Απαιτούν περικοπή των κονδυλίων της Αστυνομίας και σε ορισμένες πολιτείες το έχουν ήδη επιτύχει - Καταστρέφουν αγάλματα ηγετικών μορφών του παλιού αμερικανικού Εμφυλίου, αλλά και του Κολόμβου, ξαναβάζοντας τις ΗΠΑ σε έναν νέο ιδιότυπο εμφύλιο.
Οι εξεγερμένοι πολίτες στέλνουν το μήνυμα ότι το όριο της οργής τους δεν είναι απλώς η εκδίκηση για τον χαμό του Φλόιντ. Ο Τραμπ δίνει τη δική του μάχη, ελπίζοντας να γυρίσει το σκηνικό και να ξανακερδίσει τις εκλογές.
Το γκρέμισμα των αγαλμάτων στις ΗΠΑ, ένα φαινόμενο που διογκώνεται με ρυθμό επιδημίας, θυμίζει αναπάντεχα Ιράκ και κράτη του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ: γιγαντιαίοι ανδριάντες, όπως εκείνοι του Σαντάμ Χουσεΐν, του Λένιν και του Στάλιν, ρίχνονται βίαια στη γη, αποκαθηλώνονται και διαλύονται με μανία. Στη σημερινή Αμερική, βέβαια, δεν συντελείται κάποια κοσμοϊστορική αλλαγή πολιτεύματος, ούτε η εκθρόνιση κάποιου αυταρχικού δυνάστη.
Οσα συμβαίνουν, όμως, τις τελευταίες ημέρες στις ΗΠΑ, με τις μαζικές διαδηλώσεις και τη διάχυτη λαϊκή εναντίωση στην κατεστημένη εξουσία και ιδιαίτερα στην Αστυνομία, ελάχιστες φορές έχουν επαναληφθεί στο παρελθόν. Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ ήταν η θρυαλλίδα που πυροδότησε τη γενικευμένη έκρηξη ενός ιδιότυπου εμφυλίου.
Γκρεμίζοντας αγάλματα ηγετικών μορφών του παλιού Αμερικανικού Εμφυλίου, ακόμη και αποκεφαλίζοντας πέτρινα ομοιώματα του Χριστόφορου Κολόμβου κ.λπ., οι εξεγερμένοι πολίτες δίνουν ένα ξεκάθαρο και βροντερό μήνυμα ότι το όριο της οργής τους δεν είναι απλώς η εκδίκηση για τον χαμό του Φλόιντ.
Πλέον το ζήτημα δεν είναι ο ρατσισμός και οι βάρβαρες μέθοδοι της Αστυνομίας, αλλά πολύ ευρύτερα και πιο βαθιά στην αμερικανική συλλογική ψυχή ανακινείται η αιωνίως υφέρπουσα διάσταση Βορείων και Νοτίων, το εμφύλιο μίσος που δίχασε τη χώρα πριν από 160 χρόνια - και τη διχάζει ξανά.
Για τον υπόλοιπο κόσμο προσωπικότητες όπως ο Τζέφερσον Ντέιβις ή ο Στρατηγός Ρόμπερτ Λι είναι από καθόλου έως ελάχιστα γνωστές. Για μεγάλη μερίδα Αμερικανών, όμως, είναι πρόσωπα ταυτισμένα με τον αποσχιστικό συνασπισμό των πολιτειών του Νότου οι οποίες πολέμησαν για τη διατήρηση της δουλείας, της στυγνής εκμετάλλευσης των μαύρων και τη διαιώνιση των φυλετικών διακρίσεων. Και ακριβώς γι’ αυτό οι ανδριάντες τους πρέπει να υποστούν τη χειρότερη δυνατή κακοποίηση.
Πέραν του πογκρόμ εναντίον των αγαλμάτων, ειδικά για το ζήτημα της αστυνομικής βίας, οι ΗΠΑ τις τελευταίες ημέρες ταλαντεύονται ανάμεσα σε δύο άκρα: από τη μία καταγγέλλεται με διαδηλώσεις και έκτροπα, σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα, η ανεξέλεγκτη, ενίοτε απροκάλυπτα ρατσιστική βαναυσότητα των ένστολων οργάνων της τάξης. Την ανάφλεξη στον προβληματισμό για τον ρόλο και τις μεθόδους της Αστυνομίας προφανώς προκάλεσε η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ.
Από την άλλη όμως προβάλλεται επιτακτικά η ουτοπιστική, ρομαντική διεκδίκηση μιας κοινωνίας χωρίς Αστυνομία. Στο επίκεντρο των ταραχών, τη Μινεάπολη, όπου δολοφονήθηκε ο Φλόιντ, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία τη διάλυση του τοπικού Αστυνομικού Τμήματος.
Ασχέτως του αν και πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να γίνει πράξη ώστε να μην απομείνει σαν μια σπασμωδική αντίδραση υπό την ασφυκτική επιρροή της λαϊκής εξέγερσης, η ουτοπία ενός κόσμου χωρίς Αστυνομία μοιάζει πιο εφικτή από ποτέ άλλοτε.
Το άγαλμα του Κολόμβου στο Μαϊάμι βαμμένο με κόκκινο χρώμα στα χέρια και το κεφάλι
Ταυτόχρονα, στη συνοικία Κάπιτoλ Χιλ του Σιάτλ οι εξαγριωμένοι πολίτες προχώρησαν ήδη στην de facto κατάργηση της Αστυνομίας. Ανακηρύσσουν την αυτονομία του Κάπιτoλ Χιλ από τις ΗΠΑ, αυτοοργανώνονται και στο κρίσιμο ερώτημα περί του αναπόφευκτου του αστυνομικού μηχανισμού επιχειρούν να απαντήσουν με μια ηχηρή κατάφαση: «Ναι, γίνεται να ζήσουμε χωρίς Αστυνομία. Αυτό κάνουμε στο Κάπιτoλ Χιλ».
Με αυτόν τον τρόπο η ουτοπία γίνεται πραγματικότητα - ή, έστω, ένα πείραμα υπό κλίμακα αλλά σε πραγματικές συνθήκες. Για τον Ντόναλντ Τραμπ η Αυτόνομη Ζώνη του Κάπιτoλ Χιλ (Capitol Hill Autonomous Zone - CHAZ) είναι μια ανεπίτρεπτη «ακροαριστερή», «αναρχική» ανοησία, η οποία θα πρέπει να παταχθεί χωρίς χρονοτριβή.
Ο Τραμπ απειλεί τους επικεφαλής της πολιτειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης οι οποίοι έχουν συνταχθεί με τους αυτονομιστές ότι αν δεν ανακτήσουν άμεσα την κυριαρχία των έξι τετραγώνων της CHAZ, θα το κάνει ο ίδιος. Ο πόλεμος ανάμεσα στις περιφερειακές - δημοτικές αρχές του Σιάτλ και την κεντρική εξουσία έχει ήδη ξεσπάσει, αν και προς το παρόν περιορίζεται σε ανταλλαγή προσβολών μέσω Twitter.
Πιθανότατα η σύγκρουση θα κλιμακωθεί, αλλά το πώς και το πόσο θα οξυνθεί η αντιπαράθεση παραμένει άγνωστο επί του παρόντος. Το διακύβευμα, ωστόσο, είναι ευρύτερο και εντοπίζεται στην ουσία του προβλήματος: η Αστυνομία δεν μπορεί να παραμείνει ίδια μετά τον φόνο του Φλόιντ. Μήπως όμως είναι υπερβολικό, ανεδαφικό και ανέφικτο το αίτημα περί ολικής κατάργησής της ως θεσμού;
Το άγαλμα του Τζέφερσον γκρεμισμένο στο Ρίτσμοντ
Defund the Police
Μία από τις ιδιαιτερότητες της τρέχουσας κατάστασης στις ΗΠΑ είναι ότι το κεντρικό σύνθημα δεν είναι «να καταργηθεί (ή έστω να αφοπλιστεί) η Αστυνομία», αλλά «να καταργηθεί η κρατική χρηματοδότηση στην Αστυνομία» (Defund the Police).
Φαινομενικά, το ζήτημα τίθεται σε οικονομική βάση κατά προτεραιότητα, κάτι που αφήνει μεγάλα περιθώρια για σύγχυση και παρεξηγήσεις ως προς το τι πραγματικά διεκδικεί το εξεγερμένο πλήθος: τη μείωση ή την ολοκληρωτική παύση της χρηματοδότησης για την Αστυνομία υπό οποιαδήποτε μορφή της;
Οπως και να ’χει, σήμερα η συντήρηση του αστυνομικού μηχανισμού κοστίζει στους Αμερικανούς φορολογούμενους 115 δισ. δολάρια ετησίως. Και παρόλο που οι δείκτες εγκληματικότητας βαίνουν μειούμενοι, η κρατική δαπάνη έχει τριπλασιαστεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 χρόνων.
Επομένως, όπως συμπεραίνουν όσοι υποστηρίζουν την εξουδετέρωση της Αστυνομίας, η διόγκωση του κατασταλτικού μηχανισμού δεν συνάδει με τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου για ασφάλεια, τάξη και γαλήνη. Αρα, η διαρκής ενίσχυση της Αστυνομίας είναι πολιτική επιλογή και εξυπηρετεί άλλες σκοπιμότητες - αυτό πιστεύουν οι πολέμιοί της στους δρόμους.
Η εκτέλεση του Τζορτζ Φλόιντ συνέβη ενόσω η επιδημία του κορωνοϊού βρίσκεται σε έξαρση στις ΗΠΑ. Η συγκυρία συντείνει λοιπόν στην περαιτέρω ενίσχυση της λαϊκής οργής, καθώς είναι σαφές ότι εξαιτίας της πανδημίας σε πολλές Πολιτείες έγιναν δραστικές περικοπές στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, σε κοινωνικά προγράμματα για νέους, στον πολιτισμό, στη δωρεάν στέγαση κ.α. Στo αστυνομικό σώμα, ωστόσο, δεν έγινε η παραμικρή περικοπή - τουλάχιστον έως ότου ξεσπάσουν οι ταραχές.
Βεβαίως, υπό την πίεση των διαδηλώσεων, στις 7 Ιουνίου ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μπιλ ντε Μπλάζιο υποσχέθηκε ότι θα τροποποιήσει το μείγμα των κονδυλίων, κόβοντας από την Αστυνομία της πόλης υπέρ της ενίσχυσης των κοινωνικών υπηρεσιών του δήμου.
Παρομοίως, ο δήμαρχος του Λος Αντζελες Ερικ Γκαρσέτι δεσμεύτηκε ότι θα αφαιρέσει 250 εκατ. δολάρια από τον ετήσιο προϋπολογισμό της τοπικής αστυνομίας προκειμένου να χρηματοδοτηθούν η απασχόληση, η βελτίωση των υπηρεσιών υγείας και διάφορες άλλες κοινωφελείς πρωτοβουλίες. Το ίδιο πρόκειται να κάνει και η Τζένι Ντάρκαν στο Σιάτλ. Η Ντάρκαν, παρεμπιπτόντως, είναι αυτή που χαρακτηρίστηκε «ακροαριστερή» από τον Τραμπ επειδή εγκρίνει την κατάληψη του Κάπιτολ Χιλ από τους διαδηλωτές.
Το πογκρόμ εναντίον αγαλμάτων δεν έμεινε μόνο στις ΗΠΑ, αλλά εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Φωτογραφία από το Μπρίστολ της Βρετανίας, όπου το άγαλμα του Εντουαρντ Κόλστον πετάχτηκε στη θάλασσα
Χωρίς Αστυνομία
Το αξιοσημείωτο στις ΗΠΑ είναι ότι, εκτός από την κριτική που ασκείται στην Αστυνομία σε κάθε επίπεδο και με κάθε μέσο, υπάρχουν απτά παραδείγματα κοινοτήτων οι οποίες λειτουργούν -και μάλιστα επί μακρόν- χωρίς αστυνόμευση με τη συμβατική της έννοια. Στο Σάνιβεϊλ, μια πόλη 153.000 κατοίκων στην καρδιά της Σίλικον Βάλεϊ της Καλιφόρνια, η Αστυνομία έχει υποκατασταθεί από τη δεκαετία του ’50. Το υποκατάστατό της είναι η Υπηρεσία Δημόσιας Ασφάλειας η οποία φροντίζει για την τάξη, την πυρόσβεση και την έκτακτη παροχή υγειονομικής βοήθειας ταυτόχρονα.
Τα περισσότερα από τα άτομα που εργάζονται στην Υπηρεσία έχουν εκπαιδευτεί ως αστυνομικοί, πυροσβέστες και νοσηλευτές. Οπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο επικεφαλής τους, Φαν Νγκο, «είναι καθοριστικό το ότι οι πολίτες βλέπουν τους πυροσβέστες και τους νοσηλευτές σαν σωτήρες σε μια δύσκολη στιγμή. Κατ’ ανάγκη, αυτό επεκτείνεται και στην αστυνομική τους ιδιότητα».
Το Σάνιβεϊλ, βάσει των στατιστικών για την εγκληματικότητα, τη χρήση ναρκωτικών, τα τροχαία ατυχήματα κ.λπ., κατατάσσεται σταθερά ανάμεσα στις πιο ασφαλείς πόλεις των ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, ούτε ο ίδιος ο αρχηγός της Υπηρεσίας Δημόσιας Ασφάλειας δεν είναι βέβαιος ότι το μοντέλο του «τρία σε ένα» θα λειτουργούσε σε μητροπόλεις εκατομμυρίων κατοίκων και με τα ιδιαίτερα κοινωνικά, οικονομικά, φυλετικά, εθνογραφικά χαρακτηριστικά, π.χ., της Νέας Υόρκης. Οπως δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι η κατάργηση της Αστυνομίας συνολικά θα ήταν ένας ρεαλιστικός στόχος.
Παρόμοια λύση με αυτήν του Σάνιβεϊλ εφαρμόστηκε σε μια περιοχή του Ντάλας, στο Τέξας, δηλαδή περίπου στο ήμισυ μιας μεγαλούπολης με πληθυσμό 1,5 εκατομμύρια ανθρώπων, όπου το 2017 σημειώθηκε εκρηκτική αύξηση περιστατικών τα οποία σχετίζονταν με ψυχικές διαταραχές, με αποτέλεσμα στο Αστυνομικό Τμήμα, στο Κέντρο Πρώτων Βοηθειών και στις ψυχιατρικές πτέρυγες των νοσοκομείων να προκληθεί συμφόρηση.
Πολύ απλά, το αιφνιδιαστικό κύμα των συμβάντων έπνιξε τις αρμόδιες υπηρεσίες, προκαλώντας χάος. Το ευνόητο θα ήταν η πρόσληψη επιπλέον προσωπικού, όμως η αντίδραση εκ μέρους των Αρχών του Ντάλας ήταν διαφορετική, καθώς εφαρμόστηκε πειραματικά μια εναλλακτική μέθοδος αντιμετώπισης κρίσεων: η ταυτόχρονη παρέμβαση από αστυνομικό, νοσοκόμο και κοινωνικό λειτουργό, έτσι ώστε να υπάρχει επιτόπια φροντίδα και να αποφεύγεται η μεταφορά είτε στο Αστυνομικό Τμήμα είτε στο νοσοκομείο.
Το πρόγραμμα ονομάστηκε RIGHT, χρηματοδοτήθηκε με 3 εκατ. δολάρια από ένα ιδιωτικό ίδρυμα και τα αποτελέσματά του φάνηκαν αμέσως: παρατηρήθηκε σημαντική μείωση στις κλήσεις στην Αμεση Δράση και στην Υπηρεσία Πρώτων Βοηθειών, παρότι το Ντάλας είχε τη δική του κακή παράδοση σε κρούσματα ρατσιστικής βίας εκ μέρους αστυνομικών, φυσικά εις βάρος Αφροαμερικανών.
Οι διαδηλώσεις ενάντια στην απροκάλυπτα ρατσιστική βαναυσότητα των οργάνων της τάξης συγκλονίζουν απ’ άκρου σε άκρη τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Μινεάπολη, όπου δολοφονήθηκε ο Φλόιντ, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία τη διάλυση του τοπικού Αστυνομικού Τμήματος
Τα κανόνια του Μπόρις
Τα παραδείγματα του κατά κυριολεξίαν defunding, δηλαδή περικοπής των κρατικών κονδυλίων για την Αστυνομία με απώτερο στόχο τον περιορισμό της αυθαιρεσίας των οργάνων αλλά και της μείωσης της εγκληματικότητας, είναι ελάχιστα παγκοσμίως.
Και σχεδόν μηδενικά στις ΗΠΑ. Κατά κανόνα επικρατεί η διαισθητική άποψη, πάνω κάτω όπως την εκφράζει, με τον συνήθη ωμό ρεαλισμό του ο Τραμπ: «Oι ληστές και οι βιαστές θα είναι οι πρώτοι που θα πανηγυρίσουν εάν μειώσουμε τον προϋπολογισμό της Αστυνομίας». Εντούτοις, την περίοδο 2014-15, όταν οι αστυνομικοί της Νέας Υόρκης αποφάσισαν να κάνουν μια ιδιότυπη, λανθάνουσα απεργία, οι συνέπειες δεν ήταν οι αναμενόμενες. Δηλαδή δεν υπήρξε καμία αξιοσημείωτη αύξηση της εγκληματικότητας, πόσο μάλλον ανεξέλεγκτη έξαρση, επειδή τα όργανα της τάξης υιοθέτησαν, εσκεμμένα, το δόγμα του «σπεύδε βραδέως».
Απεναντίας, τα περιστατικά μικροαδικημάτων μειώθηκαν, ακριβώς επειδή οι αστυνομικοί δεν έκαναν επίδειξη ισχύος και πυγμής με θεαματικές καταδιώξεις ή συλλήψεις τσαντάκηδων, αστέγων, πειρατών στα μέσα μαζικής μεταφοράς κ.λπ.
Στη Βρετανία, επί θητείας Μπόρις Τζόνσον ως δημάρχου του Λονδίνου, η Αστυνομία της πόλης εξοπλίστηκε με σύγχρονα και πανάκριβα υδροβόλα για την καταστολή διαδηλώσεων. Τα συγκεκριμένα κανόνια νερού αγοράστηκαν από τη Γερμανία, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ.
Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ο εντέλει διάδοχος του Τζόνσον στη δημαρχία του Λονδίνου Σαντίκ Καν είχε υποσχεθεί ότι θα πουλούσε τα υδροβόλα και θα επένδυε τα χρήματα στην υποστήριξη δημοτικών προγραμμάτων για τους νέους. Τελικά εκποιήθηκαν αντί εξευτελιστικής αμοιβής και κατέληξαν στην ανακύκλωση μετάλλων.
Ωστόσο, η πρόθεση του Καν ταυτίζεται με το ευρύτερο αίτημα που διατυπώνουν οι ανά τις ΗΠΑ και τον κόσμο σχετικά με την Αστυνομία: με το defunding θα μετατοπιστεί το ενδιαφέρον -και τα κονδύλια- του κράτους σε ουσιαστικές δραστηριότητες για τη μέριμνα και στήριξη των λεγόμενων ευπαθών από κοινωνικής άποψης ομάδων.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με τη θεραπεία των πραγματικών προβλημάτων εξαιτίας των οποίων ορισμένα άτομα καταλήγουν στην παραβατικότητα και το έγκλημα, θα πάψει να υπάρχει η ανάγκη της αστυνόμευσης. Αλλά και των φυλακών, εφόσον με τον μηχανισμό περιφρούρησης της τάξης συνδέεται άρρηκτα και το σωφρονιστικό σύστημα.
Οπως πιστεύουν οι μαχόμενοι υποστηρικτές του κινήματος Defund the Police, αν εξαφανιστούν οι αστυνομικοί και οι φυλακές, αν εκλείψουν η βία και ο ρατσισμός από τα όργανα της τάξης, αν δεν υπάρξουν ποτέ ξανά αθώα θύματα όπως ο Τζορτζ Φλόιντ, τότε η ανθρώπινη κοινωνία θα πορεύεται εν ειρήνη. Διότι, υποτίθεται, ότι θα αναπτυχθούν αντισώματα στο έγκλημα.
Τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες στην Αμερική θυμίζουν ιδιότυπο εμφύλιο, καθώς οι παλιές διαμάχες Βορείων και Νοτίων δεν έχουν ξεχαστεί
Το Defund στον Λευκό Οίκο
Σε πολιτικό επίπεδο, το αίτημα των διαδηλωτών υπέρ των άμεσων και δραστικών μεταρρυθμίσεων στην Aστυνομία φέρνει σε δύσκολη θέση εξίσου τον Ντόναλντ Τραμπ και τον πιθανότερο ανταγωνιστή του στις επερχόμενες εκλογές για την προεδρία των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν.
Ο μεν Τραμπ είναι ξεκάθαρος: πάση θυσία για νόμο και τάξη στη χώρα, πάταξη των «απαίσιων αναρχικών» όπως οι καταληψίες του Κάπιτολ Χιλ, καμία παρέμβαση στην Aστυνομία.
Ο δε Μπάιντεν, παρότι θα ήθελε πολύ να εκμεταλλευτεί το έντονα αρνητικό κλίμα εις βάρος του Τραμπ, δεν μπορεί να συνταχθεί με το κίνημα Defund the Police. Κάτι τέτοιο θα είχε τεράστιο πολιτικό κόστος για τον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς, καθώς θα απομάκρυνε τους πιο συντηρητικούς ψηφοφόρους.
Οπότε ο Τζο Μπάιντεν εκφράζει μια ουδέτερη, διπλωματική στάση λέγοντας ότι «όχι, δεν στηρίζω το να διακοπεί η χρηματοδότηση της Aστυνομίας. Τάσσομαι υπέρ μιας υπό όρους οικονομικής ενίσχυσης από το ομοσπονδιακό κράτος προς την Aστυνομία. Αναλόγως του κατά πόσο οι αστυνομικοί τηρούν κάποια βασικά στάνταρ αξιοπρέπειας και σεβασμού στον πολίτη».
Βασίλης Τσακίρογλου
https://www.protothema.gr/
Οι εξεγερμένοι πολίτες στέλνουν το μήνυμα ότι το όριο της οργής τους δεν είναι απλώς η εκδίκηση για τον χαμό του Φλόιντ. Ο Τραμπ δίνει τη δική του μάχη, ελπίζοντας να γυρίσει το σκηνικό και να ξανακερδίσει τις εκλογές.
Το γκρέμισμα των αγαλμάτων στις ΗΠΑ, ένα φαινόμενο που διογκώνεται με ρυθμό επιδημίας, θυμίζει αναπάντεχα Ιράκ και κράτη του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ: γιγαντιαίοι ανδριάντες, όπως εκείνοι του Σαντάμ Χουσεΐν, του Λένιν και του Στάλιν, ρίχνονται βίαια στη γη, αποκαθηλώνονται και διαλύονται με μανία. Στη σημερινή Αμερική, βέβαια, δεν συντελείται κάποια κοσμοϊστορική αλλαγή πολιτεύματος, ούτε η εκθρόνιση κάποιου αυταρχικού δυνάστη.
Οσα συμβαίνουν, όμως, τις τελευταίες ημέρες στις ΗΠΑ, με τις μαζικές διαδηλώσεις και τη διάχυτη λαϊκή εναντίωση στην κατεστημένη εξουσία και ιδιαίτερα στην Αστυνομία, ελάχιστες φορές έχουν επαναληφθεί στο παρελθόν. Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ ήταν η θρυαλλίδα που πυροδότησε τη γενικευμένη έκρηξη ενός ιδιότυπου εμφυλίου.
Γκρεμίζοντας αγάλματα ηγετικών μορφών του παλιού Αμερικανικού Εμφυλίου, ακόμη και αποκεφαλίζοντας πέτρινα ομοιώματα του Χριστόφορου Κολόμβου κ.λπ., οι εξεγερμένοι πολίτες δίνουν ένα ξεκάθαρο και βροντερό μήνυμα ότι το όριο της οργής τους δεν είναι απλώς η εκδίκηση για τον χαμό του Φλόιντ.
Πλέον το ζήτημα δεν είναι ο ρατσισμός και οι βάρβαρες μέθοδοι της Αστυνομίας, αλλά πολύ ευρύτερα και πιο βαθιά στην αμερικανική συλλογική ψυχή ανακινείται η αιωνίως υφέρπουσα διάσταση Βορείων και Νοτίων, το εμφύλιο μίσος που δίχασε τη χώρα πριν από 160 χρόνια - και τη διχάζει ξανά.
Για τον υπόλοιπο κόσμο προσωπικότητες όπως ο Τζέφερσον Ντέιβις ή ο Στρατηγός Ρόμπερτ Λι είναι από καθόλου έως ελάχιστα γνωστές. Για μεγάλη μερίδα Αμερικανών, όμως, είναι πρόσωπα ταυτισμένα με τον αποσχιστικό συνασπισμό των πολιτειών του Νότου οι οποίες πολέμησαν για τη διατήρηση της δουλείας, της στυγνής εκμετάλλευσης των μαύρων και τη διαιώνιση των φυλετικών διακρίσεων. Και ακριβώς γι’ αυτό οι ανδριάντες τους πρέπει να υποστούν τη χειρότερη δυνατή κακοποίηση.
Πέραν του πογκρόμ εναντίον των αγαλμάτων, ειδικά για το ζήτημα της αστυνομικής βίας, οι ΗΠΑ τις τελευταίες ημέρες ταλαντεύονται ανάμεσα σε δύο άκρα: από τη μία καταγγέλλεται με διαδηλώσεις και έκτροπα, σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα, η ανεξέλεγκτη, ενίοτε απροκάλυπτα ρατσιστική βαναυσότητα των ένστολων οργάνων της τάξης. Την ανάφλεξη στον προβληματισμό για τον ρόλο και τις μεθόδους της Αστυνομίας προφανώς προκάλεσε η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ.
Από την άλλη όμως προβάλλεται επιτακτικά η ουτοπιστική, ρομαντική διεκδίκηση μιας κοινωνίας χωρίς Αστυνομία. Στο επίκεντρο των ταραχών, τη Μινεάπολη, όπου δολοφονήθηκε ο Φλόιντ, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία τη διάλυση του τοπικού Αστυνομικού Τμήματος.
Ασχέτως του αν και πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να γίνει πράξη ώστε να μην απομείνει σαν μια σπασμωδική αντίδραση υπό την ασφυκτική επιρροή της λαϊκής εξέγερσης, η ουτοπία ενός κόσμου χωρίς Αστυνομία μοιάζει πιο εφικτή από ποτέ άλλοτε.
Το άγαλμα του Κολόμβου στο Μαϊάμι βαμμένο με κόκκινο χρώμα στα χέρια και το κεφάλι
Ταυτόχρονα, στη συνοικία Κάπιτoλ Χιλ του Σιάτλ οι εξαγριωμένοι πολίτες προχώρησαν ήδη στην de facto κατάργηση της Αστυνομίας. Ανακηρύσσουν την αυτονομία του Κάπιτoλ Χιλ από τις ΗΠΑ, αυτοοργανώνονται και στο κρίσιμο ερώτημα περί του αναπόφευκτου του αστυνομικού μηχανισμού επιχειρούν να απαντήσουν με μια ηχηρή κατάφαση: «Ναι, γίνεται να ζήσουμε χωρίς Αστυνομία. Αυτό κάνουμε στο Κάπιτoλ Χιλ».
Με αυτόν τον τρόπο η ουτοπία γίνεται πραγματικότητα - ή, έστω, ένα πείραμα υπό κλίμακα αλλά σε πραγματικές συνθήκες. Για τον Ντόναλντ Τραμπ η Αυτόνομη Ζώνη του Κάπιτoλ Χιλ (Capitol Hill Autonomous Zone - CHAZ) είναι μια ανεπίτρεπτη «ακροαριστερή», «αναρχική» ανοησία, η οποία θα πρέπει να παταχθεί χωρίς χρονοτριβή.
Ο Τραμπ απειλεί τους επικεφαλής της πολιτειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης οι οποίοι έχουν συνταχθεί με τους αυτονομιστές ότι αν δεν ανακτήσουν άμεσα την κυριαρχία των έξι τετραγώνων της CHAZ, θα το κάνει ο ίδιος. Ο πόλεμος ανάμεσα στις περιφερειακές - δημοτικές αρχές του Σιάτλ και την κεντρική εξουσία έχει ήδη ξεσπάσει, αν και προς το παρόν περιορίζεται σε ανταλλαγή προσβολών μέσω Twitter.
Πιθανότατα η σύγκρουση θα κλιμακωθεί, αλλά το πώς και το πόσο θα οξυνθεί η αντιπαράθεση παραμένει άγνωστο επί του παρόντος. Το διακύβευμα, ωστόσο, είναι ευρύτερο και εντοπίζεται στην ουσία του προβλήματος: η Αστυνομία δεν μπορεί να παραμείνει ίδια μετά τον φόνο του Φλόιντ. Μήπως όμως είναι υπερβολικό, ανεδαφικό και ανέφικτο το αίτημα περί ολικής κατάργησής της ως θεσμού;
Το άγαλμα του Τζέφερσον γκρεμισμένο στο Ρίτσμοντ
Defund the Police
Μία από τις ιδιαιτερότητες της τρέχουσας κατάστασης στις ΗΠΑ είναι ότι το κεντρικό σύνθημα δεν είναι «να καταργηθεί (ή έστω να αφοπλιστεί) η Αστυνομία», αλλά «να καταργηθεί η κρατική χρηματοδότηση στην Αστυνομία» (Defund the Police).
Φαινομενικά, το ζήτημα τίθεται σε οικονομική βάση κατά προτεραιότητα, κάτι που αφήνει μεγάλα περιθώρια για σύγχυση και παρεξηγήσεις ως προς το τι πραγματικά διεκδικεί το εξεγερμένο πλήθος: τη μείωση ή την ολοκληρωτική παύση της χρηματοδότησης για την Αστυνομία υπό οποιαδήποτε μορφή της;
Οπως και να ’χει, σήμερα η συντήρηση του αστυνομικού μηχανισμού κοστίζει στους Αμερικανούς φορολογούμενους 115 δισ. δολάρια ετησίως. Και παρόλο που οι δείκτες εγκληματικότητας βαίνουν μειούμενοι, η κρατική δαπάνη έχει τριπλασιαστεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 χρόνων.
Επομένως, όπως συμπεραίνουν όσοι υποστηρίζουν την εξουδετέρωση της Αστυνομίας, η διόγκωση του κατασταλτικού μηχανισμού δεν συνάδει με τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου για ασφάλεια, τάξη και γαλήνη. Αρα, η διαρκής ενίσχυση της Αστυνομίας είναι πολιτική επιλογή και εξυπηρετεί άλλες σκοπιμότητες - αυτό πιστεύουν οι πολέμιοί της στους δρόμους.
Η εκτέλεση του Τζορτζ Φλόιντ συνέβη ενόσω η επιδημία του κορωνοϊού βρίσκεται σε έξαρση στις ΗΠΑ. Η συγκυρία συντείνει λοιπόν στην περαιτέρω ενίσχυση της λαϊκής οργής, καθώς είναι σαφές ότι εξαιτίας της πανδημίας σε πολλές Πολιτείες έγιναν δραστικές περικοπές στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, σε κοινωνικά προγράμματα για νέους, στον πολιτισμό, στη δωρεάν στέγαση κ.α. Στo αστυνομικό σώμα, ωστόσο, δεν έγινε η παραμικρή περικοπή - τουλάχιστον έως ότου ξεσπάσουν οι ταραχές.
Βεβαίως, υπό την πίεση των διαδηλώσεων, στις 7 Ιουνίου ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μπιλ ντε Μπλάζιο υποσχέθηκε ότι θα τροποποιήσει το μείγμα των κονδυλίων, κόβοντας από την Αστυνομία της πόλης υπέρ της ενίσχυσης των κοινωνικών υπηρεσιών του δήμου.
Παρομοίως, ο δήμαρχος του Λος Αντζελες Ερικ Γκαρσέτι δεσμεύτηκε ότι θα αφαιρέσει 250 εκατ. δολάρια από τον ετήσιο προϋπολογισμό της τοπικής αστυνομίας προκειμένου να χρηματοδοτηθούν η απασχόληση, η βελτίωση των υπηρεσιών υγείας και διάφορες άλλες κοινωφελείς πρωτοβουλίες. Το ίδιο πρόκειται να κάνει και η Τζένι Ντάρκαν στο Σιάτλ. Η Ντάρκαν, παρεμπιπτόντως, είναι αυτή που χαρακτηρίστηκε «ακροαριστερή» από τον Τραμπ επειδή εγκρίνει την κατάληψη του Κάπιτολ Χιλ από τους διαδηλωτές.
Το πογκρόμ εναντίον αγαλμάτων δεν έμεινε μόνο στις ΗΠΑ, αλλά εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Φωτογραφία από το Μπρίστολ της Βρετανίας, όπου το άγαλμα του Εντουαρντ Κόλστον πετάχτηκε στη θάλασσα
Χωρίς Αστυνομία
Το αξιοσημείωτο στις ΗΠΑ είναι ότι, εκτός από την κριτική που ασκείται στην Αστυνομία σε κάθε επίπεδο και με κάθε μέσο, υπάρχουν απτά παραδείγματα κοινοτήτων οι οποίες λειτουργούν -και μάλιστα επί μακρόν- χωρίς αστυνόμευση με τη συμβατική της έννοια. Στο Σάνιβεϊλ, μια πόλη 153.000 κατοίκων στην καρδιά της Σίλικον Βάλεϊ της Καλιφόρνια, η Αστυνομία έχει υποκατασταθεί από τη δεκαετία του ’50. Το υποκατάστατό της είναι η Υπηρεσία Δημόσιας Ασφάλειας η οποία φροντίζει για την τάξη, την πυρόσβεση και την έκτακτη παροχή υγειονομικής βοήθειας ταυτόχρονα.
Τα περισσότερα από τα άτομα που εργάζονται στην Υπηρεσία έχουν εκπαιδευτεί ως αστυνομικοί, πυροσβέστες και νοσηλευτές. Οπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο επικεφαλής τους, Φαν Νγκο, «είναι καθοριστικό το ότι οι πολίτες βλέπουν τους πυροσβέστες και τους νοσηλευτές σαν σωτήρες σε μια δύσκολη στιγμή. Κατ’ ανάγκη, αυτό επεκτείνεται και στην αστυνομική τους ιδιότητα».
Το Σάνιβεϊλ, βάσει των στατιστικών για την εγκληματικότητα, τη χρήση ναρκωτικών, τα τροχαία ατυχήματα κ.λπ., κατατάσσεται σταθερά ανάμεσα στις πιο ασφαλείς πόλεις των ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, ούτε ο ίδιος ο αρχηγός της Υπηρεσίας Δημόσιας Ασφάλειας δεν είναι βέβαιος ότι το μοντέλο του «τρία σε ένα» θα λειτουργούσε σε μητροπόλεις εκατομμυρίων κατοίκων και με τα ιδιαίτερα κοινωνικά, οικονομικά, φυλετικά, εθνογραφικά χαρακτηριστικά, π.χ., της Νέας Υόρκης. Οπως δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι η κατάργηση της Αστυνομίας συνολικά θα ήταν ένας ρεαλιστικός στόχος.
Παρόμοια λύση με αυτήν του Σάνιβεϊλ εφαρμόστηκε σε μια περιοχή του Ντάλας, στο Τέξας, δηλαδή περίπου στο ήμισυ μιας μεγαλούπολης με πληθυσμό 1,5 εκατομμύρια ανθρώπων, όπου το 2017 σημειώθηκε εκρηκτική αύξηση περιστατικών τα οποία σχετίζονταν με ψυχικές διαταραχές, με αποτέλεσμα στο Αστυνομικό Τμήμα, στο Κέντρο Πρώτων Βοηθειών και στις ψυχιατρικές πτέρυγες των νοσοκομείων να προκληθεί συμφόρηση.
Πολύ απλά, το αιφνιδιαστικό κύμα των συμβάντων έπνιξε τις αρμόδιες υπηρεσίες, προκαλώντας χάος. Το ευνόητο θα ήταν η πρόσληψη επιπλέον προσωπικού, όμως η αντίδραση εκ μέρους των Αρχών του Ντάλας ήταν διαφορετική, καθώς εφαρμόστηκε πειραματικά μια εναλλακτική μέθοδος αντιμετώπισης κρίσεων: η ταυτόχρονη παρέμβαση από αστυνομικό, νοσοκόμο και κοινωνικό λειτουργό, έτσι ώστε να υπάρχει επιτόπια φροντίδα και να αποφεύγεται η μεταφορά είτε στο Αστυνομικό Τμήμα είτε στο νοσοκομείο.
Το πρόγραμμα ονομάστηκε RIGHT, χρηματοδοτήθηκε με 3 εκατ. δολάρια από ένα ιδιωτικό ίδρυμα και τα αποτελέσματά του φάνηκαν αμέσως: παρατηρήθηκε σημαντική μείωση στις κλήσεις στην Αμεση Δράση και στην Υπηρεσία Πρώτων Βοηθειών, παρότι το Ντάλας είχε τη δική του κακή παράδοση σε κρούσματα ρατσιστικής βίας εκ μέρους αστυνομικών, φυσικά εις βάρος Αφροαμερικανών.
Οι διαδηλώσεις ενάντια στην απροκάλυπτα ρατσιστική βαναυσότητα των οργάνων της τάξης συγκλονίζουν απ’ άκρου σε άκρη τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Μινεάπολη, όπου δολοφονήθηκε ο Φλόιντ, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία τη διάλυση του τοπικού Αστυνομικού Τμήματος
Τα κανόνια του Μπόρις
Τα παραδείγματα του κατά κυριολεξίαν defunding, δηλαδή περικοπής των κρατικών κονδυλίων για την Αστυνομία με απώτερο στόχο τον περιορισμό της αυθαιρεσίας των οργάνων αλλά και της μείωσης της εγκληματικότητας, είναι ελάχιστα παγκοσμίως.
Και σχεδόν μηδενικά στις ΗΠΑ. Κατά κανόνα επικρατεί η διαισθητική άποψη, πάνω κάτω όπως την εκφράζει, με τον συνήθη ωμό ρεαλισμό του ο Τραμπ: «Oι ληστές και οι βιαστές θα είναι οι πρώτοι που θα πανηγυρίσουν εάν μειώσουμε τον προϋπολογισμό της Αστυνομίας». Εντούτοις, την περίοδο 2014-15, όταν οι αστυνομικοί της Νέας Υόρκης αποφάσισαν να κάνουν μια ιδιότυπη, λανθάνουσα απεργία, οι συνέπειες δεν ήταν οι αναμενόμενες. Δηλαδή δεν υπήρξε καμία αξιοσημείωτη αύξηση της εγκληματικότητας, πόσο μάλλον ανεξέλεγκτη έξαρση, επειδή τα όργανα της τάξης υιοθέτησαν, εσκεμμένα, το δόγμα του «σπεύδε βραδέως».
Απεναντίας, τα περιστατικά μικροαδικημάτων μειώθηκαν, ακριβώς επειδή οι αστυνομικοί δεν έκαναν επίδειξη ισχύος και πυγμής με θεαματικές καταδιώξεις ή συλλήψεις τσαντάκηδων, αστέγων, πειρατών στα μέσα μαζικής μεταφοράς κ.λπ.
Στη Βρετανία, επί θητείας Μπόρις Τζόνσον ως δημάρχου του Λονδίνου, η Αστυνομία της πόλης εξοπλίστηκε με σύγχρονα και πανάκριβα υδροβόλα για την καταστολή διαδηλώσεων. Τα συγκεκριμένα κανόνια νερού αγοράστηκαν από τη Γερμανία, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ.
Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ο εντέλει διάδοχος του Τζόνσον στη δημαρχία του Λονδίνου Σαντίκ Καν είχε υποσχεθεί ότι θα πουλούσε τα υδροβόλα και θα επένδυε τα χρήματα στην υποστήριξη δημοτικών προγραμμάτων για τους νέους. Τελικά εκποιήθηκαν αντί εξευτελιστικής αμοιβής και κατέληξαν στην ανακύκλωση μετάλλων.
Ωστόσο, η πρόθεση του Καν ταυτίζεται με το ευρύτερο αίτημα που διατυπώνουν οι ανά τις ΗΠΑ και τον κόσμο σχετικά με την Αστυνομία: με το defunding θα μετατοπιστεί το ενδιαφέρον -και τα κονδύλια- του κράτους σε ουσιαστικές δραστηριότητες για τη μέριμνα και στήριξη των λεγόμενων ευπαθών από κοινωνικής άποψης ομάδων.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με τη θεραπεία των πραγματικών προβλημάτων εξαιτίας των οποίων ορισμένα άτομα καταλήγουν στην παραβατικότητα και το έγκλημα, θα πάψει να υπάρχει η ανάγκη της αστυνόμευσης. Αλλά και των φυλακών, εφόσον με τον μηχανισμό περιφρούρησης της τάξης συνδέεται άρρηκτα και το σωφρονιστικό σύστημα.
Οπως πιστεύουν οι μαχόμενοι υποστηρικτές του κινήματος Defund the Police, αν εξαφανιστούν οι αστυνομικοί και οι φυλακές, αν εκλείψουν η βία και ο ρατσισμός από τα όργανα της τάξης, αν δεν υπάρξουν ποτέ ξανά αθώα θύματα όπως ο Τζορτζ Φλόιντ, τότε η ανθρώπινη κοινωνία θα πορεύεται εν ειρήνη. Διότι, υποτίθεται, ότι θα αναπτυχθούν αντισώματα στο έγκλημα.
Τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες στην Αμερική θυμίζουν ιδιότυπο εμφύλιο, καθώς οι παλιές διαμάχες Βορείων και Νοτίων δεν έχουν ξεχαστεί
Το Defund στον Λευκό Οίκο
Σε πολιτικό επίπεδο, το αίτημα των διαδηλωτών υπέρ των άμεσων και δραστικών μεταρρυθμίσεων στην Aστυνομία φέρνει σε δύσκολη θέση εξίσου τον Ντόναλντ Τραμπ και τον πιθανότερο ανταγωνιστή του στις επερχόμενες εκλογές για την προεδρία των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν.
Ο μεν Τραμπ είναι ξεκάθαρος: πάση θυσία για νόμο και τάξη στη χώρα, πάταξη των «απαίσιων αναρχικών» όπως οι καταληψίες του Κάπιτολ Χιλ, καμία παρέμβαση στην Aστυνομία.
Ο δε Μπάιντεν, παρότι θα ήθελε πολύ να εκμεταλλευτεί το έντονα αρνητικό κλίμα εις βάρος του Τραμπ, δεν μπορεί να συνταχθεί με το κίνημα Defund the Police. Κάτι τέτοιο θα είχε τεράστιο πολιτικό κόστος για τον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς, καθώς θα απομάκρυνε τους πιο συντηρητικούς ψηφοφόρους.
Οπότε ο Τζο Μπάιντεν εκφράζει μια ουδέτερη, διπλωματική στάση λέγοντας ότι «όχι, δεν στηρίζω το να διακοπεί η χρηματοδότηση της Aστυνομίας. Τάσσομαι υπέρ μιας υπό όρους οικονομικής ενίσχυσης από το ομοσπονδιακό κράτος προς την Aστυνομία. Αναλόγως του κατά πόσο οι αστυνομικοί τηρούν κάποια βασικά στάνταρ αξιοπρέπειας και σεβασμού στον πολίτη».
Βασίλης Τσακίρογλου
https://www.protothema.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες