Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Η γραφειοκρατία ταλαιπωρεί ακόμη το Μάτι

Οι άνθρωποι που παλεύουν να αναγεννηθούν από τις στάχτες
Η Κάλλι Αναγνώστου γλίτωσε από θαύμα με τον γιο και τα πεθερικά της. Τα σημάδια δεν έχουν σβήσει από τη μνήμη και το σώμα της.

Θυμάμαι εκείνο το πρωινό της 24ης Ιουλίου του 2018, στο Μάτι, όταν το έδαφος ακόμα κάπνιζε. Φορούσα χειρουργική μάσκα και περπατούσα ανάμεσα σε καμένα δένδρα και σπίτια.

Συνάδελφοι με κάμερες και μικρόφωνα ήταν έξω από την Aργυρά Ακτή, συγγενείς παραζαλισμένοι αναζητούσαν τους δικούς τους, γείτονες έκλαιγαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Εκτοτε, επισκέπτομαι συχνά το μέρος αυτό. Περνάω για να μαθαίνω τα νέα των ανθρώπων, να βλέπω αν ξαναφτιάχνουν τα σπίτια τους και να παίρνω κουράγιο από τον καθημερινό τους αγώνα να αποκτήσουν κανονικότητα. Στο Μάτι, σχεδόν δύο χρόνια μετά, παλεύουν ακόμα να λύσουν τα στοιχειώδη.
Στην πρόσφατη επίσκεψη πάλι φορούσα χειρουργική μάσκα, όμως βάδιζα πλάι σε ψηλά χορτάρια και αγριολούλουδα. Στο φιλόξενο λόμπι του ξενοδοχείου «Μάτι», πέντε μόνιμοι κάτοικοι με περίμεναν για να μου μιλήσουν για την τωρινή κατάσταση. Ο ιός ήρθε για να κάνει τη ζωή τους δυσκολότερη.
Ισως επειδή έβαλε ένα αυστηρό μέτρο σύγκρισης για το πώς πρέπει να στέκεται το κράτος απέναντι στο ύψιστο αγαθό της ζωής των πολιτών. Μπορεί κανείς να συγκρίνει την πυρκαγιά που έγινε σε ένα απόγευμα με μια πανδημία που θα διαρκέσει σίγουρα πολλούς μήνες; Ασφαλώς και όχι. Ομως η τραγωδία με τους 102 νεκρούς μας έδειξε από τότε τι πρέπει να αλλάξουμε, όπως λένε και οι ίδιοι, αλλά και πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της εθελοντικής προσφοράς.
«Εξαϋλώνεσαι...»
Τον λόγο παίρνει η Κάλλι Αναγνώστου, την οποία έβλεπα πρώτη φορά. Εκείνον τον Ιούλιο επέστρεψε στην Ελλάδα από το Ντουμπάι με τον εξάχρονο γιο της για να περάσει ένα μήνα με τα πεθερικά της, στο σπίτι τους στο Μάτι. Ετοιμαζόταν εκείνη την περίοδο να ανοίξει τη δική της εταιρεία στα Εμιράτα ως coach σε επιχειρήσεις. Ο σύζυγός της, βιοχημικός ερευνητής που εργαζόταν επίσης στο Ντουμπάι, δεν τη συνόδευσε. Οταν η ίδια αντιλήφθηκε τη φωτιά, ήταν πια πολύ αργά. Βρέθηκε με το παιδί της και τα πεθερικά της να τρέχουν να σωθούν καθώς οι φλόγες έμπαιναν στο σπίτι τους από τα μισάνοιχτα παράθυρα. Εξω από την πόρτα τους περίμενε το θερμικό κύμα.

Η ξενοδόχος Νατάσα Καρβέλα.
«Εξαϋλώνεσαι, αυτή είναι η λέξη. Θα ήμασταν οι πρώτοι που θα τους είχαν βρει πεθαμένους στον κεντρικό δρόμο του Ματιού και μόλις 150 μέτρα από τη λεωφόρο Μαραθώνος, αφού δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε δέκα βήματα πιο μακριά. Ημασταν ξεγραμμένοι. Ομως εκείνη την ώρα έτυχε και έβγαινε από το σπίτι του ένας γείτονας με το αυτοκίνητο που μας πήρε μαζί. Δεν σταμάτησε γιατί μας αναγνώρισε αλλά γιατί είδε τέσσερις σκιές μέσα στον χαλασμό και θέλησε να βοηθήσει. Σε αυτόν τον άνθρωπο, τον Κωνσταντίνο Αναστασίου, χρωστάμε τη ζωή μας», μου λέει.
Η Κάλλι έχει σήμερα 40% εγκαύματα, ενώ της πήραν πολλά μοσχεύματα από το υπόλοιπο σώμα της. Αρχικά τη μετέφεραν ιδιώτες στο «Σισμανόγλειο», την επόμενη μέρα έγινε διακομιδή στο «Γ. Γεννηματάς», όπου λίγες ημέρες μετά διασωληνώθηκε και διακομίστηκε στο Θριάσιο. Εκεί πέρασε 2,5 εβδομάδες σε τεχνητό κώμα και έκανε την πρώτη πολύωρη επέμβαση και αργότερα πίσω στο «Γ. Γεννηματάς» από όπου πήρε εξιτήριο δύο μήνες μετά. Αντίστοιχα ο γιος της νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Παίδων, με 40% εγκαύματα στο σώμα του.

Το Μάτι που έχει γεμίσει από ανοιξιάτικα αγριολούλουδα.
«Θα έδινα την ψυχή μου να γυρίσει πίσω ο χρόνος και να ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι στις κατάλληλες επιτελικές θέσεις όταν ξέσπασε η φωτιά», μου λέει. «Οχι μόνο για το παιδί μου που προσπαθεί να συνέλθει αλλά για τους φίλους, τους γείτονες, τους ανθρώπους που πήγαν τόσο άδικα. Ανθρώπους που ξέραμε δεκαετίες, που γνωρίζαμε ακόμα και τον ήχο του βήματός τους ή τον τρόπο που ανοίγουν την εξώπορτα. Ακόμα και σήμερα σχεδόν δύο χρόνια μετά κοντοστεκόμαστε έξω από το σπίτι τους, νομίζοντας ότι θα τους καλημερίσουμε».
«Θυμάμαι την τρίτη μέρα στο νοσοκομείο, πρώτη πολύωρη αλλαγή επιδέσμων και καθάρισμα πληγών, δέκα ιατροί και νοσοκόμες, τα παυσίπονα δεν έπιαναν και είχα ανεβάσει 40 πυρετό από τον πόνο. Ηταν εκείνη η ημέρα που ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη είχε δηλώσει: “Ψάχνω λάθη, αλλά δεν βρίσκω” για την καταστροφή στο Μάτι. Και εμείς μετράγαμε νεκρούς και πληγές. Θυμάμαι άλλη μια σκηνή. Κατά την επιστροφή στο σπίτι που θα φιλοξενούμασταν, διότι το δικό μας είχε καεί ολοσχερώς, μετά 67 μέρες στο νοσοκομείο, σταματήσαμε με το αυτοκίνητο μπροστά σε ένα περίπτερο για να πάρουμε ένα μπουκάλι νερό. Δύο άνθρωποι συζητούσαν για μένα δίχως να έχουν ιδέα ποιος τους ακούει: “Ακουσες στο ραδιόφωνο ότι βγήκε και η 36χρονη εγκαυματίας από το Θριάσιο; Από αυτούς που πήγανε και καήκανε μόνοι τους αφού ζούσαν μέσα στο πευκοδάσος; Κατάλαβες. Από δω και πέρα θα την πληρώνουμε εγώ και εσύ”. Ηταν εκείνη η διάχυτη αίσθηση που καλλιεργήθηκε επικοινωνιακά από την τότε κυβέρνηση πως εμείς φταίγαμε που καήκαμε. Αλλος είχε χάσει τη μητέρα του, άλλος τα παιδιά του, άλλος την περιουσία του ή την επιχείρησή του. Την ώρα που πενθούσαμε είχαμε να αντιμετωπίσουμε και την κατηγορία πως όλα αυτά που μας συνέβησαν ήταν διότι είχαμε παρανομήσει. Ολη η κρατική ανεπάρκεια φορτώθηκε στις δικές μας πλάτες», λέει και κάνει μια παύση.

Ο Κώστας Μπούφης είδε τα δύο σπίτια του να καίγονται.
Σε καραντίνα
«Μη θεωρείτε ότι και εμείς που μείναμε πίσω τα καταφέρνουμε; Εχουμε να συμφιλιωθούμε με τα σωματικά και ψυχικά μας τραύματα και είναι πολλά. Ειδικά εμείς οι εγκαυματίες είμαστε η ζωντανή απόδειξη του τι έγινε, αυτοί που υπενθυμίζουμε στους υπόλοιπους εκείνη την αποφράδα ημέρα μόνο και μόνο με την εμφάνισή μας. Με το που μας βλέπουν, το θυμούνται. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο πολλοί από εμάς είχαν αποφασίσει να μην έρχονται στο Μάτι για να μην κάνουν τους άλλους να υποφέρουν. Και εγώ από σεβασμό για τον πόνο των άλλων δεν ήθελα να βγαίνω έξω στην αρχή, δεν μπορούσα βέβαια κιόλας».
«Η καραντίνα δεν είναι πρωτόγνωρη για εμάς, ζούμε από τότε με πολλούς περιορισμούς και απαγορεύσεις. Οσοι βγήκαμε από τα νοσοκομεία για πολλούς μήνες μετά έπρεπε να είμαστε απομονωμένοι. Περιορισμοί που θα μας ακολουθούν για πάντα λόγω κατάστασης. Χρονίως πολυεγκαυματίες. Ολοι όμως όσοι ζήσαμε τη φωτιά για καιρό μετά, και σήμερα ακόμη, ζούμε αποκομμένοι κατά μια έννοια από τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να επιλύσουμε σημαντικά ζητήματα. Δεν έχουμε φτάσει στην “επόμενη μέρα”».
«Αρκετοί μένουν ακόμη σε κατασκηνώσεις, τεράστια η γραφειοκρατία»
«Αυτά τα δύο χρόνια έχει γίνει τρομερά δύσκολο να ξαναφτιάξουμε τα σπίτια μας. Φανταστείτε πώς θα είναι από εδώ και πέρα με την ύφεση και τις περιπλοκές που θα φέρει η πανδημία», λέει ο Κώστας Μπούφης, που εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Μαραθώνα στις τελευταίες εκλογές. Είδε τη δική του κατοικία να καίγεται, καθώς το πυροσβεστικό όχημα που ήρθε δεν είχε νερό. Παραδίπλα κάηκε επίσης το σπίτι όπου έμεναν η αδελφή του και η πεθερά του: «Το μεγαλύτερό μας πρόβλημα είναι ότι προσπαθεί η πολιτεία να κάνει το Μάτι πολεοδομικό υπόδειγμα και εξαντλείται η αυστηρότητα σε λεπτομέρειες».

Ο Νίκος Γιαννόπουλος έχασε τη μητέρα του.
«Λίγες ημέρες μετά τη φωτιά, η τότε κυβέρνηση είχε δεσμευθεί ότι θα μπορέσουν οι πολίτες να ξαναχτίσουν όσα τετραγωνικά είχαν και πριν. Αργότερα η πολιτική άλλαξε και μας είπαν ότι θα χτίσουν αυτοί που είχαν άδειες εξαρχής και όχι εκείνοι που είχαν νομιμοποιήσει τα οικοδομήματά τους στην πορεία των ετών. Σε μια υπάρχουσα πολυκατοικία, τα μισά διαμερίσματα βγήκαν νόμιμα και τα άλλα μισά ότι είναι σε δασική έκταση. Αντιλαμβάνεστε την παράνοια που ζουν οι πληγέντες;».
Ο επιχειρηματίας Νίκος Γιαννόπουλος συμπληρώνει: «Βγήκε το σλόγκαν “Μένουμε σπίτι”, ενώ κάποιοι κάτοικοι δεν έχουν ακόμα σπίτια να μείνουν. Στεγάζονται αρκετοί στις κατασκηνώσεις, όσο για τους υπολοίπους που προσπαθούμε να τα φτιάξουμε, πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με μια τεράστια γραφειοκρατία. Γραφειοκρατικό χάος συναντάμε και στην πρόσβαση για τα επίσημα έγγραφα που αφορούν την επικείμενη δίκη των ποινικών ευθυνών στην τραγωδία της πυρκαγιάς. Πρέπει να φωτοτυπούμε χαρτιά που γεμίζουν καροτσάκια από σούπερ μάρκετ, γιατί το Δημόσιο δεν έχει σκάνερ.
Προσφέρθηκα να τους δωρίσω ένα. Αρνήθηκαν».
Συμπληρώνει: «Πολλοί λένε ότι είδαν μια νέα αρχή στη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πολίτη και στο κράτος με τη διαχείριση της πανδημίας. Εμείς εδώ στο Μάτι περιμένουμε να δούμε πώς θα αντιμετωπίσει η πολιτεία τα δικά μας ζητήματα που χρονίζουν. Πρώτα από όλα αν επιτέλους θα γίνει η εν λόγω δίκη· μάλλον λόγω του κορωνοϊού δεν θα υπάρχει η κατάλληλη αίθουσα και θα αναβληθεί. Ελπίζω από τώρα να έχει υπάρξει μέριμνα για το σοβαρό αυτό ζήτημα», υπογραμμίζει ο κ. Γιαννόπουλος, που έχασε τη μητέρα του στη φωτιά, και καταλήγει: «Εμείς, που δεν θάψαμε ανθρώπους αλλά σάκους, δεν θα βρούμε ησυχία, δεν θα κοιμηθούμε ήρεμα ούτε ένα βράδυ, αν δεν αποδοθεί δικαιοσύνη».

Ο Βασίλης Βρεττός.
Η πρόσφατη απόφαση του Ναυτοδικείου να βάλει στο αρχείο τη μηνυτήρια αναφορά των συγγενών των θυμάτων για πιθανές ευθύνες του Λιμενικού Σώματος στην πυρκαγιά, έχει πάντως εξοργίσει πολλούς κατοίκους στο Μάτι, όπως λένε.
Τη σκυτάλη παίρνει ο φωτογράφος Βασίλης Βρεττός. «Οταν ξυπνάς μια μέρα και έχεις χάσει γονείς, αδέλφια, φίλους ή σπίτια, αναρωτιέσαι ποιο μήνυμα ήρθε να σου δώσει μια τέτοια τραγωδία. Νομίζω ότι η φωτιά στο Μάτι έκανε την ελληνική κοινωνία να συνειδητοποιήσει ότι αν δεν υπάρξουν σοβαρές αλλαγές σε κρατικές υπηρεσίες που αφορούν την ασφάλεια και τη ζωή των πολιτών, δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω. Χαίρομαι ιδιαίτερα που βλέπω ότι στο θέμα της πανδημίας υπάρχει έγκαιρος και σοβαρός σχεδιασμός, κάτι που φαίνεται ότι έπεισε και τους πολίτες να συμμορφωθούν στη μεγάλη τους πλειονότητα. Φανταστείτε ότι εμείς όχι μόνο πληρώσαμε με τις ζωές και τις περιουσίες μας την αποτυχία της Πολιτικής Προστασίας, αλλά κατηγορηθήκαμε πως είμαστε υπαίτιοι για την εξάπλωση της πυρκαγιάς επειδή δήθεν είχαμε όλοι αυθαίρετα οικοδομήματα. Εδώ, έξω από την πόρτα μου, στάθηκε ο Πάνος Καμμένος και κατηγορούσε τους πολίτες που του μιλούσαν με δάκρυα στα μάτια. Ποτέ δεν ακούσαμε μια συγγνώμη για αυτά που έγιναν, έστω και πολύ αργότερα».
Τελευταία παίρνει τον λόγο η ξενοδόχος Νατάσα Καρβέλα. «Εμείς δυστυχώς δεχθήκαμε διπλό χτύπημα, πρώτα ήρθε η φωτιά, το επόμενο καλοκαίρι δεν είχαμε τη συνηθισμένη πελατεία μας και φέτος πέσαμε στην πανδημία. Η πολιτεία έχει καταστρώσει τώρα ένα σχέδιο για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να ανακάμψουν μετά την άρση των μέτρων, όμως εμείς ακόμα περιμένουμε την ενίσχυση με το ΕΣΠΑ των πυρόπληκτων και εκείνη από την Περιφέρεια. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πώς θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στο φετινό καλοκαίρι όσοι έχουμε ξενοδοχεία και ταβέρνες στην περιοχή που θα πρέπει να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα. Είμαστε μεταξύ σφύρας και άκμονος: το παρελθόν μας είναι τραυματικό, το μέλλον είναι τρομερά αβέβαιο. Παλεύουμε με νύχια και με δόντια το παρόν».
Ο εθελοντισμός
Σε ένα πράγμα συμφωνούν όλοι οι κάτοικοι: η αξία του εθελοντισμού και της προσφοράς που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία φάνηκε πρώτα στο Μάτι. «Αυτό που είδαμε τώρα να συμβαίνει με το ΕΣΥ, το πρωτοζήσαμε εδώ. Χάρις σε αυτήν τη βοήθεια εθελοντών και ιδρυμάτων, τα βγάλαμε πέρα. Από τη “Συνένωσις” μέχρι απλούς ανθρώπους από όλη την Ελλάδα, που προσέφεραν χρήματα, τρόφιμα, φάρμακα, υπηρεσίες, σταθήκαμε όρθιοι. Η συνεισφορά τους υπήρξε συγκινητική και σπουδαία. Ηταν μεγάλη η ανακούφιση που αισθανθήκαμε πως δεν είμαστε μόνοι μας στην καταστροφή. Ακόμα και από το εξωτερικό ήρθαν εθελοντές που έμειναν δύο μήνες κοντά μας και μας συμπαραστάθηκαν», λέει ο Κώστας Μπούφης και η Κάλλι Αναγνώστου προσθέτει ότι άγνωστοι άνθρωποι έστειλαν τόσα παιχνίδια στον γιο της, που γέμισε το δωμάτιο όπου νοσηλευόταν στο «Παίδων».
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΟΥΡΝΑΡΑ
https://www.kathimerini.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες