Είναι προφανές πως η κυβέρνηση δεν ξέρει τι μέτρα να πάρει για να ανακόψει την εξάπλωση της πανδημίας (όχι μόνον η ελληνική για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς) και κάνει αυτό που υπαγορεύει το γνήσια δεξιό της ένστικτο: απαγορεύσεις. ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΡΗΣ ΚΑΛΑΝΤΙΔΗΣ
Από την αρχή της πανδημίας, όταν όλοι γύρω μου έλεγαν πόσο καλά διαχειρίστηκε η ελληνική κυβέρνηση το πρώτο κύμα της πανδημίας, επέμενα, θυμώνοντας φίλους και συγγενείς, πως αυτό που βλέπουμε δεν είναι διαχείριση.
Το «λόκνταουν» είναι ίσως ένα απαραίτητο μέτρο, αλλά η διαχείριση είναι ολόκληρο σύστημα από μέτρα που σχετίζονται μεταξύ τους, έχουν μια συνέχεια και συνάφεια.
Πέρα από τα κλειδώματα, είναι και η ενίσχυση του συστήματος υγείας, των ΜΜΜ, της εκπαίδευσης, η υποστήριξη των ανθρώπων και κλάδων που έχουν πληγεί, τα σωστά, αναλυτικά και γεωγραφικά στοχευμένα στατιστικά στοιχεία – μην τα επαναλαμβάνουμε τώρα, είναι πλέον γνωστά. Αντί γι’αυτό τι βλέπουμε;
Την υιοθέτηση αποσπασματικών μέτρων από άλλες χώρες, έξω όμως από το σύστημα στο οποίο εφαρμόστηκαν και χωρίς όλα τα παράπλευρα μέτρα που τα πλαισιώνουν.
Προφανώς και η επιστήμη εξελίχθηκε στο ενδιάμεσο, και ο ιός φυσικά μεταλλάχθηκε (όχι θα μας περίμενε) και νέες πληροφορίες έχουμε και αναγκαστικά θα προσαρμοζόμαστε συνεχώς σε νέα δεδομένα.
Δεν κατηγορώ το «όχι μάσκες – ναι μάσκες». Τόσα ήξεραν τότε οι επιστήμονες, τόσα έλεγαν. Η επιστήμη εξελίσσεται με τα δεδομένα και δεν μπορεί να έχει όλες τις απαντήσεις εκ των προτέρων, κυρίως μάλιστα σε κάτι τόσο πρωτόγνωρο για το οποίο αργεί να υπάρξει συμφωνία απόψεων.
Όμως αυτό που βλέπουμε είναι ο εξευτελισμός της επιστήμης, η υποδούλωσή της σε πολιτικά παιχνίδια, έτσι που έχουμε κάθε λόγο να υποψιαζόμαστε πως τα μέτρα που επιβάλλονται ακολουθούν πολιτική και όχι επιστημονική λογική.
Ναι, τα μέτρα πρέπει να παίρνονται με γνώμονα όχι μόνο την υγεία, αλλά και μια σειρά από άλλες κοινωνικές παραμέτρους. Άρα ναι, η τελική απόφαση είναι πολιτική. Όμως αυτό πρέπει να γίνεται ξεκάθαρο στους πολίτες και η επιστημονική κοινότητα οφείλει να κρατάει της αποστάσεις της.
Οι γιατροί πρέπει να κάνουν τις δικές τους συστάσεις που μπορεί να διαφέρουν από αυτές των ψυχολόγων ή των οικονομολόγων ή των κοινωνιολόγων. Γιατί πολιτικά μέτρα δεν παίρνω ακούγοντας μόνον τους γιατρούς.
Όσο οι επιστήμονες διαπλέκονται με την πολιτική χάνουν την αυτονομία τους και φυσικά και την αξιοπιστία τους.
Επειδή προσωπικά πιστεύω πολύ στον ορθολογισμό και στην επιστήμη, βρίσκω πολύ επικίνδυνη την απαξίωσή της, για την οποία είναι συνυπεύθυνοι οι ίδιοι οι επιστήμονες που συμπεριφέροντα σαν στάρλετ σε πρωινάδικα.
Ανάμεσα στον Μάιο του 2020 και σήμερα αναγκάστηκα για οικογενειακούς λόγους να ταξιδέψω επανειλημμένα Βερολίνο-Αθήνα. Έτσι όχι μόνο κάνω κάθε λίγο και λιγάκι τεστ, αλλά κλείνομαι μετά από κάθε ταξίδι και σε ολιγοήμερη καραντίνα. Και τα δύο τα βρίσκω απολύτως λογικά και τα υπομένω, ακριβώς γιατί με έχουν πείσει για τη χρησιμότητά τους.
Η διαχείριση της πανδημίας στο Βερολίνο έχει κι αυτή τα ζητήματά της, αλλά παρατηρώ μεγάλες διαφορές με την Ελλάδα:
- Πρώτον, τα μέτρα δεν είναι «ό,τι μας καπνίσει σήμερα». Υπάρχει μια διάρκεια και συνέχεια, προετοιμαζόμαστε και ξέρουμε πάνω κάτω τι μας περιμένει.
- Δεύτερον, καθώς μας τα εξηγούν, κατανοεί κανείς τη λογική πίσω από τα περισσότερα και είμαστε όλοι πιο πρόθυμοι να τα ακολουθήσουμε. Αν και όλοι έχουμε και τις αμφιβολίες μας, και σιγά-σιγά εξαντλείται η αντοχή μας, τουλάχιστον δεν έχουμε την εντύπωση πως οι πολιτικοί μας δουλεύουν.
- Τρίτον, σε καμιά στιγμή, τουλάχιστον στο Βερολίνο, δεν μας έκλεισαν μέσα. Η μετακίνηση παρέμεινε ελεύθερη και μόνον τις νυχτερινές ώρες πρέπει να την δικαιολογήσεις (χωρίς sms φυσικά).
- Τέταρτον, οι επιστήμονες είναι επιστήμονες και οι πολιτικοί πολιτικοί. Οι λοιμοξιολόγοι μας πληροφορούν για την πανδημία και οι πολιτικοί για τα πολιτικά μέτρα. Η επιτροπή που συμβουλεύει την εθνική κυβέρνηση αποτελείται από 8 άτομα (30 στην Ελλάδα). Από αυτά είναι ένας συγκοινωνιολόγος που μελετάει το πώς επιδρά η κινητικότητα στην διασπορά του ιού και μια ψυχολόγος για ευνόητους λόγους.
Δεν ισχυρίζομαι πως ξέρω εγώ ποια είναι τα σωστά μέτρα, και για κάποια έχω πεισθεί εκ των υστέρων. Αλλά απαιτώ ως πολίτης, όταν παίρνονται αποφάσεις να με παίρνουν στα σοβαρά και να μου τις εξηγούν. Αλλιώς θα τα θεωρώ δικαίως καψόνια.
Το καψόνι λειτουργεί ακριβώς γιατί βασίζεται στην έλλειψη λογικής. Ο στόχος του είναι ασύνδετος με την ίδια την πράξη. Είναι να ξεκαθαρίσει τις σχέσεις εξουσίας, να σου υπενθυμίσει ξανά και ξανά – μέσα από τον εξευτελισμό και την υπακοή στο παράλογο – ποιος κάνει κουμάντο.
Τρεις τρόπους αντίδρασης έχεις στο καψόνι: Ή προσπαθείς να βρεις λογική στον παραλογισμό μέχρι που χάνεις κυριολεκτικά τα λογικά σου. Ή σου σπάει ο τσαμπουκάς, αποδέχεσαι τη μοίρα σου, και σκύβεις το κεφάλι. Ή κάνεις υπομονή να περάσει το κακό, γνωρίζοντας πως έχει ημερομηνία λήξης.
Βέβαια υπάρχει και μια τέταρτη αντίδραση αν την τολμάς: γυρνάς και ρίχνεις μια ανάποδη στον καραβανά που σε εξευτελίζει.
* Ο Άρης Καλαντίδης είναι Πολεοδόμος, καθηγητής αστικής διαχείρισης στο Μάντσεστερ. Ζει στην Αθήνα και το Βερολίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες