Τις συγκλονιστικές, ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της 27χρονης και όσα κατέθεσε στη Δικαιοσύνη αποκάλυψε την Κυριακή η εφημερίδα «ΜΠΑΜ» – Στοιχεία-φωτιά για τα έργα και τις ημέρες του σάτυρου παπά στα σπίτια-κοινόβια! του ΦΩΤΗ ΑΝ∆ΡΕΟΥ
Η μαρτυρία της ήταν η αφορμή για να μπει ένα τέλος σε όσα συνέβαιναν πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών-κοινοβίων στην πόλη του Αγρινίου.
Ήταν ο λόγος να κινητοποιηθούν η ελληνική ∆ικαιοσύνη και η Αστυνομία και να προχωρήσουν στη σύλληψη του 49χρονου ιερέα από το Αγρίνιο ο οποίος κατηγορείται γιατί, αντί με το κήρυγμά του να «ευφραίνει» τις ψυχές, «βίαζε» ακόμη και το μυαλό ανήλικων κοριτσιών.
Μαρτύριο
Η 27χρονη σήμερα κοπέλα μιλά ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές για τα έργα και τις ημέρες του ιερέα Θεόδωρου Δροσοπαναγιώτη, ο οποίος είχε εκδιωχτεί από διάφορες εκκλησίες χωριών της Αιτωλοακαρνανίας. Γιατί άραγε;
Σε μία από τις καταθέσεις της στους αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αγρινίου, αποσπάσματα της οποίας εξασφάλισε η «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ», η νεαρή γυναίκα περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το μαρτύριο που βίωνε για πολλά χρόνια η ίδια (νιώθοντας «αποστροφή και αηδία»), η αδελφή της, η οποία έπεσε θύμα βιασμού από τον 49χρονο, αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά που ζούσαν στα κοινόβια του Αγρινίου.
Βλέμματα «Κάθε φορά που τρώγαμε όλοι μαζί, ο παπα-Θόδωρος με κοίταζε με ένα επίμονο και έντονο βλέμμα, σιωπηλά, το οποίο ήταν, όπως αργότερα και όντας ενήλικη μπόρεσα να αντιληφθώ και να συνειδητοποιήσω, σεξουαλικά φορτισμένο. Το βλέμμα αυτό μου προκαλούσε έντονη ενόχληση». Ήταν τα πρώτα σημάδια της παρενόχλησης που ένιωσε η νεαρή κοπέλα, χωρίς όμως να ξέρει τι την περίμενε. «Όταν πήγαινα στη Γ΄ Γυμνασίου, μια μέρα, στο τέλος μιας εξομολόγησης, ανοίγοντας το φως, με πρόσχημα ότι η γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μας, μου έχει κάνει μάγια και έπρεπε να πιάσει το σώμα μου για να τα λύσει, με ανάγκασε να βγάλω μπροστά του την μπλούζα μου και να παραμείνω μόνο με το σουτιέν μου.
Βλέμματα «Κάθε φορά που τρώγαμε όλοι μαζί, ο παπα-Θόδωρος με κοίταζε με ένα επίμονο και έντονο βλέμμα, σιωπηλά, το οποίο ήταν, όπως αργότερα και όντας ενήλικη μπόρεσα να αντιληφθώ και να συνειδητοποιήσω, σεξουαλικά φορτισμένο. Το βλέμμα αυτό μου προκαλούσε έντονη ενόχληση». Ήταν τα πρώτα σημάδια της παρενόχλησης που ένιωσε η νεαρή κοπέλα, χωρίς όμως να ξέρει τι την περίμενε. «Όταν πήγαινα στη Γ΄ Γυμνασίου, μια μέρα, στο τέλος μιας εξομολόγησης, ανοίγοντας το φως, με πρόσχημα ότι η γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μας, μου έχει κάνει μάγια και έπρεπε να πιάσει το σώμα μου για να τα λύσει, με ανάγκασε να βγάλω μπροστά του την μπλούζα μου και να παραμείνω μόνο με το σουτιέν μου.
Στη συνέχεια ακούμπησε με τα χέρια του το στέρνο και το στήθος μου ολόγυρα και άρχισε να το χαϊδεύει, λέγοντάς μου πως αυτό είναι το σωστό, σύμφωνα με εντολή του πνευματικού που δήθεν είχε ήδη λάβει προηγουμένως».
Όμως η παρενόχληση δεν ήταν μία φορά αλλά σχεδόν καθημερινή, με αποτέλεσμα η 27χρονη, σήμερα, κάποια στιγμή να αρχίσει να νιώθει αποστροφή για το ανδρικό φύλο, μετά απ’ όσα είχε βιώσει.
Σύμφωνα με την κατάθεσή της, ο ιερέας:«Πραγματοποιούσε δε με την ίδια συχνότητα και την ακόλουθη πράξη: Ερχόταν από πίσω μου με το πρόσχημα να κάνει ‘‘κρακ’’ την πλάτη μου (δηλαδή να τεντώσει τη σπονδυλική μου στήλη), με αγκάλιαζε από πίσω και ακουμπούσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος μου και σπρώχνοντας το κορμί του προς το δικό μου έσπρωχνε το γεννητικό του όργανό στα οπίσθιά μου και τριβόταν, προφανώς για να διεγερθεί σεξουαλικά… Την ίδια κίνηση την έβλεπα να την κάνει και σε όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια του κοινοβίου. Τέλος, όλο το προαναφερόμενο διάστημα με έβαζε να κάθομαι στα πόδια του, με φιλούσε στα πλάγια στο λαιμό, στα μάγουλα και στο σβέρκο, γεγονός το οποίο με έκανε να νιώθω αποστροφή, αηδία και ανατριχίλα».
Η «εξομολόγηση»
Ο 49χρονος θέλοντας να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες του ορέξεις, φέρεται να φρόντιζε να βρίσκεται μόνος του με τα κορίτσια των δύο οικογενειών τις οποίες φιλοξενούσε στα δύο σπίτια.
Μία από τις ευκαιρίες που είχε ήταν όταν αποφάσιζε να εξομολογήσει την 27χρονη. «Πριν εισέλθω στον χώρο για εξομολόγηση, η οποία μόνο σε εμένα γινόταν κατά μόνας, δηλαδή στον χώρο ήμασταν μόνοι εγώ και ο παπα-Θόδωρος, πραγματοποιούσα μια κατάλληλη προετοιμασία, ένα τελετουργικό, ήτοι έπινα έναν αγιασμό που μύριζε περίεργα και είχε ιδιόμορφη γεύση, προξενώντας μου πλέον την υποψία ότι μπορεί να είχε κάποια ουσία μέσα, και έκανα μπάνιο με αυτόν».Το σκηνικό που δημιουργούσε ήταν κατάλληλο ώστε το νεαρό κορίτσι να νιώθει ανήμπορο να αντιδράσει.
«Κάθε φορά ο ιερέας με κάθιζε άλλοτε στο διπλό κρεβάτι, άλλοτε σε καρέκλα απέναντί του είτε μου χάιδευε τους μηρούς μου κοντά στα γεννητικά μου όργανα, είτε μου χάιδευε τα χέρια και μου απηύθυνε ερωτήσεις κυρίως ερωτικού περιεχομένου.
Πιο συγκεκριμένα με ρωτούσε επί λέξει: «Αν έχω σεξουαλικές ορμές και λογισμούς, αν έχω αγόρι, αν αυνανίζομαι… Τέλος, στο τέλος κάθε εξομολόγησης με έβαζε να γονατίζω μπροστά του για να μου διαβάσει την ευχή και με πλησίαζε τόσο κοντά που ένιωθα το γεννητικό του μόριο μέσα από το ράσο».
Η αδελφή της
Εκεί όμως που η 27χρονη έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της ήταν όταν άκουσε τη μικρή αδελφή της να μιλά για τον βιασμό της από τον 49χρονο ιερέα όταν ήταν ανήλικη.
«Το φθινόπωρο του 2020 έμαθα ότι από την τρυφερή ηλικία των 12 ετών ο ανωτέρω ιερέας Θεόδωρος Δροσοπαναγιώτης την κακοποιούσε σεξουαλικά, διενεργούσε πάνω της κατ’ εξακολούθηση πλήθος ασελγών και αποτρόπαιων πράξεων με αποκορύφωμα τον βιασμό της τον Μάιο του 2013!».
Τίποτα όμως δεν έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι κινήσεις του ιερέα Θεόδωρου Δροσοπαναγιώτη φαίνεται ότι γίνονταν βάσει σχεδίου με τελικό στόχο να ελέγχει πλήρως όλα τα μέλη των δύο οικογενειών με τις οποίες ζούσε. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, οι θρησκευτικές τελετές έπαιζαν σημαντικό ρόλο.
Σύμφωνα με την κατάθεση της 27χρονης: «Ο παπάς μας καλούσε στο σπίτι του όπου πραγματοποιούσε τελετές με διάφορα καθαγιασμένα λείψανα αγίων, όπως μας έλεγε, καθώς μας παρουσιαζόταν ως άτομο που έχει μεγάλη ευλογία και δύναμη από τον Θεό, πως είναι κάτι το ξεχωριστό, πως έχει στενή σχέση και επαφή με σεβάσμιο γέροντα-μοναχό του Αγίου Όρους, ήτοι τον γέροντα Ευθύμιο, και γενικά καλλιεργούσε συστηματικά μία σχέση εμπιστοσύνης και σεβασμού προς το πρόσωπό του».
«Πειθήνια»
Όμως οι τελετές δεν είχαν μόνο καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα. «Συμμετείχαμε πειθήνια σε όλες τις θρησκευτικές τελετές που οργάνωνε ο ιερέας, ακόμα και σε αυτές που ήταν ασυνήθιστες για τα εκκλησιαστικά δρώμενα, όπως τελετές σε νεκροταφεία βραδινές ώρες, τελετές με λείψανα και ιδιαίτερα αντικείμενα, κάποια εκ των οποίων μας υποχρέωνε να φέρουμε επάνω μας -ως φυλακτά-, ακόμα και μέσα στο ιερό, όπου θεωρητικά δεν επιτρέπονται κορίτσια».
Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι ο ιερέας φέρεται να είχε καταφέρει στα μάτια τους να μοιάζει με… Θεό. «Ο παπα-Θόδωρος ισχυριζόταν ότι είχε τη θεϊκή δύναμη να μπορεί να προβλέπει το μέλλον εκάστου προσώπου, καθώς υποτίθεται ότι ερχόταν σε επαφή και επικοινωνία πνευματική με κάποιους σεβάσμιους γέροντες-μοναχούς.
Με τις σχεδόν καθημερινές επαφές που είχαμε μας είχε πλέον προσηλυτίσει και πιστεύαμε ότι είναι ‘‘κωδικάνθρωπος’’ όπως ο ίδιος έλεγε, ότι δηλαδή μέσω κάποιων συγκεκριμένων κωδικών, αντικειμένων, ερμηνείας των άστρων και προγραμμάτων στον υπολογιστή, σημειωτέον ότι είχε στην κατοχή του 2-3 υπολογιστές, μπορούσε να έρχεται, όπως σας προείπα, σε επαφή πνευματική με σεβάσμιους γερόντους, που δήθεν ο ίδιος ήξερε, και να προβλέπει τα μελλούμενα για εμάς, να λύνει τα μάγια και να διενεργεί διάφορες πράξεις που του υπαγόρευαν.
Η επικοινωνία του αυτή πραγματοποιούνταν είτε πνευματικά είτε μέσω του υπολογιστή, είτε μέσω γραπτών μηνυμάτων που έστελναν οι γέροντες απευθείας στα δικά μας τα κινητά, όταν τα αποκτήσαμε, δημιουργώντας μας την ακλόνητη πεποίθηση ότι μας παρακολουθούν διαρκώς.
Εμφάνιζε τον εαυτό του ως Σωτήρα μας, καθώς ισχυριζόταν ότι εάν δεν μας είχε πάρει υπό την πλήρη προστασία και τον έλεγχό του εγώ θα γινόμουν π…να, η αδελφή μου μάγισσα, ο αδελφός μας κλέφτης, ενώ η μητέρα μας θα κατέληγε νεκρή».
«Μας εξωθούσε σε επαιτεία…»
Οι αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αγρινίου όταν αναζήτησαν τη σύζυγο του ιερέα αλλά και τις άλλες δύο μητέρες των παιδιών έμαθαν ότι «ήταν σε νησί και δουλεύουν». Αν και στην αρχή δεν το θεώρησαν κάτι σημαντικό, οι πληροφορίες που τους έδωσε η 27χρονη άλλαξαν την εικόνα που σχημάτισαν.
«Όσο ήμασταν ανήλικα μας εξωθούσε όλα τα παιδιά στην επαιτεία, μας ανάγκαζε να πηγαίνουμε σε άλλα μέρη προκειμένου να πουλήσουμε κεριά και τα οικονομικά οφέλη που αποκομίζαμε του τα παραδίδαμε.
Πιο συγκεκριμένα, πηγαίναμε είτε στο Αγρίνιο είτε σε διάφορες πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως Θεσσαλονίκη, Ναύπλιο, μέναμε σε ξενοδοχεία και τα πωλούσαμε σε καταστήματα και περαστικούς λέγοντας ότι ‘‘βγήκαμε στο μικρό μεροκάματο για να βοηθήσουμε την οικογένεια της ξαδέρφης μας, μπορείτε να βοηθήσετε;’’».
Η οικονομική εκμετάλλευση όμως δεν σταματούσε καθώς ο σκοπός ήταν «ιερός». «Πολλές φορές προφασιζόταν ότι οι γέροντες είχαν αρρώστιες και έπρεπε να συγκεντρωθούν χρήματα για τη θεραπεία τους, καθώς επίσης και ότι, επειδή ο υιός του προοριζόταν για ανώτερα ιερατικά αξιώματα, έπρεπε όλοι να συνδράμουμε τη χρηματοδότηση των σπουδών του».
Η 27χρονη κοπέλα ξέφυγε από τον εφιάλτη που ζούσε για χρόνια όταν εισήχθη στο Πανεπιστήμιο, χωρίς όμως να μπορεί να φανταστεί τι θα αντιμετώπιζε όταν πήγαινε στο Αγρίνιο για να επισκεφτεί την οικογένειά της.
«Όταν γυρνούσα στο Αγρίνιο και στο σπίτι μου δεν έβρισκα κανέναν, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί τους, αφού ο ιερέας επιδίωκε την πλήρη απομάκρυνση της οικογένειάς μου από εμένα, γιατί εγώ ήμουν ‘‘αμαρτωλή’’ πλέον και είχα φύγει από τον ίσιο δρόμο».
Υλικό
Τα δύο σπίτια όπου έμεναν οι δύο οικογένειες μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του ιερέα Θεόδωρου Δροσοπαναγιώτη ήταν αθέατα για τα μάτια του κόσμου, ώστε κανείς να μη γνωρίζει τι κρύβεται πίσω από τις κλειστές πόρτες.
«Τα είχε καλύψει γύρω με διάφορες κατασκευές από καλάμια, γυψοσανίδες, πανιά κ.λπ., ώστε πλέον γείτονες, περαστικοί κ.ά. δεν μπορούσαν να έχουν καμία οπτική επαφή από το εσωτερικό», περιγράφει η 27χρονη, ενώ ενημέρωσε τους αστυνομικούς ότι «ο ιερέας χρησιμοποιεί σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, συσκευές κινητής τηλεφωνίας, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και είμαι πεπεισμένη ότι μεταξύ άλλων διατηρεί αρχειακό φωτογραφικό υλικό. Δεν γνωρίζω αν πλέον έχει ανησυχήσει και το έχει διαγράψει ή το έχει αποκρύψει καλύτερα από ό,τι στο παρελθόν».
Ο ιερέας μετά την απολογία του προφυλακίστηκε, ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι το επόμενο χρονικό διάστημα αναμένονται εξελίξεις όσον αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί 11/7/21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες