Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Οταν οι Ελληνες ήταν «μαύροι» στις ΗΠΑ (φωτο)

Ο Τζορτζ Πελεκάνος με τον μεγαλύτερο υιοθετημένο γιο του, τον Νικ. Ο συγγραφέας γράφει για την καθημερινότητα των μαύρων στην Ουάσιγκτον.

Μέχρι το 1930 υπολογίζεται ότι περίπου μισό εκατομμύριο συμπατριώτες μας πέρασαν το κατώφλι του Ελις Αϊλαντ.
Νεαροί σκληραγωγημένοι άνδρες, στην πλειονότητά τους αγρότες. Στα επίσημα έγγραφα εισδοχής στις ΗΠΑ, κάποιοι εξ αυτών, ιδιαίτερα οι πιο σκουρόχρωμοι, καταγράφηκαν συχνά ως «Ανατολίτες», ακόμα και «Μαύροι». Οι Ελληνες ήταν ένα περίεργο, ακατανόητο υβρίδιο για τους ντόπιους, κάτι ανάμεσα σε μαύρους και λευκούς. Παρέμειναν σε αυτό το φυλετικό μεταίχμιο για δεκαετίες.

Οι πρώτοι μετανάστες από τη χώρα μας, αντιμετωπίστηκαν σε πολλές περιπτώσεις ιδιαίτερα εχθρικά από ξενόφοβους και ρατσιστές. Ακόμα και όταν σταμάτησαν να είναι πλανόδιοι πωλητές φρούτων και άνοιξαν τα δικά τους καταστήματα, οι Ελληνες στοχοποιήθηκαν από την Κου Κλουξ Κλαν και χαρακτηρίζονταν συχνά «λιγδιάρηδες» και «ακατάλληλοι» για να γίνουν πραγματικοί Αμερικανοί, μια «εστία μόλυνσης» για τη λευκή κοινωνία.
Δεν ήταν οι μόνοι που το έζησαν αυτό. Το 1995 ένα βιβλίο έκανε μεγάλη αίσθηση στην αμερικανική πανεπιστημιακή κοινότητα. Είχε τίτλο «Πώς οι Ιρλανδοί έγιναν Λευκοί» και ο συγγραφέας του Νόελ Ιγνάτιεφ εξηγούσε ότι η «λευκότητα» δεν ήταν κάτι βιολογικό αλλά μια κοινωνιολογική κατασκευή: όσο πιο καλά τα πήγαινες κοινωνικά τόσο πιο «άσπρος» γινόσουν στα μάτια των άλλων. 
Το «χρώμα» δεν ήταν κάτι σταθερό αλλά ρευστό που καθοριζόταν από την πρόοδο μιας εθνοτικής κοινότητας μέσα στην αμερικανική κοινωνία. Στην περίπτωση δε των Ιρλανδών, οι αρχικώς φυλετικά στιγματισμένοι έφτασαν μετά δεκαετίες να είναι εκείνοι που έκαναν φυλετικές διακρίσεις.
Οι Ελληνοαμερικανοί κατάφεραν να κάνουν σταδιακά και σταθερά τη μετάβαση προς τη «λευκότητα», χάρις στην τεράστια επένδυση στη μόρφωση των παιδιών τους. Κατά τον Τσαρλς Μόσκος, τον πρώτο καταγραφέα της οδύσσειας των Ελλήνων στις ΗΠΑ, αυτός ήταν ο καθοριστικότερος παράγοντας, ο καταλύτης της κοινωνικής ανέλιξης των συμπατριωτών μας. 
Σε αυτήν τη μακρά και επίπονη πορεία της οι Ελληνοαμερικανοί παρακολούθησαν από κοντά τον αγώνα των Αφροαμερικανών να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Η πορεία των δύο κοινοτήτων ήταν αρχικά συγκλίνουσα. Εδώ και δεκαετίες είναι αποκλίνουσα.
Σήμερα η πλειονότητα των Ελληνοαμερικανών είναι απολύτως στεριωμένη στη μεσαία τάξη, ενώ πολλά μέλη της ηγούνται στον επιχειρηματικό στίβο, είναι τμήμα της αμερικανικής ελίτ. Αντιθέτως, οι Αφροαμερικανοί δείχνουν να παλεύουν για το στοιχειώδες: την αξία της ανθρώπινης ζωής.

Μαύρος θαμώνας σε ελληνικό μαγαζί στο Πίτσμπουργκ.
Η ιστορική αναδρομή
«Οταν έφτασαν οι Ελληνες μαζικά στην Αμερική από τη δεκαετία του 1890 ήταν μέρος ενός τεράστιου κύματος μετανάστευσης αγροτικών πληθυσμών από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη στις ΗΠΑ», λέει ο ιστορικός της διασποράς Αλέξανδρος Κιτροέφ. 
«Οι μετανάστες απoτέλεσαν ξαφνικά τόσο μεγάλο δημογραφικό μέγεθος που οι ντόπιοι Αμερικανοί βόρειας και δυτικοευρωπαϊκής καταγωγής ανησύχησαν πως θα αλλοιωθεί η αμερικανική κοινωνία. 
Στις μεγάλες πόλεις ιδίως, οι ξενογεννημένοι ήταν όσοι και οι αμερικανογεννημένοι. Σε αυτό το κλίμα επανιδρύθηκε η Κου Κουξ Κλαν το 1915, με στόχο όχι μόνο τους μαύρους αλλά τους Νότιους Ευρωπαίους, ιδιαίτερα τους Ελληνες και τους Καθολικούς στο δόγμα που απειλούσαν τον προτεσταντικό ακρογωνιαίο λίθο του “Αμερικανισμού”».
«Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η πτώση στην παραγωγή και η μεγάλη ανεργία φούντωσαν το ξενοφοβικό κίνημα στις ΗΠΑ. Το 1924 νομοθετήθηκε δραστική μείωση στην υποδοχή μεταναστών από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, κάτι που έπληξε πολύ την Ελλάδα» τονίζει ο ιστορικός. 
Το 1922 ιδρύθηκε η AHEPA από Ελληνες μαγαζάτορες στην Ατλάντα που προσπαθούσαν να προστατεύσουν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους από τις επιθέσεις των ρατσιστών. «Η οργάνωση ήθελε  να αποδείξει πως οι Ελληνες μπορούσαν κάλλιστα να αμερικανοποιηθούν διότι ήταν γόνοι του αρχαίου πολιτισμού που δημιούργησε τον δυτικό.
Προσπάθησε να πείσει τους Ελληνες να μάθουν καλά αγγλικά και να αποκτήσουν αμερικανική υπηκοότητα, πράγμα που έκαναν κατά χιλιάδες τη δεκαετία του 1920», εξηγεί ο Κιτροέφ.
Η μαύρη πελατεία
Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Αφροαμερικανούς εκείνη την περίοδο έχουν το πρόσημο της ανθρωπιάς. Οι συμπατριώτες μας προέρχονταν από μια χώρα με φρέσκια ακόμα τη μνήμη της οθωμανικής σκλαβιάς. 
«Οι Ελληνες δεν ήταν  στην Αμερική την εποχή της δουλείας και δεν ωφελήθηκαν από αυτή. Επίσης οι ντόπιοι Αμερικανοί δεν τους θεωρούσαν καν λευκούς όπως πολλούς άλλους μετανάστες από τη Νότια Ευρώπη» λέει ο Κιτροέφ, συμπληρώνοντας: «Στις αρχές του 20ού αιώνα εργάζονταν στις πιο φτωχές περιοχές των μεγάλων πόλεων όπου είχαν συνεχή τριβή με τους μαύρους. Είτε οι Ελληνες ήταν πλανόδιοι πωλητές είτε ήταν ιδιοκτήτες σε μικρά εστιατόρια και καταστήματα, είχαν και μαύρη πελατεία, κάτι που τους διαφοροποιούσε από τους υπόλοιπους που δεν δέχονταν Αφροαμερικανούς».
«Μερικοί συμπατριώτες μας μάλιστα διώχθηκαν από πόλεις στον Νότο διότι δεν απαγόρευαν στους μαύρους να τρώνε στα μαγαζιά τους. Για τον μικρό Ελληνα επιχειρηματία, που δεν είχε εμποτιστεί από την ιδέα της φυλετικής ανωτερότητας των λευκών και είχε υποστεί ο ίδιος διακρίσεις λόγω της ξενοφοβίας –ενώ προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με ένα μικρό μαγαζί του– φαίνεται απόλυτα λογικό να αποδέχεται τους μαύρους ως πελάτες ή ως υπαλλήλους» υπογραμμίζει ο καθηγητής Ιστορίας στο Χάβερφορντ.

Ελληνες και μαύροι σφουγγαράδες στο Τάρπον Σπρινγκς της Φλόριντα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το Τάρπον Σπρινγκς στη Φλόριντα. Οι νεοαφιχθέντες Ελληνες σφουγγαράδες αρχικά μπήκαν στο στόχαστρο των λευκών Αμερικανών επειδή είχαν πιο ανεπτυγμένη τεχνογνωσία σπογγαλιείας. 
Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν από αλλεπάλληλα εμπορικά σαμποτάζ, άρχισαν να προσλαμβάνουν μαύρους για πληρώματα στα καΐκια τους και να τους δίνουν την ίδια αμοιβή που κέρδιζαν και οι λευκοί, πράγμα ανήκουστο για την εποχή. 
Πολλοί Αφροαμερικανοί έμαθαν άπταιστα ελληνικά, ενώ η πόλη θεωρείτο ένα ασφαλές μέρος γι’ αυτούς. Επίσης υπήρξε μία από τις λίγες πόλεις στον αμερικανικό Νότο όπου έμπαιναν στα λεωφορεία μαζί με τους λευκούς, κάτι που απαγορευόταν στην υπόλοιπη χώρα.
«Σαν τη Σμύρνη...»
Το 1940 οι Ελληνες που είχαν στο μεταξύ αρχίσει να ανέρχονται κοινωνικά, βρέθηκαν παρατηρητές των βίαιων επεισοδίων φυλετικού χαρακτήρα. Στο βιβλίο του «Growing Up Greek American In the Motor City», ο Νταν Γεωργακάς, ποιητής, συγγραφέας και ακτιβιστής θυμάται τις ημέρες των φυλετικών συγκρούσεων στο Ντιτρόιτ το 1943. 
Ο πατέρας του αποφάσισε να μην κλείσει το εστιατόριό τους, αν και ήταν μεγάλος ο κίνδυνος του βανδαλισμού. Εδωσε στη γυναίκα του ένα περίστροφο για να αντιμετωπίσει τυχόν εισβολείς στο σπίτι. Εκείνη ήταν πεπεισμένη «πως η πόλη θα καεί σαν τη Σμύρνη».
Κάποιοι συγγενείς του αντιμετώπιζαν τις μάχες ως μια παράνοια της αμερικανικής κοινωνίας που δεν αφορούσε τους Ελληνες μετανάστες, οι οποίοι καλά θα έκαναν να έμεναν έξω από τις φασαρίες. Από την άλλη, τα μαγαζιά στην περίφημη Greektown του Ντιτρόιτ ήταν τα μόνα που δέχονταν μαύρους πελάτες. 
Ο Γεωργακάς γράφει πως όταν τελείωσε η βία με τη συμβολή της Εθνοφρουράς, η ιστορία των γεγονότων αποσιωπήθηκε στις επόμενες γενιές. «Εγινε όπως με μια τρελή θεία που την κλείνεις στη σοφίτα, όλοι ξέρουν την ύπαρξή της αλλά κανένας δεν μιλά γι’ αυτήν». Η μάχη μεταξύ λευκών και μαύρων επαναλήφθηκε στο Ντιτρόιτ το 1967. Η σφοδρότητα ήταν τέτοια που άλλαξε το πρόσωπο της πόλης. Οι λευκοί έφυγαν μια και καλή για να ζήσουν στα προάστια.
Η εικόνα των Ελλήνων είχε ήδη αλλάξει στις ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οχι μόνον η ηρωική αντίσταση της μικρής χώρας στους ναζί τους ανέβασε στα μάτια των Αμερικανών αλλά πολλοί μετανάστες είχαν επωφεληθεί από την ανάπτυξη και αποκαταστάθηκαν οικονομικά. Το 1960 οι Αφροαμερικανοί άρχισαν να διεκδικούν με μεγαλύτερο σθένος την κοινωνική δικαιοσύνη. «Τότε ο μέσος Ελληνοαμερικανός ούτε στράφηκε κατά των μαύρων ούτε όμως συμπαραστάθηκε ενεργά στο κίνημά τους» λέει ο Κιτροέφ.  
«Ο θυμός δεν φέρνει το τέλος του ρατσισμού»
Τα επεισόδια για τον Τζορτζ Φλόιντ έχουν προκαλέσει θύελλα. Θα έχουν αποτέλεσμα; «Ενα μικρό μέρος των συμμετεχόντων καταστρέφει και λεηλατεί» λέει ο συγγραφέας Τζορτζ Πελεκάνος. «Οι διαμαρτυρίες φέρνουν αποτέλεσμα. Το 1968 χάρις στα επεισόδια που έγιναν μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, το κίνημα των δικαιωμάτων προχώρησε όσο σε μία δεκαετία. 
Εκαναν ορατά τα προβλήματα των μαύρων, διότι οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν πλέον να αποστρέψουν το βλέμμα. Δεν είχαν άλλη επιλογή, διότι αλλιώς θα συνεχιζόταν η βία. Ο θυμός που βλέπουμε σήμερα δεν θα φέρει το τέλος του ρατσισμού. Θα κάνει όμως τους Αμερικανούς να σκεφτούν πολύ για τη χώρα τους και μπορεί να φέρει το τέλος αυτής της αποτυχημένης προεδρίας».

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος στο πλευρό του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, στη Σέλμα.
«Οι Ελληνες γονείς μου απαγορευόταν να πάνε στην ίδια παραλία με τους λευκούς Αμερικανούς. Νιώθω ακόμα από την ίδια μεριά του πάγκου, όπως στο εστιατόριό μας». Τα παιδιά του πηγαίνουν στις πορείες; «Θα αισθανόμουν πολύ πιο ασφαλείς αν δεν πάρουν μέρος. Παρότι είναι γεννημένοι στη Λατινική Αμερική, στις ΗΠΑ αντιμετωπίζονται σκέτα ως μαύροι. Εχω να σας πω πολλές ιστορίες από τα χρόνια που μεγάλωναν, για άδικη συμπεριφορά της αστυνομίας εις βάρος τους. Είναι επικίνδυνο να είσαι μαύρος στην Αμερική».
Ο Νίκος Αλεξίου καθηγητής κοινωνιολογίας στο Queens College λέει: «Το ζήτημα εδώ δεν είναι πια μόνο ρατσιστικό αλλά και βαθιά ταξικό. Τα ποσοστά μαύρων και ισπανόφωνων που πέθαναν από τον κορωνοϊό είναι συντριπτικά μεγαλύτερα από εκείνα των λευκών Αμερικανών. Η φτώχεια, η κουλτούρα της ανημπόριας, της αδράνειας, της επαιτείας που έχει σταθερά καλλιεργηθεί στον πληθυσμό των Αφροαμερικανών, δεν τους αφήνει ελπίδα κοινωνικής ανέλιξης. Φαίνεται ότι οι Ελληνοαμερικανοί έγιναν λευκοί αλλά οι μαύροι παρέμειναν μαύροι…».
Η αλληλεγγύη του Ιακώβου
Εξαίρεση αποτέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος, που ήταν από τους λίγους Ελληνοαμερικανούς και τους λίγους λευκούς θρησκευτικούς ηγέτες στο πλευρό του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1965, στη Σέλμα της Αλαμπάμα. 
Ο Ιάκωβος έλεγε αργότερα: «Στην Τουρκία όπου γεννήθηκα ήμουν πολίτης Γ΄ κατηγορίας και θέλησα να πάρω μέρος στην πορεία για να εκδικηθώ όσους καταπιέζουν τους ανθρώπους». Υπογράμμιζε μάλιστα πως οι αμερικανικές αστυνομικές δυνάμεις έμοιαζαν στα μάτια του με τους Τούρκους που έθεσαν τη γενέτειρά του, την Ιμβρο, υπό την κατοχή τους. 
Τρία χρόνια αργότερα, το ’68, ο 11χρονος τότε Τζορτζ Πελεκάνος έπαιρνε καθημερινά το λεωφορείο στην Ουάσιγκτον για να πάει να βοηθήσει τον πατέρα του στο οικογενειακό εστιατόριο. Στη διαδρομή, κοιτούσε από τα παράθυρα ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα με καμένα κτίρια και κατεστραμμένα μαγαζιά. Ηταν ένα μέρος της πόλης όπου κατοικούσαν Αφροαμερικανοί και είχε καεί ολοσχερώς στα βίαια επεισόδια που ξέσπασαν με τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς. 
Ο μικρός, από τους λίγους λευκούς επιβάτες του λεωφορείου, πίστευε ότι οι μαύροι θα έπρεπε να είναι θλιμμένοι που η γειτονιά τους είχε αυτήν τη φρικτή όψη. Αντί της θλίψης, εισέπραττε ένα είδος υπερηφάνειας στην ατμόσφαιρα. «Κάτι είχε επιτέλους αλλάξει γι’ αυτούς», μου λέει στο τηλέφωνο. 
«Θυμάμαι ότι ο πάγκος σερβιρίσματος στο μαγαζί μας ήταν το νοητό όριο ανάμεσα σε δύο κόσμους. Από τη μια μεριά, ο Σπαρτιάτης πατέρας μου, εγώ και τέσσερις μαύροι εργαζόμενοι, και από την απέναντι μεριά, οι γραβατοφορεμένοι λευκοί κάτοικοι της Ουάσιγκτον. Αυτή η συνειδητοποίηση με έκανε αργότερα να γράψω κυρίως για τη σκληρή καθημερινότητα των Αφροαμερικανών», υπογραμμίζει ο συγγραφέας, που καταξιώθηκε μέσα από τα αστυνομικά του μυθιστορήματα για τους μαύρους κατοίκους της Ουάσιγκτον. 
Ο Πελεκάνος πριν από 30 χρόνια υιοθέτησε τρία μαύρα παιδιά με τη γυναίκα του: τον Πίτερ και τον Νικ από τη Βραζιλία και τη Ρόζα από τη Γουατεμάλα.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΟΥΡΝΑΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες