Η πιο μαύρη σελίδα της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα έγινε ταινία - Στηρίζεται στη συγκλονιστική αφήγηση της Ευσταθίας Τζούδα-Μητσώνια που έζησε τον εφιάλτη από κοντά, ενώ πρωταγωνιστεί ένας θρύλος του διεθνούς σινεμά.
Μπορώ να κρίνω; Οχι, δεν μπορώ να το κάνω. Τι να κρίνω; Αν η ταινία «Καλάβρυτα 1943» περιγράφει το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων; Τότε που όλοι και όλα κολυμπούσαν σε ποταμούς αίματος; Η ιστορική μνήμη ξεπερνάει κάθε μέτρο κινηματογραφικής κριτικής. Οι σκηνές προκαλούν μεγάλη ανατριχίλα.
Οταν είδα την ταινία που σύντομα θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια θα εξέλθει στις αίθουσες. Αυτά που άκουσα ακόμα πιο ανατριχιαστικά. Τόσο από τον σκηνοθέτη Νικόλα Δημητρόπουλο όσο και από τον σεναριογράφο Δημήτρη Κατσαντώνη.
Ο δε επίλογος με τη μαρτυρία της Ευσταθίας Τζούδα-Μητσώνια, που βίωσε αυτό τον εφιάλτη από κοντά, σου ανοίγει τρύπα στην καρδιά. Μερικές λεπτομέρειες είναι απαραίτητες και χαρακτηριστικές. Εξω πάμε καλά. Αφού Ελληνοαμερικανός από το Σικάγο ο Τομ Σουλελές, που είχε την ιδέα δημιουργίας μιας ταινίας για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων. Αφού στην Αγγλία, κυρίως, ο σκηνοθέτης Νικόλας Δημητρόπουλος. Και αφού στο Λος Αντζελες ο σεναριογράφος Δημήτρης Κατσαντώνης. Ο οποίος μάλιστα σπούδασε Νομικά στο Λονδίνο, άσκησε το επάγγελμα ως barrister (αυτός που αγορεύει στα αγγλικά δικαστήρια) και στη συνέχεια ασχολήθηκε με οικονομικές υποθέσεις. Το γεγονός γνωστό. Στην κατεχόμενη Ελλάδα του ’40 το πιο εφιαλτικό. Οπου στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 οι ναζί της 117 γερμανικής μεραρχίας εκτελούν 677 άνδρες και αγόρια άνω των 13 ετών. Οι σχεδόν 500 προερχόμενοι από τα Καλάβρυτα εκτελέστηκαν στον λόφο Καπή. Η πιο βαριά υπόθεση εγκλημάτων πολέμου στην Ελλάδα. Το αίμα έρρεε παντού.
Σκηνή 1:
«Δεν θα σας σκοτώσουμε»
Ο Νικόλας Δημητρόπουλος, σκηνοθέτης της ταινίας «Καλάβρυτα 1943», έχει μεγαλώσει στο Λονδίνο, τα αγγλικά σαν μητρική του γλώσσα και η αρχική πρόταση για τη συμμετοχή του χρονολογείται εδώ και έξι χρόνια. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Μου είπε: «Πήγαμε και στο Μουσείο Ολοκαυτώματος στη Ουάσινγκτον, όπου, εκτός των άλλων εκθεμάτων, φιλοξενούνται και 14 μαρτυρίες για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων».
- Οι ιστορικοί έχουν χαρακτηρίσει αυτό το Ολοκαύτωμα ως το μεγαλύτερο, το πιο φρικιαστικό έγκλημα πολέμου στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. «Ναι, είναι αλήθεια. Από την έρευνα που κάναμε και από μαρτυρίες επιζώντων το χρονικό εκείνης της σφαγής πάει κάπως έτσι: προηγουμένως οι αντάρτες είχαν συλλάβει 78 Γερμανούς στρατιώτες τους οποίους στη συνέχεια τους έριξαν από τον γκρεμό. Ποιος έδωσε τη διαταγή είναι άγνωστο. Επέζησε μόνο ένας. Οταν το μάθανε οι Καλαβρυτινοί θεώρησαν πως θα υπάρξουν αντίποινα κι έτσι άρχισαν να τα μαζεύουν για να φύγουν από τα σπίτια τους. Οι Γερμανοί όμως με διαταγή του στρατηγού Καρλ φον Λε Σουίρ τούς διαβεβαίωναν ότι δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα, δεν θα υπάρξουν αντίποινα και κανείς δεν θα πειραχτεί».
- Συνηθισμένη πανουργία. «Επέστρεψαν, λοιπόν, στα σπίτια τους και τότε στις 9 Δεκεμβρίου κατέφτασαν από Αίγιο, Πάτρα και από διάφορα σημεία της Πελοποννήσου οι Γερμανοί. Τα Καλάβρυτα μέχρι τότε, υπό ιταλική κατοχή, δεν είχαν ιδιαίτερα προβλήματα. Ηταν μια οργανωμένη, πολιτισμένη κωμόπολη. Φαντάσου, μέχρι και φιλαρμονική είχαν! Ακόμα και ταξί! Οι Ιταλοί, λοιπόν, τους είχαν αφήσει στην ησυχία τους. Τηρουμένων, βέβαια, των κατοχικών συνθηκών».
- Και στις 9 Δεκεμβρίου του 1943 μπαίνει η 117 μεραρχία. «Η οποία ήταν από τις πιο άγριες του γερμανικού στρατού, αποτελούμενη από Πολωνούς, Αυστριακούς και φυσικά Γερμανούς. Ανάμεσά τους πολλά κατακάθια και πρώην εγκληματίες με βαριά ποινικά μητρώα - έχει σημασία αυτό. Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 13 Δεκεμβρίου, ήταν που τους μάζεψαν στο σχολείο λέγοντάς τους να φέρουν μαζί τους κουβέρτες και φαγητό. Δεν θα σας σκοτώσουμε, τους έλεγαν».
Σκηνή 2:
Πρώτα πλιάτσικο παντού
- Με ποια δικαιολογία τούς μάζεψαν; «Τους έλεγαν πως για λίγες μόνο ημέρες θα απουσιάζανε από τα σπίτια σας. Η μόνη γυναίκα που δεν την ανάγκασαν να μπει στο σχολείο ήταν εκείνη στο ξενοδοχείο, δίπλα στον σταθμό του τρένου, το κτίριο ακόμα υπάρχει, απλώς είναι ερείπιο. Και την άφησαν επειδή ήταν ετοιμόγεννη».
- Φιλεύσπλαχνα τα ανθρωπόμορφα κτήνη! Πάμε παρακάτω. «Στο σχολείο αρχίζουν και τους χωρίζουν. Τα γυναικόπαιδα στις αριστερές αίθουσες και οι άνδρες άνω των 13 ετών στα δεξιά. Οσο γεμίζει το σχολείο, καταλαβαίνουν ότι δεν θα χωρέσουν όλοι. Τότε λοιπόν παίρνουν τους άνδρες και τα αγόρια και τους πηγαίνουν στον λόφο, εκεί όπου τώρα είναι και το μνημείο. Τα γυναικόπαιδα στο σχολείο, οι άνδρες στον λόφο του Καπή. Ετσι τον λένε».
- Προφανώς, τους μάζεψαν για να τους εκτελέσουν. «Φυσικά. Ωστόσο, στην αρχή τα πολυβόλα τα είχαν κρύψει πίσω από θάμνους. Εδώ υπάρχει μια διχογνωμία για το πόσα πολυβόλα υπήρχαν, δύο ή τρία. Η κάννη του ενός ήταν στραμμένη προς τον δρόμο, τάχα να τους προστατεύσουν από επέλαση ανταρτών. Στη διάρκεια όλης αυτής της σκηνοθετημένης φρικιαστικής τελετής, αρπάζουν τους διευθυντές δύο τραπεζικών υποκαταστημάτων, τους αναγκάζουν να ανοίξουν ταμεία και χρηματοκιβώτια και στη συνέχεια επιδίδονται σε πλιάτσικο. Τα άρπαξαν όλα μέχρι πεντάρας. Εκαναν πλιάτσικο και στα σπίτια, σε όλα. Εμπαιναν και άρπαζαν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους και είχε κάποια αξία».
- Πρώτα το πλιάτσικο και ύστερα η σφαγή. «Ακριβώς. Μόλις άδειασαν τα πάντα φεύγει μια φωτοβολίδα, σύνθημα ότι δηλαδή τα έχουμε αρπάξει όλα, επομένως κάψτε τα πάντα. Και αρχίζουν να καίνε. Εκαψαν όλα τα σπίτια. Ανάμεσα στους Καλαβρυτινούς υπάρχει διχογνωμία αν έβαλαν φωτιά και στο σχολείο».
- Στην ταινία δείχνεις Γερμανούς φαντάρους να ποτίζουν το εξωτερικό μέρος του σχολείου με βενζίνη. «Αυτή την εκδοχή προκρίναμε στο σενάριο της ταινίας. Το σχολείο είχε έξι πόρτες, δύο κεντρικές μπρος - πίσω και τέσσερις πλαϊνές. Κάποιοι λένε ότι δεν βάλανε επίτηδες φωτιά και ότι δεν ήταν κλειδωμένες οι πόρτες. Εμείς όμως υποστηρίζουμε ότι ήταν κλειδωμένες και ότι το σχολείο πυρπολήθηκε».
- Και δείχνετε έναν Αυστριακό λοχία με κάποια ανθρώπινα αισθήματα να σπάει την αλυσίδα και την κλειδαριά μιας πόρτας για να ελευθερωθούν τα γυναικόπαιδα, που έτσι κι αλλιώς ασφυκτιούσαν από τους καπνούς. «Και εδώ υπάρχει διχογνωμία. Αλλοι τον λένε Αυστριακό και άλλοι Ιταλό. Στο Μουσείο Ολοκαυτώματος στην Ουάσινγκτον υπάρχουν μαρτυρίες που λένε ότι ανοίξανε οι πόρτες και όταν έβγαιναν έβλεπαν έναν Αυστριακό λοχία. Επομένως, εκτιμούν ότι αυτός ήταν που άνοιξε τη μία πόρτα, την μπροστινή».
- Και πώς βγήκανε; «Βγήκανε τα γυναικόπαιδα και από τις άλλες πόρτες, βγήκαν και από τα παράθυρα να σώσουν τα παιδιά τους και τον εαυτό τους. Ο Αυστριακός βοήθησε, αλλά οι περισσότερες τα κατάφεραν με τις δικές τους δυνάμεις. Απλά όσο ήταν μέσα στο σχολείο και μόλις το μεγαλύτερο μέρος των σπιτιών λαμπάδιαζε από φλόγες, εκείνες έβλεπαν τη ζωή τους να καίγεται μπροστά τους, μπροστά στα μάτια τους. Εκείνη τη στιγμή φεύγει μια δεύτερη φωτοβολίδα ως σύνθημα».
Σκηνή 3:
Χαριστικές βολές
- Το σύνθημα της εκτέλεσης. «Τα πολυβόλα γυρίζουν προς την κατεύθυνση των ανδρών και των αγοριών και αρχίζουν να κροταλίζουν. Τα πολυβόλα, λένε, βαρούσαν για 20 λεπτά. Αδιανόητη χρονική διάρκεια! Είκοσι συνεχόμενα λεπτά! Οταν οι δολοφόνοι ολοκλήρωσαν το “θεάρεστο” έργο τους αρχίζουν να βαδίζουν ανάμεσα αλλά και πάνω από τα πτώματα ρίχνοντας, φυσικά, χαριστικές βολές. Δεν ήθελαν να μείνει ψυχή ζώσα. Ανατριχιαστικό!».
- Πόσοι διέφυγαν; «Απ’ ό,τι θυμάμαι, επέζησαν 13 στον λόφο. Κρυμμένοι κάτω από τα πτώματα. Κατάφεραν να επιβιώσουν. Ηταν απόγευμα προς βράδυ όταν φεύγουν οι Γερμανοί. Οι γυναίκες αρχίζουν να ψάχνουν τους άνδρες. Είναι βράδυ, κάνει πολύ κρύο, κάποια στιγμή ακούνε κραυγές. Ισως να κατηφόριζε κάποιος επιζών. Ετσι οι γυναίκες αντιλαμβάνονται ότι οι άντρες και τα αγόρια τους βρίσκονται στον λόφο. Σκαρφαλώνουν, λοιπόν, στον λόφο και με τα φαναράκια ψάχνουν ανάμεσα στα πτώματα να βρουν τον δικό τους γιο, τον δικό τους άντρα. Ταυτόχρονα, κάποια σκυλιά, πεινασμένα και ταλαιπωρημένα από το κρύο, τρώγανε σάρκες νεκρών. Φαντάζεσαι τη σκηνή; Κάποιες γυναίκες προσπαθούν να κατεβάσουν τα πτώματα. Δεν αντέχουν. Γι’ αυτό τα τοποθετούν πάνω σε κουβέρτες για να τα σύρουν. Αλλες προσπαθούν να σκάψουν με τα χέρια τους, με τα νύχια τους να ανοίξουν τάφους και να θάψουν τους δικούς τους. Σκηνές τρόμου. Φαντάσου, στα γυρίσματα κλαίγαμε από τις αφηγήσεις. Μέχρι το πρωί να ψάχνουν να εντοπίσουν ανάμεσα στα πτώματα τους άντρες τους. Κοντά με όλα αυτά, οι μανάδες ταΐζουν τα παιδιά τους με φέτες ψωμιού πασαλειμμένες από αίματα».
- Τι εννοείς; «Τα ψωμιά ήταν λουσμένα από τα αίματα που είχαν εκτιναχθεί από τις πληγές και τα κρανία την ώρα της εκτέλεσης. Ψωμί βουτηγμένο στο αίμα. Ολα τα Καλάβρυτα κολυμπούσαν στο αίμα. Ολοι, όλες, τα πάντα. Και οι νεκροί, και οι ζωντανοί, και τα ψωμιά, και κάθε σπιθαμή κάθε γωνιάς».
- Στην ταινία σου μια νεαρή φιλόδοξη δικηγορίνα καταφτάνει στα Καλάβρυτα τη σημερινή εποχή με σκοπό να ανατρέψει τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς για τις αποζημιώσεις που οφείλει να καταβάλει το γερμανικό κράτος. «Οχι, το περιστατικό αυτό με τη Γερμανίδα δικηγορίνα είναι δικό μας εύρημα. Και το ύψος της αποζημίωσης αφορά ολόκληρο το υποτιθέμενο κατοχικό δάνειο και φυσικά το γενικό και συστηματικό πλιάτσικο. Τα άδειασαν όλα»!
- Πώς κατάφερες να πείσεις τον Μαξ φον Σίντοφ; Νομίζω ότι ήταν η τελευταία του εμφάνιση σε ταινία. «Το κατάφερε ο Δημήτρης Κατσαντώνης, ο σεναριογράφος και συμπαραγωγός της ταινίας. Επικοινώνησε με την ατζέντισσά του, εκείνος διάβασε το σενάριο, συγκινήθηκε από την ιστορία και μάλιστα όταν επισκέφτηκε το Μουσείο Καλαβρύτων στα τέλη Ιουλίου του 2018, τον πήραν τα δάκρυα. Εκλαιγε. Ο Μαξ απίστευτος κύριος! Στην Αγγλία ο χαρακτηρισμός που του ταιριάζει είναι “gentle giant”. Δεν ξεχάσω ένα περιστατικό που συνέβη την πρώτη μέρα. Οταν αρνήθηκε να φάει το ειδικό μενού που είχαμε φτιάξει γι’ αυτόν λέγοντας: “Οχι, παιδιά, θα φάω ό,τι τρώτε κι εσείς”. Εννοούσε το συνεργείο. Εμπειρία ζωής για 15 ημέρες! Θυμάμαι τη στιγμή που με ρώτησε αν παίζει καλά. Ποιον, εμένα... Αν είναι δυνατόν... Μα δεν υπάρχει περίπτωση, ακόμα και στις χειρότερες ταινίες του, εκείνος παίζει φανταστικά»!
Σκηνή 4: Ο
Τομ Σουλελές από το Σικάγο
Ο Δημήτρης Κατσαντώνης, ο σεναριογράφος και συμπαραγωγός της ταινίας, επιχειρεί κι αυτός στο εξωτερικό. Με σπουδές στη Νομική και με το βλέμμα στραμμένο προς τη γραφή. Σαν διχασμένος. Από εδώ η σύζυγος η πραγματική οικονομία, από εκεί η ερωμένη, η τέχνη. Η αφήγησή του είναι συμπληρωματική: «Με προσέγγισε ο Ελληνοαμερικανός Τομ Σουλελές. Ο πατέρας του κατάγεται από τα Καλάβρυτα. Μάλιστα πρόλαβε να μεταναστεύσει στο Σικάγο λίγο πριν από το Ολοκαύτωμα. Ο Τομ κατέχει μεγάλη θέση ως senior partner στην εταιρεία Madison Dearborn. Μιλάμε για το 2015. Εγώ ζω στο Λος Αντζελες από τα χρόνια που τελείωσα το Λύκειο. Ασχολούμαι με την παραγωγή και τη γραφή σεναρίων».
- Πρώτη σου μεγάλη δουλειά, όμως, είναι τα «Καλάβρυτα 1943». «Πρέπει να σου πω ότι μαζί με τον τότε συνεργάτη μου δουλεύαμε μια ιστορία για τη Ζάκυνθο. Μια ιστορία που μοιάζει λίγο με τη “Λίστα του Σίντλερ”. Οταν οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να βρουν ίχνος Εβραίου σε αυτό το νησί. Οταν ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος και ο δήμαρχος Καρρέρ μαζί με αρκετούς Ζακυνθινούς είχαν καταφέρει να τους φυγαδεύσουν και να τους κρύψουν. Κάπως έτσι, ο Τομ έμαθε ότι έγραφα σενάριο για μια ελληνική ταινία κατοχικής ιστορίας και έτσι μας πρότεινε να κάνουμε το ίδιο με το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων. Και ότι ήταν διατεθειμένος να χρηματοδοτήσει μέρος της παραγωγής. Τελείωσα το σενάριο, ο Τομ καθώς και η οικογένειά του το ενέκριναν και έτσι άρχισε το πρότζεκτ. Στο οποίο αργότερα συμμετείχε και η εταιρεία Foss».
- Από αυτή την εμπειρία τι σου έχει μείνει; «Η οδηγία, ας πούμε, ότι για κάθε γερμανική ζωή πρέπει να εκτελεστούν επτά Ελληνες. Ενας Γερμανός, επτά Ελληνες. Με τους Ιταλούς το πρόβλημα ήταν η πείνα. Οι αποθήκες είχαν αδειάσει, οι κάτοικοι είχαν αρχίσει να υποφέρουν. Η μεραρχία 117 κατέβηκε από τα Βαλκάνια. Εκανε και άλλα εγκλήματα. Πολλά και φρικιαστικά εγκλήματα. Στην πορεία ανανεώθηκε με νεοσύλλεκτους. Οταν οι Γερμανοί κατέφτασαν, οι Ιταλοί αποχώρησαν. Η απόφαση ήταν κατηγορηματική: μην τολμήσετε να πειράξετε τρίχα Γερμανού φαντάρου. Τα αντίποινα θα είναι αμείλικτα».
Σκηνή 5:
«Αυτοκτονούσαν με ποντικοφάρμακο»
- Είναι αλήθεια ότι έβαλαν φωτιά στο σχολείο για να κάψουν γυναίκες, ηλικιωμένους και μικρά παιδιά; «Μαρτυρίες λένε ότι έλουσαν το σχολείο με βενζίνη. Υπάρχει μία μόνο μαρτυρία που ισχυρίζεται κάτι άλλο. Οτι σπίθες από τις γύρω φωτιές κατέληξαν στο υπόγειο του σχολείου όπου υπήρχε σανός και έτσι λαμπάδιασε ο τόπος. Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή που λέει ότι μόνες τους οι γυναίκες με τις δυνάμεις τους έσπασαν τις πόρτες. Και, άραγε, πώς ήξεραν την αυστριακή προέλευση εκείνου του λοχία; Επειδή, λέει, τους το είπε μια γυναίκα από διπλανό χωριό που καταλάβαινε λίγα γερμανικά. Κάποιες μαρτυρίες είναι αντιφατικές».
- Και το ύψος των αποζημιώσεων που στην ταινία αναφέρεται στο ποσό των 120 δισ. ευρώ από που προκύπτει; «Εγώ ακολουθώ την πιο συντηρητική ανάλυση που είναι στα 120 δισ., υπάρχουν και άλλες μελέτες που ανεβάζουν το ποσό στα 300 δισ. και άνω. Το άλλο απίστευτο, επίσης τραγικό γεγονός είναι πως αφού τελείωσαν με τις εκτελέσεις και συνέχισαν τις εκκαθαρίσεις στα γύρω χωριά, στη συνέχεια σφράγισαν τα Καλάβρυτα ώστε να εμποδίσουν ακόμα και τον Ερυθρό Σταυρό. Τους εγκατέλειψαν και τους σφράγισαν. Δεν υπήρχε τίποτα να φάνε. Πολλές γυναίκες, μην αντέχοντας την τραγωδία από την απώλεια του άντρα και του παιδιού τους, αυτοκτονούσαν με ποντικοφάρμακο. Συγκλονιστικό! Αυτοκτονούσαν με όποιον τρόπο μπορούσαν».
- Και τι έγινε με τους αρχιδολοφόνους; «Ο ταγματάρχης Τένερ, που είχε αναλάβει την επιτήρηση και την ολοκλήρωση της σφαγής, γύρισε στη Γερμανία μετά τον πόλεμο και... εξαφανίστηκε. Ο στρατηγός Καρλ φον Λε Σουίρ ως αιχμάλωτος του Κόκκινου Στρατού κατέληξε σε κάποιο γκουλάγκ στη Σιβηρία και στο τέλος πέθανε».
Σκηνή 6:
Η ζωντανή μαρτυρία
Κάποια στιγμή μού είπε: «Ενας υπέροχος επίλογος μιας πολυκύμαντης ζωής στη Νέα Σμύρνη με την κόρη μου και τον γαμπρό μου σε διπλανό διαμέρισμα». Είστε η κυρία Ευσταθία Τζούδα; Ρώτησα. Και με διόρθωσε «Ευσταθία Τζούδα-Μητσώνια, από του μακαρίτη του άντρα μου το όνομα». Και συμπλήρωσε: «Ποιος είστε;». Της είπα το όνομά μου και εκείνη αμέσως πρόλαβε: «Μα κάπου το έχω ακούσει αυτό το όνομα, μήπως στην τηλεόραση;». Καμιά φορά, απάντησα. «Και τι θέλετε; Από ποια εφημερίδα είστε;». Της τα είπα όλα. Δεν είχε αντίρρηση. Να βγάλουμε και μια φωτογραφία; «Αποκλείεται», μου είπε. Κατηγορηματικά. Μα γιατί; «Δεν το αποφεύγω επειδή έχω πολλές ζάρες, καθόλου, αλλά δεν θέλω». Τέλος πάντων. Και άρχισε αμέσως. «Εχω γράψει ένα σχετικό βιβλίο, όμως δεν το έκανα για να βγάλω λεφτά από το αίμα του εκτελεσμένου αδελφού μου, το δώρισα στο Μουσείο Καλαβρύτων, στη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος».
- Τι ακριβώς θυμάστε ακόμα; «Ολα τα θυμάμαι. Αυτή η μνήμη είναι χαραγμένη στα κύτταρά μου. Μέχρι τον τάφο μου. Χτύπησαν οι καμπάνες το πρωί και όπως κατεβαίναμε με τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τον αδελφό μου που εκτελέστηκε, βλέπαμε τους Γερμανούς με τα οπλοπολυβόλα στα πόδια. Μπήκαμε στο προαύλιο του σχολείου και πέφτουμε εκεί πάλι σε Γερμανούς. Ανεβαίνουμε τις σκάλες όπου γίνονταν ο διαχωρισμός και ο αποχωρισμός. Στα δεξιά οι άντρες και αριστερά οι γυναίκες. Οι Γερμανοί παίρνανε παιδιά ανάλογα με τη σωματική τους ανάπτυξη. Για παράδειγμα, πήρανε συμμαθητή μου 14, χρόνων, να τον εκτελέσουν. Ο πατέρας του διασώθηκε. Αυτός ο πατέρας έβλεπε τον 14χρονο γιο του να ξεψυχάει στα πόδια του».
Πήγα να διακόψω, αλλά η κυρία Ευσταθία συνέχιζε σαν να τα ξαναζούσε όλα: «Αριστερά στις αίθουσες οι γέροι τυλιγμένοι στις κουβέρτες, οι γυναίκες και τα μωρά όρθιοι. Οι γέροι να βογκάνε. Μερικές γυναίκες να ψέλνουν και να διαβάζουν από τη Σύνοψη. Και μια φωνή ακουγόταν, δεν μπορώ να την ξεχάσω, να λέει διαρκώς: “Πού είναι οι άντρες; Πού είναι πατέρας μου;”. Συνέχεια να το επαναλαμβάνει. Περνούσαν οι ώρες. Η μεγάλη μου αδελφή είχε παντρευτεί και είχε το μωρό στην αγκαλιά της. Εμείς βλέπαμε απέξω. Η αίθουσα ήταν συρματοπλεγμένη. Και ήταν έτσι γιατί στη διάρκεια της Κατοχής οι Ιταλοί την είχαν διαμορφώσει ως αίθουσα κρατήσεων αιχμαλώτων.
Επειδή λοιπόν η αίθουσα ήταν συρματοπλεγμένη ήταν αδύνατο να πηδήσουμε και να φύγουμε. Η Αγλαΐα η δασκάλα καθόταν στο πρεβάζι και μας ενημέρωνε: “Τώρα καίγεται εκείνο το σπίτι, τώρα καίγεται το άλλο”».
- Λένε ότι οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στο σχολείο για να σας κάψουν. «Οχι, δεν είναι έτσι. Δεν ήθελαν να μας κάψουν, μας είχαν για ενέχυρο να γίνει η εκτέλεση. Αλλά κάποια στιγμή από τον καπνό αισθανθήκαμε ασφυξία. Αν δεν βγαίναμε, πάει, τελείωσε. Η περίπτωση του σωτήρα Αυστριακού λοχία είναι παραμύθια. Λοιπόν σπάσαμε τις πόρτες. Αλλες πηδούσαν από τα παράθυρα. Αλλες πετάγανε τα μωρά από τα παράθυρα. Εκεί, για μια στιγμή, σχεδόν λιπόθυμες, εκεί στην έξοδο, ένας Γερμανός στην πόρτα στρέφει το όπλο του πάνω μας. Ευτυχώς, δεν έκανε τίποτα. Δεν μας πυροβόλησε. Βγήκαμε από τον διάδρομο. Οι Γερμανοί ήταν ακόμα στο προαύλιο και από τις δύο πλευρές».
Σκηνή 1:
«Δεν θα σας σκοτώσουμε»
Ο Νικόλας Δημητρόπουλος, σκηνοθέτης της ταινίας «Καλάβρυτα 1943», έχει μεγαλώσει στο Λονδίνο, τα αγγλικά σαν μητρική του γλώσσα και η αρχική πρόταση για τη συμμετοχή του χρονολογείται εδώ και έξι χρόνια. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Μου είπε: «Πήγαμε και στο Μουσείο Ολοκαυτώματος στη Ουάσινγκτον, όπου, εκτός των άλλων εκθεμάτων, φιλοξενούνται και 14 μαρτυρίες για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων».
- Οι ιστορικοί έχουν χαρακτηρίσει αυτό το Ολοκαύτωμα ως το μεγαλύτερο, το πιο φρικιαστικό έγκλημα πολέμου στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. «Ναι, είναι αλήθεια. Από την έρευνα που κάναμε και από μαρτυρίες επιζώντων το χρονικό εκείνης της σφαγής πάει κάπως έτσι: προηγουμένως οι αντάρτες είχαν συλλάβει 78 Γερμανούς στρατιώτες τους οποίους στη συνέχεια τους έριξαν από τον γκρεμό. Ποιος έδωσε τη διαταγή είναι άγνωστο. Επέζησε μόνο ένας. Οταν το μάθανε οι Καλαβρυτινοί θεώρησαν πως θα υπάρξουν αντίποινα κι έτσι άρχισαν να τα μαζεύουν για να φύγουν από τα σπίτια τους. Οι Γερμανοί όμως με διαταγή του στρατηγού Καρλ φον Λε Σουίρ τούς διαβεβαίωναν ότι δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα, δεν θα υπάρξουν αντίποινα και κανείς δεν θα πειραχτεί».
- Συνηθισμένη πανουργία. «Επέστρεψαν, λοιπόν, στα σπίτια τους και τότε στις 9 Δεκεμβρίου κατέφτασαν από Αίγιο, Πάτρα και από διάφορα σημεία της Πελοποννήσου οι Γερμανοί. Τα Καλάβρυτα μέχρι τότε, υπό ιταλική κατοχή, δεν είχαν ιδιαίτερα προβλήματα. Ηταν μια οργανωμένη, πολιτισμένη κωμόπολη. Φαντάσου, μέχρι και φιλαρμονική είχαν! Ακόμα και ταξί! Οι Ιταλοί, λοιπόν, τους είχαν αφήσει στην ησυχία τους. Τηρουμένων, βέβαια, των κατοχικών συνθηκών».
- Και στις 9 Δεκεμβρίου του 1943 μπαίνει η 117 μεραρχία. «Η οποία ήταν από τις πιο άγριες του γερμανικού στρατού, αποτελούμενη από Πολωνούς, Αυστριακούς και φυσικά Γερμανούς. Ανάμεσά τους πολλά κατακάθια και πρώην εγκληματίες με βαριά ποινικά μητρώα - έχει σημασία αυτό. Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 13 Δεκεμβρίου, ήταν που τους μάζεψαν στο σχολείο λέγοντάς τους να φέρουν μαζί τους κουβέρτες και φαγητό. Δεν θα σας σκοτώσουμε, τους έλεγαν».
Σκηνή 2:
Πρώτα πλιάτσικο παντού
- Με ποια δικαιολογία τούς μάζεψαν; «Τους έλεγαν πως για λίγες μόνο ημέρες θα απουσιάζανε από τα σπίτια σας. Η μόνη γυναίκα που δεν την ανάγκασαν να μπει στο σχολείο ήταν εκείνη στο ξενοδοχείο, δίπλα στον σταθμό του τρένου, το κτίριο ακόμα υπάρχει, απλώς είναι ερείπιο. Και την άφησαν επειδή ήταν ετοιμόγεννη».
- Φιλεύσπλαχνα τα ανθρωπόμορφα κτήνη! Πάμε παρακάτω. «Στο σχολείο αρχίζουν και τους χωρίζουν. Τα γυναικόπαιδα στις αριστερές αίθουσες και οι άνδρες άνω των 13 ετών στα δεξιά. Οσο γεμίζει το σχολείο, καταλαβαίνουν ότι δεν θα χωρέσουν όλοι. Τότε λοιπόν παίρνουν τους άνδρες και τα αγόρια και τους πηγαίνουν στον λόφο, εκεί όπου τώρα είναι και το μνημείο. Τα γυναικόπαιδα στο σχολείο, οι άνδρες στον λόφο του Καπή. Ετσι τον λένε».
- Προφανώς, τους μάζεψαν για να τους εκτελέσουν. «Φυσικά. Ωστόσο, στην αρχή τα πολυβόλα τα είχαν κρύψει πίσω από θάμνους. Εδώ υπάρχει μια διχογνωμία για το πόσα πολυβόλα υπήρχαν, δύο ή τρία. Η κάννη του ενός ήταν στραμμένη προς τον δρόμο, τάχα να τους προστατεύσουν από επέλαση ανταρτών. Στη διάρκεια όλης αυτής της σκηνοθετημένης φρικιαστικής τελετής, αρπάζουν τους διευθυντές δύο τραπεζικών υποκαταστημάτων, τους αναγκάζουν να ανοίξουν ταμεία και χρηματοκιβώτια και στη συνέχεια επιδίδονται σε πλιάτσικο. Τα άρπαξαν όλα μέχρι πεντάρας. Εκαναν πλιάτσικο και στα σπίτια, σε όλα. Εμπαιναν και άρπαζαν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους και είχε κάποια αξία».
- Πρώτα το πλιάτσικο και ύστερα η σφαγή. «Ακριβώς. Μόλις άδειασαν τα πάντα φεύγει μια φωτοβολίδα, σύνθημα ότι δηλαδή τα έχουμε αρπάξει όλα, επομένως κάψτε τα πάντα. Και αρχίζουν να καίνε. Εκαψαν όλα τα σπίτια. Ανάμεσα στους Καλαβρυτινούς υπάρχει διχογνωμία αν έβαλαν φωτιά και στο σχολείο».
- Στην ταινία δείχνεις Γερμανούς φαντάρους να ποτίζουν το εξωτερικό μέρος του σχολείου με βενζίνη. «Αυτή την εκδοχή προκρίναμε στο σενάριο της ταινίας. Το σχολείο είχε έξι πόρτες, δύο κεντρικές μπρος - πίσω και τέσσερις πλαϊνές. Κάποιοι λένε ότι δεν βάλανε επίτηδες φωτιά και ότι δεν ήταν κλειδωμένες οι πόρτες. Εμείς όμως υποστηρίζουμε ότι ήταν κλειδωμένες και ότι το σχολείο πυρπολήθηκε».
- Και δείχνετε έναν Αυστριακό λοχία με κάποια ανθρώπινα αισθήματα να σπάει την αλυσίδα και την κλειδαριά μιας πόρτας για να ελευθερωθούν τα γυναικόπαιδα, που έτσι κι αλλιώς ασφυκτιούσαν από τους καπνούς. «Και εδώ υπάρχει διχογνωμία. Αλλοι τον λένε Αυστριακό και άλλοι Ιταλό. Στο Μουσείο Ολοκαυτώματος στην Ουάσινγκτον υπάρχουν μαρτυρίες που λένε ότι ανοίξανε οι πόρτες και όταν έβγαιναν έβλεπαν έναν Αυστριακό λοχία. Επομένως, εκτιμούν ότι αυτός ήταν που άνοιξε τη μία πόρτα, την μπροστινή».
- Και πώς βγήκανε; «Βγήκανε τα γυναικόπαιδα και από τις άλλες πόρτες, βγήκαν και από τα παράθυρα να σώσουν τα παιδιά τους και τον εαυτό τους. Ο Αυστριακός βοήθησε, αλλά οι περισσότερες τα κατάφεραν με τις δικές τους δυνάμεις. Απλά όσο ήταν μέσα στο σχολείο και μόλις το μεγαλύτερο μέρος των σπιτιών λαμπάδιαζε από φλόγες, εκείνες έβλεπαν τη ζωή τους να καίγεται μπροστά τους, μπροστά στα μάτια τους. Εκείνη τη στιγμή φεύγει μια δεύτερη φωτοβολίδα ως σύνθημα».
Σκηνή 3:
Χαριστικές βολές
- Το σύνθημα της εκτέλεσης. «Τα πολυβόλα γυρίζουν προς την κατεύθυνση των ανδρών και των αγοριών και αρχίζουν να κροταλίζουν. Τα πολυβόλα, λένε, βαρούσαν για 20 λεπτά. Αδιανόητη χρονική διάρκεια! Είκοσι συνεχόμενα λεπτά! Οταν οι δολοφόνοι ολοκλήρωσαν το “θεάρεστο” έργο τους αρχίζουν να βαδίζουν ανάμεσα αλλά και πάνω από τα πτώματα ρίχνοντας, φυσικά, χαριστικές βολές. Δεν ήθελαν να μείνει ψυχή ζώσα. Ανατριχιαστικό!».
- Πόσοι διέφυγαν; «Απ’ ό,τι θυμάμαι, επέζησαν 13 στον λόφο. Κρυμμένοι κάτω από τα πτώματα. Κατάφεραν να επιβιώσουν. Ηταν απόγευμα προς βράδυ όταν φεύγουν οι Γερμανοί. Οι γυναίκες αρχίζουν να ψάχνουν τους άνδρες. Είναι βράδυ, κάνει πολύ κρύο, κάποια στιγμή ακούνε κραυγές. Ισως να κατηφόριζε κάποιος επιζών. Ετσι οι γυναίκες αντιλαμβάνονται ότι οι άντρες και τα αγόρια τους βρίσκονται στον λόφο. Σκαρφαλώνουν, λοιπόν, στον λόφο και με τα φαναράκια ψάχνουν ανάμεσα στα πτώματα να βρουν τον δικό τους γιο, τον δικό τους άντρα. Ταυτόχρονα, κάποια σκυλιά, πεινασμένα και ταλαιπωρημένα από το κρύο, τρώγανε σάρκες νεκρών. Φαντάζεσαι τη σκηνή; Κάποιες γυναίκες προσπαθούν να κατεβάσουν τα πτώματα. Δεν αντέχουν. Γι’ αυτό τα τοποθετούν πάνω σε κουβέρτες για να τα σύρουν. Αλλες προσπαθούν να σκάψουν με τα χέρια τους, με τα νύχια τους να ανοίξουν τάφους και να θάψουν τους δικούς τους. Σκηνές τρόμου. Φαντάσου, στα γυρίσματα κλαίγαμε από τις αφηγήσεις. Μέχρι το πρωί να ψάχνουν να εντοπίσουν ανάμεσα στα πτώματα τους άντρες τους. Κοντά με όλα αυτά, οι μανάδες ταΐζουν τα παιδιά τους με φέτες ψωμιού πασαλειμμένες από αίματα».
- Τι εννοείς; «Τα ψωμιά ήταν λουσμένα από τα αίματα που είχαν εκτιναχθεί από τις πληγές και τα κρανία την ώρα της εκτέλεσης. Ψωμί βουτηγμένο στο αίμα. Ολα τα Καλάβρυτα κολυμπούσαν στο αίμα. Ολοι, όλες, τα πάντα. Και οι νεκροί, και οι ζωντανοί, και τα ψωμιά, και κάθε σπιθαμή κάθε γωνιάς».
- Στην ταινία σου μια νεαρή φιλόδοξη δικηγορίνα καταφτάνει στα Καλάβρυτα τη σημερινή εποχή με σκοπό να ανατρέψει τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς για τις αποζημιώσεις που οφείλει να καταβάλει το γερμανικό κράτος. «Οχι, το περιστατικό αυτό με τη Γερμανίδα δικηγορίνα είναι δικό μας εύρημα. Και το ύψος της αποζημίωσης αφορά ολόκληρο το υποτιθέμενο κατοχικό δάνειο και φυσικά το γενικό και συστηματικό πλιάτσικο. Τα άδειασαν όλα»!
- Πώς κατάφερες να πείσεις τον Μαξ φον Σίντοφ; Νομίζω ότι ήταν η τελευταία του εμφάνιση σε ταινία. «Το κατάφερε ο Δημήτρης Κατσαντώνης, ο σεναριογράφος και συμπαραγωγός της ταινίας. Επικοινώνησε με την ατζέντισσά του, εκείνος διάβασε το σενάριο, συγκινήθηκε από την ιστορία και μάλιστα όταν επισκέφτηκε το Μουσείο Καλαβρύτων στα τέλη Ιουλίου του 2018, τον πήραν τα δάκρυα. Εκλαιγε. Ο Μαξ απίστευτος κύριος! Στην Αγγλία ο χαρακτηρισμός που του ταιριάζει είναι “gentle giant”. Δεν ξεχάσω ένα περιστατικό που συνέβη την πρώτη μέρα. Οταν αρνήθηκε να φάει το ειδικό μενού που είχαμε φτιάξει γι’ αυτόν λέγοντας: “Οχι, παιδιά, θα φάω ό,τι τρώτε κι εσείς”. Εννοούσε το συνεργείο. Εμπειρία ζωής για 15 ημέρες! Θυμάμαι τη στιγμή που με ρώτησε αν παίζει καλά. Ποιον, εμένα... Αν είναι δυνατόν... Μα δεν υπάρχει περίπτωση, ακόμα και στις χειρότερες ταινίες του, εκείνος παίζει φανταστικά»!
Σκηνή 4: Ο
Τομ Σουλελές από το Σικάγο
Ο Δημήτρης Κατσαντώνης, ο σεναριογράφος και συμπαραγωγός της ταινίας, επιχειρεί κι αυτός στο εξωτερικό. Με σπουδές στη Νομική και με το βλέμμα στραμμένο προς τη γραφή. Σαν διχασμένος. Από εδώ η σύζυγος η πραγματική οικονομία, από εκεί η ερωμένη, η τέχνη. Η αφήγησή του είναι συμπληρωματική: «Με προσέγγισε ο Ελληνοαμερικανός Τομ Σουλελές. Ο πατέρας του κατάγεται από τα Καλάβρυτα. Μάλιστα πρόλαβε να μεταναστεύσει στο Σικάγο λίγο πριν από το Ολοκαύτωμα. Ο Τομ κατέχει μεγάλη θέση ως senior partner στην εταιρεία Madison Dearborn. Μιλάμε για το 2015. Εγώ ζω στο Λος Αντζελες από τα χρόνια που τελείωσα το Λύκειο. Ασχολούμαι με την παραγωγή και τη γραφή σεναρίων».
- Πρώτη σου μεγάλη δουλειά, όμως, είναι τα «Καλάβρυτα 1943». «Πρέπει να σου πω ότι μαζί με τον τότε συνεργάτη μου δουλεύαμε μια ιστορία για τη Ζάκυνθο. Μια ιστορία που μοιάζει λίγο με τη “Λίστα του Σίντλερ”. Οταν οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να βρουν ίχνος Εβραίου σε αυτό το νησί. Οταν ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος και ο δήμαρχος Καρρέρ μαζί με αρκετούς Ζακυνθινούς είχαν καταφέρει να τους φυγαδεύσουν και να τους κρύψουν. Κάπως έτσι, ο Τομ έμαθε ότι έγραφα σενάριο για μια ελληνική ταινία κατοχικής ιστορίας και έτσι μας πρότεινε να κάνουμε το ίδιο με το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων. Και ότι ήταν διατεθειμένος να χρηματοδοτήσει μέρος της παραγωγής. Τελείωσα το σενάριο, ο Τομ καθώς και η οικογένειά του το ενέκριναν και έτσι άρχισε το πρότζεκτ. Στο οποίο αργότερα συμμετείχε και η εταιρεία Foss».
- Από αυτή την εμπειρία τι σου έχει μείνει; «Η οδηγία, ας πούμε, ότι για κάθε γερμανική ζωή πρέπει να εκτελεστούν επτά Ελληνες. Ενας Γερμανός, επτά Ελληνες. Με τους Ιταλούς το πρόβλημα ήταν η πείνα. Οι αποθήκες είχαν αδειάσει, οι κάτοικοι είχαν αρχίσει να υποφέρουν. Η μεραρχία 117 κατέβηκε από τα Βαλκάνια. Εκανε και άλλα εγκλήματα. Πολλά και φρικιαστικά εγκλήματα. Στην πορεία ανανεώθηκε με νεοσύλλεκτους. Οταν οι Γερμανοί κατέφτασαν, οι Ιταλοί αποχώρησαν. Η απόφαση ήταν κατηγορηματική: μην τολμήσετε να πειράξετε τρίχα Γερμανού φαντάρου. Τα αντίποινα θα είναι αμείλικτα».
Σκηνή 5:
«Αυτοκτονούσαν με ποντικοφάρμακο»
- Είναι αλήθεια ότι έβαλαν φωτιά στο σχολείο για να κάψουν γυναίκες, ηλικιωμένους και μικρά παιδιά; «Μαρτυρίες λένε ότι έλουσαν το σχολείο με βενζίνη. Υπάρχει μία μόνο μαρτυρία που ισχυρίζεται κάτι άλλο. Οτι σπίθες από τις γύρω φωτιές κατέληξαν στο υπόγειο του σχολείου όπου υπήρχε σανός και έτσι λαμπάδιασε ο τόπος. Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή που λέει ότι μόνες τους οι γυναίκες με τις δυνάμεις τους έσπασαν τις πόρτες. Και, άραγε, πώς ήξεραν την αυστριακή προέλευση εκείνου του λοχία; Επειδή, λέει, τους το είπε μια γυναίκα από διπλανό χωριό που καταλάβαινε λίγα γερμανικά. Κάποιες μαρτυρίες είναι αντιφατικές».
- Και το ύψος των αποζημιώσεων που στην ταινία αναφέρεται στο ποσό των 120 δισ. ευρώ από που προκύπτει; «Εγώ ακολουθώ την πιο συντηρητική ανάλυση που είναι στα 120 δισ., υπάρχουν και άλλες μελέτες που ανεβάζουν το ποσό στα 300 δισ. και άνω. Το άλλο απίστευτο, επίσης τραγικό γεγονός είναι πως αφού τελείωσαν με τις εκτελέσεις και συνέχισαν τις εκκαθαρίσεις στα γύρω χωριά, στη συνέχεια σφράγισαν τα Καλάβρυτα ώστε να εμποδίσουν ακόμα και τον Ερυθρό Σταυρό. Τους εγκατέλειψαν και τους σφράγισαν. Δεν υπήρχε τίποτα να φάνε. Πολλές γυναίκες, μην αντέχοντας την τραγωδία από την απώλεια του άντρα και του παιδιού τους, αυτοκτονούσαν με ποντικοφάρμακο. Συγκλονιστικό! Αυτοκτονούσαν με όποιον τρόπο μπορούσαν».
- Και τι έγινε με τους αρχιδολοφόνους; «Ο ταγματάρχης Τένερ, που είχε αναλάβει την επιτήρηση και την ολοκλήρωση της σφαγής, γύρισε στη Γερμανία μετά τον πόλεμο και... εξαφανίστηκε. Ο στρατηγός Καρλ φον Λε Σουίρ ως αιχμάλωτος του Κόκκινου Στρατού κατέληξε σε κάποιο γκουλάγκ στη Σιβηρία και στο τέλος πέθανε».
Σκηνή 6:
Η ζωντανή μαρτυρία
Κάποια στιγμή μού είπε: «Ενας υπέροχος επίλογος μιας πολυκύμαντης ζωής στη Νέα Σμύρνη με την κόρη μου και τον γαμπρό μου σε διπλανό διαμέρισμα». Είστε η κυρία Ευσταθία Τζούδα; Ρώτησα. Και με διόρθωσε «Ευσταθία Τζούδα-Μητσώνια, από του μακαρίτη του άντρα μου το όνομα». Και συμπλήρωσε: «Ποιος είστε;». Της είπα το όνομά μου και εκείνη αμέσως πρόλαβε: «Μα κάπου το έχω ακούσει αυτό το όνομα, μήπως στην τηλεόραση;». Καμιά φορά, απάντησα. «Και τι θέλετε; Από ποια εφημερίδα είστε;». Της τα είπα όλα. Δεν είχε αντίρρηση. Να βγάλουμε και μια φωτογραφία; «Αποκλείεται», μου είπε. Κατηγορηματικά. Μα γιατί; «Δεν το αποφεύγω επειδή έχω πολλές ζάρες, καθόλου, αλλά δεν θέλω». Τέλος πάντων. Και άρχισε αμέσως. «Εχω γράψει ένα σχετικό βιβλίο, όμως δεν το έκανα για να βγάλω λεφτά από το αίμα του εκτελεσμένου αδελφού μου, το δώρισα στο Μουσείο Καλαβρύτων, στη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος».
- Τι ακριβώς θυμάστε ακόμα; «Ολα τα θυμάμαι. Αυτή η μνήμη είναι χαραγμένη στα κύτταρά μου. Μέχρι τον τάφο μου. Χτύπησαν οι καμπάνες το πρωί και όπως κατεβαίναμε με τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τον αδελφό μου που εκτελέστηκε, βλέπαμε τους Γερμανούς με τα οπλοπολυβόλα στα πόδια. Μπήκαμε στο προαύλιο του σχολείου και πέφτουμε εκεί πάλι σε Γερμανούς. Ανεβαίνουμε τις σκάλες όπου γίνονταν ο διαχωρισμός και ο αποχωρισμός. Στα δεξιά οι άντρες και αριστερά οι γυναίκες. Οι Γερμανοί παίρνανε παιδιά ανάλογα με τη σωματική τους ανάπτυξη. Για παράδειγμα, πήρανε συμμαθητή μου 14, χρόνων, να τον εκτελέσουν. Ο πατέρας του διασώθηκε. Αυτός ο πατέρας έβλεπε τον 14χρονο γιο του να ξεψυχάει στα πόδια του».
Πήγα να διακόψω, αλλά η κυρία Ευσταθία συνέχιζε σαν να τα ξαναζούσε όλα: «Αριστερά στις αίθουσες οι γέροι τυλιγμένοι στις κουβέρτες, οι γυναίκες και τα μωρά όρθιοι. Οι γέροι να βογκάνε. Μερικές γυναίκες να ψέλνουν και να διαβάζουν από τη Σύνοψη. Και μια φωνή ακουγόταν, δεν μπορώ να την ξεχάσω, να λέει διαρκώς: “Πού είναι οι άντρες; Πού είναι πατέρας μου;”. Συνέχεια να το επαναλαμβάνει. Περνούσαν οι ώρες. Η μεγάλη μου αδελφή είχε παντρευτεί και είχε το μωρό στην αγκαλιά της. Εμείς βλέπαμε απέξω. Η αίθουσα ήταν συρματοπλεγμένη. Και ήταν έτσι γιατί στη διάρκεια της Κατοχής οι Ιταλοί την είχαν διαμορφώσει ως αίθουσα κρατήσεων αιχμαλώτων.
Επειδή λοιπόν η αίθουσα ήταν συρματοπλεγμένη ήταν αδύνατο να πηδήσουμε και να φύγουμε. Η Αγλαΐα η δασκάλα καθόταν στο πρεβάζι και μας ενημέρωνε: “Τώρα καίγεται εκείνο το σπίτι, τώρα καίγεται το άλλο”».
- Λένε ότι οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στο σχολείο για να σας κάψουν. «Οχι, δεν είναι έτσι. Δεν ήθελαν να μας κάψουν, μας είχαν για ενέχυρο να γίνει η εκτέλεση. Αλλά κάποια στιγμή από τον καπνό αισθανθήκαμε ασφυξία. Αν δεν βγαίναμε, πάει, τελείωσε. Η περίπτωση του σωτήρα Αυστριακού λοχία είναι παραμύθια. Λοιπόν σπάσαμε τις πόρτες. Αλλες πηδούσαν από τα παράθυρα. Αλλες πετάγανε τα μωρά από τα παράθυρα. Εκεί, για μια στιγμή, σχεδόν λιπόθυμες, εκεί στην έξοδο, ένας Γερμανός στην πόρτα στρέφει το όπλο του πάνω μας. Ευτυχώς, δεν έκανε τίποτα. Δεν μας πυροβόλησε. Βγήκαμε από τον διάδρομο. Οι Γερμανοί ήταν ακόμα στο προαύλιο και από τις δύο πλευρές».
Ο σεναριογράφος Δημήτρης Κατσαντώνης |
Σκηνή 7:
«Σκοτώσανε τους άντρες»
- Και εσείς τι κάνατε; «Δεν ξέρω γιατί οι μεγάλοι είχαν δώσει το κλειδί του σπιτιού σε μένα. Τότε άφησα με ειρωνεία να πέσει το κλειδί στο έδαφος. Εκείνη η στιγμή ήταν αποφασιστική για τις επιλογές μου στη ζωή. Οι αξίες της ζωής και όχι η ύλη. Καθοριστικές επιλογές που προέκυψαν όταν είδα το παρανάλωμα των Καλαβρύτων. Θυμάμαι, όταν ο μακαρίτης ο άντρας μου είπε να αγοράσουμε εξοχικό, εγώ του απάντησα πως δεν πιστεύω στην ιδιοκτησία, δεν θέλω τίποτα, μου φτάνει το διαμέρισμα που έχουμε. Είναι αρκετό, του είπα».
- Μετά τις εκτελέσεις εσείς καταφέρατε να σκαρφαλώσετε στον λόφο; «Θα σας τα πω όπως τα έζησα. Προχωρώντας οι Γερμανοί μάς έλεγαν να πάμε προς τα κάτω. Εριχναν μια σκόνη στα κτίρια και με μια ντουφεκιά τα κατεδάφιζαν αμέσως. Ο χρόνος δεν μετριέται μέσα στην αγωνία. Η διαταγή ήταν μία κουβέρτα και μιας ημέρας τρόφιμα. Εκεί που ήμασταν και καθόμασταν στα χωράφια, μια γυναίκα ξεμαλλιασμένη φώναζε, ούρλιαζε, σπάραζε: “Σκοτώσανε τους άντρες στου Καπή τη λάκκα”. Τότε αφήνει η αδελφή μου το μωρό και της λέει: “Εσένα ο άντρας σου διασώθηκε, τον τραβήξανε από τον σωρό”. Περιττό να σας πω ότι έναν-έναν τους σηκώνανε για τη χαριστική βολή. Η μητέρα μου με πήρε να ψάξουμε να βρούμε τον αδελφό μου. Είδα μυαλά έξω. Ετρεχα μέσα στα αγκάθια και τον είδα να τον φέρνουν. Το βράδυ άλλες πήγανε σε ερημοκλήσια και διανυκτέρευσαν. Εκείνο το βράδυ κάτω από το υπόστεγο να ρέει το αίμα. Ηρθαν και άλλοι δύο τραυματίες. Το αίμα να ρέει από τον γαμπρό μου. Να σφίγγει τις πληγές του η αδελφή μου να μην πεθάνει από αιμορραγία. Η μητέρα μου βρήκε τον αδελφό μου την άλλη μέρα μες στο αίμα. Υπήρξαν γυναίκες που είχαν ένα, δύο, τρία, τέσσερα θύματα. Παντού έρρεε αίμα». Επικρατεί σιγή κλάσματος δευτερολέπτου. Η αφήγησή της σου προκαλεί μεγάλη ανατριχίλα.
«Τότε έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης τα Stukas, τα αεροπλάνα. Βουτήξανε πάνω στα πτώματα και μετά σηκωθήκανε και φύγανε. Η δική μου εκδοχή είναι ότι ήρθαν να πάρουν φωτογραφίες για τους ανωτέρους τους και για τα αρχεία τους. Να καμαρώνουν τα... κατορθώματά τους! Ο πατέρας μου είχε πεθάνει προπολεμικά. Ο μεγάλος αδελφός σκοτώθηκε στον Πόλεμο του ’40. Ο άλλος εκτελέστηκε. Το μεγάλο, αξεπέραστο τίμημα. Οι γυναίκες με τη μαύρη μαντίλα ορθώθηκαν, άρπαξαν τα παιδιά τους και αγωνίστηκαν να γίνουν άνθρωποι. Κανένας δεν παρέκκλινε από τον σωστό δρόμο. Πώς αλλιώς να θάψουμε τους νεκρούς... Δίπλα μας η κυρα-Τασία έθαβε τον άντρα της και ταυτόχρονα τα τρία παιδιά της την τράβαγαν από το φουστάνι. Πιο δίπλα η οικογένεια Νικολάου με τέσσερα παιδιά, τον πατέρα και τον γαμπρό τους. Αλλες με τρία, με τέσσερα παιδιά. Λίγες γυναίκες είχαν χάσει μόνο έναν δικό τους άνθρωπο. Ελάχιστες».
- Και όταν ολοκληρώθηκε η σφαγή; «Το δεύτερο βράδυ πήγαμε σε ένα σπίτι, αλλά φοβόμασταν μήπως αναφλεγεί και καούμε. Πήγαμε σ’ ένα γειτονικό σπίτι και μείναμε 50 γυναικόπαιδα σ’ ένα σπίτι. Εγώ ήμουν 13, δεν κρύβω την ηλικία μου. Δοξάζω τον Θεό που είμαι ζωντανή. Ηρθανε από διπλανά χωριά και στην πλατεία μας μοίραζαν ψωμί και τυρί. Και την πέμπτη μέρα ήρθε από την Πάτρα ο Ερυθρός Σταυρός. Το βράδυ να πηγαίνουμε στα μνήματα μην τα σκυλιά σκάψουν και φάνε πτώματα που είχαμε θάψει. Η επιβίωση... μη ρωτάτε». Αποκαλυπτικό το φινάλε του μαρτυρίου της κυρίας Ευσταθίας.
«Η μητέρα μου με πήρε στη γενέτειρά της, το Αργος, να παρακολουθήσω μαθήματα. Μετά στην Πάτρα. Μετά έφερε το σχολείο στα Καλάβρυτα ένας φωτισμένος ιερωμένος, ο πατήρ Ευσέβιος. Το κράτος, για να μη χάσει ψήφους, έβγαλε εγκύκλιο λέγοντας πως όπου υπάρχουν περισσότερα παιδιά εκεί θα βάλουμε το Γυμνάσιο των Καλαβρύτων. Μα το Γυμνάσιο υπήρχε από τον 19ο αιώνα. Και ο Ευσέβιος αναγκάστηκε να προσθέσει και νεκρά παιδιά προκειμένου να γίνει το Γυμνάσιο»!
Τι απέγινε; Μπήκε στη Νομική. Και για το μεροκάματο κατέφυγε για βοήθεια στον βουλευτή που ψήφιζε η οικογένειά της. Εκείνος της είπε: «Στο Νοσοκομείο Δρομοκαΐτειο, και να ’σαι ευχαριστημένη!». Η κυρία Ευσταθία έφυγε, έκλεισε την πόρτα, κατάφερε να πάρει και Proficiency στα αγγλικά και στο τέλος με εξετάσεις βρέθηκε στη ΔΕΗ.
Η επωδός είναι μία. Οπως μου την είπε, έτσι και τη μεταφέρω: «Δεν είναι εμπόδιο η μοίρα μας στη ζωή, κι ας μας έβαλε στον τράχηλο ζυγό. Εμείς θα φροντίσουμε να ζούμε με τον πόνο μας μαζί». Αφού τελείωσε η αφήγησή της, αργότερα με πήρε στο τηλέφωνο για να συμπληρώσει: «Σε παρακαλώ να γράψεις κι αυτό: Εύχομαι την ημέρα που πάνω απ’ όλους τους λαούς της Γης θα κυματίζει η σημαία της Ελευθερίας, της Ειρήνης και της Αδελφοσύνης. Τότε θα αναπαυτεί η ψυχή του αδικοχαμένου αδερφού μου».
Τι να πω; Τίποτα δεν έχω να πω. Ολα μα όλα τα είπε η κυρία Ευσταθία Τζούδα-Μητσώνια. Το λιγότερο που έχω να κάνω είναι να υποκλιθώ στον πόνο, στη μνήμη και την ψυχούλα της.
«Σκοτώσανε τους άντρες»
- Και εσείς τι κάνατε; «Δεν ξέρω γιατί οι μεγάλοι είχαν δώσει το κλειδί του σπιτιού σε μένα. Τότε άφησα με ειρωνεία να πέσει το κλειδί στο έδαφος. Εκείνη η στιγμή ήταν αποφασιστική για τις επιλογές μου στη ζωή. Οι αξίες της ζωής και όχι η ύλη. Καθοριστικές επιλογές που προέκυψαν όταν είδα το παρανάλωμα των Καλαβρύτων. Θυμάμαι, όταν ο μακαρίτης ο άντρας μου είπε να αγοράσουμε εξοχικό, εγώ του απάντησα πως δεν πιστεύω στην ιδιοκτησία, δεν θέλω τίποτα, μου φτάνει το διαμέρισμα που έχουμε. Είναι αρκετό, του είπα».
- Μετά τις εκτελέσεις εσείς καταφέρατε να σκαρφαλώσετε στον λόφο; «Θα σας τα πω όπως τα έζησα. Προχωρώντας οι Γερμανοί μάς έλεγαν να πάμε προς τα κάτω. Εριχναν μια σκόνη στα κτίρια και με μια ντουφεκιά τα κατεδάφιζαν αμέσως. Ο χρόνος δεν μετριέται μέσα στην αγωνία. Η διαταγή ήταν μία κουβέρτα και μιας ημέρας τρόφιμα. Εκεί που ήμασταν και καθόμασταν στα χωράφια, μια γυναίκα ξεμαλλιασμένη φώναζε, ούρλιαζε, σπάραζε: “Σκοτώσανε τους άντρες στου Καπή τη λάκκα”. Τότε αφήνει η αδελφή μου το μωρό και της λέει: “Εσένα ο άντρας σου διασώθηκε, τον τραβήξανε από τον σωρό”. Περιττό να σας πω ότι έναν-έναν τους σηκώνανε για τη χαριστική βολή. Η μητέρα μου με πήρε να ψάξουμε να βρούμε τον αδελφό μου. Είδα μυαλά έξω. Ετρεχα μέσα στα αγκάθια και τον είδα να τον φέρνουν. Το βράδυ άλλες πήγανε σε ερημοκλήσια και διανυκτέρευσαν. Εκείνο το βράδυ κάτω από το υπόστεγο να ρέει το αίμα. Ηρθαν και άλλοι δύο τραυματίες. Το αίμα να ρέει από τον γαμπρό μου. Να σφίγγει τις πληγές του η αδελφή μου να μην πεθάνει από αιμορραγία. Η μητέρα μου βρήκε τον αδελφό μου την άλλη μέρα μες στο αίμα. Υπήρξαν γυναίκες που είχαν ένα, δύο, τρία, τέσσερα θύματα. Παντού έρρεε αίμα». Επικρατεί σιγή κλάσματος δευτερολέπτου. Η αφήγησή της σου προκαλεί μεγάλη ανατριχίλα.
«Τότε έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης τα Stukas, τα αεροπλάνα. Βουτήξανε πάνω στα πτώματα και μετά σηκωθήκανε και φύγανε. Η δική μου εκδοχή είναι ότι ήρθαν να πάρουν φωτογραφίες για τους ανωτέρους τους και για τα αρχεία τους. Να καμαρώνουν τα... κατορθώματά τους! Ο πατέρας μου είχε πεθάνει προπολεμικά. Ο μεγάλος αδελφός σκοτώθηκε στον Πόλεμο του ’40. Ο άλλος εκτελέστηκε. Το μεγάλο, αξεπέραστο τίμημα. Οι γυναίκες με τη μαύρη μαντίλα ορθώθηκαν, άρπαξαν τα παιδιά τους και αγωνίστηκαν να γίνουν άνθρωποι. Κανένας δεν παρέκκλινε από τον σωστό δρόμο. Πώς αλλιώς να θάψουμε τους νεκρούς... Δίπλα μας η κυρα-Τασία έθαβε τον άντρα της και ταυτόχρονα τα τρία παιδιά της την τράβαγαν από το φουστάνι. Πιο δίπλα η οικογένεια Νικολάου με τέσσερα παιδιά, τον πατέρα και τον γαμπρό τους. Αλλες με τρία, με τέσσερα παιδιά. Λίγες γυναίκες είχαν χάσει μόνο έναν δικό τους άνθρωπο. Ελάχιστες».
- Και όταν ολοκληρώθηκε η σφαγή; «Το δεύτερο βράδυ πήγαμε σε ένα σπίτι, αλλά φοβόμασταν μήπως αναφλεγεί και καούμε. Πήγαμε σ’ ένα γειτονικό σπίτι και μείναμε 50 γυναικόπαιδα σ’ ένα σπίτι. Εγώ ήμουν 13, δεν κρύβω την ηλικία μου. Δοξάζω τον Θεό που είμαι ζωντανή. Ηρθανε από διπλανά χωριά και στην πλατεία μας μοίραζαν ψωμί και τυρί. Και την πέμπτη μέρα ήρθε από την Πάτρα ο Ερυθρός Σταυρός. Το βράδυ να πηγαίνουμε στα μνήματα μην τα σκυλιά σκάψουν και φάνε πτώματα που είχαμε θάψει. Η επιβίωση... μη ρωτάτε». Αποκαλυπτικό το φινάλε του μαρτυρίου της κυρίας Ευσταθίας.
«Η μητέρα μου με πήρε στη γενέτειρά της, το Αργος, να παρακολουθήσω μαθήματα. Μετά στην Πάτρα. Μετά έφερε το σχολείο στα Καλάβρυτα ένας φωτισμένος ιερωμένος, ο πατήρ Ευσέβιος. Το κράτος, για να μη χάσει ψήφους, έβγαλε εγκύκλιο λέγοντας πως όπου υπάρχουν περισσότερα παιδιά εκεί θα βάλουμε το Γυμνάσιο των Καλαβρύτων. Μα το Γυμνάσιο υπήρχε από τον 19ο αιώνα. Και ο Ευσέβιος αναγκάστηκε να προσθέσει και νεκρά παιδιά προκειμένου να γίνει το Γυμνάσιο»!
Τι απέγινε; Μπήκε στη Νομική. Και για το μεροκάματο κατέφυγε για βοήθεια στον βουλευτή που ψήφιζε η οικογένειά της. Εκείνος της είπε: «Στο Νοσοκομείο Δρομοκαΐτειο, και να ’σαι ευχαριστημένη!». Η κυρία Ευσταθία έφυγε, έκλεισε την πόρτα, κατάφερε να πάρει και Proficiency στα αγγλικά και στο τέλος με εξετάσεις βρέθηκε στη ΔΕΗ.
Η επωδός είναι μία. Οπως μου την είπε, έτσι και τη μεταφέρω: «Δεν είναι εμπόδιο η μοίρα μας στη ζωή, κι ας μας έβαλε στον τράχηλο ζυγό. Εμείς θα φροντίσουμε να ζούμε με τον πόνο μας μαζί». Αφού τελείωσε η αφήγησή της, αργότερα με πήρε στο τηλέφωνο για να συμπληρώσει: «Σε παρακαλώ να γράψεις κι αυτό: Εύχομαι την ημέρα που πάνω απ’ όλους τους λαούς της Γης θα κυματίζει η σημαία της Ελευθερίας, της Ειρήνης και της Αδελφοσύνης. Τότε θα αναπαυτεί η ψυχή του αδικοχαμένου αδερφού μου».
Τι να πω; Τίποτα δεν έχω να πω. Ολα μα όλα τα είπε η κυρία Ευσταθία Τζούδα-Μητσώνια. Το λιγότερο που έχω να κάνω είναι να υποκλιθώ στον πόνο, στη μνήμη και την ψυχούλα της.
Δημήτρης Δανίκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες