Αύξηση του κατώτατου μισθού στα προ μνημονίων επίπεδα, και συγκεκριμένα στα 751 ευρώ εντός του 2021, ζητεί η ΓΣΕΕ, ανοίγοντας τη διαδικασία αναπροσαρμογής του, μια διαδικασία που έχει αναβληθεί δύο φορές λόγω της πανδημίας και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος Ιουλίου. Αν και ο πήχυς βρίσκεται χαμηλά λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και των συνεπειών της σε όλους τους τομείς της εγχώριας οικονομίας, το υπουργείο Εργασίας αποφάσισε να εκκινήσει την 4μηνη διαδικασία προκειμένου να κατατεθούν εκθέσεις από το σύνολο των εμπλεκόμενων κοινωνικών εταίρων αλλά και φορέων και επιστημονικών ινστιτούτων.
Σύμφωνα δε με παράγοντες της αγοράς, το επικρατέστερο σενάριο είναι ότι ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ θα παραμείνει «παγωμένος» έως το τέλος του 2021 και τις αρχές του 2022, όταν θα εκκινήσει εκ νέου η ετήσια διαδικασία αναπροσαρμογής του. Υπάρχουν βέβαια και εισηγήσεις για μικρή αύξηση που δεν θα ξεπερνά το 1% με 2%, κυρίως για ψυχολογικούς λόγους.
Η ΓΣΕΕ, πάντως, παρουσιάζοντας την πρότασή της τάχθηκε υπέρ μιας σημαντικής αύξησης της τάξεως του 15,5%, με τον επικεφαλής του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) Γιώργο Αργείτη να επισημαίνει πως, με βάση τα επιστημονικά ευρήματα, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να ανέλθει αρχικά στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα. Στην πράξη αυτό οδηγεί σε νέο κατώτατο μισθό αυξημένο κατά 133 ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat) ή κατά 159 ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ) από τα επίπεδα των 650 ευρώ που είναι σήμερα. Η πρόταση της ΓΣΕΕ κάνει λόγο για άμεση αύξηση του μισθού στα 751 ευρώ για φέτος και στη συνέχεια την αναπροσαρμογή του στα 809 ευρώ (στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού) το πρώτο τρίμηνο του 2022. Τονίζει δε ότι κάτι τέτοιο θα επηρεάσει το 34% των απασχολουμένων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το στοιχείο που περιλαμβάνεται στην πρόταση της ΓΣΕΕ και δείχνει ότι, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% το 2019, παραμένει κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας, αφού αντιστοιχεί στο 48,2% του διάμεσου μισθού. «Είναι συνεπώς απολύτως αναγκαίο να ενεργοποιηθούν διαδικασίες αύξησης και προσαρμογής του κατώτατου μισθού», δηλώνει ο πρόεδρος της συνομοσπονδίας, Γιάννης Παναγόπουλος. Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη διαδικασία, που ξεκίνησε στα τέλη Μαρτίου, προσκλήθηκαν εγγράφως από την τριμελή επιτροπή εξειδικευμένοι επιστημονικοί και λοιποί φορείς, μεταξύ των οποίων η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και τα ινστιτούτα των κοινωνικών εταίρων, προκειμένου να συντάξουν τις εκθέσεις τους. Το ΚΕΠΕ θα πρέπει να συντάξει την τελική εισήγηση προς το υπουργείο Εργασίας, χωρίς όμως η πρότασή του αυτή να είναι δεσμευτική. Η διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος Ιουλίου με την εισήγηση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστή Χατζηδάκη στο υπουργικό συμβούλιο για το νέο ύψος του κατώτατου μισθού.
Η ΓΣΕΕ, πάντως, παρουσιάζοντας την πρότασή της τάχθηκε υπέρ μιας σημαντικής αύξησης της τάξεως του 15,5%, με τον επικεφαλής του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) Γιώργο Αργείτη να επισημαίνει πως, με βάση τα επιστημονικά ευρήματα, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να ανέλθει αρχικά στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα. Στην πράξη αυτό οδηγεί σε νέο κατώτατο μισθό αυξημένο κατά 133 ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat) ή κατά 159 ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ) από τα επίπεδα των 650 ευρώ που είναι σήμερα. Η πρόταση της ΓΣΕΕ κάνει λόγο για άμεση αύξηση του μισθού στα 751 ευρώ για φέτος και στη συνέχεια την αναπροσαρμογή του στα 809 ευρώ (στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού) το πρώτο τρίμηνο του 2022. Τονίζει δε ότι κάτι τέτοιο θα επηρεάσει το 34% των απασχολουμένων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το στοιχείο που περιλαμβάνεται στην πρόταση της ΓΣΕΕ και δείχνει ότι, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% το 2019, παραμένει κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας, αφού αντιστοιχεί στο 48,2% του διάμεσου μισθού. «Είναι συνεπώς απολύτως αναγκαίο να ενεργοποιηθούν διαδικασίες αύξησης και προσαρμογής του κατώτατου μισθού», δηλώνει ο πρόεδρος της συνομοσπονδίας, Γιάννης Παναγόπουλος. Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη διαδικασία, που ξεκίνησε στα τέλη Μαρτίου, προσκλήθηκαν εγγράφως από την τριμελή επιτροπή εξειδικευμένοι επιστημονικοί και λοιποί φορείς, μεταξύ των οποίων η Τράπεζα της Ελλάδος, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και τα ινστιτούτα των κοινωνικών εταίρων, προκειμένου να συντάξουν τις εκθέσεις τους. Το ΚΕΠΕ θα πρέπει να συντάξει την τελική εισήγηση προς το υπουργείο Εργασίας, χωρίς όμως η πρότασή του αυτή να είναι δεσμευτική. Η διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος Ιουλίου με την εισήγηση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστή Χατζηδάκη στο υπουργικό συμβούλιο για το νέο ύψος του κατώτατου μισθού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες