Σοβαρές ενστάσεις διατυπώνουν οι τράπεζες στο σχέδιο του πτωχευτικού νόμου που επεξεργάζεται η κυβέρνηση, αλλά και στις διατάξεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας, θεωρώντας ότι θα λειτουργήσει ως εργαλείο καθυστερήσεων και καταχρήσεων εις βάρος των τραπεζών αλλά και του Δημοσίου.
Οπως έχει αποκαλύψει η «Κ», ο νέος πτωχευτικός νόμος θα δίνει τη δυνατότητα σε όσους δανειολήπτες θέλουν να κηρύξουν πτώχευση ή επαπειλούνται με πλειστηριασμό, να πουλήσουν έναντι τιμήματος την πρώτη τους κατοικία σε δημόσιο φορέα και να συνεχίσουν να κατοικούν σε αυτήν ως ενοικιαστές με συμφωνία επαναγοράς σε βάθος χρόνου.
Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων ένα νοικοκυριό θα χαρακτηρίζεται ευάλωτο και θα μπορεί να κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας, είναι ιδιαιτέρως γενναιόδωρα.
Οπως εξηγούν, με δεδομένο ότι το 90% των δανείων καλύπτει αξία κατοικίας μικρότερη των 200.000 ευρώ, στην κρατική στήριξη θα μπορεί να προσφύγει το 100% των δανειοληπτών, ανοίγοντας τον δρόμο για γενικευμένη χρήση της προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Υπενθυμίζεται ότι τα κριτήρια που θα πρέπει να πληροί ο οφειλέτης για να διασώσει την πρώτη του κατοικία μέσω του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, είναι τα εξής:
• Το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα να μην υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%.
• Η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας να είναι έως 200.000 ευρώ εάν πρόκειται για άγαμο οφειλέτη, η οποία θα προσαυξάνεται κατά 40.000 ευρώ όταν ο οφειλέτης είναι έγγαμος και κατά 20.000 ευρώ για κάθε παιδί μέχρι τρία.
• Η αντικειμενική αξία της λοιπής ακίνητης περιουσίας του και των μελών της οικογένειάς του (της συζύγου και εξαρτημένων μελών) να είναι έως 100.000 ευρώ, και η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του και των μελών της οικογένειάς του να μην υπερβαίνει τις 60.000 ευρώ.
Οπως παρατηρούν οι τράπεζες, το ποσό των 300.000 ευρώ, για 5μελή οικογένεια σε συνδυασμό με τα λοιπά εισοδηματικά κριτήρια (δηλαδή περιουσία συνολική μαζί με την κύρια κατοικία ύψους 460.000 ευρώ), είναι υπερβολικά γενναιόδωρο για τις σημερινές συνθήκες, εάν λάβουμε υπόψη ότι στην καρδιά της οικονομικής κρίσης του παρελθόντος, η μέγιστη προστατευόμενη αξία της πρώτης κατοικίας ήταν το ποσό των 280.000 ευρώ.
Επιπλέον, οι τράπεζες τάσσονται υπέρ της αυστηρής πιστοποίησης των νοικοκυριών που χρήζουν προστασίας από τον φορέα απόκτησης ακινήτων πριν ο οφειλέτης προσφύγει σε πτωχευτική διαδικασία, και την κήρυξη της πτώχευσης, και ο φορέας να αγοράζει το ακίνητο εφόσον έχει ξεκινήσει η διαδικασία της εκτελέσεως μέχρι τον πλειστηριασμό.
Κόντρα σε αυτή τη λογική το νομοσχέδιο, όπως επισημαίνουν οι τράπεζες, προβλέπει τη χορήγηση βεβαίωσης από τον φορέα πριν από την πτώχευση, αναστέλλοντας παράλληλα τη διαδικασία της εκτέλεσης.
Με τον τρόπο αυτό, υπογραμμίζουν, το πτωχευτικό δίκαιο θα γίνει εργαλείο καθυστερήσεων και καταχρήσεων εις βάρος όχι μόνο των τραπεζών, αλλά και του ίδιου του Δημοσίου, καθώς το 80% των οφειλετών θα έχει κίνητρο να πτωχεύει.
Σύμφωνα με τις τράπεζες, κρίσιμο σημείο είναι η πτωχευτική διαδικασία να μη ματαιώνει, καθυστερεί ή αναβάλλει το δικαίωμα του εμπραγμάτως ασφαλισμένου δανειστή να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση, όπως συνέβη στο παρελθόν με τον νόμο Κατσέλη, που αξιοποιήθηκε προκειμένου ο οφειλέτης να κερδίσει χρόνο.
Σοβαρές επιφυλάξεις διατυπώνονται από την πλευρά των τραπεζών και σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις για να κηρυχθεί ένα φυσικό πρόσωπο σε πτώχευση καθώς, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα πρέπει να βρίσκεται σε αδυναμία να εξυπηρετήσει το 40% των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του.
Οι τράπεζες θεωρούν ότι το ποσοστό αυτό είναι χαμηλό και εισηγούνται να αυξηθεί στο 60%, ενώ παράλληλα τάσσονται υπέρ της θέσπισης ασφαλιστικών δικλίδων, όπως το να μην έχει κάνει ο οφειλέτης χρήση και προηγούμενων νόμων, όπως του νόμου Κατσέλη, ή του εξωδικαστικού μηχανισμού.
ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΖΩΡΤΖΗ
https://www.kathimerini.gr/
Οπως έχει αποκαλύψει η «Κ», ο νέος πτωχευτικός νόμος θα δίνει τη δυνατότητα σε όσους δανειολήπτες θέλουν να κηρύξουν πτώχευση ή επαπειλούνται με πλειστηριασμό, να πουλήσουν έναντι τιμήματος την πρώτη τους κατοικία σε δημόσιο φορέα και να συνεχίσουν να κατοικούν σε αυτήν ως ενοικιαστές με συμφωνία επαναγοράς σε βάθος χρόνου.
Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων ένα νοικοκυριό θα χαρακτηρίζεται ευάλωτο και θα μπορεί να κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας, είναι ιδιαιτέρως γενναιόδωρα.
Οπως εξηγούν, με δεδομένο ότι το 90% των δανείων καλύπτει αξία κατοικίας μικρότερη των 200.000 ευρώ, στην κρατική στήριξη θα μπορεί να προσφύγει το 100% των δανειοληπτών, ανοίγοντας τον δρόμο για γενικευμένη χρήση της προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Υπενθυμίζεται ότι τα κριτήρια που θα πρέπει να πληροί ο οφειλέτης για να διασώσει την πρώτη του κατοικία μέσω του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, είναι τα εξής:
• Το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα να μην υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%.
• Η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας να είναι έως 200.000 ευρώ εάν πρόκειται για άγαμο οφειλέτη, η οποία θα προσαυξάνεται κατά 40.000 ευρώ όταν ο οφειλέτης είναι έγγαμος και κατά 20.000 ευρώ για κάθε παιδί μέχρι τρία.
• Η αντικειμενική αξία της λοιπής ακίνητης περιουσίας του και των μελών της οικογένειάς του (της συζύγου και εξαρτημένων μελών) να είναι έως 100.000 ευρώ, και η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του και των μελών της οικογένειάς του να μην υπερβαίνει τις 60.000 ευρώ.
Οπως παρατηρούν οι τράπεζες, το ποσό των 300.000 ευρώ, για 5μελή οικογένεια σε συνδυασμό με τα λοιπά εισοδηματικά κριτήρια (δηλαδή περιουσία συνολική μαζί με την κύρια κατοικία ύψους 460.000 ευρώ), είναι υπερβολικά γενναιόδωρο για τις σημερινές συνθήκες, εάν λάβουμε υπόψη ότι στην καρδιά της οικονομικής κρίσης του παρελθόντος, η μέγιστη προστατευόμενη αξία της πρώτης κατοικίας ήταν το ποσό των 280.000 ευρώ.
Επιπλέον, οι τράπεζες τάσσονται υπέρ της αυστηρής πιστοποίησης των νοικοκυριών που χρήζουν προστασίας από τον φορέα απόκτησης ακινήτων πριν ο οφειλέτης προσφύγει σε πτωχευτική διαδικασία, και την κήρυξη της πτώχευσης, και ο φορέας να αγοράζει το ακίνητο εφόσον έχει ξεκινήσει η διαδικασία της εκτελέσεως μέχρι τον πλειστηριασμό.
Κόντρα σε αυτή τη λογική το νομοσχέδιο, όπως επισημαίνουν οι τράπεζες, προβλέπει τη χορήγηση βεβαίωσης από τον φορέα πριν από την πτώχευση, αναστέλλοντας παράλληλα τη διαδικασία της εκτέλεσης.
Με τον τρόπο αυτό, υπογραμμίζουν, το πτωχευτικό δίκαιο θα γίνει εργαλείο καθυστερήσεων και καταχρήσεων εις βάρος όχι μόνο των τραπεζών, αλλά και του ίδιου του Δημοσίου, καθώς το 80% των οφειλετών θα έχει κίνητρο να πτωχεύει.
Σύμφωνα με τις τράπεζες, κρίσιμο σημείο είναι η πτωχευτική διαδικασία να μη ματαιώνει, καθυστερεί ή αναβάλλει το δικαίωμα του εμπραγμάτως ασφαλισμένου δανειστή να επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση, όπως συνέβη στο παρελθόν με τον νόμο Κατσέλη, που αξιοποιήθηκε προκειμένου ο οφειλέτης να κερδίσει χρόνο.
Σοβαρές επιφυλάξεις διατυπώνονται από την πλευρά των τραπεζών και σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις για να κηρυχθεί ένα φυσικό πρόσωπο σε πτώχευση καθώς, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα πρέπει να βρίσκεται σε αδυναμία να εξυπηρετήσει το 40% των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του.
Οι τράπεζες θεωρούν ότι το ποσοστό αυτό είναι χαμηλό και εισηγούνται να αυξηθεί στο 60%, ενώ παράλληλα τάσσονται υπέρ της θέσπισης ασφαλιστικών δικλίδων, όπως το να μην έχει κάνει ο οφειλέτης χρήση και προηγούμενων νόμων, όπως του νόμου Κατσέλη, ή του εξωδικαστικού μηχανισμού.
ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΖΩΡΤΖΗ
https://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες