογραφία μιας συγκεκριμένης παραγράφου από αμερικανικό εγχειρίδιο Εγκληματολογίας.
Σε αυτό περιγράφεται ένα περιστατικό εσκεμμένης πρόκλησης ασφυξίας σε βρέφος 5 μηνών από τη μητέρα του, η οποία έφραζε τις αεροφόρους οδούς κρατώντας το χέρι της επί περίπου 90 δευτερόλεπτα πάνω από τη μύτη και το στόμα του. Τα συμπτώματα ήταν άπνοια, κυάνωση, βραδυκαρδία και απώλεια συνείδησης, ενώ ήταν πανομοιότυπα με εκείνα που εκδήλωσε το μεγαλύτερο παιδί της ίδιας μάνας, ηλικίας 4 ετών. Οι γιατροί κατάφεραν να λύσουν το μυστήριο αφού βιντεοσκόπησαν κρυφά τη μητέρα ενόσω εκείνη πίστευε πως ήταν μόνη με το μωρό της.
Ο κ. Λέων ανάρτησε, χωρίς κανένα σχόλιο, το απόσπασμα από το «Forensic Pathology» του Αμερικανού καθηγητή Βίνσεντ ΝτιΜάιο, ένα βιβλίο αναφοράς για την επιστήμη της Ιατροδικαστικής Παθολογίας διεθνώς.
«Είδαμε μια οικογένεια που μοιράστηκε τον πόνο της με τον κόσμο. Και μοιράστηκε επίσης ευρήματα, εκθέσεις, περιγραφές των γεγονότων. Συνήθως η οικογένεια κλείνεται στον εαυτό της, ζητά τη βοήθεια του ιδιώτη ιατροδικαστή προκειμένου να μάθει την αλήθεια γύρω από αυτό που της συνέβη. Εγώ τουλάχιστον δεν θυμάμαι άλλο περιστατικό με την ίδια την οικογένεια να δίνει στοιχεία, να συμμετέχει ενεργά στη δημοσιότητα και να την τροφοδοτεί συνεχώς. Αυτή η ιδιαιτερότητα -της εκτεταμένης δημοσιότητας- ίσως διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της υπόθεσης»
Η ΜΗΤΕΡΑ
«Η κυρία Πισπιρίγκου έχει πει υπερβολικά πολλά, κατά την ταπεινή γνώμη μου. Γι’ αυτό και η μητέρα στοχοποιείται ως ένοχη από την κοινή γνώμη. Μια μάνα δεν θα έπρεπε να βγάζει τόσα πολλά στη δημόσια σφαίρα, όλη αυτή τη λεπτομέρεια, όλα αυτά τα βιώματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνει λαβές, διότι, αν κάτι απ’ όσα έχει πει δεν είναι απολύτως ακριβές, αμέσως σχολιάζεται ευρέως, δημιουργώντας υπόνοιες ότι η ίδια δεν λέει την αλήθεια κ.ο.κ. Αυτό, όμως, είναι το τίμημα της δημοσιότητας»
Oι ιατροδικαστές
Ενίοτε, ο κ. Λέων δίνει την εντύπωση πως προτιμά να εκφράζει τις απόψεις του έμμεσα, με χρησμούς. Οπως όταν ανάρτησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τη φωτογραφία μιας συγκεκριμένης παραγράφου από αμερικανικό εγχειρίδιο Εγκληματολογίας.
Σε αυτό περιγράφεται ένα περιστατικό εσκεμμένης πρόκλησης ασφυξίας σε βρέφος 5 μηνών από τη μητέρα του, η οποία έφραζε τις αεροφόρους οδούς κρατώντας το χέρι της επί περίπου 90 δευτερόλεπτα πάνω από τη μύτη και το στόμα του. Τα συμπτώματα ήταν άπνοια, κυάνωση, βραδυκαρδία και απώλεια συνείδησης, ενώ ήταν πανομοιότυπα με εκείνα που εκδήλωσε το μεγαλύτερο παιδί της ίδιας μάνας, ηλικίας 4 ετών. Οι γιατροί κατάφεραν να λύσουν το μυστήριο αφού βιντεοσκόπησαν κρυφά τη μητέρα ενόσω εκείνη πίστευε πως ήταν μόνη με το μωρό της.
Ο κ. Λέων ανάρτησε, χωρίς κανένα σχόλιο, το απόσπασμα από το «Forensic Pathology» του Αμερικανού καθηγητή Βίνσεντ ΝτιΜάιο, ένα βιβλίο αναφοράς για την επιστήμη της Ιατροδικαστικής Παθολογίας διεθνώς.
Ο κ. Λέων εξηγεί: «Κοινοποιώντας τη συγκεκριμένη παράγραφο, δεν προσπαθώ να υποδείξω τον ένοχο. Το αντίθετο, προσπαθώ να αποκλείσω το ενδεχόμενο της εσκεμμένης πρόκλησης ασφυξίας, τονίζοντας όμως ότι το σενάριο αυτό θα πρέπει να διερευνηθεί ενδελεχώς. Επίσης, η δική μου παρουσία στα ΜΜΕ και τα social media, οι τοποθετήσεις μου σε σχέση με την υπόθεση της Πάτρας ωθούνται από το καθήκον που νιώθω να υποστηρίξω και να υπερασπιστώ την επιστήμη μου.
Θεωρώ ότι, ειδικά στην αρχή, όταν αναδείχθηκαν κάποιες αστοχίες που μπορεί να υπήρξαν, εκεί οι ιατροδικαστές συνολικά κινδυνεύσαμε να αποκτήσουμε μια αρνητική εικόνα απέναντι στην ελληνική κοινωνία. Το χειρότερο είναι να χάσει η κοινωνία την εμπιστοσύνη της στους ιατροδικαστές και αυτό είναι άσχετο με την τελική έκβαση της υπόθεσης, αν, π.χ., αποδειχθεί ότι υπήρξε εγκληματική ενέργεια ή όχι. Υπήρξαν δύο ιατροδικαστικές εκθέσεις οι οποίες από τη μία είχαν αστοχίες, από την άλλη άφηναν πάρα πολλά ερωτηματικά, με αποτέλεσμα ο κόσμος να αρχίσει να αμφιβάλλει για το τι κάνουν οι ιατροδικαστές στην Ελλάδα.
Αυτό ήταν για μένα το έναυσμα που με ώθησε να προβάλω την ορθή διάσταση της επιστήμης, για να καταλάβει το κοινό ότι, ακόμη και αστοχία να υπάρξει σε μια ιατροδικαστική έκθεση, δεν μπορεί να απαξιώνεται η επιστήμη συλλήβδην. Στόχος μου είναι να πω ότι “με αυτά τα ευρήματα έχουμε και αυτό το ενδεχόμενο”.
Και πάντα ξεκινάς από το χειρότερο δυνατό σενάριο, δηλαδή την εγκληματική ενέργεια. Οι ιατροδικαστές δεν είμαστε διεκπεραιωτές, είμαστε επιστήμονες και καθετί που λέμε πρέπει να το τεκμηριώνουμε. Γι’ αυτό ακριβώς άνοιξα έναν δημόσιο διάλογο, ο οποίος, απ’ ό,τι αποδείχθηκε, προβλημάτισε πάρα πολύ κόσμο και ορθώς, διότι αρχίσαμε να σκεφτόμαστε και μια άλλη άποψη».
Βασίλης Τσακίρογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες