Απόψε στις σκηνές γονατιστοί
Το στέλεχος της θρυλικής ΟΕΝΟ (Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων) ο καπετάνιος Μήτσος Τατάκης, συνελήφθη το 1948 και στάλθηκε εξορία, για λίγους μήνες αρχικά στην Ικαρία και από κει, στις 5 Νοέμβρη 1948, στο θανατονήσι, την Μακρόνησο, στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών, την περιβόητη ΣΦΑ.
Ο θεάρεστος κύκλος της «Αναμόρφωσης» των παραπλανημένων και παραστρατημένων νεολαίων που είχαν προσβληθεί από το μικρόβιο του κομμουνισμού και συμμετείχαν στον μεγαλειώδη αγώνα της Εθνικής Αντίστασης μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ξεκίνησε αμέσως και για τον Τατάκη με τα βασανιστήρια υποδοχής των νέων κρατουμένων. Από την πρώτη στιγμή αυτό που του ζητούσαν ήταν μια «απλή» Δήλωση Μετανοίας, μια αποκήρυξη μετά βδελυγμίας και καταδίκη «του ΚΚΕ και των παραφυάδων του, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ…».
Γρήγορα τον πέταξαν, μαζί με τους υπόλοιπους «αδήλωτους» συγκρατούμενούς του, στους κλωβούς της απομόνωσης όπου εντάθηκαν και τα βασανιστήρια, όμως ο Τατάκης δεν υπέκυψε στους ξυλοδαρμούς και τον εκβιασμό, δεν υπόγραψε δήλωση.
Εξι μήνες μετά, στις 14 Μάη 1949, μεταφέρθηκε για ανάκριση στoν εισηγητή του Στρατοδικείου, κατηγορούμενος και για «απόσπαση μέρους ή όλου της Επικράτειας». Τον κράτησαν τρεις βδομάδες και αποφάσισαν να τον στείλουν πίσω στην Μακρόνησο για να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί η …«αναμόρφωση».
Οταν στις 8 του Ιούνη 1949 έφτασε ξανά στη ΣΦΑ, οι δεσμοφύλακες, ανάμεσα στα άλλα βασανιστήρια, του επιφύλασσαν και το ιδιαίτερο μαρτύριο του «πελαργού», την ορθοστασία μέχρι θανάτου! Μουσκεμένος μέχρι το μεδούλι με θαλασσινό νερό, φορτωμένος με όλα του τα πράγματα, έπρεπε να στέκεται όρθιος, στο ένα πόδι, κοιτώντας σε μια κατεύθυνση, ακίνητος και αμίλητος, με τον αλφαμίτη να επιτηρεί, μέρα – νύχτα, και να κοπανάει τον κρατούμενο μόλις πατήσει το άλλο πόδι του ή γύριζα το κεφάλι του. Μόνο κατά τη διάρκεια του φαγητού του επιτρεπόταν να καθίσει, και αυτό μόλις 5 λεπτά, αυστηρά, με το ρολόι. Ταυτόχρονα με τη σωματική κόπωση, ο κρατούμενος έπρεπε να δέχεται βουβά και όλες τις προκλήσεις, τους εξευτελισμούς, τις ύβρεις των δεσμοφυλάκων-βασανιστών του.
Τον Τατάκη τον στήσανε πάνω σε έναν βράχο, δίπλα στην παραλία, μπροστά στις σκηνές των κρατουμένων της ΣΦΑ, με το βλέμμα καρφωμένο στο Σούνιο. Ο αλύγιστος έπρεπε να λυγίσει μπροστά στους συγκρατούμενούς του, σε κοινή θέα. Κάθε ατομικό λύγισμα ήταν πρώτιστα ένα χτύπημα στο ηθικό του συνόλου.
Ο χρόνος περνούσε, αλλά ο «καπετάνιος» δε λύγιζε. Οι κρατούμενοι αντλούσαν κουράγιο και οι βασανιστές του Μακρονησιού έχαναν την υπομονή τους.
Κάθε μέρα πλησίαζε ο βασανιστής με την «λύτρωση»:
«Ρε αποκηρύχνεις το κομμουνιστικό κόμμα:» και κάθε μέρα εισέπραττε την ίδια περήφανη απάντηση: «ΠΟΤΕ»…
Μόλις έκλεισε η πρώτη βδομάδα του φοβερού μαρτυρίου, ο βασανιστής του, ο Κοθράς, τον προκαλεί:
— Σήμερα θα υπογράψεις. Βάζεις στοίχημα, Τατάκη , πως σήμερα θα υπογράψεις δήλωση;
— Οχι. Δεν βάζω στοίχημα. Γιατί θα το χάσεις και σε λυπάμαι, είσαι φτωχός άνθρωπος.
Οι μέρες περνούσαν η μια μετά την άλλη. Οι πόνοι αβάσταχτοι, οι παραισθήσεις μόνιμος σύντροφος, γύρω από τους αστράγαλους σχηματίζονται δακτύλιοι από αίμα.
Πολλοί πέρασαν από αυτό το φοβερό βάσανο (Βαρδινογιάννης, Μουρατίδης, Μεταξωτός, Τσιτσιφάκος, Μπαϊράμης, Πολίτης κ.ά.), για κάποιες επώδυνες ώρες ή μέρες. Μα ο Μήτσος Τατάκης πέτυχε το απίστευτο. Εμεινε ακλόνητος, όρθιος πάνω στον βράχο, τριάντα τρία μερόνυχτα! Δεν έσπασε. Δεν υπέγραψε.
Αναγκάστηκαν οι δήμιοι να σταματήσουν το βασανιστήριο της ορθοστασίας. Αρχισε να λειτουργεί ανάποδα. Οι κρατούμενοι της ΣΦΑαντί να λυγίζουν αντλούσαν δύναμη και θάρρος από τον Καπετάνιο.
Οταν οι βασανιστές τον ρώτησαν «γιατί το έκανες αυτό, Τατάκη ;» εκείνος απάντησε:
«Το έκαμα για να αποδείξω πως όλα τα πλάνα της ανθρώπινης αντοχής, οι αγωνιστές τα ξεπερνάνε, όταν πιστεύουν και θέλουν. Δεν υπάρχουν άπαρτα φρούρια για τους κομμουνιστές!».
Η αντίσταση του Δημήτρη Τατάκη και η ανυπακοή που γινόταν σύμβολο σε όλη την Μακρόνησο δεν μπορούσαν να μείνουν ατιμώρητες. Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση. Κι αφού δεν μπόρεσαν να τον εξοντώσουν ηθικά, ψυχικά και ιδεολογικά, απέμενε μόνο η βιολογική εξόντωσή του.
Στις 9 Γενάρη 1950 ο Δημήτρης Τατάκης οδηγήθηκε, για τελευταία φορά, στον κλωβό της απομόνωσης με άλλους 20 συντρόφους του. Αλαφιασμένοι οι αλφαμίτες οπλισμένοι με μπαμπού, λοστούς και σίδερα, ξεκίνησαν την σχεδιασμένη δολοφονική επίθεση. Βασάνισαν άγρια τον Τατάκη επί ώρες, ώσπου τον άφησαν μισοπεθαμένο να τον αποτελειώσουν τα τραύματά του.
Ο Τατάκης άφησε την τελευταία του πνοή τη νύχτα της 9 με 10 Γενάρη 1950. Δεν είχε κλείσει τα 36 του χρόνια… αλλά διάνυσε ιστορικά μια πολύ μεγάλη διαδρομή.
Στο έγγραφο του Δήμου Λευρεωτικής, στον ονομαστικό κατάλογο των νεκρών αγωνιστών που πέθαναν στη Μακρόνησο από 6.6.49 μέχρι 22.11.51 και θάφτηκαν στο νεκροταφείο Λαυρίου, καταγράφεται και ο θάνατος του Δημήτρη Τατάκη, με ημερομηνία την επομένη του θανάτου του Καπετάνιου, και αιτία θανάτου την… ΟΥΡΑΙΜΙΑ!
Ο Μήτσος Τατάκης όσο ζούσε στις σκηνές της ΣΦΑ, στάθηκε για όλους ο πιο αγαπημένος σύντροφος, ο πιο πολύτιμος σύμβουλος, ο ψύχραιμος, ο σοφός καθοδηγητής. Αυτός δίδαξε «την αξία της ομαδικής ζωής, που πάντα μπορούν να αναπτύσσουν, ανάλογα με τις συνθήκες οι κρατούμενοι και είναι το μεγαλύτερο όπλο τους» και σημείωνε:
«Όλα τα χαρίσματα που συναντάει κανείς στον άνθρωπο, πρέπει να τα συγκεντρώνει στο πρόσωπό του ο Κομμουνιστής».
«Σκοτώσανε τον καπετάνιο»
Αποσπάσματα από τη διήγηση του Γιάννη Παλαβού για εκείνη τη μέρα, 10 Γενάρη 1950, (από Ριζοσπάστη 26.1.2003 και Μακρόνησος Ιστορικός Τόπος, τόμος Β΄, σελ. 537 – 540):
«Τέλη Δεκέμβρη 1949. Ο χειμώνας ήταν σκληρός, έπεσε και χιόνι στο νησί. Μας βάζουν την ημέρα να καθόμαστε κατάχαμα. Απαγορεύεται να βάλεις ένα κουρελάκι, για να καθίσεις, ή μια πέτρα, για να μην είσαι καθισμένος μέσα στις λάσπες και το νερό. Απαγορεύεται κάθε κίνηση, απαγορεύεται να στρέψεις δεξιά ή αριστερά. Εκεί, υποχρεωμένος να βλέπεις προς μια κατεύθυνση, χωρίς να στρίβεις το κεφάλι. Και η παραμικρή κίνηση κολάζεται με ξυλοδαρμό. Το σώμα σου πιάνεται από την υγρασία και γίνεται ένα με τις λάσπες και τη γη. Φαγητό μας δίνουν κάθε δεύτερη ή και κάθε τρίτη μέρα. Το φαγητό είναι δυο μπουκιές ψωμί και λίγα χόρτα, χωρίς λάδι.
Ο χώρος της απομόνωσης περιφραγμένος – με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Αντίσκηνα ατομικά σε μια απόσταση το ένα με το άλλο. Οταν έβρεχε, το νερό έμπαινε μέσα.
(…)
Κάθε βράδυ, κατεβάζουν κάνα δυο στο φυλάκιο. Δε μας παίρνουν μαζί. Παίρνουν πρώτα τον ένα κι ύστερα τον άλλον, αφού τελειώσουν με τον πρώτο. Οι βασανιστές εναλλάσσονται στο «έργο» τους, για να μην κουράζονται. Την πρώτη θέση κατέχουν οι φάλαγγες, τα χτυπήματα στα άκρα, παντού. Αλλά και τα αδέσποτα χτυπήματα, κλοτσιές, κοντακιές, γροθιές δε λείπουν. Στήνουν χορό γύρω σου και ουρλιάζουν. «Απόψε θα την κάνεις, θα την κάνεις» (τη δήλωση, δηλαδή). «Ηρωας δε θα βγεις από το Μακρονήσι».
Το κατέβασμα στο φυλάκιο δε σταματάει σ’ ένα γύρο. Εχει συνέχεια.
(…)
Πλησιάζουν Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, θα ‘λεγε κανείς ότι οι «Χριστιανοί» θα σταματούσαν γι’ αυτές τις μέρες τις φρικαλεότητες, θα έδειχναν λίγη ανθρωπιά. Πέσαμε έξω. Η κατάσταση χειροτέρευσε.
Μία από τις «άγιες» αυτές μέρες, μας επισκέφθηκε στην απομόνωση ο ιερέας του στρατοπέδου. Δεν ήρθε από συμπόνια, από κανένα αίσθημα ανθρωπιάς.
Ηρθε να μετρήσει το ηθικό μας, να μας καλέσει εμάς τους «αμαρτωλούς» σε μετάνοια. Μας μοίραζε μια «χριστιανική επιστολή» και του είπαμε να την κρατήσει και να μην κουράζεται για τη δική μας ψυχή.
Φθάσαμε στις 9 Γενάρη του 1950. Μαθαίνουμε το πρωί πως ετοιμάζουν μεταγωγή σε μένα και τον Πολύβιο για έκτακτο στρατοδικείο. Περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή να μας φωνάξουν. Ο καθένας στον κλωβό μας δίνει και από κάποια παραγγελία. Ολα γίνονται με προσοχή και μέσα σε δυσκολίες. Στο αριστερό μέρος της απομόνωσης, όπως μπαίνουμε, είναι το αντίσκηνο του Τατάκη. Ο Μήτσος με ειδοποιεί ότι έχει αφήσει κάτω από μια πέτρα, εκεί στο υπαίθριο αποχωρητήριο της απομόνωσης, ένα σημείωμα. Να το πάρω και να το δώσω στην αδελφή του, που έμενε στον Πειραιά, και να της πω πως ο Μήτσος είναι καλά.
Παραμονή της αναχώρησής μας, 9/1/1950. Νύχτωσε για καλά. Κατεβάζουν στο φυλάκιο τον Μεταξωτό και ύστερα απ’ αυτόν τον Τατάκη.
Η απουσία του Μήτσου κράτησε τη βραδιά εκείνη αρκετή ώρα. Από μια σχισμή του αντίσκηνου, κοιτάζω προς το φυλάκιο και αφουγκράζομαι. Το ούρλιασμα των βασανιστών, σα να ξεχωρίζει μέσα από το βουνό, τον αγέρα και το βογκητό της θάλασσας, που ξέσπαγε στο βράχο της απομόνωσης.
Σε μια στιγμή φάνηκαν να κινούνται δύο σκιές από το φυλάκιο προς την απομόνωση. Οσο πλησιάζουν, ξεχωρίζουν καλύτερα. Ο Μήτσος μπροστά ξυπόλυτος, κρατούσε τη μέση του και δύσκολα περπατούσε. Από κοντά ο αλφαμίτης, που συνέχεια τον κτυπούσε με την κάννη του όπλου.
Μπήκαν στον κλωβό. Τώρα δε διακρίνω τίποτα. Ενας βόγκος σαν να ‘ρχεται από πολύ βαθιά. Περασμένα μεσάνυχτα, ο βόγκος σβήνει σιγά – σιγά. Υστερα από λίγο ακούγονται ποδοβολητά προς το μέρος της σκηνής του.
Τον παίρνουν, ο Μήτσος ήταν νεκρός. Αφησε την τελευταία του πνοή με το ΟΧΙ στα χείλη, το ΟΧΙ που μας είχε απομείνει, το μοναδικό όπλο πάλης, ενάντια στην κτηνωδία και τις φρικαλεότητες του φασισμού. Υψώθηκε ο Τατάκης σαν μια πελώρια δρυς και σκέπασε το νησί μας.
Πρωί – πρωί κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα: ΣΚΟΤΩΣΑΝΕ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ.
Με παίρνουν τις πρωινές ώρες της 10ης Γενάρη με τον Πολύβιο από το σύρμα. Με βαθιά συγκίνηση και μίσος κατά των τυράννων φορτωνόμαστε – ό,τι μας είχε απομείνει από τα πράγματά μας.
Μας πάνε στο κεντρικό φυλάκιο της A. M. Από κει ρίχνουμε μια ματιά στην απομόνωση. Τα αντίσκηνα κλειστά, σιωπή ολόγυρά μας. Ολα είχαν σιγήσει. Οι άνανδροι δολοφόνοι λούφαξαν από φόβο μπροστά στο νεκρό.
Μας βάζουν στο καΐκι και από κει στο Λαύριο και στη συνέχεια στον Πειραιά, στις φυλακές Βούρλων. Η πρώτη μας φροντίδα ήτανε να στείλουμε έξω γράμματα και καταγγελίες για το δολοφονικό όργιο της Μακρονήσου. Μια τέτοια επιστολή – καταγγελία ήταν και το γράμμα του Πολύβιου Κουτσόγεργα, που στάλθηκε στην εφημερίδα «ΜΑΧΗ» και δημοσιεύτηκε στις 17/3/1950.
Στα πρώτα μελήματά μας ήταν να ειδοποιήσουμε και την αδελφή του Τατάκη. Καταφέρνει και έρχεται στο επισκεπτήριο. Της έδωσα το σημείωμα. Με ρωτάει τι κάνει κι αν είναι καλά ο Μήτσος.
Πολύ προσπάθησα να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου, το δάκρυ μου. Της είπα: «Αυτές τις μέρες βασανίζονται σκληρά στην απομόνωση και χθες βράδυ γίνανε όργια.
Ορισμένα σημάδια λένε ότι μπορεί να υπάρχουν και νεκροί. Από στιγμή σε στιγμή, πολλά μπορεί να γίνουν. Κινηθείτε προς όλες τις κατευθύνσεις, αδελφές, μανάδες, για να σταματήσει το κακό. Αύριο θα ‘ναι πολύ αργά».
Ετσι έκλεισε η συζήτησή μας. Εφυγε η αδελφή με αγωνία και φόβο, αλλά και την ελπίδα πως ο Μήτσος μπορεί να ζει.
(…)
Ξαναγυρίσαμε στην απομόνωση. Πέρασαν μερικές μέρες με μια κάποια ηρεμία. Στις 40 μέρες από τη δολοφονία του συντρόφου Τατάκη, κρατήσαμε το βράδυ, γονατιστοί στ’ αντίσκηνά μας, ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του. Στο λαό μας κάναμε την προσευχή ν’ αξιωθούμε τίμιο θάνατο και δώσαμε στο κόμμα μας, το ΚΚΕ, τον όρκο, την πίστη του Τατάκη να κάνουμε ένα λάβαρο.
(…)
Κάθε φορά που η σκέψη μου με φέρνει στον τόπο αυτό του μαρτυρίου, βλέπω τον Μήτσο Τατάκη να στέκεται ολόρθος στους βράχους με υψωμένη τη γροθιά, φάρος του αγώνα».
Ένα σύντομο βιογραφικό του καπετάνιου Δημήτρη Τατάκη
Ο Δημήτρης Τατάκης γεννήθηκε το 1913 στο Βραχνό της Ανδρου. Αμέσως μόλις τελείωσε το σχολείο μπαρκάρισε και δούλεψε αρκετά χρόνια στα καράβια. Αρχικά ως δόκιμος και κατόπιν ως αξιωματικός καταστρώματος.
Το 1936, ξεκίνησε τη συνδικαλιστική, πολιτική του δράση. Η έκρηξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου τον βρήκε στο εξωτερικό, όπου μετείχε ενεργά στις προσπάθειες για την καλύτερη οργάνωση του αντιφασιστικού, εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα αλλά και την πιο αποτελεσματική οργάνωση της πάλης των ναυτεργατών στα καράβια.
Σαν ένα από τα πρώτα στελέχη της Ενωσης Ναυτίλων Αξιωματικών (της οποίας διετέλεσε και γενικός γραμματέας), δούλεψε ακούραστα για την ανάπτυξη και το δυνάμωμά της. Το Μάρτη του 1943 μπήκαν οι βάσεις για τη δημιουργία της θρυλικής Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕNO), που στο τιμόνι της ήταν η δυαδική γραμματεία, με τους κομμουνιστές Αντώνη Αμπατιέλο από τα πληρώματα και Βασίλη Μπεκάκο (πρόεδρος της ΠΕΜΕΝ) από τους αξιωματικούς.
Ο Τατάκης πρωτοστατούσε στις εξελίξεις και αναδείχθηκε μέλος της πρώτης Εκτελεστικής της Επιτροπής, εκπροσωπώντας σε αυτή τους ναυτίλους αξιωματικούς.
Μαζί με τους άλλους συντρόφους του πρωτοστάτησε στην υλοποίηση του συνθήματος της ΟΕΝΟ «Τα πλοία εν κινήσει», προσφέρθηκε ως εθελοντής και είχε συμβολή στην οργάνωση της απόβασης στη Νορμανδία.
Η προσφορά της ΟΕΝΟ στον αντιφασιστικό, εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα αλλά και στον αγώνα για τα δικαιώματα των ναυτεργατών είναι ανεκτίμητης αξίας, γι’ αυτό αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τους εφοπλιστές και το αστικό κράτος, την εξουσία του κεφαλαίου.
Το πέρας του πολέμου βρίσκει στην Ελλάδα δύο κόσμους σε σύγκρουση: Από τη μια η αστική τάξη, οι κατοχικοί μηχανισμοί καταστολής (ταγματασφαλίτες, χωροφυλακή, κλπ.) και ο διεθνής ιμπεριαλισμός. Από την άλλη, το λαϊκό κίνημα που αναδείχθηκε μέσα από την εθνικοαπελευθερωτική πάλη, η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, με πυρήνα το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ.
Η ΟΕΝΟ βρέθηκε επίσης στο στόχαστρο της αστικής βίας και καταστολής, αφού, μεταξύ πολλών άλλων, θεωρούνταν υπεύθυνη από το εφοπλιστικό κεφάλαιο για το ότι, όπως έλεγαν, «το ελληνικόν πλοίον απώλεσε το μοναδικόν του πλεονέκτημα, το χαμηλόν κόστος εκμεταλλεύσεως, που του επέτρεπε να συναγωνίζεται επιτυχώς τας ξένας ναυτιλίας».
Ετσι, ενώ οι εφοπλιστές κατάφεραν να ξεπεράσουν σύντομα το προπολεμικό τονάζ, με τα 100 Λίμπερτυ και τα 7 δεξαμενόπλοια που αγοράστηκαν με εγγύηση του ελληνικού κράτους και χαρίστηκαν στους εφοπλιστές, οι αγωνιστές της ΟΕΝΟ, εκείνοι που προσέφεραν τα πάντα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, άρχισαν τώρα να φυλακίζονται, να βασανίζονται, να εξορίζονται και να στήνονται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Χιλιάδες μπήκαν στις μαύρες λίστες των μεταπολεμικών κυβερνήσεων και των εφοπλιστών καταδικαζόμενοι σε πολύχρονη ανεργία.
Το 1945 ο Τατάκης γύρισε στην Ελλάδα με το πλοίο «ΕΛΛΑΣ» για να απολυθεί άμεσα από τις αρχές με τη δικαιολογία ότι δήθεν είχε οργανώσει στάση στο καράβι! Στη συνέχεια, από τη στιγμή που απολύθηκε μέχρι και τη στιγμή που πιάστηκε, σε καθεστώς ημιπαρανομίας, θα αφιερωθεί με συνέπεια και με όλες του τις δυνάμεις στην υπόθεση της οργάνωσης του αγώνα των ναυτίλων αξιωματικών και γενικότερα όλων των ναυτεργατών.
Το διάστημα 1946-1949 οι κομμουνιστές ναυτεργάτες συνεχίζουν την πάλη στα καράβια και στα λιμάνια, ενώ ένα τμήμα τους παίρνει το δρόμο για το βουνό, ενώνεται με τους άλλους αγωνιστές και παλεύει στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας κατά των αστικών δυνάμεων και των Αμερικανών ιμπεριαλιστών.
Στις 8 Γενάρη του 1948 το ΚΚΕ τέθηκε και τυπικά εκτός νόμου, με το νόμο 509, ενώ η Ασφάλεια, στις 14 του ίδιου μήνα, έκανε επιδρομή στα γραφεία της ΟΕΝΟ, διαλύοντας ουσιαστικά την οργάνωση και απαγορεύοντας την έκδοση της εφημερίδας της, της «Ναυτεργατικής Φωνής». Πολλά κομματικά και συνδικαλιστικά στελέχη συνελήφθησαν. Δρομολογήθηκε η δίκη της ΟΕΝΟ.
Στο εδώλιο του έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών οδηγήθηκαν τελικά 36 κατηγορούμενοι. Για τους απόντες, γύρω στους 40 – μεταξύ αυτών και ο Τατάκης – η δίκη διαχωρίστηκε. Ολοι κατηγορούνταν πως επιδίωκαν την απόσπαση μέρους της ελληνικής επικράτειας σε όφελος τρίτης χώρας! Ομως, οι Αμπατιέλος, Τιμογιαννάκης, Μπεκάκος, Κολιαράκης, Ορφανός και οι άλλοι συγκατηγορούμενοι δεν πτοήθηκαν, δεν υπέκυψαν στην τρομοκρατία της έδρας του στρατοδίκη. Αντίθετα, μετέφεραν το αγωνιστικό ήθος του κομμουνιστή και στη δικαστική αίθουσα, μετατρέποντας το εδώλιο του κατηγορουμένου σε κατηγορητήριο κατά της αστικής εξουσίας, υπερασπίζοντας αταλάντευτα το δίκιο των ναυτεργατών και συνολικά της εργατικής τάξης.
Η δίκη – παρωδία έληξε με την καταδίκη 10 κομμουνιστών – στελεχών της ΟΕΝΟ σε θάνατο, 8 σε ισόβια και άλλες μικρότερες ποινές.
Την ίδια χρονιά, το 1948, ο Τατάκης συνελήφθη και στάλθηκε εξορία, αρχικά στην Ικαρία και από κει, λίγους μήνες μετά, στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών, την περιβόητη ΣΦΑ στο Μακρονήσι, για «Αναμόρφωση».
Ο «Οργανισμός Αναμορφώσεως Μακρονήσου» δεν ήταν έργο κάποιων ακραίων αντιδραστικών. Ολος ο Αστικός πολιτικός κόσμος, αρκετοί παράγοντες του πολιτισμού και σύσσωμη η ηγεσία της επίσημης Εκκλησίας στήριξαν και χειροκρότησαν το εγχείρημα. Από τον «δεξιό» Παναγιώτη Κανελλόπουλο για τον οποίο «ο οργανισμός της Μακρονήσου υπήρξε μια από τας λαμπροτέρας ηθικάς νίκας κατά το διάστημα των τελευταίων ετών», «τιμημένος τόπος» και «Παρθενώνας του νέου ελληνισμού», ως τον «κεντρώο» Κωνσταντίνο Ρεντή για τον οποίο η Μακρόνησος αποτέλεσε «νήσον ελευθερίας, προόδου και ηθικής και πολιτιστικής αναπλάσεως». Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας (1975 – 1980), έβρισκε σ’ αυτόν τον τόπο εξορίας, ένα «αναρρωτήριο ψυχών», μια «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», μια «νέα Εδεμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας».
ΠΗΓΕΣ:
–«ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – Ιστορικός Τόπος», Αθήνα 2003, Σύγχρονη Εποχή, τόμος Β΄, σελ.537- 543
–«ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – μια υπόμνηση…», Ρένα Λευκαδίτου-Παπαντωνίου, Εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, σελ. 98, 144-145, 153
–ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Κυριακή 26 Γενάρη 2003 και Κυριακή 20 Ιούνη 2010
—Ημεροδρόμος «26 Μάη 1947: Η κόλαση της Μακρονήσου ανοίγει τις πύλες της»
από ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες