Στο χωριό το ντζάκι ήταν απαραίτητο όπως είναι η ηλεκτρική κουζίνα σήμερα σε κάθε νοικοκυριό.Στην Ευρυτανία δεν έλειπε από κανένα σπιτάκι ούτε από κανένα καλυβάκι. Από την Ευρυτάνισσα κυρά Λένη,
για τους αναγνώστες του blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
Πρώτη δουλειά του κάθε νοικοκύρη, από το καλοκαίρι ήδη, θα ήταν να κόψει τα ξύλα της χρονιάς από το δάσος. Και η Ευρυτανία δόξα τω Θεώ έχει αρκετά πυκνά δάση στα βουνά της, όπως και κρυστάλλινα νερά σε ποτάμια και σε ρεματιές.
Μόνο που τότε ο απλός ο κόσμος τα χρησιμοποιούσε με μέτρο και με σύνεση για να ζήσει και να συντηρηθεί κι όχι να τα ξεπατώσει για να μπουν ανεμοσίδερα, όπως πάνε να κάνουν σήμερα κάτι μεγάλες εταιρίες που βάλθηκαν τάχατες να μας σώσουν!
Το ντζάκι δεν έσβηνε εύκολα! Σπιτικό που η καμινάδα του δεν κάπνιζε σου 'φερνε μελαγχολία γιατί θύμιζε εγκατάλειψη ή και ξενιτειά. Απ΄ το ντζάκι ξεκίναγε η μέρα της οικογένειας και σ΄ αυτό τέλειωνε!
Η νοικοικυρά πρωί-πρωί, μόλις πρόβαλε η αυγούλα, θα άναβε το ντζάκι να βράσει τραχανά για να φάει η φαμελιά. Kαι τα παιδιά που θα κίναγαν για το σχολείο και οι υπόλοιποι της οικογένειας που θα πήγαιναν άλλοι για τα χωράφια κι άλλοι για τα ζώα.
Ο καθένας ήξερε από το βράδυ τι θα έκανε την επόμενη μέρα. Τις οδηγίες τις έδινε ο πατέρας κι αν δεν υπήρχε πατέρας τότε το ρόλο αυτό τον αναλάμβανε η μάνα. Εκεί ψηνότανε και το φαγί της οικογένειας, εκεί και το ψωμί. Στη γάστρα!
Η γάστρα η χωριάτικη δεν έχει σχέση με τη σημερινή. Αυτή ήταν μια σιδερένια ολοστρόγγυλη κατασκευή μεγαλύτερη από ταψί και καμπυλωτή σαν θόλος. Γύρω-γύρω είχε και μια λαμαρίνα σαν στεφάνι για να συγκρατεί τα κάρβουνα και τη στάχτη. Στην κορυφή της καμπούρας υπάρχει ένα άγκιστρο που το πιάνεις με το ξιθάλι για να μπορείς να σηκώνεις τη γάστρα.Το ξιθάλι είναι ένα σίδερο μασίφ με μια λαβή.
Έχουμε βέβαια και την πυροστιά, ένα σιδερένιο τρίγωνο με τρία ποδαράκια που μπαίνει στη βάση του ντζακιού που 'χει από κάτω πυρωμένα κάρβουνα. Στην πυροστιά ακουμπάμε το ταψί με το ψωμί ή το φαγητό και τέλος από πάνω σκεπάζουμε με το καπάκι, τη γάστρα δηλαδή με τα δικά της κάρβουνα.
Στο ντζάκι λοιπόν ψήναμε λαχταριστές πίτες, μεζεκλίκια, λουκάνικα, ακόμη και πέστροφες και χέλια από το ποτάμι! Και τα φαγητά που ψήνονταν με ξύλα (ή και με κληματόβεργες αν υπήρχαν) γίνονταν πεντανόστιμα. Δεν σας λέω και για το λαχταριστό στιφάδο αν τύχαινε καμιά φορά και έφερνε κάνα λαγό κάποιος κυνηγός μας.
Αλλά το ντζάκι δεν χρησίμευε μόνο για να ψήνει το φαγητό. Είχε και άλλη χάρη, ακόμα μεγαλύτερη! Τη χάρη της συντροφιάς, της παρέας και της επικοινωνίας! Όταν μπαίνουν τα κούτσουρα στη φωτιά, από πουρνάρι ή από δρυ, και οι φλόγες χορεύουν σαν μπαλαρίνες δίνοντας μια γλυκιά θαλπωρή στο χώρο, τότε έρχεται και η χαρά να μας συντροφέψει.
Έτσι καθόμασταν ολόγυρα, άλλοι στα σκαμνιά κι άλλοι κατάχαμα στις φλοκάτες και τα κιλίμια, όλοι μαζί σαν μια καλή παρέα. Τα κρύα βράδια του χειμώνα ψήναμε στο ντζάκι κάστανα ενώ ζεσταίναμε και το τσίπουρο! Και όλη η γειτονιά μαζεμένοι αντάμα να τρώμε, να πίνουμε και οι ιστορίες να πηγαίνουν σύννεφο. Ανθρώπινη επαφή αληθινή, όχι τηλεοράσεις και κινητά με "μπιπ" και "μπιπ" κάθε τόσο!
Τώρα βέβαια ο "πολιτισμός" εξαπλώθηκε και το τελευταίο χωριουδάκι έχει ψυγείο, ηλεκτρική κουζίνα και ίσως και ηλεκτρική σόμπα. Δεν ξέρω όμως αν υπάρχει σε όλους ρεύμα μιάς κι έτσι όπως το ακρίβυναν οι αφέντες μας σε πολλούς κόβεται από την ΔΕΗ γιατί δεν έχει ο κοσμάκης να πληρώσει τους φουσκωμένους λογαριασμούς.
Αλλά τι τα θες, το ντζάκι θα έχει πάντα την πρωτιά του στις αναμνήσεις μας!
από ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ
Ευχριστούμε για την προβολή του θέματος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εγώ ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε να στέλνετε τα εξαιρετικά θέματα του "Ευρυτάνα Ιχνηλάτη" για την ιστορία, την ομορφιά της φύσης και τους ανθρώπους της Ευρυτανίας κι εύχομαι δύναμη και υγεία για την συνέχιση του έργου σας!
ΑπάντησηΔιαγραφή