Μέσα από ένα μακροσκελές κείμενό τους οι νεαροί δημιουργοί του επίμαχου βίντεο επιχειρούν να εξηγήσουν ποια είναι τα μηνύματα που θέλουν να περάσουν.
«Κάθε εργαλείο μέσα από τη φαντασία ή την καλή παρέα μπορεί να αποκτήσει άπειρες χρήσεις. Έτσι και μια κάμερα φερμένη για να καταγράψει μερικές στιγμές μεταξύ φίλων που έχουν κάνει εξόρμηση στο βουνό, μπορεί να καταλήξει να καταγράφει μια ολόκληρη ταινία».
Με αυτά τα λόγια ξεκινά η ξεκάθαρα ερασιτεχνική ταινία μικρού μήκους «Ξεπαρθενών», που έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων τις τελευταίες ώρες, μιας και μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει ζωντανές σκηνές της ερωτικής συνεύρεσης δύο νεαρών, πάνω στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, μέρα μεσημέρι κι ενώ στο χώρο κυκλοφορούν δεκάδες Έλληνες και ξένοι επισκέπτες.
Η ταινία, που κυκλοφορεί ελεύθερα προς θέαση στο διαδίκτυο, χωρίς μάλιστα να υπάρχουν ειδικές δικλείδες ασφαλείας που να απαγορεύει την πρόσβαση σε ανήλικους, προκάλεσε, νωρίτερα, την αντίδραση του αρμόδιου υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού το οποίο έκανε λόγο για ασεβή συμπεριφορά προς το μνημείο και ανακοίνωσε την έναρξη προκαταρκτικής εξέτασης για την διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το περιστατικό και την συνακόλουθη απόδοση ευθυνών.
Αυτό είναι το επίμαχο απόσπασμα της ταινίας, που διέρρευσε στα social media και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Το βίντεο στην αρχή του (είναι το σημείο που έχουμε καλύψει) δείχνει δύο άνδρες σε ερωτική περίπτυξη. Η σκηνή κρατά ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Είναι πάντως σαφές πως η παρέα των νεαρών κοριτσιών και αγοριών που αποφάσισαν να «βαφτίσουν» ταινία μικρού κάποιες προσωπικές τους στιγμές γνώριζαν πως θα προκαλέσουν αντιδράσεις. Κι αυτό αποδεικνύεται από to μακροσκελές κείμενο που συνόδευε το πολυσυζητημένο βίντεο από την πρώτη του προβολή του, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο στη Θεσσαλονίκη.
«Προκαλεί δυσφορία αρκετές φορές, όταν ένα έργο για να σταθεί απαιτούνται εξηγήσεις, όμως, υπάρχει η εκτίμηση ότι αυτό το έργο θα προκαλέσει δημόσιες αντιδράσεις. Εφόσον, λοιπόν, θέλει να έχει και δημόσια απεύθυνση καλό είναι να στηριχθεί από έναν λόγο που ξεκαθαρίζει το ποιον του. Επί της ουσίας δεν είναι τόσο εξηγήσεις, όσο η ίδια η οπτική των συντελεστών και των συντελεστριών. Γενικά, ως απάντηση σε όλα τα γιατί στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος των επεξηγήσεων, που μπορούν να δοθούν, πάντα υπάρχει κι αυτή: γιατί έτσι γουστάρουμε».
Εκτός λοιπόν από το γενικόλογο και ασαφές «γιατί έτσι γουστάρουμε» τα βασικά σημεία της οπτικής τους είναι, μεταξύ άλλων τα εξής: Ότι «Ο Παρθενώνας είναι ένα όμορφο μέρος για να κάνεις έρωτα, ενώ οποιοδήποτε μέρος αποχτά μεγαλύτερη αξία, όταν ζωντανεύει με την παλλόμενη ανθρώπινη παρουσία», πως «δεν είναι τυχαία η επιλογή του Παρθενώνα ως τόπου καθώς λειτουργεί για πολλούς ως ένα παράσημο εθνικισμού, αρχαιολατρείας, πατριαρχίας, εμπορευματοποίησης, μαζικής κουλτούρας και καθωσπρεπισμού μεταξύ άλλων» αλλά και πως «με αφορμή κιόλας την επέτειο των διακόσιων ετών από την ελληνική επανάσταση του 1821 παρουσιάζουν έναν ωραίο τρόπο να δώσουν μερικά ωραία νοήματα — άλλα εμπνευσμένα από το παρελθόν άλλων και άλλα από εκείνους — και περιεχόμενα σε σημαντικά μέρη του τόπου αυτού».
Στο κείμενο αναφέρονται, ελαφρώς ανακατεμένα είναι η αλήθεια, και κάποια σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι νέοι όπως η βίαιη αντιμετώπιση της σεξουαλικής διαφορετικότητας και η περιθωριοποίηση ατόμων λόγω των σεξουαλικών τους επιλογών, η πατριαρχία, οι τοξικές αρρενωπές συμπεριφορές, ο εθνικισμός, ο καθωσπρεπισμός, η ανθρώπινη αποξένωση ειδικά τα τελευταία χρόνια με τις συνθήκες του εγκλεισμού κ.α.
Ωστόσο, οι συντελεστές υπογραμμίζουν πως σκοπός της ταινίας δεν είναι η αντίδραση αλλά η ανάγκη τους να ζουν με τον τρόπο που θέλουν: «Εμείς δεν βλέπουμε κάτι περίεργο ή αφύσικο σε αυτό που κάνουμε. Για μας είναι η φυσιολογική εξέλιξη της ανέμελης ροής μας. Ο αισθησιασμός — ας μην ξεχνούμε κιόλας τον αρχαίο ελληνικό αισθησιασμό κι εκστατικότητα, τα αγάλματα δεν ήταν λευκά, είχαν πολλά και έντονα χρώματα και σχέδια — η επαφή, η συσχέτιση μεταξύ ανθρώπινων σωμάτων ανεξαρτήτως διαφόρων χαρακτηριστικών είτε συμβαίνει ιδιωτικά είτε δημόσια. Τα επιζητούμε. Πόσο μάλλον τώρα που ζούμε τον εγκλεισμό, την αποξένωση των ανθρώπινων σχέσεων, τη μεταφορά των σχέσεων μας σε πλασματικούς κι εγκεφαλικούς κόσμους πίσω από οθόνες στερώντας μας την αισθητηριακή ολοκλήρωση, την ουσιαστική επικοινωνία και συνύπαρξη συνολικά.»
Όσο για το ποιοι ήταν οι βασικοί λόγοι που τούς ώθησαν στο αμφιλεγόμενο αυτό εγχείρημα: «Βαρεθήκαμε τη ρουτίνα, την απομόνωση και τις στατιστικές θανάτων από κορωνοϊό και αποζητήσαμε την περιπέτεια, τον πειραματισμό, την καύλα και τη συντροφικότητα, διότι όλο αυτό χωρίς συντροφικότητα δεν στήνεται» απαντούν οι ίδιοι.
Εκτός λοιπόν από το γενικόλογο και ασαφές «γιατί έτσι γουστάρουμε» τα βασικά σημεία της οπτικής τους είναι, μεταξύ άλλων τα εξής: Ότι «Ο Παρθενώνας είναι ένα όμορφο μέρος για να κάνεις έρωτα, ενώ οποιοδήποτε μέρος αποχτά μεγαλύτερη αξία, όταν ζωντανεύει με την παλλόμενη ανθρώπινη παρουσία», πως «δεν είναι τυχαία η επιλογή του Παρθενώνα ως τόπου καθώς λειτουργεί για πολλούς ως ένα παράσημο εθνικισμού, αρχαιολατρείας, πατριαρχίας, εμπορευματοποίησης, μαζικής κουλτούρας και καθωσπρεπισμού μεταξύ άλλων» αλλά και πως «με αφορμή κιόλας την επέτειο των διακόσιων ετών από την ελληνική επανάσταση του 1821 παρουσιάζουν έναν ωραίο τρόπο να δώσουν μερικά ωραία νοήματα — άλλα εμπνευσμένα από το παρελθόν άλλων και άλλα από εκείνους — και περιεχόμενα σε σημαντικά μέρη του τόπου αυτού».
Στο κείμενο αναφέρονται, ελαφρώς ανακατεμένα είναι η αλήθεια, και κάποια σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι νέοι όπως η βίαιη αντιμετώπιση της σεξουαλικής διαφορετικότητας και η περιθωριοποίηση ατόμων λόγω των σεξουαλικών τους επιλογών, η πατριαρχία, οι τοξικές αρρενωπές συμπεριφορές, ο εθνικισμός, ο καθωσπρεπισμός, η ανθρώπινη αποξένωση ειδικά τα τελευταία χρόνια με τις συνθήκες του εγκλεισμού κ.α.
Ωστόσο, οι συντελεστές υπογραμμίζουν πως σκοπός της ταινίας δεν είναι η αντίδραση αλλά η ανάγκη τους να ζουν με τον τρόπο που θέλουν: «Εμείς δεν βλέπουμε κάτι περίεργο ή αφύσικο σε αυτό που κάνουμε. Για μας είναι η φυσιολογική εξέλιξη της ανέμελης ροής μας. Ο αισθησιασμός — ας μην ξεχνούμε κιόλας τον αρχαίο ελληνικό αισθησιασμό κι εκστατικότητα, τα αγάλματα δεν ήταν λευκά, είχαν πολλά και έντονα χρώματα και σχέδια — η επαφή, η συσχέτιση μεταξύ ανθρώπινων σωμάτων ανεξαρτήτως διαφόρων χαρακτηριστικών είτε συμβαίνει ιδιωτικά είτε δημόσια. Τα επιζητούμε. Πόσο μάλλον τώρα που ζούμε τον εγκλεισμό, την αποξένωση των ανθρώπινων σχέσεων, τη μεταφορά των σχέσεων μας σε πλασματικούς κι εγκεφαλικούς κόσμους πίσω από οθόνες στερώντας μας την αισθητηριακή ολοκλήρωση, την ουσιαστική επικοινωνία και συνύπαρξη συνολικά.»
Όσο για το ποιοι ήταν οι βασικοί λόγοι που τούς ώθησαν στο αμφιλεγόμενο αυτό εγχείρημα: «Βαρεθήκαμε τη ρουτίνα, την απομόνωση και τις στατιστικές θανάτων από κορωνοϊό και αποζητήσαμε την περιπέτεια, τον πειραματισμό, την καύλα και τη συντροφικότητα, διότι όλο αυτό χωρίς συντροφικότητα δεν στήνεται» απαντούν οι ίδιοι.
Αναστασία Κουκά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες