Από το βιβλίο της Βασιλικής Λάζου* «Γυναίκες και Επανάσταση 1821», κεφ. 5ο. «Η καταστροφή και οι φλόγες της Κυδωνίας, η απάνθρωπη και βάρβαρη σφαγή των Χιωτών, η απρόσμενη αιχμαλωσία της Κρήτης, της Κάσου, και της Εύβοιας, η ξαφνική καταστροφή των Ψαρών, οι εμπρησμοί διαφόρων χωριών και πόλεων της Ελλάδος, η υποδούλωση των κατοίκων της και τα δύστυχα θύματα όλων αυτών των συμφορών παραμένουν ζωντανά μέσα στο μυαλό μας. Σχεδόν όλες μας έχουμε δει μητέρες να πεθαίνουν στην αγκαλιά της κόρης τους, κόρες ν’ αφήνουν τον τελευταίο τους αναστεναγμό κοντά στους ετοιμοθάνατους γονείς τους, βρέφη να κρέμονται ακόμα απ’ το στήθος των άψυχων μανάδων τους. Γύμνια, πείνα, κρύο, και θάνατος […]
«Επιστολή προς Φιλελληνίδες του Φύλου τους στην Υπόλοιπη Ευρώπη που έχουν κλάψει για τη Δυστυχία τους»
(5 Αυγούστου 1825)[1]
Στα χρόνια του πολέμου της ανεξαρτησίας πολλές γυναίκες έπεσαν θύματα αιχμαλωσίας και πουλήθηκαν ως δούλες στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Δεν ήταν κάτι παράξενο και οπωσδήποτε δεν ήταν κάτι πρωτοφανές. Η δουλεία ως κοινωνικός και οικονομικός θεσμός που επέτρεπε την κατοχή και τη χρησιμοποίηση ανθρώπων ως μέσων παραγωγής ήταν διαδεδομένη από την αρχαιότητα.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια νομιμοποιημένη πρακτική με διευρυμένο και σύνθετο περιεχόμενο που αποτελούσε σημαντικό μέρος της οικονομίας και της παραδοσιακής κοινωνίας.
Αρσενικοί δούλοι χρησιμοποιούνταν στο στρατό ή στη διοίκηση, αποκτώντας ενίοτε υψηλό κοινωνικό καθεστώς ή ακόμη και πολιτική δύναμη, ενώ γυναίκες σκλάβες που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία, προορίζονταν για το χαρέμι, οικιακές δουλειές και αγροτικές εργασίες στην ύπαιθρο.
Εκατοντάδες χιλιάδες σκλάβοι από την Κεντρική Αφρική, το Σουδάν, την Αιθιοπία και τον Καύκασο διακινούνταν στις θάλασσες και τα λιμάνια της Οθωμανικής Ανατολής. Περίπου 16.000-18.000 σκλάβοι το χρόνο εισάγονταν στην αυτοκρατορία τα πρώτα 70 χρόνια του 19ου αιώνα[2] ενώ υπολογίζεται ότι έως το τέλος του αιώνα το 5% του συνολικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προέρχονταν από δούλους[3].Παρά τη σκληρή κριτική της εμπορίας ανθρώπων από «τη σοφή και φιλάνθρωπο Ευρώπη», τις ευρωπαϊκές, κυρίως βρετανικές πιέσεις, για κατάργηση της δουλείας και τις μεταρρυθμίσεις, του Τανζιμάτ και μεταγενέστερων περιόδων(1830-1880), ο θεσμός της δουλείας ήταν βαθιά συνδεδεμένος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και διατηρήθηκε ως τη διάλυσή της στις αρχές του 20ου αιώνα. Το δουλεμπόριο και οι ποικίλες συνδεόμενες δραστηριότητες ήταν μια εξαιρετικά επικερδής επιχείρηση. Τόσο για αυτούς που τη πραγματοποιούσαν, τους μεγαλέμπορους και τους διακινητές, όσο και για το οθωμανικό κράτος, το οποίο ασκούσε κρατικό έλεγχο στο δουλεμπόριο και εισέπραττε φόρο (pencik), που ισοδυναμούσε με το 1/5 της αξίας του δούλου από κάθε αγοραπωλησία[4].
Εκτός από τις αρπαγές και το σύνηθες δουλεμπόριο ο πόλεμος αποτελούσε εξίσου σημαντική πηγή απόκτησης δούλων με τους αιχμαλώτους να συνιστούν διαχρονικά λεία στο έλεος των νικητών. Κατά το ισλαμικό δίκαιο, οι άνδρες αιχμάλωτοι πολέμου θανατώνονταν, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά πωλούνταν, αρχή η οποία δεν τηρούνταν πάντα με αυστηρότητα. Σύμφωνα με το Κοράνι, σκλάβοι μπορούσαν να γίνουν μόνο οι μη-Μουσουλμάνοι ενώ απαγορευόταν ρητά η υποδούλωση των «πιστών».
Οι χριστιανοί, ως ένας από τους λαούς της Βίβλου, ανήκαν ‒ μαζί με τους Εβραίους ‒ στην κατηγορία των ζιμμήδων και ως εκ τούτου απολάμβαναν το σεβασμό των μουσουλμάνων στην επικράτεια του Ισλάμ, με αντάλλαγμα την υποταγή.
Σε περίπτωση όμως που εξεγείρονταν εναντίον του Σουλτάνου, όπως συνέβη με την ελληνική επανάσταση, ή βοηθούσαν τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας, εξέπιπταν αυτομάτως στο καθεστώς του χαρμπί, δηλαδή του εχθρού, και τιμωρούνταν με δουλοποίηση και απαλλοτρίωση της περιουσίας τους.
Σε αυτό το νομικό και θρησκευτικό πλαίσιο ο εξανδραποδισμός ή ο θάνατος ήταν η «τύχη» που περίμενε τους επαναστάτες σε περίπτωση ήττας στις μάχες και τις πολιορκίες του αγώνα της ανεξαρτησίας. Αυτοκρατορικό φιρμάνι της 3ης Μαΐου 1821, λίγες ημέρες μετά την έκρηξη της επανάστασης όριζε ότι «τα παραγγέλματα του Ιερού Σερή επιβάλλουν όπως αυτοί μεν οι άπιστοι διαπερώνται εν στόματι ρομφαίας, τα τέκνα και αι γυναίκες των εξανδραπωδίζωνται, τα υπάρχοντά των διανέμωνται μεταξύ των πιστών νικητών του Ισλάμ, αι δε εστίαι των παραδίδωνται εις το πυρ και την τέφραν ούτως ώστε ούτε αλέκτορος φωνή να μην ακουσθή πλέον εν αυταίς».[5]
Από την άλλη παρά τις προσπάθειες της νεαρής ελληνικής διοίκησης να αποτρέψει το εμπόριο ανθρώπων, ίδια ήταν και η τύχη των Τούρκων αιχμαλώτων, όσων γυναικών και παιδιών βρέθηκαν με την έναρξη της επανάστασης στην ύπαιθρο, προσωρινά ή μόνιμα εγκατεστημένοι και δεν μπόρεσαν έγκαιρα να κλειστούν στα κάστρα και στις οχυρωμένες πόλεις, όσων αιχμαλωτίστηκαν κατά την παράδοση ή άλωση των φρουρίων αυτών και όσων έπιαναν οι Έλληνες ναυτικοί σε εμπορικά και πολεμικά πλοία στις περιπολίες τους στο Αιγαίο. Αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 3 αναλυτικά η τύχη των μουσουλμάνων της Πελοποννήσου ύστερα από την άλωση της Τριπολιτσάς και των άλλων κάστρων του Μοριά (σ.σ. «Γυναίκες μέσα και έξω από τα τείχη της Τριπολιτσάς» σελ. 116-134). Το ίδιο έγινε με τις νέες και όμορφες Τουρκάλες στην πρώτη πολιορκία της Ακρόπολης οι οποίες πωλήθηκαν με την προσδοκία χρηματικής ωφέλειας και προσπορισμού λύτρων ενώ ένας αριθμός γυναικών κρατήθηκαν με σκοπό την ανταλλαγή με αιχμάλωτες Ελληνίδες[6].
Οι συνέπειες της αιχμαλωσίας ήταν γνωστές στους ανθρώπους της εποχής που βρέθηκαν στη δίνη των πολεμικών συγκρούσεων. Για αυτό και φρόντιζαν να απομακρύνουν τον άμαχο πληθυσμό, γυναίκες και παιδιά, από τις ζώνες του πολέμου. Δεν ήταν μόνο ζήτημα επιβίωσης για όσους παρέμειναν αλλά και διάσωσης των αδυνάτων από τα δεινά της επαπειλούμενης αιχμαλωσίας.
Γυναίκες από το Μεσολόγγι στάλθηκαν στον Κάλαμο και σε άλλα Ιόνια νησιά. Γυναίκες από τη Μακεδονία βρήκαν καταφύγιο στις βόρειες Σποράδες. Οι Αθηναίες μεταφέρθηκαν στη Σαλαμίνα. Τα γυναικόπαιδα προστατεύονταν όσο καιρό βρισκόντουσαν μακριά από τις περιοχές που δεχόταν επίθεση παρόλο που οι δυσκολίες ήταν αναπόφευκτες.
Πολλά είναι τα περιστατικά που αναφέρονται στις πηγές για την πανικόβλητη η φυγή των γυναικών και των παιδιών που αναζητούσαν καταφύγιο στα βουνά, σε σπηλιές και σε απόκρημνα μέρη όταν πλησίαζαν τα οθωμανικά στρατεύματα[7]. Τα Ιόνια Νησιά, κοντά στην Πελοπόννησο και τη Δυτική Ελλάδα, ήταν ένα συνηθισμένο μέρος καταφυγής παρά τα εμπόδια που έθεταν κατά καιρούς οι Βρετανοί. Το ίδιο και κάποια κάστρα όπως το Χλεμούτσι στην Ηλεία ή μεγάλα οχυρωμένα μοναστήρια σαν το Μέγα Σπήλαιο στα Καλάβρυτα[8].
Στα κάστρα και τις οχυρωμένες πόλεις αναζήτησαν καταφύγιο και οι μουσουλμάνοι του Μοριά. Δεν ήταν ακόμα ασυνήθιστο για νεαρά κορίτσια και γυναίκες με μικρά παιδιά να επιλέγουν την αυτοκτονία από το να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών.
Παρά τις προσπάθειες προστασίας και διαφυγής από τις διακεκαυμένες ζώνες οι αιχμαλωσίες γυναικών που ακολούθησαν την καταστολή της επανάστασης από τον οθωμανικό στρατό και στόλο ήταν μαζικές[9]. Όταν στις 13 Απριλίου 1822 ο βαλής της Θεσσαλονίκης, Εμπού Λουμπούτ, κατέλαβε τη Νάουσα επικεφαλής 20.000 ανδρών η πόλη μεταβλήθηκε σε κόλαση.
Η παράδοση αναφέρει ότι 13 νέες γυναίκες προτίμησαν να πέσουν στον καταρράκτη της γέφυρας της Αράπιτσας για να μην ατιμαστούν από τους Τούρκους. Όλοι οι άντρες αιχμάλωτοι σφάχθηκαν ή απαγχονίστηκαν και οι γυναίκες και τα παιδιά τους εξανδραποδίσθηκαν[10].
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν όσα συνέβησαν τον Απρίλιο 1822 στη Χίο, ένα νησί με στρατηγική θέση, ανθηρό εμπόριο και ικανό εργατικό δυναμικό που παρήγε την πολύτιμη μαστίχα. Η επανάσταση ξέσπασε στις 11 Μαρτίου 1822, με την απόβαση εκστρατευτικού σώματος Σαμιωτών. Στις 30 Μαρτίου κατέπλευσε στο νησί ο οθωμανικός στόλος υπό την ηγεσία του Καρά Αλή και με τη σύμπραξη τοπικών στρατιωτικών δυνάμεων του Βεχίτ πασά έλυσε την πολιορκία όσων Οθωμανών είχαν καταφύγει στο κάστρο. Με υπερβάλλοντα ζήλο στην εκτέλεση της σουλτανικής εντολής «προς παραδειγματισμόν των αποστατριών πόλεων και νησίων» ο Καρά-Αλής και ο Βαχίτ διέταξαν την άνευ διακρίσεως και οίκτου εξόντωση του ορθόδοξου πληθυσμού. Σε αυτή συμμετείχαν άτακτοι μουσουλμάνοι που κατέφθαναν από τις ακτές της Μικράς Ασίας με κάθε είδους πλεούμενο για λεηλασία και εκδίκηση. Φονεύθηκαν βρέφη έως 3 ετών, νέοι και άνδρες από 12 ετών και άνω και γυναίκες άνω των 40 ετών. Ο Πουκεβίλ περιέγραψε με μελανά χρώματα τη σκηνή. «Αι φλόγες φωτίζουσι σκηνάς ασελγείας και βαρβαρότητος ανηκούστους εν τη ιστορία. Ενώ αι γυναίκες συρόμεναι από της κόμης, βιάζονται εν μέσω των νεκρών και των θνησκόντων, Δερβίσαι οινοβαρείς ορχούνται κύλλω των σωρών των πτωμάτων […] εγείροντες πυραμίδας εκ κεφαλών, άνωθεν των οποίων στήνουσι τας σημαίας αυτών, σχηματίζοντες ορμαθούς ώτων, προωρισμένους να κοσμήσουσι την πρύμναν των οθωμανικών πλοίων»[11]. Αν και οι σφαγές ήταν το σύνηθες μέτρο που λάμβανε η οθωμανική διοίκηση για να καταστείλει τις εξεγέρεσεις των υπόδουλων, η μαζικότητα και η χρονική διάρκειά της σφαγής της Χίου έλαβαν ευρεία δημοσιότητα και συγκλόνισαν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη[12].
Αμέσως μετά τα «γιουρούσια», ακολούθησε η σκληρή μοίρα της αιχμαλωσίας. Κορίτσια από 3 ετών, γυναίκες έως 40 ετών και αγόρια από 3 έως 12 αιχμαλωτίστηκαν και πωλήθηκαν ως σκλάβοι. Πρώτος σταθμός η κεντρική πλατεία Βουνακίου στο Φρούριο της πόλης. Εκεί είχε στηθεί ένα αυτοσχέδιο σκλαβοπάζαρο. Ο Ολλανδός πρόξενος Πάσκουα περιγράφει πως «η πόλις ομοιάζει προς εμποροπανήγυριν: πωλούνται δούλαι, ποικίλα είδη, χαλκός, επίχρυσα αντικείμενα, άργυρος, τα πάντα εις δημοπρασίαν.
Εις την πόλιν δε βλέπει κανείς άλλο παρά Τούρκους να πωλούν γυναίκας και παιδία […] Είναι σπαρακτικό να βλέπεις τα σκλαβόπουλα να τα σέρνουν σαν κοπάδι κατσικιών και να τα πουλάνε ένα ή δύο γρόσια το κεφάλι».[13] Ηλικία, χρώμα δέρματος, σωματότυπος, χαρακτηριστικά αλλά και κοινωνική θέση καθόριζαν την τιμή.
Αξιωματούχοι, στρατιώτες και άτακτοι μετέφεραν το πολύτιμο εμπόρευμά τους στο τελωνείο, όπου τα στοιχεία και το όνομα του κατόχου καταγράφονταν σε κατάστιχα. Οι ιδιοκτήτες υποχρεώνονταν να καταβάλουν ένα μικρό αντίτιμο, είκοσι γρόσια για κάθε σκλάβο, προκειμένου να πάρουν τον «τσεκερέ», το έγγραφο το οποίο πιστοποιούσε το δικαίωμα ιδιοκτησίας επί των σκλάβων και των απογόνων τους. Κατά αυτόν τον τρόπο ο σκλάβος μεταβιβαζόταν αυτόματα στον επόμενο κάτοχο, εάν ο κύριος του αιχμαλώτου αποφάσιζε να τον πουλήσει[14].
Πολλοί αιχμάλωτοι όμως μεταφέρονταν σε σημεία πώλησης χωρίς να έχει ακολουθηθεί αυτή η τυπική διαδικασία. Στη συνέχεια διοχετεύονταν στα σκλαβοπάζαρα στα μεγάλα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέχρι τα βάθη της Ανατολής. Σύμφωνα με τη στατιστική του τουρκικού τελωνείου μέχρι την 25η Μαΐου 1822 είχε πληρωθεί δικαίωμα μεταφοράς 41.000 ανθρώπων[15]. Περίπου 8-9.000 Έλληνες αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στο Κάιρο το οποίο μαζί με την Κωνσταντινούπολη αποτελούσαν τα μεγαλύτερα κέντρα υποδοχής Ελλήνων σκλάβων.[16]
Τους μήνες που ακολούθησαν η ροή έγινε ανεξέλεγκτη και ο αριθμός των αιχμαλώτων που διαπεραιώθηκαν στην Μικρασιατική ακτή αυξήθηκε[17]. Συγκλονιστικές είναι οι περιγραφές του εφημέριου του ναού της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, R. Walsh για τη δημόσια πώληση των γυναικών και κοριτσιών της Χίου στα σκλαβοπάζαρα.
«Οι αγοραπωλησίες γίνονταν συνήθως στο Αουρούτ Μπαζάρ, το Γυναικοπάζαρο. Ήταν ένα τετράγωνο κτίριο με ανοιχτή αυλή στη μέση. Γύρω – γύρω υπήρχαν εξέδρες για έκθεση με Αφρικανές σκλάβες. Οι λευκές και οι γυναίκες μεγαλύτερης αξίας βρίσκονταν σε κάμαρες με καφασωτά παράθυρα. Εκεί το παζάρι γινόταν με κάποια ευπρέπεια […]. Αλλά οι Χιώτισσες ήταν τόσες πολλές που τις πουλούσαν στις πλατείες και στους δρόμους»[18]. Οι αγοραπωλησίες σταμάτησαν στις 19 Ιουνίου 1822 ύστερα από επέμβαση της αδελφής του σουλτάνου, στην οποία ανήκε η Χίος.
Το σκηνικό των σφαγών και της αιχμαλωσίας γυναικών επαναλήφθηκε το ίδιο ζοφερό δύο και πλέον χρόνια μετά την καταστροφή της Χίου σε δύο νησιά που είχαν προσφέρει από την αρχή του Αγώνα τις αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις τους στην υπηρεσία της Επανάστασης. Στα τέλη Μαΐου 1824 ο αιγυπτιακός στόλος αποβίβασε στην Κάσο χιλιάδες ενόπλους που προέβησαν σε συστηματικές σφαγές, λεηλασίες και αιχμαλωσίες[19].
Το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου σειρά είχαν τα Ψαρά. H σθεναρή αντίσταση των ντόπιων και των προσφύγων από τη Χίο, τα Mοσχονήσια και τα μικρασιατικά παράλια δεν μπόρεσε να αποτρέψει την απόβαση και την κατάληψη του νησιού.
Περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους και πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ ένα μεγάλο κύμα προσφύγων κατευθύνθηκε στην Αίγινα και σε νησιά των Κυκλάδων. Οι μαζικοί θάνατοι στη Νάουσα, τη Χίο, τα Ψαρά, στην Κάσο και νωρίτερα μέσα στο δεύτερο μισό του 1821 στην Κρήτη, στην Κω, στις Κυδωνίες, στη Λήμνο, στη Σαμοθράκη, στη Θεσσαλονίκη και αλλού αποτύπωναν με αίμα «τα νοητά γεωγραφικά όρια του ελληνικού εθνικού χώρου»[20].
Όπως εύστοχα παρατηρούσε ο Ιωάννης Φιλήμων «ο πόλεμος είχε χαρακτήρα γενικόν εν όλη τη τουρκική επικρατεία, όπου κατώκουν Έλληνες και εν γένει ορθόδοξοι. Ως δε οι Έλληνες κατεδίωκον πάντα Τούρκον παντός τόπου ως κοινόν εχθρόν, ούτω και οι Τούρκοι εθεώρουν πάντα Έλληνα ορθόδοξον παντός τόπου ως επαναστάτην πνεύματι, καίτοι μη επαναστάτην πράγματι»[21]. Επρόκειτο για έναν αγώνα εξόντωσης στον οποίο το αμοιβαίο μίσος είχε δημιουργήσει μια άσπονδη εχθρότητα.
Ζοφερή ήταν και η τύχη των 3.000 περίπου γυναικών και των παιδιών που αιχμαλωτίστηκαν ύστερα από την πτώση του Μεσολογγίου.[22] Το πρώτο σκλαβοπάζαρο στήθηκε στο στρατόπεδο του Κιουταχή σε απόσταση ενός μιλίου από τους καταυλισμούς των Αράβων μέσα σε μια ατμόσφαιρα πόνου και απελπισίας.
Πρώτα οι αιχμάλωτες απογυμνώνονταν από κάθε πολύτιμο ή σχετικά καλό έφεραν πάνω τους, όπως φορέματα και στολίδια, και στη συνέχεια πωλούνταν[23]. Δεν ήταν σπάνιο, γράφει ο Alphonso Nuzzo Mauro, να πουληθεί μια γυναίκα τέσσερις και πέντε φορές την ίδια μέρα, καθώς ο κάθε αγοραστής ικανοποιούσε το καπρίτσιο του και την πούλαγε με κέρδος στον επόμενο.
Ο Ιταλός γιατρός δίνει μια γλαφυρή περιγραφή του σκλαβοπάζαρου. «Εκεί εξετάζονταν το ανθρώπινο εμπόρευμα σε όλα τα σημεία του σώματος ακόμα και στα απόκρυφα, πριν καθοριστεί η τιμή. Ο αγοραστής πασπάτευε το εμπόρευμα για να βεβαιωθεί για την ποιότητα της σάρκας. Πρόσταζε λ.χ. τη σκλάβα να ανοίξει το στόμα για να διαπιστώσει την κατάσταση των δοντιών της κλπ, κλπ. Αν του άρεσε το εμπόρευμα πλήρωνε και το έπαιρνε. Έτσι η αδελφή χωρίζονταν από τον αδελφό και το παιδί από τη μητέρα. Το παιδί αρπάζονταν δυνατά από τα φορέματά της. ο αγοραστής έσερνε βίαια τη μάνα και ένας άλλος το παιδί. Με τα μάτια στεγνά πια από τα δάκρυα η μητέρα αγκομαχώντας από την εξάντληση, το φόβο και την κακομεταχείριση, έβλεπε με ένα πνιχτό λυγμό το παιδί της που έκλαιγε απελπισμένα».
Μια γυναίκα αγοραζόταν όσο και ένα άλογο, ένα όμορφο αγόρι σε διπλή ή τριπλή τιμή. Τις γριές και τις άσχημες τις πουλούσαν σε ευτελείς τιμές. Και όταν οι βάρβαροι στρατιώτες δεν εύρισκαν αγοραστή τις σκότωναν μερικές φορές για διασκέδαση και για να δείξουν τη δεξιοτεχνία τους στον αποκεφαλισμό με ένα μόνο χτύπημα σπαθιού[24].
Η ανθρώπινη λεία διασκορπίστηκε στη συνέχεια σε όλες τις περιοχές της Αυτοκρατορίας, κυρίως στην Αίγυπτο και στις ελεγχόμενες από τον αιγυπτιακό στρατό περιοχές, Μεθώνη, Κορώνη και Νεόκαστρο, όπως και την Ήπειρο και αλβανικές περιοχές από όπου προέρχονταν τα στρατεύματα που πολιόρκησαν το Μεσολόγγι[25].
Γυναίκες όλων των ηλικιών και παιδιά κάτω των 16 ετών με καταγωγή από το Μεσολόγγι συνάντησε στο αιγυπτιακό σκλαβοπάζαρο της Μεθώνης ο Γάλλος γιατρός Charles Deval που ταξίδεψε στο Μοριά τη διετία 1825-1826. Οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες είχαν πουληθεί σε εξευτελιστική τιμή και δούλευαν σαν υποζύγια. Οι δουλέμποροι παρουσίαζαν το εμπόρευμα διαλαλώντας την τιμή. Ένας απ’ αυτούς πλησίασε τον Deval ρωτώντας τον, «Καπετάνιε, θέλεις αυτή τη Σουλιωτοπούλα;»[26].
Μαζικές ήταν και οι αιχμαλωσίες γυναικών, όπως και παιδιών, ύστερα από τις συνεχόμενες επιδρομές των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ (1825-1827) σε κάθε γωνιά της Πελοποννήσου. Οι άμαχοι ήταν ένα περιζήτητο και πολύ ανταποδοτικό εμπόρευμα. Γυναικόπαιδα από τη Βυτίνα και την ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Καρύταινας, το Άργος, την Πάτρα, τα χωριά των Καλαβρύτων και το Ναβαρίνο οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης.
Από τη στιγμή της αιχμαλωσίας τους οι γυναίκες αποτελούσαν ιδιοκτησία εκείνου που τις αιχμαλώτιζε ο οποίος μπορούσε να τις διαθέσει κατά βούληση και να τις πουλήσει στο σκλαβοπάζαρο. Την πρώτη διαλογή κρατούσαν οι σερασκέρηδες και οι αξιωματικοί. Κάποιες προσφέρονταν ως δώρα στους Ευρωπαίους αξιωματικούς[27]. Ο βιασμός ήταν η πρώτη φάση των δοκιμασιών.
Μια εικοσιπεντάχρονη Ελληνίδα σκλάβα διηγήθηκε στους Αμερικανούς εθελοντές Jonathan Miller και George Jarvis τα βάσανά της. «Αφού σκοτώθηκε ο άντρας μου έπεσα στα χέρια μιας ομάδας Αράβων. Ο Θεός να με συγχωρέσει για τα κρίματά μου. Γιατί να μη πεθάνω προτού με βρει τέτοια συμφορά»[28].
«Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οκτώ» λέει μια παπαδιά από το χωριό Μέγα Σπήλαιο στον Μακρυγιάννη[29]. Οι σχέσεις των Τούρκων με τις Ελληνίδες σκλάβες θεωρούνταν απλή χρήση ενός αγαθού που τους ανήκε αποκλειστικά. «Και έτσι μεταχειρίζονται χωρίς τύψεις όλες τις γυναίκες που πέφτουν στα χέρια τους, φτάνει να είναι λίγο όμορφες», παρατηρούσε ο Γάλλος συνταγματάρχης Ολιβιέ Βουτιέ[30].
Το ανθρωποκυνηγητό δε σταματούσε ούτε τους χειμερινούς μήνες ακόμα και στις ορεινές περιοχές. Ο Αμερικανός γιατρός Samuel Howe, ο οποίος από το 1827 είχε αναλάβει μαζί με άλλους Αμερικανούς τη διαχείριση και το συντονισμό διανομής των αμερικανικών βοηθημάτων στην Πελοπόννησο, περιέγραψε τη φριχτή εικόνα των καταδιωκόμενων γυναικόπαιδων, κυρίως χήρες και ορφανά, που ζούσαν σαν τα αγρίμια στα βουνά.
«Με περικύκλωσαν πολλές γυναίκες με δέρμα φουσκαλιασμένο από τον ήλιο, τα πόδια καταπληγιασμένα, τα μέλη τους σε κοινή θέα ανάμεσα από τα κουρέλια που φορούσαν βρώμικα και ψειριασμένα. Μου ορκίστηκαν κάνοντας το σημείο του σταυρού πως είχαν μήνες να βάλουν μπουκιά στο στόμα τους». Ο Αμερικανός γιατρός διαπίστωσε ιδίοις όμμασι τη μαύρη δυστυχία χιλιάδων κατοίκων του Μοριά.
Ακόμα όμως και μέσα στη φρίκη του πολέμου, τον κατατρεγμό και την απόγνωση η ζωή συνεχιζόταν. Ενώ ο Ιμπραήμ ρήμαζε την Πελοπόννησο ο λαός, γράφει από το Ναύπλιο ο γραμματέας της εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας Νικόλαος Δραγούμης, «επεδίδετο άφροντις εις πότους, γάμους, άσματα, πυρσοκροτήματα και διηνεκή ευθυμίαν».
Οι γάμοι γινόντουσαν με μόνο 4 τάλαρα, χωρίς προίκα στην ουσία. Μια γυναίκα του ζήτησε να την παντρέψει με έναν Ιταλό λέγοντάς του «αφού όλος ο κόσμος βεβαιώνει ότι θα χαθώμεν ας μην υπάγω παραπονεμένη ότι έμεινα ελευθέρα»[31].
Η αισιοδοξία που επικράτησε μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου οδήγησε σε πληθωρισμό γάμων. Δεκατέσσερις γάμοι έγιναν στην Αίγινα συνέπεια των χθεσινών πληροφοριών για την καταστροφή του τουρκικού στόλου. Τα ζευγάρια ήταν αρραβωνισμένα 2-3 χρόνια αλλά οι συμφορές της χώρας εμπόδιζαν την ένωσή τους.
Η εξαγορά των αιχμαλώτων
Το δράμα των σφαγών και της υποδούλωσης γυναικών και παιδιών από τις επαναστατημένες περιοχές έγιναν ευρέως γνωστά, συγκίνησαν τους λαούς της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών και ενίσχυσαν το φιλελληνικό κίνημα. Οι προσπάθειες για την εξαγορά των αιχμαλώτων γυναικών από τη Χίο ξεκίνησαν σε σύντομο διάστημα μετά την καταστροφή.
Οι πιο τυχερές εξαγοράστηκαν από φιλέλληνες και πλούσιους Έλληνες εγκατεστημένους στις παροικίες του εξωτερικού οι οποίοι διέθεσαν τεράστια χρηματικά ποσά για την αναζήτηση και την εξαγορά των οικείων τους, αλλά και των απλών συμπατριωτών τους[32].
Περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν και να εξαγοραστούν είχαν όσες είχαν πωληθεί στη Σμύρνη ή την Κωνσταντινούπολη σε αντίθεση με όσες μεταφέρθηκαν στα βάθη της Ασίας και της Μεσοποταμίας. Φιλελληνικές επιτροπές στο Παρίσι και τη Γενεύη δραστηριοποιήθηκαν και για την εξαγορά αιχμαλώτων από το Μεσολόγγι. Έως τα τέλη 1826 είχαν εξαγοραστεί όμως μόλις 200 αιχμάλωτοι[33].
Ύστερα από την ναυμαχία του Ναυαρίνου τον Οκτώβριο 1827 και την κατακραυγή κατά των ναυάρχων της συμμαχίας (Κόρδινγκτον, Δεριγνύ και Χέιδεν) «ως μη εμποδισάντων την αποπομπήν των αιχμαλώτων» οι κυβερνήσεις των Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας έδωσαν οδηγίες με κοινή απόφαση στις 12 Μαρτίου 1828 στους ναυάρχους τους που είχαν νικήσει τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο (στη ναυμαχία του Ναυαρίνου να μην επιτρέψουν την περαιτέρω μεταφορά αιχμαλώτων στην Αίγυπτο[34].
«Σε μία χώρα όπου το κίνημα κατά της δουλείας βρισκόταν στο απόγειό του, η κατηγορία ακόμη και της ακούσιας συνέργειας στη μεταφορά των γυναικοπαίδων για πώληση στα σκλαβοπάζαρα θα δικαιολογούσε την αποπομπή ακόμη και ενός ηρωικού ναυάρχου. Η απελευθέρωσή τους ήταν ζήτημα εθνικού κύρους»[35], σημειώνει η ιστορικός Ελένη Γαρδίκα-Κατσιαδάκη. Η εντολή ωστόσο δεν είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Καραβιές με ανθρωποφορτία εξακολουθούσαν να φεύγουν για την Αίγυπτο.
Με τη συνθήκη της Αλεξάνδρειας στις 9 Αυγούστου 1828, ανάμεσα στον βρετανό αντιναύαρχο Έντουαρντ Κόδρινγκτον και τον βαλή της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή για την ειρηνική αποχώρηση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ από το Μοριά ανάμεσα στα άλλα απαγορεύθηκε στα αιγυπτιακά στρατεύματα να λάβουν αιχμαλώτους ως λεία κατά την αποχώρησή τους παρά μόνο αν αυτό γινόταν με τη συναίνεση των ίδιων των αιχμαλώτων. Για τη διακρίβωση της βούλησης των αιχμαλώτων συστάθηκε μια επιτροπή από εκπροσώπους των συμμάχων. Οι Τουρκοαιγύπτιοι ωστόσο κατόρθωναν να παρακάμπτουν την επιτροπή και να επιβιβάζουν κρυφά γυναικόπαιδα στα καράβια.
Όταν διαπιστώθηκε η λαθραία αρπαγή και η αδιαφορία των ξένων για την προστασία των θυμάτων που τελούσαν σε άγρια φυσική και ψυχολογική βία, συμφωνήθηκε να παρευρίσκονται και Έλληνες κατά την εξέταση των αιχμαλώτων λίγο πριν την επιβίβασή τους.
Οι γυναίκες άνω των 14 ετών ερωτώνταν αν είναι χριστιανές ή μουσουλμάνες. Αν μεν ήταν χριστιανές, η επιτροπή τις καλούσε να τηρήσουν τη θρησκεία των πατέρων τους και να μείνουν στην πατρίδα τους που ήταν πια ελεύθερη. Πρόσθεταν όμως ότι μπορούσαν να ακολουθήσουν τους νέους τους κυρίους. Πολλές γυναίκες αυτό και έπρατταν.
Εξουθενωμένες ηθικά, πολλές σε κατάσταση εγκυμοσύνης και άλλες με βρέφη στην αγκαλιά γνώριζαν πως ύστερα από την αιχμαλωσία και τα παθήματά τους ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους και να ενταχθούν εκ νέου στους κόλπους της οικογένειάς τους ή της κοινωνίας.
Παρόλο που ήταν τα θύματα μιας αποτρόπαιας δοκιμασίας, για τα ήθη της εποχής θεωρούνταν ατιμασμένες και ξεπεσμένες. Οι παντρεμένες απορρίπτονταν από τους συζύγους τους για λόγους τιμής ενώ οι ανύπαντρες δεν είχαν ελπίδα παντρειάς. Άλλες γυναίκες είχαν χάσει γονείς, αδέλφια και άντρες και γνώριζαν ότι για να επιβιώσουν θα έπρεπε να δουλέψουν ως δούλες ή να ξεπέσουν ακόμα περισσότερο. Πολλές εξάλλου είχαν εξισλαμιστεί βίαια ή ήταν τρομοκρατημένες καθώς οι Τουρκοαιγύπτιοι διέδιδαν ότι οι Γάλλοι ήταν τέρατα και ανθρωποφάγοι.
Η «σύμβαση περί δούλων» προέβλεπε ακόμα ότι οι πρόξενοι των συμμαχικών δυνάμεων θα μπορούσαν να εξαγοράσουν με όσο το δυνατόν ευνοϊκότερους όρους όσους είχαν ήδη πωληθεί σε ιδιώτες.[36] Οι απεσταλμένοι του βασιλιά της Γαλλίας Saint Leger Bebostiat και ο Le Gros με κυβερνητική εντολή εξαγόρασαν στην Αίγυπτο 500 άνδρες, που εργάζονταν στο ναύσταθμο της Αλεξάνδρειας, και γυναίκες το τελευταίο τρίμηνο του 1828.Σταδιακά εξαγοράστηκαν ή ανταλλάχθηκαν και άλλοι που είχαν μεταφερθεί ως σκλάβοι στην Αίγυπτο.[37]
Παρ’ όλα αυτά, χιλιάδες αιχμάλωτοι που πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα από 1825-1827 εξακολουθούσαν να μένουν χωρίς προστασία καθώς η σύμβαση αφορούσε μόνο τα 3.000 άτομα που είχαν οδηγηθεί στα σκλαβοπάζαρα ύστερα από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου καθώς και γυναικόπαιδα που δεν είχαν εξισλαμιστεί. Στις πιέσεις των προξένων ο Μεχμέτ Αλής απαντούσε ότι η εξαγορά των σκλάβων ήταν ιδιωτική υπόθεση και έδινε αόριστες υποσχέσεις.
Στην έκθεση που συνέταξαν οι Γάλλοι απεσταλμένοι στις 29 Ιανουαρίου 1829 υπολόγιζαν με βάση τους δασμούς από την εισαγωγή σκλάβων (ένα τάλιρο για κάθε δούλο) τους σκλαβωμένους σε 9.000. Οι Έλληνες της Αιγύπτου τους ανέβαζαν σε 12.000 και ο πατριάρχης σε 15.000.[38] Ένα σημαντικό ποσοστό των αιχμαλώτων επέλεξε να παραμείνει στην Αίγυπτο και μετά την απελευθέρωσή του.
Μεμονωμένες εξαγορές έγιναν και τα επόμενα χρόνια. Στην τριετία της διακυβέρνησης του Καποδίστρια (1828-1831) συντάχθηκαν κατάλογοι αιχμαλώτων και έγιναν συντονισμένες ενέργειες για εξαγορές μέσω της διπλωματίας, συγκέντρωσης χρημάτων και παροχή κάθε βοήθειας προς τους συγγενείς.[39]
Η συχνή αλλαγή του τόπου διαμονής, η απόκρυψη και ο εξισλαμισμός των αιχμαλώτων αλλά και τα υπερβολικά ποσά που απαιτούνταν δυσχέραιναν την εξαγορά. Οι προσπάθειες συναντούσαν την άρνηση των ιδιοκτητών αλλά και ενίοτε την απροθυμία των ίδιων των αιχμαλώτων να επιστρέψουν στην πατρίδα ύστερα από χρόνια αιχμαλωσίας. Ειδήσεις για αναζητήσεις και απελευθερώσεις δούλων δημοσιεύονταν στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος.
Οθωμανές αιχμάλωτες των Ελλήνων
Κυρίως τα πρώτα έτη της επανάστασης 1821-1822 η άλωση των κάστρων και των πόλεων του Μοριά από τους επαναστάτες είχε ως αποτέλεσμα πολλές Οθωμανές να αιχμαλωτιστούν (Βλ. αναλυτικά στο κεφάλαιο 3). Τον Φεβρουάριο 1822 η νεαρή ελληνική διοίκηση με έγγραφο του Θεόδωρου Νέγρη, αρχιγραμματέα της επικρατείας και μινίστρο επί των εξωτερικών, διακήρυξε απηχώντας φιλελεύθερες ιδέες ότι απαγορευόταν «να πουλούνται και να αγοράζωνται μέσα στην ελληνική επικράτεια άνθρωποι και των δύο φύλων οιουδήποτε έθνους και όσοι βρίσκονται ή βρεθούν στο μέλλον αγορασμένοι είναι ελεύθεροι και ακαταδίωκτοι από τους κυρίους τους».[40]
Το υπουργείο των στρατιωτικών με εγκυκλίους του ενημέρωσε σχετικά τα τοπικά πολιτικά σώματα, ανάμεσά τους και την πελοποννησιακή γερουσία. «Όλοι οι Έλληνες ως αισθανόμενοι «την αξίαν της ελευθερίας μαχομένους υπέρ αυτής και βδελυσσομένους την αισχράν και απάνθρωπον ατιμίαν του πωλείν και αγοράζειν το πλάσμα του Υπερτάτου Δημιουργού του Παντός» όφειλαν να αφήσουν ελεύθερους όλους όσους είχαν υπό την εξουσία τους και να μην τους παρενοχλούν στο παραμικρό «καθότι ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα εναντίον της ελευθερίας των ομοίων του λογικών όντων»[41]. Η εισβολή του Δράμαλη και στη συνέχεια η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και τα ταραχώδη χρόνια που ακολούθησαν ανέστειλαν στην πράξη την εφαρμογή αυτών των διατάξεων.
Παρά τις απαγορεύσεις το σκλαβεμπόριο Οθωμανών γυναικών συνεχιζόταν και το 1827. Οι Έλληνες εξακολουθούν τη φοβερή συνήθεια να πουλάνε τους αιχμαλώτους, έγραφε στο ημερολόγιό του στις 20 Αυγούστου 1827 ο Howe. Ο Αμερικανός γιατρός εξαγόρασε στη Μάνη μια μαύρη σκλάβα. Πήρε απόδειξη από τον ιδιοκτήτη της για να δείξει ότι παρόλο που η δουλεία στην Ελλάδα ήταν παράνομη, μπορεί κάποιος να έχει σκλάβους, να τους κακοποιεί με τον πιο απαίσιο τρόπο ακόμα και να τους σκοτώνει. Διαπίστωνε ωστόσο ότι ενώ οι Έλληνες συμπεριφερόταν στους αιχμαλώτους με σκληρότητα δεν τους σκότωναν. Σφαγές αιχμαλώτων διαπράττονταν μόνο σε λαϊκό ξέσπασμα από οργή, θλίψη ή αγανάκτηση. Ένα μικρό σκλαβοπάζαρο όπου είχαν εκτεθεί για πούλημα πέντε Τουρκάλες αιχμάλωτες χωρίς καμία μυστικότητα ανακάλυψε και ο Άγγλος κληρικός George Waddington το 1824 στη Σύρα[42].
Ένα από τα ζητήματα που είχε προκύψει από την παρουσία Οθωμανών σκλάβων στην Πελοπόννησο ήταν το ζήτημα των εκχριστιανισμών. Οι γνώμες διίσταντο με το εκτελεστικό και το βουλευτικό να διαφωνούν σχετικά με την αναγκαιότητα του βαπτίσματος όσων αιχμαλωτίστηκαν καθώς όσοι άνδρες γίνονταν χριστιανοί θα αποκτούσαν νομικά δικαιώματα στο ελεύθερο κράτος. Τελικά αποφασίστηκε ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια μπορούσαν, αν το επιθυμούσαν, να βαπτιστούν σε κάθε ηλικία (ενώ τα αγόρια μόνο έως 12 ετών).[43]
Χρηματικά ανταλλάγματα (λύτρα) δίνονταν και για την απελευθέρωση Οθωμανών αιχμαλώτων. Είδαμε στο τρίτο κεφάλαιο την εξαγορά των χαρεμιών του Χουρσίτ Πασά ύστερα από την Άλωση της Τριπολιτσάς. Στις πηγές αναφέρεται η απολύτρωση γυναικών επισήμων και άλλων που συλλαμβάνονταν από ελληνικά πλοία κοντά στα παράλια των μικρασιατικών ακτών[44]. Οι πρόξενοι των ευρωπαϊκών δυνάμεων εξαγόρασαν τις γυναίκες των μουσουλμάνων στην Αθήνα ύστερα από την πρώτη πολιορκία της Ακρόπολης.[45]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1]A voice from Greece, contained in an address from a society of Greek Ladies to the Philellenes of their own sex in the rest of Europe translated by George Lee, London, 1826 Φιλελληνικά 1821-1831, τόμος 71, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Φωτοτυπική επανέκδοση φιλελληνικών φυλλαδίων
[2] Ehud R. Toledano, The Ottoman Slave Trade and its Suppression, 1840-1890, Princeton Legacy Press, 2016
[3]Toledano, ό.π, σ. 14
[4]Υπήρχε ειδική συντεχνία δουλεμπόρων που αποτελείτο αποκλειστικά από μουσουλμάνους το λεγόμενο σινάφι των δούλων. Με το δουλεμπόριο ασχολούνταν εκτός από τους μουσουλμάνους και οι Εβραίοι.
[5]Παρατίθεται στο Απόστολος Βακαλόπουλος, Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την επανάστασιν του 1821, Θεσσαλονίκη 1941, σ.8
[6] Κυριάκος Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την επανάσταση του 21, τ.1 (1821-1822), Αθήνα: Στάχυ 1999, σ. 514
[7]Οι Αθηναίοι είχαν υιοθετήσει ένα πρωτότυπο σύστημα άμυνας. Έδιωχναν από την πόλη όλα τα γυναικόπαιδα. Έτσι οι Τούρκοι δεν είχαν καμία ελπίδα για λάφυρα, γράφει στις αναμνήσεις του ο Ιταλός κόμης Giuseppe Pecchio. A picture of Greece in 1824 as exhibited in the personal narratives of James Emerson, Esq. Count Pecchioand W.H. Humphreys,Λονδίνο 1826. Παρατίθεται στο Σιμόπουλος, ό.π.,τ.4.(1824-1826), σ. 139
[8] Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1860-1861, τομ. 3ος, σ. 151 και Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 2005, σ. 79
[9] Τα αριθμητικά στοιχεία για τις γυναίκες που αιχμαλωτίστηκαν και πωλήθηκαν ως σκλάβες κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας είναι ελλιπή και αποσπασματικά.
[10]Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β, σ.174. Υπολογίζει 5.000 νεκρούς και αιχμαλώτους. Νεότερες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 2.000 νεκρούς. Βασίλης Σφυρόερας, «Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822-1823», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΒ΄, Αθήνα: Εκδότική Αθηνών 1980, σ. 234
[11] Φρανσουά Πουκεβίλ, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, τ.1/2, Αθήνα: Αφοί Τολίδη 1996
[12]Ιωάννης Δημακης, «Φιλελληνικά». Μελέτες για τον Φιλελληνισμό κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, Αθήνα: Καρδαμίτσα 1992, σ. 29-48 και 191-202
[13]Κυριάκος Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, τ. Β΄, Αθήνα 2007: εκδ. Πιρόγα, σ. 119
[14] Για τον τρόπο αιχμαλωσίας των αμάχων που ακολουθούσαν οι Τούρκοι και τον τρόπο εφοδιασμού του τεσκερέ, βλέπε Σιμόπουλος, τ. Β., ό.π, σ. 137
[15]Γεώργιος Ι. Ζολώτας, Ιστορία της Χίου, τ. Γ΄/ τχ. β΄, Αθήνα 1828, σ. 535 και Κώστας Κόμης, Ιστορικοδημογραφικά. Μελέτες ιστορίας και ιστορικής δημογραφίας του ελληνικού χώρου, Αθήνα: Παπαζήση 1999, σ.284-285
[16]Ο Μοσχονάς υπολογίζει τον αριθμό των Ελλήνων αιχμαλώτων βάσει του αντιτίμου που πλήρωναν οι κάτοχοί τους: «Δεδομένου ότι εισεπράττετο δικαίωμα ενός ταλλήρου δι’ ένα έκαστον δούλον και δεδομένου ότι εισεπράχθησαν περί τα 6.000 ή 7.000 τάλληρα, ως εκ τούτου έπεται ότι 8.000 ή 9.000 δούλοι Έλληνες έφθασαν εν Αιγύπτῳ (διαρκούσης της Ελληνικής Επαναστάσεως έως του 1827)». Θ. Μοσχονάς, «Πληροφορίαι περί των εν Αιγύπτῳ Ελλήνων δούλων της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εκκλησιαστικός Φάρος 46 (Αλεξάνδρεια 1947), σ. 244-245
[17] Ο συνολικός αριθμός των αιχμαλώτων υπολογίζεται στις 52.000· Κ. Φραγκομίχαλος, «Η σφαγή της Χίου – Σφαγές και θύματα, Η Γενοκτονία», Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, 131 (25 Απρ. 2002), σ.25-26
[18] Σιμόπουλος, ό.π., τ.2 (1822-1823),σ. 137 – 140
[19] Μετά από την τριήμερη σφαγή στην Κάσο περίπου 2.000 Ελληνίδες γυναίκες, κορίτσια και παιδιά σύρθηκαν στην δουλεία και πωλήθηκαν στα χαρέμια των Οθωμανών.
[20]Σπύρος Πλουμίδης, «Η έννοια του ‘‘θανάτου’’ στην Ελληνική Επανάσταση (1821-1832): ιδεολογικές προσλήψεις και πολιτική πρακτική, Μνήμων 32 (2011-2012), σ. 64-65
[21]Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Γ΄, Αθήνα 1860, σ. 243. Παρατίθεται στο Πλουμίδης, ό.π.,σ. 65
[22]Samuel Howe, Ημερολόγιο από τον αγώνα 1825-1829, Αθήνα: 1971, σ. 310. Δεληγιάννης, ό.π., σ.113-14.
[23] Το ίδιο είχε συμβεί στις γυναίκες του Ανατολικού ύστερα από τη συμφωνία παράδοσης τον Φεβρουάριο 1826. Όπως σημειώνει στα Ενθυμήματά του ο Κασομούλης, «αφού εκάμαν οι Τούρκοι τα μύρια κακά εις τους Ανατολικιώταις, εδιάλεξαν ταις νεώτεραις γυναίκες και τα παιδιά, και τα εβάσταξαν. Ταις έψακαν σχεδόν και εις τα απόκρυφα δια πολύτιμον πράγμα και μόλις εσώθησαν το ήμυσι εξ αυτών να ευδοθούν εις Άρταν» Κασομούλης, ό.π., τ.2., σ. 216. Κατά την κατάληψη τοθ Ανατολικού το Μάρτιο 1826 «οιβεζυράδες καθήμενοι επί των θρόνων των έξωθι του Ανατολικού έκαμαν να διαβούν έμπροσθεν τους οι στρατιωτικοί αφωπλισμένοι και έπειτα όλαι αι οικογένεια δια να εκλέξουν τας ωραιοτέρας γυναίκας και να τας κρατήσουν αυτοί. Στρατηγού Σπυρομίλιου, Απομνημονεύματα, Αθήνα: εκδ. Βεργίνα 1996, σ. 129 και Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο ιερός των Ελλήνων αγών, Αθήνα 1873, τ. Β,. σ. 120
[24]Alphonsο Nuzzo Mauro, La ruine de Missolonghi, Παρίσι 1836, σ. 37-38. Παρατίθεται στο Σιμόπουλος, ό.π., τ.5 (1826-1829), σ. 35-36
[25] Σπυρίδων Σακαλής, Μεσολόγγι 1826. Τύχη οικογένειας Μάγερ και κατάλογος των αιχμαλώτων της Εξόδου, Αθήνα 2000, σ. 43-85 Ο Σακαλής, σημειώνει ότι από τους συνολικά 1582 αναζητούμενους αιχμάλωτους, Μεσολογγίτες και μη, στο Μεσολόγγι και αλλού, ο τόπος κράτησης, είναι γνωστός μόνο για 739 πρόσωπα
[26] Charles Deval, Deuxannees a Constantinople et en Morèe (1825-1826), Λονδίνο, Παρίσι 1828, σ.191-93, Σιμόπουλος, ό.π., τ.5(1826-1829), σ. 99
[27] Σιμόπουλος, ό.π., τ.4 (1824-1826), σ.141
[28]Jonathan Miller, The condition of Greece, in 1827 and 1828, being an exposition of the poverty, distress, and misery, to which the inhabitants have been reduced by the destruction of their towns and villages and the ravages of their country, by a merciless Turkish foe, New York 1828. Παρατίθεται στο Σιμόπουλος, ό.π.,τ.5, σ. 363.
[29]Angelomatis-Tsougarakis, ό.π., σ. 55. Όπως σημειώνει η συγγραφέας οι πηγές είναι αντιφατικές σχετικά με τους βιασμούς που έγιναν από Έλληνες. Στους Έλληνες στρατιώτες και κλεφταρματωλούς υπήρχε η προκατάληψη ότι όποιος έπεφτε σε σαρκικές αμαρτίες θα τον έβρισκε το βόλι. Βιασμοί γυναικών έγιναν και από τα ελληνικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. «Οι Ρουμελιώτες μεταχειρίστηκαν τους Μωραΐτες χωριάτες σαν εχθρούς. Το βιος τους τα ζώα τους ακόμα και οι γυναίκες και οι θυγατέρες τους έγιναν καθημερινά αντικείμενα της πιο αχαλίνωτης ακολασίας». Σιμόπουλος, τ.4 (1824-1826), ό.π., σ. 55.
[30]OlivierVoutier, Μemoires du Colonel Voutier sur la guerre actuelle des Grecs, Paris 1823, σ. 104
[31] Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις, τ.1, Αθήνα 1879, σ. 108-110
[32] Το ίδιο συνέβαινε και με τις μουσουλμάνες γυναίκες και κορίτσια των επισήμων οι οποίες εξαγοράζονταν από τις οικογένειές τους ενώ όλες οι άλλες έμεναν οριστικά σκλάβες των Ελλήνων για να χρησιμοποιηθούν σε αγροτικές ή οικιακές ασχολίες. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 10
[33] Ed. Blaquiere, Lettres from Greece with remarks on the treaty of intervention, Λονδίνο 1828, σ. 5-6
[34] Τρικούπης, ό.π., τ. Δ., σ. 290-291. Παρά τις φιλελεύθερες διακηρύξεις δεν έλειψαν περιστατικά κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας που ευρωπαίοι πλοίαρχοι με την ανοχή και την υποστήριξη των αρχηγών των ναυτικών δυνάμεων του οικείου έθνους επιδίδονταν στο δουλεμπόριο. Η ναύλωση μάλιστα ευρωπαϊκών πλοίων για το εμπόριο σκλάβων ανάγκασε τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο 18ο να απαγορεύσει στις 18 Ιανουαρίου 1823 σε όλους του Γάλλους πλοιοκτήτες και πλοιάρχους να χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι ή να ναυλώσουν τα πλοία τους για να μετακομίσουν οποιασδήποτε εθνικότητας σκλάβους σε οποιονδήποτε τόπο. Παρατίθεται στο Απόστολος Βακαλόπουλος, Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την επανάστασιν του 1821, Θεσσαλονίκη 1941, σ. 9
[35]Ελένη Γαρδίκα Κατσιαδάκη, «Δουλεία και Διπλωματία. Η σύμβαση της Αλεξάνδρειας (9 Αυγούστου 1828)», Δελτίο του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού, Τόμος Δεύτερος, Αθήνα 2000, σ. 50
[36] Φραντζής, ό.π., τ.3, σ. 67-70
[37] Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 95-96
[38]Georges Douin, Une mission militaire francaise aupres de Mohamed Aly. Correspondance des Generaux Belliardet Boyer, Παρίσι 1923. Παρατίθεται στον Σιμόπουλο, ό.π., τ.5 (1826-1829), σ.526
[39] Ενδεικτικά: Γιώργος Β. Νικολάου, «Ειδήσεις για αιχμαλώτους της επαρχίας Καλαβρύτων με βάση ανέκδοτο κατάλογο του 1828 και μεταγενέστερα έγγραφα και του ίδιου συγγραφέα Ανέκδοτος “πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναξόντων Ελλήνων των Επαρχιών Φθιώτιδας και Λοκρίδος” τοιι 1837», Φθιωτικά Χρονικά 15 (Λαμία 1994) 5-24, ιδίως σ. 12
[40]Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τόμος 1, σ. 395-396
[41]Στο ίδιο, σ. 452-453
[42]Σιμόπουλος, ό.π.,τ.5(1826-1829), σ. 377
[43]Τρικούπης, ό.π., τ.2, σ. 166 και σχετική αλληλογραφία στα Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τ.1, σ. 289-293
[44] Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 32
[45]Raybaud, ό.π.,τ.2, σ. 437-439
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες