Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλείνει σήμερα έναν χρόνο ζωής αλλά τα πεπραγμένα της, προς ώρας, δεν αξιολογούνται σε σχέση με όσα είχε υποσχεθεί προεκλογικά.
Κάθε κυβέρνηση είθισται να αξιολογείται με βάση τα πεπραγμένα της. Από τον κανόνα δεν εξαιρείται ασφαλώς και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία κλείνει σήμερα έναν χρόνο ζωής, με τη διαφορά μόνον ότι τα πεπραγμένα της δεν αξιολογούνται σε σχέση με όσα είχε υποσχεθεί προεκλογικά, με εκείνα, δηλαδή τα οποία είχε προγραμματίσει να υλοποιήσει.
Η σύγκριση, προς ώρας τουλάχιστον, γίνεται με γνώμονα την ανταπόκρισή της σε όσα της προέκυψαν εκτός προγράμματος. Και δεν ήταν λίγα, εδώ που τα λέμε, ούτε και αμελητέα.
Το τι βαθμό θα έπαιρνε η κυβέρνηση Μητσοτάκη εάν δεν της προέκυπταν ο Έβρος και η πανδημία δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το σίγουρο είναι πως ο βαθμός θα ήταν ασφαλώς διαφορετικός, ενδεχομένως μικρότερος, σε σχέση με αυτόν που εξασφαλίζει έπειτα από την επιτυχή διαχείριση ενός σοβαρού συνοριακού συμβάντος και μιας πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης.
Ο Έβρος και ο covid-19 επισκίασαν κάθε άλλη κυβερνητική πρωτοβουλία, αδράνειες και λάθη. Διότι στη διάρκεια αυτού του πρώτου χρόνου, υπήρξαν και θετικές πρωτοβουλίες, αλλά υπήρξαν και αδράνειες και φυσικά και σφάλματα.
Ο Μητσοτάκης παρέλαβε μια χώρα καταταλαιπωρημένη, έπειτα από τρία διαδοχικά μνημόνια, το ένα χειρότερο από το άλλο. Μια χώρα κουρασμένη, απογοητευμένη, σχεδόν παραιτημένη, καθώς οι προσδοκίες οι οποίες είχαν καλλιεργηθεί με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, διαψεύστηκαν οικτρά. Συνεπώς, θα έλεγε κανείς, αρκούσε ο Μητσοτάκης να κάνει απλώς τα αυτονόητα για να θεωρηθεί πετυχημένος.
Δηλαδή, να ελαφρύνει επιχειρήσεις, πολίτες και κυρίως τη μεσαία τάξη από τα υπερβολικά φορολογικά βάρη, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων, να διαχειριστεί αποτελεσματικότερα το προσφυγικό και να εμφυσήσει περισσότερο αίσθημα ασφάλειας, κυρίως στο λεκανοπέδιο.
Στον τομέα των φοροελαφρύνσεων έγιναν κάποια βήματα, μικρότερα όμως, σε σχέση με τις προεκλογικές υποσχέσεις και ουδείς γνωρίζει, μετά τη δοκιμασία της πανδημίας, πως θα εξελιχθεί αυτός ο σχεδιασμός.
Έτσι κι αλλιώς η οικονομία θα αποτελέσει τη μεγάλη δοκιμασία για την κυβέρνηση τα επόμενα δύο, τρία χρόνια. Τότε θα φανεί, ποιες από τις βαθιές πληγές τις οποίες προκάλεσε η υγειονομική κρίση, θα καταφέρει να θεραπεύσει και ποιες όχι. Αυτό θα είναι, άλλωστε, το τελικό και κυρίαρχο κριτήριο αξιολόγησης της κυβέρνησης όταν θα έρθει η ώρα της τελικής κρίσης, δηλαδή η ώρα της κάλπης.
Συγχρόνως, είναι βέβαιο πως στο προσεχές διάστημα θα κληθεί να διαχειριστεί και άλλα εξίσου σοβαρά θέματα, όπως για παράδειγμα, τα ελληνοτουρκικά και οι εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο, όπου ενδεχομένως να χρειαστεί να λάβει πολύ δύσκολες αποφάσεις.
Ανοιχτή πληγή παραμένει και το προσφυγικό-μεταναστευτικό, ένα θέμα το οποίο υποεκτιμήθηκε αρχικά από την κυβέρνηση, με την κατάργηση του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και τώρα επιχειρείται ανασχεδιασμός και αποτελεσματικότερη διαχείριση.
Στη διάρκεια αυτού του χρόνου υπήρξαν θετικές πρωτοβουλίες, όπως για παράδειγμα ο σταδιακός ψηφιακός εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης ή η αποφασιστικότητα με την οποία κινήθηκε η κυβέρνηση σε δύσκολα θέματα όπως η περίπτωση της ΔΕΗ και του Ελληνικού, υπήρξαν όμως και αστοχίες όπως η υπόθεση των περίφημων voucher, αλλά και η παλαιοκομματική λογική με την οποία έγινε η στελέχωση του κράτους.
Κλείνοντας, από την αποτίμηση αυτού του πρώτου χρόνου της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν μπορεί να λείψει η αξιολόγηση της εσωτερικής λειτουργίας της, του λεγόμενου “επιτελικού κράτους”.
Καίτοι είναι νωρίς ακόμη για οριστικά συμπεράσματα, μπορεί ωστόσο να πει κανείς ότι η παρούσα κυβέρνηση είναι περισσότερο πρωθυπουργοκεντρική από οποιαδήποτε άλλη. Το σφιχτό επιτελικό κράτος φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά όταν πρόκειται να διαχειριστεί σοβαρά κεντρικά ζητήματα, αλλά εμφανίζει σοβαρές αδυναμίες όταν καλείται να επιλύσει ζητήματα περιφερειακά, χαμηλής πολιτικής.
Εντός των προσεχών ημερών, μέσω του προαναγγελθέντος ανασχηματισμού, θα μάθουμε τι βαθμό βάζει και ο ίδιος ο Μητσοτάκης στους υπουργούς του.
https://www.voria.gr/
Κάθε κυβέρνηση είθισται να αξιολογείται με βάση τα πεπραγμένα της. Από τον κανόνα δεν εξαιρείται ασφαλώς και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία κλείνει σήμερα έναν χρόνο ζωής, με τη διαφορά μόνον ότι τα πεπραγμένα της δεν αξιολογούνται σε σχέση με όσα είχε υποσχεθεί προεκλογικά, με εκείνα, δηλαδή τα οποία είχε προγραμματίσει να υλοποιήσει.
Η σύγκριση, προς ώρας τουλάχιστον, γίνεται με γνώμονα την ανταπόκρισή της σε όσα της προέκυψαν εκτός προγράμματος. Και δεν ήταν λίγα, εδώ που τα λέμε, ούτε και αμελητέα.
Το τι βαθμό θα έπαιρνε η κυβέρνηση Μητσοτάκη εάν δεν της προέκυπταν ο Έβρος και η πανδημία δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το σίγουρο είναι πως ο βαθμός θα ήταν ασφαλώς διαφορετικός, ενδεχομένως μικρότερος, σε σχέση με αυτόν που εξασφαλίζει έπειτα από την επιτυχή διαχείριση ενός σοβαρού συνοριακού συμβάντος και μιας πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης.
Ο Έβρος και ο covid-19 επισκίασαν κάθε άλλη κυβερνητική πρωτοβουλία, αδράνειες και λάθη. Διότι στη διάρκεια αυτού του πρώτου χρόνου, υπήρξαν και θετικές πρωτοβουλίες, αλλά υπήρξαν και αδράνειες και φυσικά και σφάλματα.
Ο Μητσοτάκης παρέλαβε μια χώρα καταταλαιπωρημένη, έπειτα από τρία διαδοχικά μνημόνια, το ένα χειρότερο από το άλλο. Μια χώρα κουρασμένη, απογοητευμένη, σχεδόν παραιτημένη, καθώς οι προσδοκίες οι οποίες είχαν καλλιεργηθεί με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, διαψεύστηκαν οικτρά. Συνεπώς, θα έλεγε κανείς, αρκούσε ο Μητσοτάκης να κάνει απλώς τα αυτονόητα για να θεωρηθεί πετυχημένος.
Δηλαδή, να ελαφρύνει επιχειρήσεις, πολίτες και κυρίως τη μεσαία τάξη από τα υπερβολικά φορολογικά βάρη, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για οικονομική ανάπτυξη μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων, να διαχειριστεί αποτελεσματικότερα το προσφυγικό και να εμφυσήσει περισσότερο αίσθημα ασφάλειας, κυρίως στο λεκανοπέδιο.
Στον τομέα των φοροελαφρύνσεων έγιναν κάποια βήματα, μικρότερα όμως, σε σχέση με τις προεκλογικές υποσχέσεις και ουδείς γνωρίζει, μετά τη δοκιμασία της πανδημίας, πως θα εξελιχθεί αυτός ο σχεδιασμός.
Έτσι κι αλλιώς η οικονομία θα αποτελέσει τη μεγάλη δοκιμασία για την κυβέρνηση τα επόμενα δύο, τρία χρόνια. Τότε θα φανεί, ποιες από τις βαθιές πληγές τις οποίες προκάλεσε η υγειονομική κρίση, θα καταφέρει να θεραπεύσει και ποιες όχι. Αυτό θα είναι, άλλωστε, το τελικό και κυρίαρχο κριτήριο αξιολόγησης της κυβέρνησης όταν θα έρθει η ώρα της τελικής κρίσης, δηλαδή η ώρα της κάλπης.
Συγχρόνως, είναι βέβαιο πως στο προσεχές διάστημα θα κληθεί να διαχειριστεί και άλλα εξίσου σοβαρά θέματα, όπως για παράδειγμα, τα ελληνοτουρκικά και οι εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο, όπου ενδεχομένως να χρειαστεί να λάβει πολύ δύσκολες αποφάσεις.
Ανοιχτή πληγή παραμένει και το προσφυγικό-μεταναστευτικό, ένα θέμα το οποίο υποεκτιμήθηκε αρχικά από την κυβέρνηση, με την κατάργηση του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και τώρα επιχειρείται ανασχεδιασμός και αποτελεσματικότερη διαχείριση.
Στη διάρκεια αυτού του χρόνου υπήρξαν θετικές πρωτοβουλίες, όπως για παράδειγμα ο σταδιακός ψηφιακός εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης ή η αποφασιστικότητα με την οποία κινήθηκε η κυβέρνηση σε δύσκολα θέματα όπως η περίπτωση της ΔΕΗ και του Ελληνικού, υπήρξαν όμως και αστοχίες όπως η υπόθεση των περίφημων voucher, αλλά και η παλαιοκομματική λογική με την οποία έγινε η στελέχωση του κράτους.
Κλείνοντας, από την αποτίμηση αυτού του πρώτου χρόνου της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν μπορεί να λείψει η αξιολόγηση της εσωτερικής λειτουργίας της, του λεγόμενου “επιτελικού κράτους”.
Καίτοι είναι νωρίς ακόμη για οριστικά συμπεράσματα, μπορεί ωστόσο να πει κανείς ότι η παρούσα κυβέρνηση είναι περισσότερο πρωθυπουργοκεντρική από οποιαδήποτε άλλη. Το σφιχτό επιτελικό κράτος φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά όταν πρόκειται να διαχειριστεί σοβαρά κεντρικά ζητήματα, αλλά εμφανίζει σοβαρές αδυναμίες όταν καλείται να επιλύσει ζητήματα περιφερειακά, χαμηλής πολιτικής.
Εντός των προσεχών ημερών, μέσω του προαναγγελθέντος ανασχηματισμού, θα μάθουμε τι βαθμό βάζει και ο ίδιος ο Μητσοτάκης στους υπουργούς του.
https://www.voria.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες