- Το τέλος του εμφυλίου από την ματιά του ΚΚΕ
- "Φωτιά και τσεκούρι" έγραψε ο Ευάγγελος Αβέρωφ
- "Φωτιά και τσεκούρι" έγραψε ο Ευάγγελος Αβέρωφ
Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΑ ΔΥΟ
30 Μαρτίου 1946, μία ομάδα 33 ανδρών του πρώην ΕΛΑΣ, με προσωπική εντολή του Γ.Γ. του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη επιτίθεται κατά του σταθμού χωροφυλακής του Λιτόχωρου ως απάντηση των όσων ακολούθησαν την Συμφωνία της Βάρκιζας. Συνολικά δολοφονούνται 12 όργανα της τάξης.
Είναι η αρχή της τρίτης και πιο δολοφονικής φάσης του εμφυλίου πολέμου. Το προοίμιο του ψυχρού πολέμου που θα γνωρίσει ο πλανήτης στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και των μεγαλύτερων απωλειών που είχε η Ελλάδα μέχρι σήμερα μετά το 1930. Σύντομα η Ελλάδα αποκτά μία δεύτερη κυβέρνηση, την “Κυβέρνηση του βουνού”.
Η ΚΑΛΥΒΑ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ
Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ), οι αντάρτες συνεχιστές του ΕΛΑΣ, στρατοπέδευαν κυρίως στον ορεινό όγκο της χώρας τόσο της Δυτικής Μακεδονίας, όσο και της Στερεάς και της Πελοποννήσου. Με τις επιχειρήσεις τους κατάφεραν να φθάσουν έως και 8 χλμ. εξω από την Θεσσαλονίκη. Το 25% του δυναμικού του αποτελούνταν από γυναίκες ενώ συχνά προχωρούσαν σε στρατολογήσεις νέων δυνάμεων από χωριά που καταλάμβαναν.
Φωτογραφικό υλικό από το Αρχείο Απόστολου Μουσούρη, οπερατέρ του ΔΣΕ όπου την περίοδο 1948 - 49 κάλυπτε τις μάχες στον ορεινό όγκο της Ηπείρου. Το αρχείο αυτό έχει δωρισθεί από την οικογένεια του στο ΚΚΕ το οποίο έχει ξεκινήσει την τεκμηρίωση και την ψηφιοποίηση του.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ "ΚΟΡΩΝΙΣ"
Ο τακτικός στρατός με στόχο την διάλυση του ΔΣΕ θέτει σε εφαρμογή το καλοκαίρι του 1948 το σχέδιο “Κορωνίς”. Παρά τις αρχικές νίκες του οι άνδρες του ΔΣΕ κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να ανακαταλάβουν τον Γράμμο. Για τους αντάρτες αυτή η νίκη σήμαινε αναπτέρωση του ηθικού για τον δε τακτικό στρατό αλλαγή στην ηγεσία καθώς στο τέλος της χρονιάς τα ηνία αναλάμβανε ο Αλέξανδρος Παπάγος.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1949: Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
11 Ιανουαρίου ο Αλέξανδρος Παπάγος θα αναλάμβανε την θέση του Αρχιστράτηγου αφού είχαν γίνει δεκτοί οι όροι που είχε θέσει. Τα πρώτα δείγματα γραφής τα είχε δείξει ήδη στην Πελοπόννησο όπου μέσα από το σχέδιο “Περιστέρα” κατάφερε από το φθινόπωρο του 1948 μέχρι την Άνοιξη του 1948 να εκκαθαρίσει την περιοχή από τις ομάδες των ανταρτών που στρατοπέδευαν κυρίως στον Πάρνωνα.
Πέρα από την εμπειρία που είχε στα πεδία των μαχών και την αριθμητική υπεροχή ο στρατηγός Παπάγος είχε πλέον στην διάθεση του και σύγχρονο αμυντικό εξοπλισμό (τον οποίο επιθεωρεί στην επάνω φωτογραφία) που πρόσφεραν οι Αμερικάνοι ενώ είχε τεθεί ήδη σε εφαρμογή και το περίφημο σχέδιο Τρούμαν το οποίο ανακούφιζε την δοκιμαζόμενη από τις μάχες ελληνική επαρχία.
Καστοριά, διανομή βοήθειας σε πρόσφυγες, Νοέμβριος 1948 (φωτ. Δημήτρης Χαρισιάδης).
Μουσείο Μπενάκη - Φωτογραφικό Αρχείο
Στην άλλη πλευρά, οι όποιες επιτυχίες του ΔΣΕ (κατάληψη Νάουσας και Καρπενησίου) άρχισαν να επισκιάζονται από την ρήξη στις σχέσεις μεταξύ Ζαχαριάδη και Βαφειάδη που οδήγησαν τον τελευταίο εκτός της κυβέρνησης.
Επάνω: Ο Μάρκος Βαφειάδης, διοικητής του ΔΣΕ και πρόεδρος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης έως τον Αύγουστο του 1948.
Κάτω: Δυτική Μακεδονία, στελέχη του ΔΣΕ: ο Πέτρος Ανταίος (Σταύρος Γιαννακόπουλος), ο Πέτρος Ρούσος, υπουργός Εξωτερικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, ο Γιώργος Γούσιας (Βοντίτσιος), ο στρατηγός Γιώργης Κικίτσας, 1947-1949.
Αρχείο Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ "ΠΥΡΣΟΣ"
Έχοντας χάσει έναν σημαντικό σύμμαχο στα Βαλκάνια, την Γιουγκοσλαβία του Τίτο, ο ΔΣΕ έμπαινε στο πεδίο της μάχης γνωρίζοντας ότι αγωνίζεται πλέον από μειονεκτική θέση. Τα σύνορα με την Γιουγκοσλαβία είχαν κλείσει πλέον και έτσι δεν είχαν πρόσβαση σε εξοπλισμό και περίθαλψη των τραυματιών του. Μόνη ανοιχτή γραμμή πλέον η Αλβανία. Ο στρατηγός Παπάγος εφήρμοσε το σχέδιο “Πυρσός” σε τρεις φάσεις το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική εξόντωση του “εχθρού” μέσα σε διάστημα ενός μήνα.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ
Οι εναπομείναντες άνδρες και γυναίκες του ΔΣΕ, όσοι δεν παραδόθηκαν, διέφυγαν στην Αλβανία και από εκεί στην συνέχεια σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο πόλεμος είχε τελειώσει οριστικά αφήνοντας έναν καταστροφικό απολογισμό που ξεπερνά σε σύνολο νεκρών αυτούς των Βαλκανικών πολέμων, της Μικρασιατικής εκστρατείας, του Ελληνοιταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου. Οι νεκροί και από τις δύο πλευρές αλλά και από τους αμάχους υπολογίζονται σε πάνω από 70.000. Παράλληλα εκτιμάται ότι περίπου 1.000.000 Έλληνες έφυγαν από την χώρα προς κάθε γωνιά του πλανήτη εκείνο το διάστημα.
Γράμμος, η σημαία της 16ης Ταξιαρχίας του ΔΣΕ επιδεικνύεται ως λάφυρο από τον αντιστράτηγο Θρασύβουλο Τσακαλώτο (δεξιά). Δίπλα του, ο Αμερικανός αντιστράτηγος Τζέιμς Βαν Φλιτ. Πίσω από τη σημαία, ο αντισυνταγματάρχης Π. Καραδήμας, τέλη Αυγούστου 1949.
Αρχείο : Πολεμικό Μουσείο.
ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ
Ο Μάρκος Βαφειάδης και ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος δίνουν τα χέρια ύστερα από 40 χρόνια στις 23 Μαΐου 1984.
Αρχείο Πέτρου Μακρή.
FOOTNOTES: Επιμέλεια: Κωστής Χριστοδούλου
https://news247gr
Το τέλος του εμφυλίου από την ματιά του ΚΚΕ
Ο Γράμμος υπήρξε κατά την διάρκεια του εμφυλίου το προπύργιο του ΔΣΕ,αλλά συνδέθηκε ουσιαστικά με την οριστική του ήττα και την διάλυση του
Την ιστορία μπορεί να την γράφουν οι νικητές όμως η ελευθεροτυπία επιβάλλει να ακούγεται και η φωνή του ηττημένου. Το WE του news247 παρουσιάζει την οπτική του ΚΚΕ πάνω στην ολοκλήρωση του εμφυλίου, την μάχη του Γράμμου και την επόμενη ημέρα όπως μας την κατέθεσε ο ιστορικός Κώστας Σκολαρίκος.
Από τον Κώστα Σκολαρίκο*
Το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης και της ταξικής σύγκρουσης 1946-1949
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, αρχικά υπό τη σκέπη του βασιλιά και με τη στήριξη του βρετανικού ιμπεριαλισμού (1944) και, στη συνέχεια, με τη συνδρομή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (1947), συνενώθηκαν οι αντιμαχόμενες φατρίες του αστικού πολιτικού κόσμου, μπροστά στον κίνδυνο της απώλειας της καπιταλιστικής εξουσίας. Βασιλικοί και αντιβασιλικοί, δωσίλογοι και διαφυγόντες στο Λονδίνο και στο Κάιρο (μετά την επιβολή της τριπλής φασιστικής Κατοχής), πρώην μέλη αστικών αντιστασιακών οργανώσεων και Ταγματασφαλίτες, «δεξιοί» και «κεντρώοι» κοκ. ξεπέρασαν τις παλαιότερες διαμάχες τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό ταξικό εχθρό. Και αυτό διότι η ΕΑΜική Αντίσταση, με εμπνευστή και πρωτοστάτη το ΚΚΕ, είχε κατορθώσει να συνενώσει στις μαζικές οργανώσεις που καθοδηγούσε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και του φτωχού λαού, είχε δημιουργήσει το δικό της στρατό (ΕΛΑΣ) και τη δική της Πολιτοφυλακή, εγκαθιδρύοντας στα απελευθερωμένα εδάφη λαογέννητους θεσμούς διοίκησης, εκπαίδευσης και δικαιοσύνης και αμφισβητώντας εκ των πραγμάτων τη μεταπολεμική προοπτική αποκατάστασης της αστικής εξουσίας.
Οι Έλληνες καπιταλιστές, ο βασιλιάς και το πολιτικό τους προσωπικό φοβόντουσαν πως η τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού δύναμης, σε συνδυασμό με τη διάρρηξη των δεσμών των αστικών πολιτικών κομμάτων με τις λαϊκές μάζες (εξαιτίας της βασιλομεταξικής δικτατορίας και της Κατοχής) θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανατροπή της εξουσίας τους. Έτσι, εκμεταλλευόμενοι και τις αδικαιολόγητες υποχωρήσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ (όπως αποτυπώθηκαν στην απόφαση για την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο διοικούμενο από τους Βρετανούς στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, αλλά και στις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας), ο βασιλιάς και τα αστικά πολιτικά κόμματα προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την εξουσία τους. Όμως, ο συγκεκριμένος στόχος απαιτούσε την καταστολή του εργατικού και λαϊκού κινήματος που είχε μάθει να παλεύει για τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του με το όπλο στο χέρι.
Γι’ αυτό, τόσο τις μέρες του Δεκέμβρη του 1944, όσο και μετά από τη συμφωνία της Βάρκιζας, η αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι με τη συμπαράσταση του βρετανικού ιμπεριαλισμού και με τη συμμετοχή παρακρατικών πρωτοστάτησαν σε ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας εναντίον του εργατικού και λαϊκού κινήματος και ειδικότερα εναντίον της πρωτοπορίας του, του ΚΚΕ. Η έναρξη του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), που ήταν γνήσιος απόγονος της ΕΑΜικής Αντίστασης και της ηρωικής πάλης του λαού της Αθήνας το Δεκέμβρη του 1944, συνιστούσε την απαραίτητη απάντηση της εργατικής τάξης και του λαού, το ξεπέρασμα της υποχωρητικότητας των προηγούμενων χρόνων και την αναπότρεπτη κατάληξη της ταξικής πάλης.
Ο αστικός κυβερνητικός στρατός και ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας πριν τη μάχη του Γράμμου
Το αστικό κράτος λάμβανε (ήδη από το Μάρτη του 1947) την καθοριστική βοήθεια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε επίπεδο οικονομικής ενίσχυσης, υλικοτεχνικής υποδομής και στρατιωτικής τεχνογνωσίας, στο πλαίσιο του Δόγματος Τρούμαν. Το Δόγμα Τρούμαν πήρε το όνομα του από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ που το εισηγήθηκε και αντιμετώπιζε τη σταθερότητα της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα και στην Τουρκία ως απαραίτητο όρο για να καταστούν οι συγκεκριμένες χώρες στρατιωτικά προπύργια έναντι του σοσιαλιστικού μπλοκ χωρών, που συναποτελούσαν η ΕΣΣΔ και οι Λαϊκές Δημοκρατίες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Γι’ αυτό το σκοπό, οι ΗΠΑ διέθεσαν 400 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία και κατευθύνθηκαν κυρίως στην ενίσχυση των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών και στις δύο όχθες του Αιγαίου. Ειδικότερα όμως στην Ελλάδα, ο κύριος στόχος ήταν η στρατιωτική αντιμετώπιση του ΔΣΕ.
Τον Ιανουάριο του 1949, ο τότε πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης επανέφερε στο στράτευμα τον Αναγκαστικό Νόμο 882 και , κατά προέκταση, το θεσμό του Αρχιστράτηγου και διόρισε σε αυτή τη θέση τον Αλέξανδρο Παπάγο. Με βάση το νόμο, ο Παπάγος αποκτούσε υπερεξουσίες στη διοίκηση του στρατεύματος, αφού σχεδίαζε και διεύθυνε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ενώ μπορούσε να καθορίσει τη σύνθεση των στρατιωτικών μονάδων και να επαναφέρει απόστρατους αξιωματικούς ή να αποστρατεύσει εν ενεργεία στελέχη του στρατεύματος. Με αυτή την έννοια, ο διορισμός του Παπάγου αποτέλεσε τη θεσμική έκφραση της προετοιμασίας του αστικού στρατού για την τελική αναμέτρηση με το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ).
Από την άλλη πλευρά της ταξικής πολεμικής σύγκρουσης βρισκόταν ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ). Οι χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ (το 1 / 4 των μαχητών ήταν γυναίκες) διεξήγαγαν για τρίτο συνεχόμενο χρόνο μια ηρωική, όσο και άνιση μάχη. Σε αυτή τη μάχη, ο ΔΣΕ δεν είχε να αντιμετωπίσει μονάχα την υπεροπλία του αστικού κράτους και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σε οικονομικά και στρατιωτικά μέσα. Την ίδια στιγμή, όφειλε να ανταπεξέλθει στις δυσμενέστερες συνθήκες που δημιούργησε η μεταστροφή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, η οποία, μετά τη διάρρηξη των δεσμών της με το σοσιαλιστικό μπλοκ, έκλεισε τα σύνορα στους μαχητές του ΔΣΕ, ενώ δεν έλειψαν οι περιπτώσεις που στήριξε τις πολεμικές ενέργειες του κυβερνητικού στρατού. Και όλα αυτά, σε μια περίοδο που το αστικό κράτος προχωρούσε σε βίαιο εκτοπισμό των ορεινών πληθυσμών, προκειμένου να στερήσει το ΔΣΕ από την οποιαδήποτε δυνατότητα τροφοδοσίας και στρατολόγησης και εξαπέλυε επιθέσεις ακόμα και σε αμάχους που βρίσκονταν πίσω από τις γραμμές του. Ταυτοχρόνως, στα αστικά κέντρα οργίαζε η τρομοκρατία του αστικού κράτους και παρακράτους, ενώ χιλιάδες ήταν οι αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης από όλη την Ελλάδα που είχαν φυλακιστεί, εξοριστεί ή εκτελεστεί για τη δράση τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ΔΣΕ ήταν αδύνατο να αναπληρώνει τις απώλειές του στο πεδίο της μάχης, τη στιγμή που ο αστικός κυβερνητικός στρατός είχε μεγάλα αποθέματα εφεδρειών.
Ο συσχετισμός των στρατιωτικών δυνάμεων
Στις αρχές του 1949 και εντεινόμενα μετά την έλευση της Άνοιξης ο αστικός κυβερνητικός στρατός προχώρησε σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα, στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο. Έτσι, στις 2 Αυγούστου του 1949, ο αστικός στρατός μπορούσε να ενισχύσει τις δυνάμεις του στο κύριο μέτωπο του Γράμμου, για να εξαπολύσει την τελική του επίθεση. Στην τελική σύγκρουση χρησιμοποίησε τις 1, 2, 8, 9, 11 και 15 Μεραρχίες Καταδρομών, δύο ανεξάρτητες Ταξιαρχίες, 14 ελαφρά Τάγματα Πεζικού, 150 περίπου πεδινά και ορειβατικά πολυβόλα, πλήθος αεροπλάνων, 200 άρματα μάχης και άλλα τεθωρακισμένα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των μελετητών της περιόδου επρόκειτο για μια στρατιωτική δύναμη που σίγουρα ξεπερνούσε τους 100.000 άνδρες, ενώ είναι πιθανόν να προσέγγιζε και τους 180.000.
Απέναντι στον αστικό στρατό, ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας αντιπαρέταξε μια στρατιωτική δύναμη υποπολλαπλάσια σε αριθμό ανδρών και εξοπλισμένη με σαφώς πιο πενιχρά στρατιωτικά μέσα, η οποία συγκεντρώθηκε στο Βίτσι και στο Γράμμο από όλη την ηπειρωτική Ελλάδα (με εξαίρεση την Πελοπόννησο) έπειτα από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ ήταν 8.800 περίπου στο Βίτσι και 6.500 στο Γράμμο, πολλοί από τους οποίους τραυματισμένοι από προηγούμενες μάχες, ενώ διέθεταν μόλις 45 ορειβατικά πολυβόλα, 15 αντιαεροπορικά και 27 αντιαρματικά. Ο ΔΣΕ δε διέθετε άρματα μάχης και αεροπλάνα, ενώ τα πολεμοφόδιά του ήταν ιδιαίτερα περιορισμένα.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις
Το σχέδιο του αστικού κυβερνητικού στρατού προέβλεπε σε πρώτη φάση μια σειρά παρενοχλητικών ενεργειών και μικρών επιθέσεων στο μέτωπο του Γράμμου, με σκοπό να καταδειχθεί ότι εκεί θα λάβαινε χώρα η κύρια επίθεση του κυβερνητικού στρατού. Στη συνέχεια, θα πραγματοποιείτο μια καίρια και αιφνιδιαστική επίθεση στο Βίτσι, με σκοπό την κατάληψη των θέσεων του ΔΣΕ και την εξόντωση των μαχητών και μαχητριών του. Στην τρίτη και τελευταία φάση, οι επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού απέβλεπαν στο φράξιμο των Ελληνοαλβανικών συνόρων προκειμένου να μπλοκαριστεί η πιθανή διαφυγή των δυνάμεων του ΔΣΕ και να καταστεί εφικτή η περικύκλωση και η εξόντωσή τους.
Τη νύχτα της 2προς 3 Αυγούστου, μπήκε σε εφαρμογή η πρώτη φάση της επιχείρησης «Πυρσός» του αστικού κυβερνητικού στρατού. Ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, έχοντας στη διάθεσή του δύο Μεραρχίες, μια ανεξάρτητη Ταξιαρχία, τρία ελαφρά Συντάγματα Πεζικού, δύο ίλες αναγνώρισης και έναν ουλαμό αρμάτων έδωσε την εντολή της έναρξης των επιχειρήσεων, που έληξαν με την κατάληψη ορισμένων υψωμάτων από τον κυβερνητικό στρατό, τα οποία αποδείχτηκαν κρίσιμα στη συνέχεια των επιχειρήσεων.
Στις 10 Αυγούστου ξεκίνησε η δεύτερη φάση της επιχείρησης «Πυρσός», στη διάρκεια της οποίας, εναντίον των καλά οχυρωμένων θέσεων του ΔΣΕ στο Βίτσι, παρατάχθηκαν 6 Μεραρχίες, πολλά Ελαφρά Τάγματα Πεζικού, 110 πυροβόλα, άρματα μάχης και θωρακισμένα, 6 Τάγματα Διαβιβάσεων και 87 αεροπλάνα. Παρά την ηρωική αντίσταση των δυνάμεων του ΔΣΕ, ο κυβερνητικός στρατός κατόρθωσε να διασπάσει στις γραμμές του και να τις απωθήσει στη χερσόνησο Πηξός, ανάμεσα στη Μικρή και τη Μεγάλη Πρέσπα. Ωστόσο, εκεί οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ ήταν ακάλυπτοι απέναντι στις επιθέσεις της αεροπορίας. Γι’ αυτό, οι 6.000 που επιβίωσαν, ελίχθηκαν μέσα από το αλβανικό έδαφος και κατόρθωσαν να φτάσουν στο Γράμμο, προκειμένου να ενωθούν με τις υπόλοιπες στρατιωτικές δυνάμεις του ΔΣΕ. Ο κυβερνητικός στρατός είχε κατορθώσει να καταλάβει το Βίτσι, αλλά όχι και να σκοτώσει ή να αιχμαλωτίσει το σύνολο των δυνάμεων του ΔΣΕ.
Τότε, ο κυβερνητικός στρατός εξαπέλυσε την τρίτη φάση της επίθεσής του. Μάλιστα τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κλήθηκαν να παρακολουθήσουν σε πανηγυρικό κλίμα ο βασιλιάς Παύλος και ο Αμερικανός στρατηγός Βαν Φλιτ. Στις επιχειρήσεις που άρχισαν το πρωί της 25 Αυγούστου έλαβαν μέρος 4 Μεραρχίες Πεζικού, μια Μεραρχία Καταδρομέων, μια ανεξάρτητη Ταξιαρχία, τέσσερα ελαφρά Συντάγματα Πεζικού, άφθονα άρματα μάχης και το σύνολο της αεροπορίας. Από την πλευρά του ΔΣΕ, έπειτα και από τη μάχη στο Βίτσι είχαν απομείνει μόλις 12.000 μαχητές και μαχήτριες, συμπεριλαμβανομένων των τραυματιών. Υπό αυτές τις συνθήκες, για να χαλαρώσει ο κλοιός των κυβερνητικών δυνάμεων, η 1 Μεραρχία του ΔΣΕ κινήθηκε προς τη Θεσσαλία και άλλοι μαχητές κατευθύνθηκαν προς τη Λάκκα Σούλι.
Παρά τις προσπάθειες αντιπερισπασμού, στις 26 Αυγούστου η 9 Μεραρχία του κυβερνητικού στρατού διέρρηξε τη γραμμή άμυνας του ΔΣΕ και εισχώρησε στα μετόπισθεν κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων. Πλέον, ο κίνδυνος της πλήρους περικύκλωσης του ΔΣΕ ήταν ορατός. Έτσι το μεσημέρι της 28 Αυγούστου 1949 ξεκίνησε η σύμπτυξη των δυνάμεων του ΔΣΕ προς το κέντρο του μετώπου και η οργάνωση της υποχώρησης προς την Αλβανία. Το βράδυ της 29 προς 30 Αυγούστου έπεσε και το ύψωμα Κάμενικ, το τελευταίο που βρισκόταν στην κατοχή του ΔΣΕ. Η τρίχρονη ταξική πολεμική σύγκρουση είχε τελειώσει. Η στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ αποτέλεσε την απαρχή μιας νέας περιόδου απηνών διώξεων εναντίον του μεγαλειώδους εργατικού και λαϊκού κινήματος της δεκαετίας του 1940. Τα επόμενα χρόνια η σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας και η συνέχιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης συνοδεύτηκε από την καταστολή του αστικού κράτους.
Μια σύντομη αποτίμηση
Η μάχη του Γράμμου αποτέλεσε την ολοκλήρωση της τρίχρονης εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Η έκβασή της, όπως και συνολικά η έκβαση της ταξικής πολεμικής σύγκρουσης την περίοδο 1946-1949, η οποία αποτέλεσε συνέχεια της ΕΑΜικής Αντίστασης και του Δεκέμβρη του 1944, δεν αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης της πάλης του ΔΣΕ. Ο αγώνας του ΔΣΕ αποτέλεσε δίκαιο αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού μας και κορύφωση της ταξικής πάλης στη χώρα μας. Κατά τη διάρκεια της τρίχρονης εποποιίας του ΔΣΕ, για πρώτη και μοναδική φορά, από τη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους, αμφισβητήθηκε η ίδια η καπιταλιστική εξουσία, δηλαδή η διαιώνιση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ εκ των πραγμάτων επιχείρησαν να ολοκληρώσουν τη μεγαλειώδη ΕΑΜική Αντίσταση με την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Σήμερα, η εργατική τάξη, η φτωχή αγροτιά, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι γυναίκες της εργατικής τάξης, η νεολαία, όλοι όσοι εν τέλει βιώνουν τις συνέπειες της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και της ταξικής εκμετάλλευσης οφείλουν να εξετάσουν υπό ταξικό πρίσμα τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και να διδαχθούν από αυτόν, όπως και από τη συνολική δραστηριότητα του ΚΚΕ και του εργατικού-λαϊκού κινήματος τη δεκαετία του 1940. Η μελέτη της συγκεκριμένης περιόδου, οπότε οι μάζες των εκμεταλλευομένων βγήκαν στον προσκήνιο της ιστορίας και επιχείρησαν να καθορίσουν το μέλλον τους και η άντληση συμπερασμάτων (που συμπεριλαμβάνει και την κριτική εξέταση των αδυναμιών του κομμουνιστικού και του εργατικού-λαϊκού κινήματος) αποτελεί προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης στρατηγικής επαναστατικής ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας και εκμετάλλευσης. Για την επίτευξη αυτού του εγχειρήματος, ο αγώνας του ΔΣΕ παραμένει φωτεινός φάρος στα σκοτάδια της ταξικής εκμετάλλευσης. Αυτός είναι ο λόγος εξάλλου που συνεχίζει να δέχεται την αστική πολεμική σε κάθε ευκαιρία.
* Ο Κώστας Σκολαρίκος είναι συνεργάτης του τμήματος Ιστορίας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ
Φωτογραφίες: Αρχείο ΚΚΕ
http://news247.gr/
"Φωτιά και τσεκούρι" όταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ έγραφε για τον Γράμμο
O Ηπειρώτης πολιτικός δημιούργησε έναν από τους ελάχιστους αντίλογους στην πλειάδα βιβλίων που δημιουργήθηκαν από αριστερούς συγγραφείς για τον Εμφύλιο
Γράφει ο Κωστής Χριστοδούλου
Το συγκρότημα του Βίτσι, το οποίο δεν είχε καταληφθεί από τον Στρατό κατά τη διάρκεια του συμμοριτοπολέμου, ήταν λιγότερο γνωστό, καλύτερα οχυρωμένο και είχε περισσοτέρους υπερασπιστάς: έπρεπε λοιπόν να πιστέψει ο εχθρός ότι η επίθεση κατά του Βίτσι, όπως και κατά το 1948, θα έμενε για το τέλος. Έτσι, τη 2α Αυγούστου, μετά από ισχυρή προπαρασκευή πυρών πυροβολικού και αεροπορικού βομβαρδισμού, εξαπελύθη ισχυρή επίθεση κατά του Γράμμου.
Το βράδυ της 27ης, όλοι οι διοικηταί των μεραρχιών του Εθνικού Στρατού έπαιρναν τη διαταγή να επιτεθούν καθ” όλη τη νύκτα εναντίον των θέσεων που ανθίσταντο ακόμη, και ιδίως εναντίον των θέσεων που στηρίζονταν στην αλβανική μεθόριο. Η εντολή όριζε ότι η επίθεση θα συνεχιζόταν χωρίς καμιά διακοπή.
"Φωτιά και τσεκούρι" όταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ έγραφε για τον Γράμμο
O Ηπειρώτης πολιτικός δημιούργησε έναν από τους ελάχιστους αντίλογους στην πλειάδα βιβλίων που δημιουργήθηκαν από αριστερούς συγγραφείς για τον Εμφύλιο
Γράφει ο Κωστής Χριστοδούλου
Για λογαριασμό του γαλλικού εκδοτικού οίκου Breteuil o Ευάγγελος Αβέρωφ έγραψε στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 το βιβλίο "Φωτια και τσεκούρι" το οποίο βασίστηκε κυρίως σε πληροφορίες από την πλευρά του κυβερνητικού στρατού φιλοξενώντας και ανέκδοτα, μέχρι την εποχή εκείνη, στοιχεία. Η ελληνική έκδοση κυκλοφόρησε το 1974 και επανακδόθηκε πριν από λίγα χρόνια από τις εκδόσεις της Εστίας. Στο αφιέρωμα του WE για την επέτειο των 65 χρόνων από την ολοκλήρωση του εμφύλιου φιλοξενούμε το κεφάλαιο Η μάχη των συνόρων (σελ. 440 - 459).
Η μάχη των συνόρων
Ο Παπάγος εννοούσε να εκμεταλλευθεί τις επιτυχίες του Στρατού χωρίς την παραμικρή αργοπορία.
Ήδη στις αρχές Αυγούστου, από Φλωρίνης μέχρι Καστοριάς, και από Κοζάνης μέχρι Ιωαννίνων, σχεδόν τα δύο τρίτα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, αρτίως εξοπλισμένων, βρίσκονταν σε θέση μάχης. Ήταν παρατεταγμένες εκεί επτά μεραρχίες πεζικού και μια ολόκληρη μεραρχία ΛΟΚ. Διέθεταν όλα τα σύγχρονα μέσα πυρός, συγκοινωνιών και τηλεπικοινωνιών. Ανατολικότερα, απέναντι από τη βουλγαρική μεθόριο, υπήρχαν δύο άλλες μεραρχίες και δύο ταξιαρχίες, που αποτελούσαν το Γ” Σώμα Στρατού. Στα μετόπισθεν αυτής της Στρατιάς, τα αεροδρόμια εξυπηρετούσαν μια αεροπορία μικρή σε όγκο αλλά βελτιωμένη σε ποιότητα, και προπάντων προικισμένη με έμψυχο υλικό πολύ πεπειραμένο στις επιχειρήσεις ενός ορεινού πολέμου.
Οι δυνάμεις αυτές είχαν τώρα λάβει το όνομα «Πρώτη Στρατιά» και είχαν τεθεί υπό τας διαταγάς του Στρατηγού Βεντήρη. Τα τρία Σώματα Στρατού εδιοικούντο από στρατηγούς που είχαν δώσει εξετάσεις στα πεδία των μαχών (Τσακαλώτος, Μανιδάκης, Γρηγορόπουλος). Ως προς τις διοικήσεις των μεραρχιών και των ταξιαρχιών, είχαν και αυτές ανατεθεί όλες σε αξιωματικούς που είχαν διακριθή κατά τον συμμοριτοπόλεμο.
Όλα αυτά ηύξαναν βεβαίως την απόδοση του Στρατού.
Ο Παπάγος ήταν ο ενδεδειγμένος άνθρωπος για να κάμει αυτές τις τοποθετήσεις, γιατί, εκτός του κύρους του, ήταν γνωστό ότι είχε το τάλαντο της καλής επιλογής των συνεργατών του.
Η «μάχη των συνόρων», γνωστή υπό το κωδικό όνομα «Πυρσός», ανηγγέλλετο λοιπόν υπό εξαιρέτους οιωνούς για τις κυβερνητικές δυνάμεις.
Οι γενικές συνθήκες ήταν τόσο ευνοϊκές ώστε θα έπρεπε να αναμένει κανείς ότι ο Δ.Σ.Ε. θα απεσύρετο εγκαίρως. Δεν συνέβη καθόλου αυτό
Αντιθέτως, το Πολεμικό Συμβούλιο της ανταρσίας είχε μόλις λάβει ομοφώνως την απόφαση να κρατήσει με κάθε θυσία τα δύο ορεινά συγκροτήματα. Η διαταγή μιλούσε για «άμυνα επί τόπου, χωρίς την παραμικρή ιδέα εγκαταλείψεως θέσεως».
Είναι σήμερα γνωστό ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η άμυνα θα μπορούσε να διαρκέσει έως τον χειμώνα, και ότι τότε η φύση του εδάφους θα απέκλειε τις επιχειρήσεις. Ήλπιζαν ότι μετά τον χειμώνα ο Στρατός θα είχε χάσει το ηθικό του -λόγω αποτυχιών και απωλειών- και ότι ο Δ.Σ.Ε. θα μπορούσε, εξαιτίας αυτού, να επαναλάβει τις νυκτερινές επιδρομές του εναντίον καλά διαλεγμένων θέσεων, και ότι θα μπορούσε να αρχίσει μια γενική αντεπίθεση, να ανατρέψει τον εχθρό, να καταλάβει πόλεις, και σιγά-σιγά να πλατύνει τον χώρο της «Ελεύθερης Ελλάδας».
Αυτές τις λανθασμένες ελπίδες φαίνεται ότι δεν τις έτρεφαν μόνο οι ηγέτες αλλά και οι μαχηταί του Δ.Σ.Ε. Οι τελευταίοι ήταν τώρα λιγότεροι και το ποσοστό των γυναικών έφθανε τα 25%, αλλά ήταν όλοι αποφασισμένοι να υπερασπισθούν τα δύο ορεινά συγκροτήματα που αποτελούσαν την τελευταία σανίδα σωτηρίας τους Τα γνώριζαν άριστα και τα θεωρούσαν απόρθητα.
Δεν ήταν βεβαίως απόρθητα αλλά ήταν καλύτερα παρά ποτέ οχυρωμένα: τα υπόγεια πυροβολεία τους είχαν πολλαπλασιασθεί τα πάσης φύσεως πολυβόλα ήταν πολυάριθμα, και κάθε συγκρότημα διέθετε 16 κανόνια και 15 αντιαεροπορικά πυροβόλα. Αιχμάλωτοι είχαν δώσει τις πληροφορίες αυτές.
Ο αριθμός των υπερασπιστών δεν είναι απολύτως εξηκριβωμένος. Ποικίλλει αναλόγως της πηγής προελεύσεως των πληροφοριών. Οι πιθανότεροι αριθμοί, κατά τη μελέτη αυτή, είναι οι ακόλουθοι: 7.000 μαχηταί στο Βίτσι, 5.000 στον Γράμμο, 2.500 αποθεραπευθέντες τραυματίες κατανεμημένοι σε εφεδρικά τμήματα εκεί κοντά, αλλά επί αλβανικού εδάφους. Ανατολικότερα, 1.300 άνδρες στο Καϊμακτσαλάν και 1.500 στο Μπέλες, όλοι σε επαφή -αντιστοίχως- με τα γιουγκοσλαβικά και τα βουλγαρικά σύνορα.
Ο Παπάγος απεφάσισε να αφήση για αργότερα την εκκαθάριση του Μπέλες, αλλά να καταλάβει το Καϊμακτσαλάν που βρισκόταν πλησιέστερα προς τα δύο ορεινά Καταφύγια. Το έκαμε στις αρχές Ιουλίου, με μια σειρά συγκρούσεων που διήρκεσαν μια βδομάδα. Οι περισσότεροι υπερασπισταί του Καϊμακτσαλάν διέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία, όπου αφοπλίσθηκαν. Οι άλλοι -το ένα τρίτο περίπου- προτίμησαν να σκοτωθούν επί τόπου.
Ο Παπάγος, ο οποίος, όπως και κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, είχε ως πρώτο επιτελικό βοηθό του τον Στρατηγό Κιτριλάκη, είχε ετοιμάσει για την επίθεση κατά των δύο Καταφυγίων σχέδιο λεπτομερέστατο. Το κύριο γενικό χαρακτηριστικό του ήταν η παραπλάνηση του εχθρού.
Το συγκρότημα του Βίτσι, το οποίο δεν είχε καταληφθεί από τον Στρατό κατά τη διάρκεια του συμμοριτοπολέμου, ήταν λιγότερο γνωστό, καλύτερα οχυρωμένο και είχε περισσοτέρους υπερασπιστάς: έπρεπε λοιπόν να πιστέψει ο εχθρός ότι η επίθεση κατά του Βίτσι, όπως και κατά το 1948, θα έμενε για το τέλος. Έτσι, τη 2α Αυγούστου, μετά από ισχυρή προπαρασκευή πυρών πυροβολικού και αεροπορικού βομβαρδισμού, εξαπελύθη ισχυρή επίθεση κατά του Γράμμου.
Η παραπλανητική αυτή επιχείρηση διεξήχθη με τόση ορμή, ώστε έδωσε σαφώς την εντύπωση ότι ήταν η κυρία επίθεση.
Οι στρατηγοί του Ζαχαριάδη έσπευσαν να μεταφέρουν στον Γράμμο όλες τους τις ασθενείς εφεδρείες. Με την υποστήριξη και βολών προερχομένων από το αλβανικό έδαφος -βολών που ήταν συχνά πολύ φονικές- τα ανταρτικά τμήματα υπερασπίσθηκαν με πείσμα τα βουνά τους, και ανέλαβαν μάλιστα και πολλές αντεπιθέσεις.
Παρ” όλα αυτά, εντός πέντε ημερών, τα δυτικώς του Γράμμου στρατεύματα κατόρθωσαν να απειλήσουν πολλές συγκοινωνιακές αρτηρίες και να καταλάβουν και να κρατήσουν πολλές θέσεις-κλειδιά, η κατοχή των οποίων θα διηυκόλυνε την τελική προσπάθεια. Το τάγμα του Κουμανάκου αιφνιδίασε τους αντάρτες και κατέλαβε ένα φοβερό προπύργιο (υψόμετρο 1.800) που εδέσποζε σημαντικών διαβάσεων της περιοχής των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Η επιχείρηση στοίχισε ακριβά στον Στρατό (583 αξιωματικοί και στρατιώτες εκτός μάχης) αλλά διευκόλυνε πολύ την επιχείρηση κατά του Βίτσι, γιατί ολόκληρο σχεδόν το πυροβολικό του Εθνικού Στρατού που ήταν στο Γράμμο, αμέσως μετά τη δράση του της πρώτης ημέρας, είχε εν τω μεταξύ μεταφερθεί στο μέτωπο του Βίτσι.
Εναντίον του συγκροτήματος του Βίτσι, που είχε έκταση εν κατόψει περίπου 300 τετραγωνικών χιλιομέτρων (=300.000 στρεμμάτων), ο Εθνικός Στρατός επετέθη τη 10η Αυγούστου. Οι μάχες εμαίνοντο στον Γράμμο, και τίποτε δεν επέτρεπε να υποψιασθεί κανείς ότι την ίδια ώρα άρχιζε αλλού μια ευρύτερη και ακόμη πιο φιλόδοξη επίθεση. Αυτή όμως εξαπελύετο από πέντε σημεία, με εντολή την πάση θυσία διείσδυση εντός του συγκροτήματος. Εξαπελύετο και από άλλα δύο σημεία, στα δύο άκρα της παρατάξεως, με εντολή την προώθηση, από αντίθετες κατευθύνσεις, παράλληλα προς τα αλβανικά σύνορα (βλέπε χάρτη), ώστε να κυκλωθεί όλο το συγκρότημα του Βίτσι.
Οι περισσότερες των ισχυρών αυτών επιθέσεων αιφνιδίασαν τους αντάρτες και σημείωσαν γι” αυτό κατά την πρώτη ημέρα αισθητές προόδους. Η άμυνα έγινε άγρια και πεισματική αργότερα, το πρωί της επομένης, της 11ης του μηνός, αλλά ήταν πλέον αργά, γιατί είχαν πραγματοποιηθεί σημαντικές διεισδύσεις. Πάντως, από τη στιγμή εκείνη η μάχη του Βίτσι έγινε πολύ σκληρή.
Οι μεν πολεμούσαν με την ορμή που δίνει το δράμα της τελικής νίκης και της αποκαταστάσεως της ελευθερίας. Οι άλλοι, άνδρες και γυναίκες, πολεμούσαν με ανάλογη ορμή, με την ορμή που δίνει η απελπισία, το ναυάγιο του θαύματος στο οποίο είχαν πιστέψει, η απώλεια του τόπου όπου είχαν γεννηθεί, η προοπτική μιας χαμένης ζωής, ζωής εξόριστης έπειτα από τρία χρόνια υπεράνθρωπων προσπαθειών, στερήσεων και θυσιών.
Κάθε τμήμα γης που χανόταν, γινόταν αντικείμενο, φοβερών αντεπιθέσεων. Στις 14 του μηνός, για να ανακουφισθεί το συγκρότημα του Βίτσι, ο Δ.Σ.Ε. εξαπέλυσε ισχυρή αντεπίθεση στον Γράμμο. Συνετρίβη γρήγορα.
Γιατί τώρα ο Στρατός δεν είχε μόνο ορμή: ήταν και πολύ ισχυρότερος. Έπειτα, στο Βίτσι, μετά τις εντελώς πρώτες επιτυχίες, επωφελείτο ενός άλλου τακτικού πλεονεκτήματος: με τη διάνοιξη πολλών ρηγμάτων (βλέπε βέλη στο χάρτη υπ” αριθμόν 8), το ορειβατικό πυροβολικό κατελάμβανε καλύτερες και πολύ κατάλληλες θέσεις, και κτυπούσε αποτελεσματικά τα οχυρωμένα σημεία, που ήταν πλέον καλύτερα ορατά.
Η μόνη επίθεση που δεν εξελίχθηκε σύμφωνα με τα σχέδια ήταν εκείνη η οποία από το νότιο άκρο έπρεπε να προχωρήσει προς βορράν, κατά μήκος της αλβανικής μεθορίου. Υπήρξε αργή.
Το σφάλμα ήταν ότι άρχισε ημέρα και όχι νύκτα, όπως προεβλέπετο. Κατά τα άλλα όμως, τα κύρια αίτια της βραδύτητος δεν ήταν μόνον η δυσκολία του εδάφους και η προβαλλόμενη άμυνα: ήταν και τα εξαιρετικά φονικά πυρά που προήρχοντο από το αλβανικό έδαφος.
Τα πυρά αυτά ήταν τόσο φονικά ώστε στην Αθήνα προεκάλεσαν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των ενήμερων Υπουργών και του Πρωθυπουργού των. Πράγματι, μερικά μέλη της Κυβερνήσεως Διομήδη (ο Σοφούλης είχε πεθάνει στις 24 Ιουνίου και είχε αντικατασταθεί από τον Αντιπρόεδρό του) επέμειναν να εισέλθουν ελληνικά τμήματα στην Αλβανία και να εξουδετερώσουν όσους παρενέβαιναν εκ του ασφαλούς στη μάχη. Τελικά, οι απόψεις των Υπουργών αυτών δεν ελήφθησαν υπ” όψιν. Το ελληνικό αίμα δεν στοίχιζε τότε ακριβά.
Σημειώθηκε και άλλο επεισόδιο, στο οποίο η Αλβανία ευθέως ανεμείχθη κατά τη μάχη του Βίτσι.
Σε ένα λόφο που βρισκόταν σε επαφή με τα αλβανικά σύνορα, έγινε αντιληπτό, μετά από μία πολύ αιματηρή σύγκρουση, ότι ένας λόχος του μικρού Αλβανικού Στρατού είχε πολεμήσει, με γενναιότητα μάλιστα, μαζί με τους αντάρτες. Επί του πεδίου της μάχης βρέθηκαν τα χαρτιά του διοικητού του λόχου, μετρήθηκαν είκοσι Αλβανοί στρατιώτες νεκροί, και συνελήφθησαν επτά αιχμάλωτοι. Περίεργο επεισόδιο, με το οποίο εν τούτοις δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς, ιδίως επειδή δεν φαίνεται να είχε σημειωθή άλλο ανάλογο.
Το σημαντικό γεγονός είναι ότι η μάχη του Βίτσι, όσο και αν υπήρξε άγρια και πεισματική, κατ” ούσίαν, τελείωνε το βράδυ της 15ης Αυγούστου. Στις 16, η αντίσταση έπαυε και στα πλέον απόρθητα σημεία του ορεινού συγκροτήματος.
Η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε βιαστικά αποχωρήσει από την τότε πρωτεύουσα (το χωριό Πυξός, δυτικά της λίμνης της Μικρής Πρέσπας), για να καταφύγει στην Αλβανία. Την ακολουθούσαν 4.000 μαχηταί (μεταξύ των οποίων ακαθόριστος αριθμός τραυματιών), που απεστάλησαν αμέσως στον Γράμμο. Χίλιοι περίπου άνδρες αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στη Γιουγκοσλαβία, όπου αφοπλίσθηκαν και μετεφέρθησαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
Η δεύτερη φάση της επιχειρήσεως «Πυρσός», δηλαδή η φάση της καταλήψεως του Βίτσι, ήταν πολύ πιο αιματηρή από την πρώτη, της παραπλανητικής επιθέσεως κατά του Γράμμου: εντός πέντε ημερών ο Εθνικός Στρατός είχε 1.682 αξιωματικούς και στρατιώτες εκτός μάχης. Ο Δ.Σ.Ε. είχε 1.182 νεκρούς και, κατά τους αιχμαλώτους, ίσο περίπου αριθμό τραυματιών.
Από της πλευράς του σεβασμού που οφείλεται στη ζωή του ανθρώπου, η εκατόμβη ήταν ανατριχιαστική. Αν όμως ελάμβανε κανείς υπ” όψιν του μόνο τη στεγνή στρατιωτική πλευρά, ο όγκος των δύο στρατών δεν επέτρεπε τη σύγκριση των απωλειών. Για τον Δ.Σ.Ε. το πλήγμα ήταν πάρα πολύ βαρύτερο.
Για τον Δ.Σ.Ε. ήταν κατ” ουσίαν η «παλαιά φρουρά» που πολεμούσε. Που πολεμούσε και πέθαινε… χωρίς ελπίδα…
Μολαταύτα, παρά τη θεαματική ήττα του Βίτσι, ο ελληνικός κομμουνισμός, εν πλήρει ομοφωνία, απεφάσισε να συνεχίση τον αγώνα. Ένα ανακοινωθέν του Πολεμικού Συμβουλίου, του Πολιτικού Γραφείου της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. και του Γενικού Αρχηγείου του Δ.Σ.Ε., που είχαν συνεδριάσει από κοινού στις 20 Αυγούστου, δήλωνε: «Ο εχθρός συγκεντρώνεται στον Γράμμο για μια αποφασιστική αναμέτρηση. Στον Γράμμο έχουμε όλες τις δυνατότητες να καταφέρουμε το θανάσιμο πλήγμα στον εχθρό. Έχουμε αρκετή δύναμη, ισχυρά μέσα και πλεονεκτικό έδαφος. Στον Γράμμο απέτυχε πέρυσι ο μοναρχοφασισμός. Στον Γράμμο φέτος του καταφέραμε σοβαρό χτύπημα με τον ελιγμό του Απρίλη. Στον Γράμμο, 2 με 8 Αυγούστου, έσπασε τα μούτρα του. Έχουμε και την πείρα του Βίτσι και το σοβαρό μάτωμα που προκαλέσαμε στον εχθρό στο Βίτσι. Εδώ μπορούμε και πρέπει να θάψουμε τον μοναρχοφασισμό».
Όλες οι διαταγές που βρέθηκαν σε νεκρούς μετά τη μάχη ήταν γραμμένες στον ίδιο τόνο. Επέμεναν: «Ο Γράμμος θα γινόταν για τον εχθρό το αξεπέραστο βουνό κι ο οριστικός του τάφος».
Όποιοι και αν ήταν οι σκοποί της αμύνης του Γράμμου, καταλαμβάνεται κανείς από δέος όταν βλέπει με πόση ελαφρότητα το ιδεολογικό πείσμα λίγων ηγετικών στελεχών μπορεί να οδηγήση στο θάνατο άνδρες και γυναίκες στο άνθος της ηλικίας τους, και στο άνθος των ψευδαισθήσεών τους.
Γιατί αν ο Ζαχαριάδης και ο Γούσιας κινητοποιούσαν όλες τις δυνάμεις τους, γνώριζαν ότι ο Στρατός θα κατέφερε φοβερό κτύπημα.
Με μια απότομη και ραγδαία μετακίνηση στρατευμάτων, μεγάλο μέρος των μονάδων που είχαν καταλάβει το Βίτσι βρέθηκαν ενώπιον του Γράμμου, ο οποίος ήδη επολιορκείτο στενά. Εδώ η επίθεση ανεμένετο και ο αιφνιδιασμός δεν μπορούσε να επιτύχει παρά μόνον ως προς τοπικές επιχειρήσεις. Για να υπάρξει ταχύ αποτέλεσμα και να μειωθούν οι απώλειες, έπρεπε κυρίως να υπολογίζει κανείς στη σκληρότητα των πρώτων κρούσεων, ώστε να ανοιχθούν ρήγματα και να κλονισθεί το ηθικό του αντιπάλου.
Οι κρούσεις επρόκειτο να είναι τρομακτικές.
Στις 22, όλα ήταν έτοιμα. Ο Βασιλεύς Παύλος, συνοδευόμενος από τον Στρατηγό Βεντήρη, τον Στρατηγό Βαν Φλητ και άλλους ξένους αξιωματικούς, είχε φθάσει εκείνη την ημέρα σ” ένα πολύ προχωρημένο φυλάκιο του όρους Αμμούδα. Επρόκειτο η άφιξή του να δώσει τρόπον τινά το σήμα της εξαπολύσεως της επιθέσεως. Την τελευταία όμως στιγμή, κατόπιν διαταγής του Αρχιστρατήγου και παρά την επί τόπου άφιξη του Βασιλέως, η επίθεση ανεβλήθη επί τριήμερον.
Για την αναστολή της επιθέσεως ο Παπάγος είχε ένα σπουδαίο λόγο, που επρόκειτο να είναι τρομερός για τον εχθρό: οι Αμερικανοί είχαν μόλις παραδώσει 50 αεροπλάνα Χελντάιβερς που είχαν τη δυνατότητα να κάνουν καθέτους εφορμήσεις μέσα στα βουνά, να πολυβολούν, να βομβαρδίζουν ή να καίνε με εμπρηστικές βόμβες, με μεγάλη ακρίβεια. Ήθελε λοιπόν ο Αρχιστράτηγος να είναι σε θέση να δράσουν και τα αεροπλάνα αυτά.
Έτσι, προ της αυγής της 25ης Αυγούστου, ένας κατακλυσμός φωτιάς και σιδήρου έπεσε επί των ορεινών θέσεων που υπερήσπιζαν το τελευταίο φρούριο του Δ.Σ.Ε. Το κλειδί της αμύνης προς βορράν, μια ψηλή ράχη μεταξύ της Ι και της III Μεραρχίας (βλέπε χάρτη), σφυροκοπήθηκε από εκατό πυροβόλα και από την αεροπορία. Ο βομβαρδισμός των θέσεων που ήταν ενώπιον της XV Μεραρχίας ήταν επίσης από τους ισχυρότερους.
Έτσι, ο Στρατηγός καπετάν Γούσιας, ο μπαλωματής του Συρράκου Γιώργος Βροντίσιος, νόμισε ότι το σχέδιο του αντιπάλου ήταν να εισβάλει στο οχυρό Καταφύγιο διασπώντας τη γραμμή Τσάρνο-Πύργος-Κιάφα-Αρένα. Την ενίσχυσε λοιπόν αμέσως με όλες τις εφεδρείες του.
Αυτό διευκόλυνε την εφαρμογή των σχεδίων του Αρχιστρατήγου. Γιατί η ισχυρή πίεση επί της γραμμής αυτής, η οποία στις 6 το πρωί εξεδηλώθη και με μαζικές επιθέσεις πεζικού, απέβλεπε συγχρόνως και σε κάτι άλλο: τη μείωση της αιματοχυσίας που γινόταν για να επιτύχει το τολμηρό κλείσιμο της τανάλιας παράλληλα προς τα αλβανικά σύνορα· εκείνο το εγχείρημα που είχε εις μάτην δοκιμασθεί το 1948 και που θα επανελαμβάνετο τώρα: από νότου και από βορρά θα κυκλωνόταν επί των συνόρων το συγκρότημα του Γράμμου, ενώ συγχρόνως θα υφίστατο και ισχυρή μετωπική επίθεση επί πολλών σημείων.
Η άμυνα υπήρξε παντού αγριότατη. Οι μαζικοί βομβαρδισμοί φαίνονταν να μην είχαν προκαλέσει σοβαρές ζημίες. Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό ότι είχαν πάντως επηρεάσει το ηθικό. Γιατί όταν κατά το μεσημέρι της πρώτης ημέρας το απειλητικό και αποφασιστικό Τσάρνο (υψόμετρο 1.430, δίπλα στον Πύργο, στον χάρτη ), κατελήφθη με μια τελική επίθεση δια της λόγχης, δεν έγινε καν απόπειρα ανακαταλήψεώς του δι” αντεπιθέσεως. Επίσης, οι μεγάλης σημασίας γειτονικές τοποθεσίες που κατελήφθησαν μία έως δύο ώρες αργότερα, στοίχισαν πολύ αίμα, αλλά έμειναν οριστικά στα χέρια των τακτικών τμημάτων.
Έως το βράδυ, κατόπιν σφοδροτάτων συγκρούσεων, κατελαμβάνοντο και άλλες θέσεις-κλειδιά της αμύνης του Γράμμου.
Χάρις στην κατάληψη αυτών των θέσεων, μερικά τμήματα του Στρατού κατόρθωσαν να διεισδύσουν κατά τη νύκτα εντός του ορεινού Καταφυγίου. Οι δύο προωθήσεις, παράλληλα προς τα σύνορα, εξελίσσοντο και αυτές ικανοποιητικά.
Την επομένη το πρωί, στις 26 του μηνός, η όψη του πεδίου της μάχης ήταν εντελώς διαφορετική από ό,τι ήταν προ είκοσι τεσσάρων ωρών.
Στις 26 οι μάχες γίνονταν πλέον εντός του ορεινού συγκροτήματος, και από το άλλο μέρος έκλεινε περισσότερο η τολμηρή τανάλια που επρόκειτο να σφραγίσει τα αλβανικά σύνορα. Η βολή του ορειβατικού πυροβολικού ήταν πολύ περισσότερο αποτελεσματική, γιατί γινόταν από πιο προωθημένες και καλύτερες θέσεις. Η αεροπορία συνέχιζε τις επιθέσεις της, οι οποίες, σε πιο περιορισμένο χώρο, ήταν περισσότερο εντυπωσιακές και φονικές.
Στις 26, το πείσμα της αντιστάσεως είχε μειωθεί. Διετηρείτο πλήρες σε ορισμένες θέσεις, εξασθενούσε σε άλλες, και σε μερικές έπαυε εντελώς.
Η άμυνα επρόκειτο να δεχθεί εκείνη την ημέρα ένα άλλου είδους κτύπημα, το οποίο δεν ανέμενε.
Έως τότε, η Αλβανία είχε κάνει το παν για να βοηθήσει τον Δ.Σ.Ε. Αλλά την 25η Αυγούστου, οι δύο επιθέσεις του Στρατού κατά μήκος των αλβανικών συνόρων δεν παρενοχλήθηκαν από σοβαρά πυρά προερχόμενα από το αλβανικό έδαφος. Το απόγευμα τα πυρά αυτά σταμάτησαν εντελώς.
Ο Εμβέρ Χότζα, ο νέος τότε Αλβανός δικτάτωρ, είχε αιφνιδίως φοβηθεί: ήταν απομονωμένος. Ο Τίτο διέκειτο εχθρικά απέναντί του. Θάλασσα τον χώριζε από τους προστάτες της χώρας του, που, μετά τους Ιταλούς και προ των Κινέζων, ήταν οι Ρώσοι. Εάν ο Ελληνικός Στρατός, αναδιοργανωμένος, γεμάτος ορμή, και συγκεντρωμένος επί των συνόρων του, του έδινε ξαφνικά ένα απότομο κτύπημα, θα κατελάμβανε άνευ αντιστάσεως όλη τη Νότιο Αλβανία, της οποίας ο πληθυσμός ήταν κατά πλειοψηφία ελληνικός. Δεν θα σταματούσε παρά στις καταλληλότερες για την άμυνά του τοποθεσίες, που δεν θα είχε παρά να διαλέξει. Και όταν ο Ελληνικός Στρατός εγκαθίστατο εκεί… «μακάριοι οι κατέχοντες»…
Στις 26 Αυγούστου λοιπόν, εν πλήρει μάχη, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των Τιράνων έσπευσε να αναγγείλει ότι όποιος Έλλην διήρχετο τα αλβανικά σύνορα θα αφοπλιζόταν, θα συνελαμβάνετο και θα ετίθετο υπό περιορισμόν.
Έτσι, ο Αλβανός δήλωνε εμμέσως προς όλο τον κόσμο ότι η μάχη είχε χαθή. Και ήταν μόνο η δεύτερη ημέρα…
Παρ” όλα αυτά, πολλά προπύργια του Δ.Σ.Ε. ημύνθησαν μέχρι του τελευταίου ανδρός. Αλλά ήταν μάταιο.
Οι σκληρές μάχες συνεχίσθηκαν χωρίς καμιά διακοπή στις 26 και στις 27, αλλά οι πρόοδοι που σημείωναν τα τακτικά στρατεύματα έδειχναν σαφώς ότι η μάχη είχε κριθή. Έπρεπε πλέον να τελειώσει το ταχύτερο, για να μειωθούν κατά το δυνατόν οι απώλειες.
Το βράδυ της 27ης, όλοι οι διοικηταί των μεραρχιών του Εθνικού Στρατού έπαιρναν τη διαταγή να επιτεθούν καθ” όλη τη νύκτα εναντίον των θέσεων που ανθίσταντο ακόμη, και ιδίως εναντίον των θέσεων που στηρίζονταν στην αλβανική μεθόριο. Η εντολή όριζε ότι η επίθεση θα συνεχιζόταν χωρίς καμιά διακοπή.
Σημειώθηκαν μερικές σκληρές συγκρούσεις κατά τις δύο επόμενες ημέρες. Ήταν όμως μεμονωμένες.
Στις 28, την εβδόμη εσπερινή, κατελαμβάνετο η κορυφή του Γράμμου, σε υψόμετρο 2.520 μέτρων. Στις 29 κατελαμβάνοντο άλλες δεσπόζουσες και οχυρωμένες θέσεις. Το πρωί της 30ής Αυγούστου έπεφτε το φοβερό Κάμενικ, η ισχυρότερη θέση-κλειδί στην αλβανική μεθόριο.
Στις δέκα το πρωί της ημέρας εκείνης ο άγων έληγε.
Σ” αυτή την τελευταία και μάταιη γι” αυτόν μάχη, ο Δ.Σ.Ε. έχανε 922 νεκρούς, και περί τους χίλιους αιχμαλώτους και λιποτάκτες. Είχε υποχωρήσει παίρνοντας μαζί του περί τους 1.500 τραυματίες.
Η αυτοκτονία είχε αποφασισθεί από κοινού, αλλά για τους άλλους, όχι για τους ηγέτες: κανένα μέλος του Πολεμικού Συμβουλίου, του Πολιτμπυρώ, ή του Γενικού Αρχηγείου του Δ.Σ.Ε. δεν ήταν μεταξύ των νεκρών.
Τα λάφυρα, εξάλλου, που περιήρχοντο στα χέρια του Στρατού, έδειχναν με τον όγκο τους και την ποικιλία τους την ισχύ της αμύνης. Τα πολυβόλα υπερέβαιναν τα 600, οι όλμοι διαφόρων διαμετρημάτων τους 200, τα πυροβόλα έφταναν τα 40, οι χειροβομβίδες σε πολλές χιλιάδες, τα πολεμοφόδια γενικώς σε πολλούς τόννους.
Ο Στρατός, κατά την τρίτη φάση της επιχειρήσεως «Πυρσός», πάλι εντός πέντε ημερών, είχε 1.795 αξιωματικούς και στρατιώτες εκτός μάχης. Δηλαδή για τις τρεις φάσεις ο αριθμός ανήρχετο σε 3.960. Οι συνολικές απώλειες του Δ.Σ.Ε. κατά τον τρομερό εκείνο Αύγουστο έφθαναν σε 2.280 νεκρούς, 3.000 περίπου τραυματίες και 1.632 αιχμαλώτους και λιποτάκτες.
Η επιτάφιος πλάκα είχε σφραγίσει τον τάφο για τον οποίο είχε μιλήσει το Κ.Κ.Ε. Αλλά, αντιθέτως προς τις ελπίδες του, ο τάφος έκλεινε τα σώματα των παιδιών του, παρά τις προσπάθειές τους και τις θυσίες τους…
Ο ανταρτοπόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει.
Ο Εθνικός Στρατός είχε τελικά εξέλθει νικητής από ένα φοβερό και ιδιόρρυθμο πόλεμο, που η τακτική του του ήταν ξένη.
Την παραμονή της ενάτης επετείου της ενάρξεως του Ελληνοϊταλικού πολέμου, την 27η Οκτωβρίου 1949, ο Αλέξανδρος Παπάγος προήγετο σε Στρατάρχη -τίτλος απονεμόμενος για πρώτη φορά σε Έλληνα αξιωματικό.
Μέσα στους τάφους και τα ερείπια, τα συσσωρευμένα επί εννέα έτη πολέμου και ανταρτοπολέμου, ο Ελληνικός Λαός γνώριζε και πάλι επιτέλους την ελευθερία και την ειρήνη.
Αυτά τα αγαθά, τα τόσο απλά και τόσο φυσικά, είχαν τόσο πολύ λησμονηθεί και φαίνονταν τόσο ωραία, ώστε διηρωτάτο κανείς αν θα τα χαιρόταν για πολύ καιρό.
Αυτό το άγχος θα βάραινε στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου κατά τα επόμενα χρόνια.
http://news247.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες